ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΟΥ ΟΧΙ Γιῶργος Σαραντάρης: Ὁ ποιητὴς ποὺ ἔδωσε τὴ ζωή του γιὰ τὴν Ἑλλάδα

Γιώργος Σαραντάρης

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

Στοὺς πεσόντες κατὰ τὸν ἑλληνο – ιταλικὸ πόλεμο τοῦ 1940 – 41 συγκαταλέγεται ὁ Γιῶργος Σαραντάρης, ὁ σημαντικὸς αὐτὸς ποιητὴς καὶ στοχαστὴς τῆς δεκαετίας τοῦ 1930. Δὲν πέθανε στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου, ὅπως ἄλλοι συστρατιῶτες του. Ἀπὸ τὶς κακουχίες, βαριὰ ἄρρωστος, μεταφέρθηκε πρῶτα στὸ Στρατιωτικὸ Νοσοκομεῖο τῶν Ἰωαννίνων καὶ μετὰ στὴν Ἀθήνα, ὅπου καὶ ἀπεβίωσε, στὶς 25 Φεβρουαρίου 1941, σὲ ἡλικία 33 ἐτῶν. Στὴ νεκρολογία γιὰ τὸν θάνατό του ἡ «Καθημερινὴ» ἔγραψε, στὶς 2 Μαρτίου 1941:

«Μεταξὺ τῶν ἡρωικῶς πεσόντων εἰς τὸν ἀγώνα κατὰ τῆς ἰταλικῆς βαρβαρότητος καταλέγεται καὶ ὁ νέος λόγιος Γεώργιος Σαραντάρης. Ὁ Γ. Σαραντάρης ἦτο ἀπὸ τοὺς ἀξιόλογους ποιητὰς τῆς νέας γενεᾶς, δημοσιεύσας τρεῖς ποιητικὰς συλλογὰς καὶ δύο φιλοσοφικὰ δοκίμια. Ὑπῆρξε συνεργάτης τῆς φιλολογικῆς σελίδος τῆς “Καθημερινῆς”, δημοσιεύσας σημειώματα δι’ ἄλλους νέους λογοτέχνας ὡς καὶ στίχους του. Στρατιώτης εἰς τὸ ἀλβανικὸν μέτωπον, προσέφερε τὴν ζωήν του ὑπὲρ τοῦ ἀγωνιζομένου Ἔθνους. Λόγῳ τῶν πολεμικῶν ἡμερῶν περιοριζόμεθα εἰς τὰς ὀλίγας αὐτὰς γραμμὰς εἰς μνήμην τοῦ ἐκλιπόντος νέου διανοουμένου». Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1951 ὁ «Ἀθηναῖος» τῆς «Καθημερινῆς», στὰ δεκάχρονα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Σαραντάρη, ἔγραψε: «Ὁ Γιῶργος Σαραντάρης ἦτο ὁ πρῶτος λογοτέχνης ποὺ ἔπεσεν εἰς τὸν ἀγώνα τῆς πατρίδος του διὰ τὴν ἐλευθερίαν».

Λίγες μόνο δεκάδες ὀκάδες ζύγιζε ὁ Σαραντάρης καὶ σὲ ὅλη τὴ βραχύχρονη ζωή του παρέμεινε παντελῶς ἀγύμναστος. Τὸ μόνο, ποὺ γνώριζε, ἦταν νὰ διαβάζει ἀδιαλείπτως καὶ νὰ γράφει ἀκατάπαυστα ποιήματα καὶ φιλοσοφικοὺς στοχασμούς, παντοῦ ὅπου εὕρισκε χαρτὶ ἢ χαρτόνι: ἀπὸ κουτιὰ τσιγάρων, ἕως προγράμματα συναυλιῶν καὶ ἄλλων ἐκδηλώσεων… Εἶχε αὐξημένο βαθμὸ μυωπίας, κάτι ποὺ τὸν ἐμπόδιζε νὰ χειριστεῖ σωστὰ τὸ ὅπλο, ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως δυσκολευόταν νὰ σηκώσει μαζὶ μὲ τὸν βαρὺ γυλιό του. Αὐτὸς ὁ ἀδύναμος, ἀγύμναστος καὶ μύωπας ποιητὴς ἐπελέγη νὰ ἐπιστρατευθεῖ μυστικὰ μετὰ τὸν τορπιλισμὸ τῆς Ἕλλης καὶ νὰ σταλεῖ στὰ σύνορα, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους Ἕλληνες τὸν στρατὸ τῆς φασιστικῆς Ἰταλίας… Καὶ πῆγε οὐσιαστικὰ πρὸς τὸν θάνατο χωρὶς γογγυσμό, ἀτενίζοντας τὸν οὐρανό, πιστεύοντας στὴν Ἀνάσταση καὶ ἀγαπώντας Χριστὸ καὶ Ἑλλάδα.

Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ποὺ μὲ κάθε τρόπο ἔδειξε τὴν πρὸς τὸν Σαραντάρη εὐγνωμοσύνη του, ἀφοῦ πρῶτος ἐκεῖνος ἀντελήφθη τὸ ταλέντο του καὶ τὸν ἐνθάρρυνε νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν ποίηση, ἔγραψε: «Δὲν ἔχω γνωρίσει, θὰ ᾽θελα νὰ τὸ διακηρύξω, μορφὴ πνευματικοῦ ἀνθρώπου ἁγνότερη ἀπὸ τὴ δική του. Ἄπραγος, ἀδέξιος, ἀνίκανος γιὰ ὁτιδήποτε πρακτικό, ζοῦσε μὲ τὸ τίποτε, καὶ δὲν τοῦ χρειαζότανε τίποτε ἄλλο ἔξω ἀπὸ τὴν Ποίηση…». Καὶ ἀλλοῦ: «Ἐπιτέλους, νά, κάποιος ἀδικημένος ἀπὸ τὴ φύση, φτωχός, ἔρημος, ποὺ ἔστρεψε τὸ κάτοπτρο ἀπὸ τὴν ὕβρι τῆς ζωῆς πρὸς τὸ θαῦμα της».

Γιὰ τὴν ἐπιστράτευση τοῦ Σαραντάρη καὶ τὸ πῶς τὴν ἀντιμετώπισε ἔγραψε ὁ Ἀνδρέας Καραντώνης, ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους κριτικοὺς ποίησης τοῦ περασμένου αἰώνα:

«Τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1940 ἕνα Διάταγμα τοῦ Ὑπουργείου τῶν Στρατιωτικῶν, κάλεσε στὰ ὅπλα τὴν κλάση τοῦ 1930 – σ’ αὐτὴν ἀνῆκε στρατολογικὰ ὁ Σαραντάρης – καὶ τὸν ἔστειλε νὰ φυλάξει τὰ σύνορα ποὺ φοβέριζε ὁ Ἰταλικὸς φασισμός. Τὸν εἶδα γιὰ τελευταία φορὰ στὴν πλατεία Κάνιγγος, ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν ἐπιστρατευμένων ἐφέδρων ποὺ πολιορκοῦσαν τὴν πόρτα τοῦ Στρατολογικοῦ Γραφεῖο. Τὸ πρόσωπό του ἤρεμο καὶ χαμογελαστὸ πάντα, ἦταν ὁλότελα ἀποπνευματωμένο. “Φεύγω, μοῦ λέει, φίλε μου, πάω φαντάρος”. Ἀποχαιρετιστήκαμε μὲ συγκίνηση. Τὸν εἶδα νὰ χάνεται μέσα στὸ πλῆθος, κάνοντας μελαγχολικὲς σκέψεις, καθὼς συλλογιζόμουν πῶς θὰ μποροῦσε νὰ τὰ βγάλει πέρα μὲ τὶς δυσκολίες καὶ τὶς τραχύτητες τῆς στρατιωτικῆς ἐμπόλεμης ζωῆς, αὐτὸς ὁ καθόλου στρατιώτης. Κι ὅμως ἀκολούθησε καρτερικὰ τὴ μοίρα του, μὲ τὴ συναίσθηση ὅτι δίνει καὶ αὐτός, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι, τὸ παρών του στὸ κάλεσμα τῆς πατρίδας». Ὁ Καραντώνης θεωροῦσε ὅτι ὁ Σαραντάρης εἶχε ἕνα δικαίωμα: «νὰ θεωρεῖται σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς προδρόμους τοῦ σύγχρονου ποιητικοῦ μας λόγου».

Ὁ συστρατιώτης του συγγραφέας Θεμιστοκλῆς Ἀθηνογένης μίλησε γιὰ τὶς κακουχίες στὸ μέτωπο τῆς Ἀλβανίας:

«Ἡ Ἰταλία μᾶς κήρυξε τὸν πόλεμο. Οἱ συνοριακὲς φρουρές μας προσπαθοῦν νὰ ἀποκρούσουν τὸν ἐχθρὸ ποὺ κατεβαίνει μέσα ἀπὸ τὰ φαράγγια τῆς Πίνδου. Πρέπει νὰ σπεύσομε νὰ ἐνισχύσομε τὰ παιδιὰ τοῦ 4ου Συντάγματος Λαρίσης ποὺ ἀντιμετωπίζουν τὶς Ἰταλικὲς φάλαγγες τῆς Μεραρχίας Julia… Ἄρχισε ἡ πορεία. Μία πορεία ἀδιάκοπη. Σὲ κάποιες στάσεις οἱ φαντάροι μοιράζονταν ζάχαρη καὶ ξηροὺς καρπούς. Ἡ πορεία κράτησε 40 ὧρες. Τότε τὸν ἔχασα (Σημ. Τὸν Σαραντάρη)… Σὲ λίγο βρισκόμουν στὸ λόχο τοῦ Γιώργου Σαραντάρη. Ἦταν ὁ λόχος ὁ δικός του, ὁ 3ος λόχος. Χάρηκε πολὺ σὰν μὲ εἶδε ἔτσι ἀπρόσμενα, ξαφνικὰ μπροστά του. Δὲν τὸ περίμενε. Ἦταν πολὺ κουρασμένος, βρεγμένος.
Μοῦ ᾽σφιξε τὸ χέρι: “Τί θὰ γίνει τώρα;”
Ἡ αἰσιοδοξία εἶχε φύγει. – Γυρέψαμε κάπου νὰ κουρνιάσουμε τὴ νύχτα στὸ χωριὸ Βωβοῦσα. Βρήκαμε ἕνα πεζούλι ἐκκλησίας. Κοιμηθήκαμε ἐκεῖ. Ἦταν ὧρες φοβερές. Τὸ ἄγνωστο. Οἱ ἀρβύλες μεσ’ στὴ λάσπη….
Σὰν ἔφεξε ἡ μέρα ἀκροβολιστήκαμε σ’ ἕνα ὕψωμα καὶ περιμέναμε διαταγές. Ἀκούστηκαν οἱ σάλπιγγες τῶν Λαρισινῶν κι ἀμέσως ἄρχισαν νὰ κροταλίζουν τὰ ἰταλικὰ πολυβόλα. Ἀπ’ τὸ δικό μας λόχο δὲν εἴχαμε κανένα θύμα. Οἱ Λαρισινοὶ ὅμως πλήρωσαν ἀκριβά. – Ἦταν ἡ πρώτη μας ἐπαφὴ μὲ τὸν ἐχθρὸ καὶ τὴν κρυάδα τοῦ πολέμου.
Ἐκεῖ τὸν ἔχασα. Δὲν ἦταν κοντά μου.
Ἡ προέλαση συνεχίστηκε…
Πολλὲς φορὲς συναντηθήκαμε μὲ τὸν Σαραντάρη στὰ λασποχώρια, ἀπ’ ὅπου περνούσαμε. Ἤμαστε ἐξουθενωμένοι καὶ οἱ δύο. Πολὺ περισσότερο ὅμως ἐκεῖνος. Δὲν εἶχε, ἀπὸ τὴν ἀρχή, πολλὰ ἀποθέματα ἀντοχῆς.
Κάποτε βρέθηκα ἔξω ἀπὸ ἕνα χωριό, τὸ Κιλαρίτσι. Σὲ κάτι στάβλους εἶδα τὸν Σαραντάρη καθισμένο κάτω στὸ χῶμα σὲ φοβερὴ ἐξάντληση. Ἦταν χλωμός, ἀδύναμος. Τὰ μάτια του φωσφόριζαν παράξενα. Τὸν πλησίασα. Θυμᾶμαι ὅτι γονάτισα νὰ τοῦ μιλήσω καθὼς ἦταν καθισμένος.
“Ἔχεις τίποτα νὰ μοῦ δώσεις νὰ φάω;” μοῦ εἶπε. Ἔψαξα στὸ σακίδιο. Βρῆκα ἕνα κομμάτι ξερὴ κουραμάνα. Τοῦ ᾽δωσα. Ὕστερα μὲ κόπο ἀνάσυρε ἀπὸ τὸ χιτώνα του ἕνα μάτσο χαρτιά. Τὸ πρῶτο ποὺ μοῦ ᾽δειξε χαμογελώντας ἦταν μία ἰατρικὴ γνωμάτευση ποὺ τὸν ἔστελνε στὸ νοσοκομεῖο στὰ Γιάννενα, πού ᾽λεγε πὼς μποροῦσε νὰ ἀφήσει τὸ μέτωπο καὶ νὰ γυρίσει πίσω.
Τοῦ εἶπα:
“Μπράβο Γιῶργο!. Ἐσὺ σώθηκες. Κανεὶς δὲν ξέρει ἐμένα τί μὲ περιμένει”.
Τὸ δεύτερο χαρτὶ ἦταν ἕνα ποίημα. Μοῦ τὸ ἐμπιστεύτηκε. Μὲ μεγάλη συγκίνηση τὸ ἔβαλε στὸ χέρι μου. Τότε γιὰ πρώτη φορὰ κατάλαβα πὼς ὁ Σαραντάρης ἦταν Ποιητής. Ἐνῶ ἐγὼ ἀγωνιζόμουν νὰ ἐπιβιώσω, ἐκεῖνος, τὶς ὧρες τὶς ἐλάχιστες ποὺ ἔμενε ἐλεύθερος ἀπὸ πορεῖες, κακουχίες καὶ ἀγγαρεῖες ἀποσυρόταν στὴ γωνιὰ ἑνὸς ἀντίσκηνου κι ἔγραφε ποιήματα… Τὸ ποίημα αὐτὸ τὸ ἔχασα. Θυμᾶμαι ὅμως πολὺ καλὰ πῶς ἄρχιζε:
Ἐγὼ ποὺ ὁδοιπόρησα
Μὲ τοὺς ποιμένες τῆς Πρεμετῆς
Εἶχα τὰ μάτια μου
Παντοτινὰ στραμμένα
Στὸ ἑωθινό σου πρόσωπο…».

Γιὰ τὸν Σαραντάρη καὶ τὸν θάνατό του ἔγραψαν:

Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης χαρακτηρίζει τὸν θάνατο τοῦ Σαραντάρη ὡς «τὴ μόνη καὶ πιὸ ἄδικη ἀπώλεια ἀνθρώπου τῶν γραμμάτων». Παράλληλα καταγγέλλει τὸ ἐπιστρατευτικὸ σύστημα τῆς ἐποχῆς: «Θέλω ἀπροκάλυπτα νὰ καταγγείλω τὸ ἐπιστρατευτικὸ σύστημα ποὺ ἐπικρατοῦσε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ πού, δὲν ξέρω πῶς, κατάφερε νὰ κρατήσει στὰ Γραφεῖα καὶ στὶς ἐπιμελητεῖες ὅλα τὰ χοντρόπετσα θηρία τῶν ἀθηναϊκῶν ζαχαροπλαστείων καὶ νὰ ξαποστείλει στὴν πρώτη γραμμὴ τὸ πιὸ ἁγνὸ καὶ ἀνυπεράσπιστο πλάσμα. Ἕναν εὔθραυστο διανοούμενο, ποὺ μόλις στεκότανε στὰ πόδια του, ποὺ ὅμως εἶχε προφτάσει νὰ κάνει τὶς πιὸ πρωτότυπες καὶ γεμάτες ἀπὸ ἀγάπη σκέψεις γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ μέλλον της. Ἦταν σχεδὸν μία δολοφονία. Διπλωματοῦχος ἰταλικοῦ πανεπιστημίου – ὁ μόνος ἴσως σὲ ὁλόκληρο τὸ στράτευμα -, θὰ μποροῦσε νά ’ναι περιζήτητος σὲ ὁποιαδήποτε ἀπὸ τὶς Ὑπηρεσίες ποὺ εἶχαν ἀναλάβει τὴν ἀντικατασκοπεία, ἢ τὴν ἀνάκριση τῶν αἰχμαλώτων. Ἀλλὰ ὄχι. Ἔπρεπε νὰ φορτωθεῖ τὸ γυλιὸ καὶ τὸν ὁπλισμὸ τῶν τριάντα ὀκάδων, γιὰ νὰ χαθεῖ παραπατώντας μὲς στὰ χιονισμένα φαράγγια ἕνας ἀκόμη ποιητής, ἕνας ἀκόμη ἀθῶος στὸ δρόμο τοῦ μαρτυρίου. Φαίνεται ὅτι πέρασε φρικτὲς ὧρες. Τὰ χοντρὰ μυωπικά του γυαλιά, ποὺ χωρὶς αὐτὰ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει βῆμα, τά ’χασε μέσα στὴν παραζάλη. Φώναζε “βοήθεια” στοὺς ἄλλους φαντάρους, αὐτὸς ὁ Χριστιανὸς φώναζε “ἀδέρφια” καὶ τ’ “ἀδέρφια” τὸν κοροϊδεύανε, τὰ πιὸ ἀδίστακτα βαλθήκανε κιόλας νὰ τοῦ κλέβουνε κουβέρτες, μάλλινα, ὁτιδήποτε χρήσιμο μποροῦσε ὁ δόλιος νὰ κουβαλεῖ. Ἀπόμεινε σὰν τὸ κατατρεγμένο πουλὶ μέσα στὴν παγωνιά. Χωρὶς νὰ βαρυγκομήσει. Χωρὶς νὰ ξεστομίσει ἕναν πικρὸ λόγο. Περήφανος, μ’ ἕνα σῶμα ἐλάχιστο καὶ μία μεγάλη ψυχή, ποὺ τὸν κράτησε ὅσο ποὺ νὰ τραγουδήσει ἀκόμη λίγο: Ἐγὼ ποὺ ὁδοιπόρησα μὲ τοὺς ποιμένες τῆς Πρεμετῆς κι ὕστερα ν’ ἀνεβεῖ “στοὺς τόπους ποὺ ἀγγέλλουν τὸν οὐρανὸ καὶ συνομιλοῦν μὲ τὸν ἥλιο”. Ἔτσι πέθανε ἕνας Ἕλληνας ποιητής, ὅταν οἱ συνάδελφοί του στὴ Δύση βλαστημούσανε τὸ Θεὸ κι ἐμπιστεύονταν τὴ μαριχουάνα…».

Γιὰ τὸ τέλος τοῦ Γιώργου Σαραντάρη ἔχουμε τὴ μαρτυρία τῆς ἀδελφῆς του Λέλας Μιχοπούλου – Σαραντάρη, ὅπως τὴν μετέφερε στὸν ὑπογράφοντα ὁ πρῶτος ἐξάδελφός τους Παναγιώτης (Τάκης) Σαραντάρης:

«Τὸ τέλος του ἦταν πολὺ κοντά. Ἐμεῖς, οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι, περιτριγυρίζαμε τὸ κρεβάτι του καὶ κλαίγαμε βουβά. Μᾶς εἶδε καὶ μὲ τὸ γλυκό του χαμόγελο, γεμάτος ἀπὸ εἰρήνη καὶ πίστη, ἄρχισε ἐκεῖνος νὰ μᾶς παρηγορεῖ καὶ νὰ μᾶς ἐνδυναμώνει, παροτρύνοντάς μας νὰ μὴν κλαῖμε, διότι ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει στὸν κόσμο αὐτόν, διότι ἡ ζωὴ εἶναι αἰώνια καὶ συνεχίζεται, διότι μετὰ τὸν θάνατό του θὰ ζήσει μίαν ἄλλη, μεγαλύτερη χαρά…».

Ὁ φίλος του, ἀκαδημαϊκὸς Κωνσταντῖνος Δεσποτόπουλος ἔγραψε:

«Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ βεβαιώσω πὼς εἶχε ὁ Σαραντάρης, τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του, νικήσει τὸν φόβο τοῦ θανάτου. Ἄρρωστος βαριὰ τὶς πρῶτες ἑβδομάδες τοῦ 1941, ὕστερ’ ἀπὸ τὸν ὑποσιτισμὸ καὶ τὶς ἄλλες κακουχίες του ἐπάνω στὰ χιονισμένα βουνὰ τῆς Ἀλβανίας, ὅπου ὑπηρετοῦσε ὡς ἁπλὸς στρατιώτης, ἐνταγμένος, παρὰ τὴ μεγάλη μυωπία του, σὲ μονάδα τῆς πρώτης γραμμῆς τοῦ μετώπου, εἶχε μεταφερθεῖ τελικὰ σὲ κλινικὴ τῶν Ἀθηνῶν. Ἐκεῖ τὸν ἐπισκέφθηκαν οἱ αἰσθαντικοὶ φοιτητὲς Καλλίτσης καὶ Παπαμικρόπουλος, μέλη τοῦ φιλοσοφικοῦ μας Κύκλου, ποὺ θαύμαζαν τὸ πνεῦμα του καὶ τὸ ἦθος του. Πρόλαβε ὁ Παπαμικρόπουλος – πρὶν χαθεῖ, νομίζω, καὶ αὐτός, ὅπως χάθηκε καὶ ὁ Καλλίτσης, τόσο πρόωρα καὶ τόσο ἄδικα στὴ διάρκεια τῆς Κατοχῆς – νὰ μοῦ παρουσιάσει, καὶ μὲ ἀναφορὰ στὸ πρόσωπό μου, τὴν τότε εἰκόνα τοῦ Σαραντάρη, γαλήνιου ὁλωσδιόλου ἐνώπιον τοῦ θανάτου, νὰ ψιθυρίζει πρὸς τοὺς δύο νέους παραινέσεις γιὰ ἐμμονὴ στὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς, ὑψωμένος ἤδη ὁ ἴδιος στὴ σφαίρα τῆς ἁγιότητας».

Ὁ Σαραντάρης εἶναι ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες περιπτώσεις στὰ ἑλληνικὰ γράμματα ποὺ συνδύασε τὴν ποίηση μὲ τὴ φιλοσοφία καὶ μάλιστα μὲ μία τάση πρὸς τὸν χριστιανικὸ ὑπαρξισμό. Γιὰ τὴ φιλοσοφικὴ σκέψη τοῦ ποιητῆ ὁ διαπρεπὴς καθηγητὴς φιλοσοφίας στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἀκαδημαϊκὸς Ἰωάννης Θεοδωρακόπουλος, σὲ ὁμιλία του στὸ Λεωνίδιο, τόπο καταγωγῆς τῆς οἰκογένειας Σαραντάρη, – ὁ ἴδιος γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μεγάλωσε στὴν Ἰταλία – σημείωσε ὅτι σὲ συζήτηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Γερμανὸ ὑπαρξιστὴ φιλόσοφο Κὰρλ Γιάσπερς τοῦ εἶπε, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὅτι στὴν Ἑλλάδα ὁ Σαραντάρης «ἦλθε στὴ ζωή μας μὲ μία ὁλωσδιόλου καινούργια γλώσσα, καινούργια ἔκφραση προσωπική, βαθύτατα προσωπική, ἀλλὰ συγχρόνως βαθύτατα μεταφυσική». Καὶ πρόσθεσε: «Ὁ Γιῶργος Σαραντάρης εἶναι ὁ μεταφυσικὸς λυρικὸς ποιητὴς τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος. Τὸ νὰ τὸν χαρακτηρίσωμε μὲ λίγα λόγια, εἶναι δεσμὰ γιὰ μία προσωπικότητα, ἀλλὰ πρέπει νὰ τολμήσωμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Σαραντάρης ἦταν ὁ πρῶτος μεταφυσικὸς λυρικὸς ποιητὴς τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος».

Ὁ καθηγητὴς καὶ διακεκριμένος φιλόσοφος Βασίλειος Τατάκης στὴ βιβλιοπαρουσίαση στὸ Θεσσαλονικιώτικο περιοδικὸ «Μακεδονικὲς Ἡμέρες» (Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 1937) τοῦ φιλοσοφικοῦ δοκιμίου τοῦ Γ. Σαραντάρη «Συμβολὴ σὲ μία φιλοσοφία τῆς Ὕπαρξης» γράφει πὼς σ’ αὐτὸ ὁ συγγραφέας ἀσχολεῖται μὲ τὰ οὐσιαστικότερα προβλήματα τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης καὶ πὼς συμβάλλει στὸ νὰ καταδείξει (προφητικὰ γιὰ τὶς ἡμέρες μας) πὼς ἡ κρίση ποὺ διέρχεται ἡ ἀνθρωπότητα δὲν εἶναι μόνο ἢ κυρίως οἰκονομική, ἀλλὰ αὐτὴ θρονιάζει μέσα μας.

Ὁ Θεσσαλονικιὸς ποιητὴς Τάκης Βαρβιτσιώτης ἔγραψε: «Ὁ Σαραντάρης πίστευε στὸν πνευματικὸ προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου καὶ εἶχε κάθε δικαίωμα νὰ ἐλπίζει στὴν ὑπέρτατη παραμυθία, γιατί πορεύονταν τὸν ἐπίπονο δρόμο τῆς ζωῆς, ἀναζητώντας τὴ μακαριότητα καὶ στὸ τέρμα αὐτοῦ τοῦ δρόμου δὲν ἔβλεπε τὸ “ἀνεπανόρθωτο”, τὴν παγερὴ ὁριστικότητα ἑνὸς ἀδυσώπητου κύκλου, ἀλλὰ μίαν “ἄλλη χαρά”…».

Ὁ Παναγιώτης Κανελλόπουλος σημείωσε ὅτι εἶχε ξεχωρίσει τὸν Σαραντάρη: «Ἀπὸ τοὺς μαθητές μας, ποὺ ἂν καὶ νεώτατοι τότε, ἦταν ἰσότιμα καὶ πνευματικὰ ἐλεύθερα μέλη τοῦ κύκλου, ξεχώρισαν πρὸ πάντων ὁ Γιῶργος Σαραντάρης, ποὺ πέθανε νέος, τὸ 1941, ἐκτελώντας τὸ στρατιωτικό του καθῆκον στὸ Ἀλβανικὸ μέτωπο, ἕνα ὡραῖο ποιητικὸ πνεῦμα ποὺ ἀντιμετώπισε προβλήματα τοῦ ὑπαρξισμοῦ μὲ μία καταπληκτικὰ πρωτότυπη σκέψη, καὶ ὁ Κώστας Δεσποτόπουλος…».

Ὁ Γιῶργος Σαραντάρης ἦταν ὁ πρῶτος καὶ ἴσως ὁ μόνος ποιητὴς καὶ στοχαστὴς ποὺ πέθανε, ἀφοῦ ρούφηξε στὸ κορμὶ καὶ στὴν ψυχή του ὅλη τὴ δοκιμασία τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου, στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου. Ὅταν, χρόνια μετά, ὁ Παν. Κανελλόπουλος ρωτήθηκε τί ἔνοιωσε, ὅταν ἔμαθε τὸ θάνατο τοῦ Σαραντάρη, ἀπάντησε: «Στὴν ἀρχὴ ἦταν μία ἀκόμα τραγωδία ἀπὸ τὶς τόσες ποὺ συσσωρεύονταν γύρω μας… Μετὰ συνειδητοποίησα τὸ μεγάλο κενό… ». Γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Σαραντάρη ὁ Κων. Τσάτσος ἔγραψε: «Ἡ Ἑλλάδα θυσιάζοντας τόσα παιδιά της στὸ βωμὸ τῆς ἰδέας, ποὺ ἀπὸ αἰῶνες ὑπηρετεῖ, θυσίασε ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ καὶ τὸ πνευματικό της παιδί, τὸ Γιῶργο Σαραντάρη».

Ὁ φίλος τοῦ Σαραντάρη Νικηφόρος Βρεττάκος ἔγραψε: «Ἦρθε ὁ πόλεμος τοῦ ’40. Ἐγὼ ἔφυγα ἀπὸ τοὺς πρώτους. Βρέθηκα στὰ ἑλληνοαλβανικὰ σύνορα μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ πολέμου. Χάσαμε κάθε ἐπαφὴ ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο. Ἀργότερα, δὲν θυμᾶμαι ποιὰ ἀκριβῶς ἡμερομηνία, ἦρθε ἕνα γράμμα ἀπὸ τὴ Μελισσάνθη πάνω στὰ βουνὰ ποὺ βρισκόμουνα. Ἔλεγε πὼς ὁ Σαραντάρης ἦταν βαριὰ ἄρρωστος. Ἔχοντας συλλάβει μὲ τὴν ἀπόσταση καὶ τὸν καιρὸ τὴν πνευματική του ἀξία ἔνοιωσα φοβερὴ συγκίνηση. Ἔγραψα ἕνα γράμμα γιὰ τὸν ἴδιο στὴ Μελισσάνθη παρακαλώντας νὰ πάει στὸ νοσοκομεῖο νὰ τοῦ τὸ δώσει. Ἔλαβα τὴν ἀπάντησή της: “Ἔλαβα τὸ γράμμα σου ἀλλὰ ὁ φίλος μας πέθανε. Πῆγα καὶ τοῦ τὸ διάβασα στὸν τάφο”».

Ὁ Κώστας Λασσιθιωτάκης ἔγραψε γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Σαραντάρη: «Συχνὰ θέλησα νὰ συλλάβω τὴν εἰκόνα τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου μὰ τὸ εὕρισκα δύσκολο τόσο ὅσο τὸ νὰ συλλάβω τὸ ἴδιο τὸ πνεῦμα. Ὅταν συνάντησα τὸν Σαραντάρη, δὲν ἀντίκρυσα μονάχα τὴν εἰκόνα μὰ καὶ τὸ ἤρεμο μεγαλεῖο τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Σαραντάρης εἶχε τόσο κορμί, ποὺ ἀποροῦσες πῶς μποροῦσε νὰ ἐνοικεῖ μέσα σὲ ἕνα τόσο ἀσήμαντο σκεῦος τόση καὶ τέτοια ζωή… Ὤ, ναί! Πόνεσα πολὺ γι’ αὐτὸ τὸ θάνατο».

Τὸν σημαντικὸ αὐτὸ ποιητὴ καὶ στοχαστὴ λίγοι τὸν προσέγγισαν καὶ τὸν προσεγγίζουν. Καὶ λίγοι τὸν μνημόνευσαν καὶ τὸν μνημονεύουν. Ὁ Παν. Κανελλόπουλος δίνει μίαν ἐξήγηση: «Δὲν θὰ τὸν πλησιάσουν, γιατί τὴν ἐπαφὴ μαζί του θὰ ἀποκλείσει ὁ φόβος, μήπως ἡ πρωτοτυπία ἐκείνου ἀποκαλύψει πιὸ πολὺ (στὰ ἴδια τους τὰ μάτια) τὴν κοινοτοπία τοῦ δικοῦ τους λόγου. Ὅσοι κάθονται ἄνετα καὶ ἀξένοιαστα δὲν θέλουν νὰ χάσουν τὴν ἰσορροπία, ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν πνευματικὴ νωθρότητά τους».

Μπορεῖ ἡ ἰντελιγκέντσια τοῦ καιροῦ, τοῦ καιροῦ του καὶ τοῦ καιροῦ μας νὰ μὴν ἄντεχε καὶ νὰ μὴν ἀντέχει τὸν Γιῶργο Σαραντάρη καὶ νὰ τὸν ἔχει ἀπωθήσει στὴ λησμονιά, ὅμως ἐμεῖς, σὲ κάθε εὐκαιρία καὶ πρὸ πάντων στὴν ἐπέτειο τοῦ μεγάλου «Ὄχι», θὰ τὸν θυμόμαστε, πάντα μὲ ἀγάπη καὶ μὲ βαθιὰ ἐκτίμηση στὸ ἔργο του. –



Βιβλιογραφικὸ σημείωμα

Οἱ περισσότερες δηλώσεις περιέχονται στὸ μοναδικὸ βιβλίο τῆς Ὀλυμπίας Καράγιωργα «Γιῶργος Σαραντάρης, ὁ Μελλούμενος», Ἔκδ. Δίαυλος, Ἀθήνα, 1995.
Ἄλλα βιβλία ποὺ χρησιμοποιήθηκαν εἶναι:
– Βαρβιτσιώτη Τάκη «Ποίηση καὶ ποιητικὰ θέματα τοῦ Γιώργου Σαραντάρη», Περ/κό «Διαγώνιος», Θεσσαλονίκη, τεῦχος 2, 1958.
– Δεσποτόπουλου Κωνσταντίνου «Φήμη Ἀπόντων», Ἔκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα, 1995.
– Ἐλύτη Ὀδυσσέα «Ἀνοιχτὰ χαρτιά», Ἔκδ. «Ἴκαρος», 6η Ἔκδ., Ἀθήνα 2004.
– Κανελλόπουλου Παναγιώτη «Τὰ Δοκίμια», Ἐκδόσεις Ἑταιρείας Φίλων Παν. Κανελλόπουλου, Τόμος Τρίτος.
– Καραντώνη Ἀντρέα «Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία – Φυσιογνωμίες, Β΄ Τόμος, Ἔκδ. Δήμ. Ν. Παπαδήμα, Ἀθήνα, 1977.
– Λορεντζάτου Ζήσιμου «Διόσκουροι», Ἔκδ. «Δόμος», Ἀθήνα, 1997.
– Λορεντζάτου Ζήσιμου «Collectanea», Ἔκδ. «Δόμος», Ἀθήνα, 2009.
– Μπενάκη Λίνου Γ. «Μνήμη – Κείμενα γιὰ τοὺς πέντε φιλοσόφους, Ἰωάννη Ν. Θεοδωρακόπουλο, Παναγιώτη Κ. Κανελλόπουλο, Κωνσταντῖνο Δ. Τσάτσο, Εὐάγγελο Π. Παπανοῦτσο, Βασίλειο Ν. Τατάκη. Βιογραφικὰ σημειώματα καὶ ἐξαντλητικὴ ἐργογραφία τους. Ἔκδ. «Παρουσία», Ἀθήνα, 2006.
– Παπαθανασόπουλου Γιώργου Ν. «Γιῶργος Σαραντάρης: Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ποιητής, ὁ διανοούμενος», Ἔκδ. «Ἔκπληξη», Ἀθήνα, 2011.
– Τσάκωνα Δημ. «Ἰδεαλισμὸς καὶ Μαρξισμὸς στὴν Ἑλλάδα», Ἔκδ. «Κάκτος», Ἀθήνα, 1988.
– Χρονικὰ τῶν Τσακώνων, Τόμος πέμπτος.



Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *