Επιστροφή

Ελληνοκύπριοι όμηροι των τούρκων στα Άδανα στις 14 Σεπτεμβρίου, 1974. Ανάμεσα τους και ο συγγραφέας.

Του Χαράλαμπου Κωνσταντινίδη
© 2011

Επιστροφή στα Άδανα

Όταν φτάσαμε στο γνώριμο περιβάλλον των φυλακών στα Άδανα συναντηθήκαμε ξανά με τον Σαντεττίν ύστερα από 34 ημέρες.

Μας συγκέντρωσαν σε μια από τις εσωτερικές αυλές των φυλακών κι αφού σταθήκαμε κατά τις συνήθεις τετράδες ένας Τούρκος αξιωματικός άρχισε να επιλέγει άτομα χωρίζοντας μας σε δυό ομάδες. Η μια ομάδα θα έφευγε αυθημερόν για Κύπρο ενώ η άλλη θα παρέμενε στην Τουρκία.

Όσοι μείναμε στην Τουρκία τοποθετηθήκαμε σ’ ένα μεγάλο θάλαμο.

Στο θάλαμο αυτό είχαμε την ‘τιμή’ αρκετών επισκέψεων από τον Σαντεττίν. Η επικείμενη αναχώρηση μας από τις φυλακές των Αδάνων θα του στερούσε την αξία που, πιθανώς, του έδιναν οι ανώτεροι του ως του μόνου ουσιαστικού μέσου επικοινωνίας με τους αιχμαλώτους αλλά και την υπόληψη που πίστευε ότι έχει κερδίσει μεταξύ των αιχμαλώτων.

Σε μια τέτοια επίσκεψη του, ίσως για να ικανοποιήσει εγωιστικές του επιθυμίες, θέλησε να μας κάνει καψόνι δίνοντας μας στρατιωτικά προστάγματα προς εκτέλεση. Ζήτησε να του πει κάποιος εθνοφρουρός τα προστάγματα που χρειάζεται να γνωρίζει κι αυτός του είπε: ΠΡΟΣΟΧΗ, ΗΜΙΑΝΑΠΑΥΣΗ, ΑΝΑΠΑΥΣΗ. Τα βρήκε λίγο δύσκολα κι αποφάσισε να μας διδάξει εκείνος τα αντίστοιχα Τουρκικά: DİKKAT, HAZIROL, RAHAT.

Στη συνέχεια ξεκίνησε να μας κάνει καψόνι με βάση τα Τουρκικά προστάγματα που μόλις μας δίδαξε. Είτε λόγω αντίδρασης μας είτε λόγω σχετικής καθυστέρησης στην αντίληψη του προστάγματος αντί να ακουστεί ένα κτύπημα ποδιού ακούστηκε ένα ποδοβολητό σαν ριπή μυδραλιοβόλου. Φώναξε τότε τον Σπύρο Λαλιώτη και του είπε ότι η εκπαίδευση των εθνοφρουρών δεν ήταν καθόλου καλή. Ο Σπύρος δικαιολόγησε την κακή εκτέλεση των προσταγμάτων λέγοντας ότι τα παιδιά δεν είναι εξοικειωμένα με προστάγματα στην Τουρκική γλώσσα.

“Τότε πες τα εσύ στα Ελληνικά” είπε ο Σαντεττίν στον Σπύρο.

Όταν ο Σπύρος έδωσε το πρόσταγμα “ΑΝΔΡΕΣ, ΠΡΟΣΟΧΗ” ακούστηκε ένα μόνο κτύπημα που έκανε το κτήριο να σειστεί. Ο Σαντεττίν έφυγε από το θάλαμο με γρήγορα μεγάλα βήματα και φανερά εξοργισμένος χωρίς να πει ούτε λέξη.

Η κούρα των γενιών

Το απόγευμα της Παρασκευής, 25 Οκτωβρίου, ήρθε στο θάλαμο ο Σαντεττίν κρατώντας μια χειροκίνητη μηχανή κοψίματος μαλλιών και ζήτησε να μάθει αν υπάρχει κάποιος που ξέρει να τη χειρίζεται να βγει έξω από τις τετράδες μας. Βγήκε ένας νεαρός με τα πράσινα ρούχα αγγαρείας της Εθνικής Φρουράς εξηγώντας ότι ως πολίτης ήταν κουρέας. Ο Σαντεττίν τότε του εξήγησε ότι θα ξεκινούσε αμέσως να κόβει με τη μηχανή τα γένια όλων των αιχμαλώτων και θα παρέμενε, αν χρειαζόταν, άγρυπνος όλη τη νύκτα.

Με γένια δυό μηνών μοιάζαμε όλοι με καλόγερους. Το ίδιο φυσικά ίσχυε και για τα μαλλιά μας αλλά οι διαταγές που δόθηκαν αφορούσαν μόνο τις γενειάδες. Εξάλλου τα μακριά μαλλιά θεωρούνταν της μόδας τότε και δεν ήταν πράγμα ασυνήθιστο να βλέπει κανείς μακρυμάλληδες.

Ο νεαρός μας κουρέας άρχισε να κουρεύει γένια και δεν τέλειωσε παρά μόνο γύρω στις δέκα το βράδυ.

Με το κόψιμο των γενειάδων είχε καταστεί φανερό ότι πλησίαζε η ώρα της αναχώρησης μας από την κόλαση.

Το βράδυ οι σκέψεις δεν με άφησαν να κοιμηθώ καθόλου. Σκεφτόμουν πού και σε ποιές άραγε συνθήκες θα ευρίσκαμε τις οικογένειες μας, τα σπίτια μας, τον τόπο μας και ποιό τέλος μπορούσε να έχει αυτή η κατάσταση.

Αν κρίναμε από τη συμπεριφορά του Τουρκικού στρατού έναντι μας δεν μπορούσαμε να ελπίζουμε σε διαφορετική συμπεριφορά έναντι του συνόλου των Ελληνοκυπρίων.

Ένα αθώο θύμα

Γύρω στις 02.00 ξημέρωμα Σαββάτου 26 Οκτωβρίου άκουσα βογγητά από κάποιο άτομο που βρισκόταν στη χαμηλή σειρά των κουκεττών. Ήταν ο Δημήτρης ‘Στρατή’ Χατζηλάρκου, ο οποίος τέτοια μέρα έπρεπε να γιορτάζει τα ονομαστήρια του με τις θυγατέρες του και τη σύζυγο του στην Κερύνεια, αλλά βρισκόταν κλεισμένος σε μια φυλακή με κλονισμένη την υγεία του και αβέβαιη την έκβαση της περιπέτειας του. Άγνωστο πότε τον είχαν φέρει στο θάλαμο, ίσως να ήταν εκεί από την πρώτη κιόλας μέρα της επιστροφής μας στα Άδανα και να φρόντιζε ο ίδιος να παραμένει απαρατήρητος. Πάντως εγώ είχα να τον δω από τις 14 Σεπτεμβρίου την ημέρα δηλαδή που φύγαμε για την Αντίγιαμαν.

Πήγα κοντά του και τον ρώτησα γιατί βογγούσε και μου είπε ότι είχε φρικτούς πόνους. Μη μπορώντας να πράξω οτιδήποτε άλλο πήγα και κτύπησα τη σιδερένια πόρτα του θαλάμου μας ελπίζοντας να με ακούσει και να ανταποκριθεί ο στρατιώτης που εκτελούσε καθήκοντα σκοπού στο διάδρομο των φυλακών Στο μεταξύ στεκόμενος πίσω από την κλειστή πόρτα προσπαθούσα να φτιάξω μέσα στο μυαλό μου μια πρόταση στα Τουρκικά, με τις λίγες λέξεις που ήξερα, για να μεταδώσω το μήνυμα που ήθελα.

Πράγματι, σε λίγο ήρθε ο σκοπός, άνοιξε το μικρό παραθυράκι της πόρτας του θαλάμου και βρεθήκαμε κατάφατσα ο ένας με τον άλλο. Με ρώτησε: “NEDIR?” δηλαδή “Τι συμβαίνει;” Του απάντησα: “İHTİYAR HASTADİR” δηλαδή “Ο ηλικιωμένος είναι άρρωστος”. Έκανα στη συνέχεια το σύνηθες νόημα για τον αξιωματικό, ο στρατιώτης κατάλαβε και πήγε κι έφερε τον αξιωματικό υπηρεσίας μαζί με δυό στρατιώτες. Ευτυχώς ο αξιωματικός μιλούσε αγγλικά και συνεννοηθήκαμε χωρίς δυσκολία. Μου ανέφερε ότι θα έπαιρναν το Δημήτρη στο νοσοκομείο χωρίς καθυστέρηση.

Τον ευχαρίστησα κάνοντας του κομπλιμέντο για τα Αγγλικά του κι αυτός μου είπε ότι συχνά λαμβάνει μέρος σε ασκήσεις του ΝΑΤΟ όπου η γνώση των αγγλικών κρίνεται απαραίτητη.

Όταν ξημέρωσε, γύρω στις 08.00, ξανάφεραν τον Δημήτρη στο θάλαμο. Μας είπε ότι στο νοσοκομείο του έβαλαν δύο ενέσεις, σταμάτησαν οι πόνοι και μπόρεσε να κοιμηθεί μέχρι την ώρα που τον σήκωσαν για να τον φέρουν πίσω στο θάλαμο.

Στο φως της ημέρας είδα ότι το λευκό των ματιών του Δημήτρη δεν ήταν πια λευκό αλλά έντονα κίτρινο όπως το κρόκο του αυγού. Το δέρμα του είχε κι αυτό αλλάξει χρώμα.

Μας ανέφερε ότι στην Αντίγιαμαν έρχονταν κάθε τόσο στρατιώτες, τον έριχναν στο πάτωμα και τον κλωτσούσαν με όλη τους τη δύναμη στην κοιλιά. Ήταν φανερό ότι είχε ταξιδέψει και στην Αντίγιαμαν η αβάσιμη κατηγορία ότι ο Δημήτρης είχε εμπλοκή σε δολοφονίες Τουρκοκυπρίων.

Με αυτή τη μεταχείριση του είχαν προφανώς καταστρέψει το συκώτι και οι ενέσεις που του έβαλαν κατά τις πρωινές ώρες σκοπό είχαν να τον κρατήσουν ζωντανό χωρίς πόνους για λίγο ακόμα μέχρι την επιστροφή του στην Κύπρο.

Επιστροφή

Από τις φυλακές των Αδάνων μας πήγαν στο λιμάνι της Μερσίνας όπου κατέφθασαν κι άλλοι αιχμάλωτοι που κρατούνταν στις φυλακές της Αμάσειας. Μαζί τους ήταν και ο Ελληνοκύπριος λοχαγός Ανδρέας Φωτιάδης.

Μας έκλεισαν στο χώρο μεταφοράς αρμάτων ενός αρματαγωγού Γερμανικής κατασκευής και πήραμε το ‘δρόμο’ του γυρισμού. Ούτε πείνα ούτε δίψα μας απασχολούσαν μόνο την άφιξη μας σκεφτόμασταν.

Όταν το αρματαγωγό έριξε άγκυρα στο Νησί Γλυκιώτισσα και άνοιξε τη μπουκαπόρτα του, από τα δάκρυα που άθελα γέμισαν τα μάτια μου, δεν μπορούσα να διακρίνω λεπτομέρειες του γνωστότατου σ’ εμένα τοπίου. Έξω μας περίμεναν λεωφορεία, λεία κι αυτά του πολέμου αφού τα πλείστα έφεραν ακόμη ταμπέλες με τα Ελληνικά ονόματα των χωριών προέλευσης τους. Μας φόρτωσαν και ξεκινήσαμε για τη Λευκωσία. Μπαίνοντας στην Κερύνεια είδα 5-6 άτομα να κάθονται στη βεράντα του σπιτιού μου σαν να είχε μετατραπεί σε καφενείο. Περνούσα σε απόσταση 3-4 μέτρων από το σπίτι μου αλλά κάποιοι είχαν αποφασίσει ότι άλλοι πρέπει να το χαίρονται ελέω Αττίλα.

Η περαιτέρω διαδρομή που ακολουθήσαμε φαίνεται πως είχε επιλεγεί σκόπιμα για να συνειδητοποιήσουμε ότι η Κερύνεια είχε κιόλας Τουρκέψει. Περνούσαμε από την οδό Ελλάδος κι εκεί που περίμενες να δεις γνωστούς σου ανθρώπους να ξεπροβάλλουν από τις θύρες των κτηρίων έβλεπες ξένα κι άγνωστα πρόσωπα που αποτελούσαν παραφωνία σ' αυτά που μέχρι προσφάτως ήσουν συνηθισμένος να βλέπεις. Και να το κτήριο Ελλάδος 78. Το πατρικό της πεθεράς μου, το σπίτι όπου μεγάλωσε η σύζυγος μου, εκεί που μέχρι προ τριών μηνών ζούσαν η θεία Ιλιάς με το σύζυγο της Φιλάρετο. Το σπίτι ήταν κατάκλειστο αλλά τα δυο καταστήματα στο ισόγειο ήταν ανοικτά. Όταν το 1908 έσκαβαν για να θεμελειώσουν το συγκεκριμένο σπίτι είχε εντοπισθεί και ανασκαφτεί βυζαντινός τάφος με αξιόλογα ευρήματα που κατάληξαν στο Βρετανικό Μουσείο. Το γεγονός της ανεύρεσης του τάφου αυτού μνημονεύεται στο βιβλίο του ιστορικού Ιερώνυμου Περιστιάνη με τίτλο Γενική Ιστορία της Νήσου Κύπρου.

Όταν το 1972 κατεδαφίστηκε το διπλανό προς τα δυτικά κτήριο της Μυρούς του Βόττη, κατά τη θεμελείωση νέου κτηρίου ανακαλύφθηκε αρχαίος λαξευτός τάφος με τρεις θαλάμους, δυστυχώς συλημένος. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων είχε επιβάλει τροποποίηση των αρχικών σχεδίων για ν' αφεθεί είσοδος προς τον υπόγειο τάφο από το εξωτερικό του νέου κτηρίου.

Η περιοχή αυτή της οδού Ελλάδος ήταν νεκρόπολη με πανάρχαιους λαξευτούς τάφους στο βραχώδες υπόστρωμα που χρησιμοποιούνταν για ταφή ακόμη και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους. Κατά καιρούς οι τυχαίες ανακαλύψεις τέτοιων τάφων απεκάλυπταν την Ελληνική ταυτότητα και ιστορία της πόλης που χάνεται στα βάθη των αιώνων.

Κι ενώ περνούσαμε πάνω από Ελληνικά λείψανα αιώνων και δίπλα από σπίτια ποτισμένα από τον ιδρώτα των Ελλήνων κατοίκων της Κερύνειας εκείνο που πρόσεξα ήταν η παντελής εξαφάνιση των Ελληνικών επιγραφών. Δεν υπήρχε ούτε μια πινακίδα στην Ελληνική γλώσσα, από τις εκατοντάδες που υπήρχαν μόλις προ 3 μηνών. Οι Αττίλες έκριναν ότι σβήνοντας τις Ελληνικές επιγραφές έσβηναν ταυτόχρονα και την Ελληνικότητα της πόλης.

Ξαφνικά, εκεί που βρισκόταν προηγουμένως το καφενείο ‘Τα Πάτρια’, πάνω στον τοίχο του ορόφου σε ύψος 6-7 μέτρων από το επίπεδο του δρόμου πρόσεξα μια μακρόστενη πινακίδα με την επιγραφή με κεφαλαία γράμματα: “ΕΝΟΙΚΙΑΖΟΝΤΑΙ ΔΩΜΑΤΙΑ” και μια δεύτερη σ' ένα μπαλκόνι στον ίδιο δρόμο με το αυτό μήνυμα. Ήταν, φαίνεται, οι μόνες που είχαν μέχρι τη στιγμή εκείνη διαφύγει την πολιτική και τη μανία της εθνοκάθαρσης, που δεν περιοριζόταν μόνο στα έμψυχα όντα αλλά κάλυπτε και τα οποιαδήποτε άψυχα αντικείμενα που θύμιζαν ο,τιδήποτε Ελληνικό.

Ενώ βγαίναμε έξω από την Κερύνεια έπεφτε το σκοτάδι διώχνοντας το φως της μέρας και τότε συνειδητοποίησα ότι με τον ίδιο τρόπο το Τουρκικό Σκοτάδι εκτόπισε το Ελληνικό Φως στην πόλη της Κερύνειας.

Μέχρι να φτάσουμε στη Λευκωσία είχε ήδη βραδιάσει. Κατεβήκαμε στις αποθήκες του παλαιού σιδηροδρόμου που εχρησιμοποιούντο μέχρι την Τουρκανταρσία του Δεκεμβρίου του 1963 ως κρατικές αποθήκες του Τμήματος Δημοσίων Έργων.

Μερική απελευθέρωση

Λίγη ώρα μετά την άφιξη μας κατέφθασε ένα ασθενοφόρο για να μεταφέρει τον Δημήτρη, ημέρα των ονομαστηρίων του, στις ελεύθερες περιοχές και να απαλλάξει τους Τούρκους από το άγος και το όνειδος σε περίπτωση θανάτου του στα χέρια του Τουρκικού στρατού. Φυσικά κι αυτό να συνέβαινε οι Τούρκοι δεν θα είχαν καμμιά σοβαρή επίπτωση. Δεν θα ήταν άλλωστε και η πρώτη τους φορά που άνθρωποι που βρίσκονταν αποδεδειγμένα ζωντανοί στα χέρια του Τουρκικού στρατού κατέληξαν είτε διαπιστωμένοι νεκροί είτε αγνοούμενοι.

Ένα όχημα των Ειρηνευτών μετέφερε τους αξιωματικούς, Ανδρέα Φωτιάδη, Σπύρο Λαλιώτη και Θανάση Ταντσίδη, στις ελεύθερες περιοχές, παρόλο που οι στρατιώτες της Ειρηνευτικής Δύναμης δεν εργάζονταν ημέρα Σάββατο.

Στο μεταξύ έφθασαν και δύο εκπρόσωποι του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΣ).

Σκοπός της επίσκεψης τους ήταν να ζητήσουν από τον κάθε αιχμάλωτο, ιδιαίτερα απ’ όσους είχαν την κανονική τους διαμονή στις περιοχές που βρίσκονταν υπό την κατοχή του Τουρκικού στρατού, να δηλώσουν ενυπογράφως σε ποιά ‘πλευρά’ ήθελαν να ελευθερωθούν.

Μας σύστησαν, προτού πάρουμε την τελική μας απόφαση, να αναγνώσουμε τα μηνύματα που πολλοί από εμάς είχαμε από τις οικογένειες μας και τα οποία μας είχαν προσκομίσει.

Όσοι δήλωσαν επιθυμία να επιστρέψουν στο χωριό τους, μεταφέρθηκαν την επομένη μέρα, Κυριακή 27 Οκτωβρίου στο Πέλλαπαϊς χωρίς την εμπλοκή ή μεσολάβηση της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών.

Οι υπόλοιποι θα περιμέναμε μέχρι την επόμενη εργάσιμη μέρα για τους Ειρηνευτές που ήταν Δευτέρα 28 Οκτωβρίου, ημέρα εθνικής επετείου, για να μεταφερθούμε στις ελεύθερες περιοχές.

Στο μεταξύ έπρεπε να ζήσουμε δυό ακόμη μέρες στην αιχμαλωσία.

‘Επιλογή’ περιοχής απελευθέρωσης

Το μήνυμα που πήρα ήταν από τη Βέρα Αθανασιάδη. Στις 23 Οκτωβρίου η Βέρα ανταποκρινόμενη σε πληροφορίες για επικείμενη απελευθέρωση και των τελευταίων αιχμαλώτων είχε συντάξει δυο μηνύματα ένα προς το σύζυγο της Τάκη Αθανασιάδη κι ένα προς εμένα εκ μέρους της συζύγου μου που μας ενημέρωνε ότι βρίσκονταν στη Λευκωσία.

Το μήνυμα από τη Βέρα έχει ως εξής:

«Πάμπο, η Λούλλα η Ιωάννα και όλη η οικογένεια βρίσκονται στη Λευκωσία, νοίκιασαν σπίτι όλοι μαζί.

Φρόντισε να έλθεις εδώ. Σου γράφω εγώ επειδή η Λούλλα εργάζεται αυτή την ώρα. Είναι όλοι καλά.

Ευχαριστώ Βέρα».

Η μεταφορά μας στην Τουρκία άφηνε τις οικογένειες μας εγκλωβισμένες μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον χωρίς καμμιά ηθική και υλική υποστήριξη παρά μόνο τη διανομή τροφίμων από το ΔΕΣ. Η κατάσταση αυτή εξανάγκασε όσους από τους εναπομείναντες κατοίκους του Πέλλαπαϊς είχαν κάπου να προσφύγουν στις ελεύθερες περιοχές να ζητούν τη μεταφορά τους την οποία οι Τούρκοι ασμένως υποβοηθούσαν. Στα πλαίσια της “εθελοντικής” αυτής φυγής ήρθε και η Βέρα Αθανασιάδη με τα παιδιά της στις ελεύθερες περιοχές.

Αξίζει να αναφερθεί ότι η σύζυγος μου ευρισκόμενη στη Λευκωσία έγραψε και παρέδωσε στο ΔΕΣ στις 30 Σεπτεμβρίου για να μου αποσταλεί, το ακόλουθο μήνυμα:

«Ασφαλείς και με υγεία στη Λευκωσία αγάπη μου. Η Ιωάννα είναι πολύ καλά. Πήρα διαμέρισμα. Προς το παρόν μένω με τον Ηλία. Με πολλήν αγάπη και φιλιά, Λούλλα».

Στο έντυπο του μηνύματος η σύζυγος μου έγραψε ως διεύθυνση παραλήπτη “Τουρκικός Τομέας Λευκωσία” που προφανώς ‘διορθώθηκε’ από το ΔΕΣ σε Adana, Turkey. Τουλάχιστον 12 ημέρες νωρίτερα όμως ο ΔΕΣ μας είχε επισκεφθεί στην Αντίγιαμαν κι έπρεπε να γνωρίζει ότι δεν βρισκόμασταν στα Άδανα.

Έτσι φαίνεται ότι το μήνυμα αυτό ακολούθησε τα χνάρια μου, στις φυλακές της Τουρκίας, με αρκετή όμως καθυστέρηση για να καταλήξει στη Λευκωσία όπου μου παραδόθηκε μετά την απελευθέρωση μου.

Μια παρένθεση: Ένα συμπέρασμα

Από τη στιγμή της επιλογής του χώρου απελευθέρωσης μου άρχισε να με βασανίζει το γεγονός ότι ο ΔΕΣ μας ζήτησε ενυπογράφως να κάνουμε τη σχετική δήλωση γεγονός που μπορούσε κάποιος, σκόπιμα και κακοπροαίρετα, να ερμηνεύσει ότι αυτόματα παραγράφαμε το δικαίωμα επιστροφής στο σπίτι μας.

Γι’ αυτό το λόγο την ίδια εβδομάδα της απελευθέρωσης μου πήγα στα γραφεία του ΔΕΣ ζητώντας να διευθετήσουν τη μεταφορά μου μαζί με την οικογένεια μου στο σπίτι μας στην Κερύνεια.

Η κυρία με την οποία μίλησα μου είπε ότι ο ΔΕΣ δεν μπορεί να με βοηθήσει δεδομένου μάλιστα ότι είχα ήδη κάνει την επιλογή μου. Τη ρώτησα γιατί ο ΔΕΣ διευθετεί μόνο τις αιτήσεις των Ελληνοκυπρίων που θέλουν να φύγουν από την κατεχόμενη περιοχή προς τις ελεύθερες περιοχές και όχι το αντίστροφο. Μήπως ρώτησα υπάρχει κανένα σχέδιο να εκδιωχθούν οι κάτοικοι από τα σπίτια τους και ο ΔΕΣ συνεργεί στην υλοποίηση του; Μετά από επιμονή μου, μου έδωσε ένα έντυπο όπως εκείνο που είχα αρχικά υπογράψει για να το συμπληρώσω. Συνειδητοποιώ ότι, όταν έφυγα από το γραφείο της συγκεκριμένης κυρίας, η αίτηση μου μπορεί να κατάληξε στον κάλαθο των αχρήστων. Η μόνη μου ικανοποίηση ήταν ότι τουλάχιστο είπα αυτά που ένοιωθα.

Συμπέρασμα μου ήταν και είναι πως οι λειτουργοί, αν όχι και ο επίσημος ΔΕΣ, έπαιξαν το βρώμικο παιγνίδι του διαχωρισμού με την προοπτική του επίσημου διαμελισμού της Κύπρου, όπως έπραξε και η Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών με πρωτοστάτες τους Βρετανούς.

Μετακίνηση σε άλλο χώρο κράτησης

Μολονότι ο στεγασμένος χώρος της αποθήκης ήταν αρκετά μεγάλος, εντούτοις, η ύπαρξη κερκίδων κατά μήκος των μεγάλων διαστάσεων του ορθογωνίου κτιρίου δεν άφηνε αρκετό ενδιάμεσο χώρο για τους αιχμαλώτους. Φαίνεται ότι η αποθήκη αυτή εχρησιμοποιείτο ως αθλητική αίθουσα για τις ανάγκες του παραπλήσιου Τουρκικού Λυκείου.

Έτσι λόγω έλλειψης επαρκούς χώρου αποφασίστηκε η μεταφορά ενός αριθμού αιχμαλώτων σε άλλο χώρο. Εγώ βρέθηκα στη δεύτερη ομάδα.

Μεταφερθήκαμε στις αποθήκες της ΚΕΟ στη Νεάπολη. Η αυλή των αποθηκών είχε φρακτεί με συρματόπλεγμα ύψους τριών μέτρων που δεν εμπόδιζε τη χειραψία και ελεύθερη συνομιλία με Τουρκοκυπρίους που μαζεύτηκαν απ’ έξω, άλλοι ψάχνοντας για γνωστούς τους Ελληνοκυπρίους και άλλοι ζητώντας από συντοπίτες τους να μεταφέρουν, όταν απελευθερώνονταν κάποιο μήνυμα σε δικούς τους ανθρώπους που βρίσκονταν στις ελεύθερες περιοχές.

Ένας Λεμεσιανός Τουρκοκύπριος για να δείξει τη χαρά του που συνάντησε Ελληνοκύπριο γνωστό του, μετά από μερικές κουβέντες που αντάλλαξε μ’ αυτόν, έφυγε για λίγο κι επέστρεψε με μερικές πίττες αρνίσιο σουβλάκι και μια Κυπριακή εφημερίδα στα Αγγλικά. Όσοι κατάφεραν να εξασφαλίσουν έστω κι ένα κομματάκι σουβλάκι, έπαιρναν μια πρώτη γεύση πραγματικού Κυπριακού εδέσματος ύστερα από τρείς μήνες στέρησης.

Εγώ συγκεντρώθηκα στην ανάγνωση της εφημερίδας, μέχρι ακόμη και των διαφημίσεων στις εσωτερικές σελίδες. Πήρα μια πολύ γενική ιδέα των συνθηκών που επικρατούσαν στο νησί.

Το γενικό μου συμπέρασμα ήταν η πικρή αλήθεια ότι άσχετα με το θάνατο που σκόρπισε ο Αττίλας στον τόπο μας, πέραν από τον εκτοπισμό χιλιάδων ανθρώπων και μακράν από την ύπαρξη ανθρώπων που ζούσαν σε αντίσκηνα, για κάποιους άλλους η ζωή συνεχιζόταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτε το τρομακτικό. Επιβεβαιωνόταν περίτρανα η κυπριακή παροιμία “Το λαμπρόν τζιεί που πέφτει τζιεί κρούζει”.

Μεταφορά στις ελεύθερες περιοχές

Η νύκτα του Σαββάτου και ολόκληρη η Κυριακή πέρασαν χωρίς κανένα αξιοσημείωτο γεγονός.

Ήταν 14.00 η ώρα της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου όταν οδηγηθήκαμε πεζοί σε μικρή απόσταση από το χώρο κράτησης μας όπου μας ανέμεναν λεωφορεία για τη μεταφορά μας στην αυλή του ξενοδοχείου Ledra Palace. Μας φώναξαν ονομαστικά, ένα προς ένα, κι επιβιβαστήκαμε στα λεωφορεία. Ένας ‘αστυνομικός’ μπήκε μέσα και μας μέτρησε. Μετά μας ζήτησαν να βγούμε όλοι έξω κι ακολούθησε ξανά η ίδια διαδικασία. Όταν η πράξη επαναλήφθηκε για τρίτη φορά ένας ‘αστυνομικός’ ήρθε μέσα στο λεωφορείο κι ερωτούσε αν είχαμε δει ή ακόμη αν γνωρίζαμε δυο συγκεκριμένα άτομα των οποίων τις φωτογραφίες κρατούσε στο χέρι του. Από τους επιβαίνοντες στο δικό μας λεωφορείο κανείς δεν τους είχε δει και κανείς δεν τους γνώριζε. Δεν μας δόθηκε καμμιά εξήγηση κατά πόσο τα δυό αυτά άτομα ήταν αιχμάλωτοι των οποίων χάθηκαν τα ίχνη ή αν ήταν άτομα που είχαν, για κάποιο λόγο, κηρυχθεί ως καταζητούμενοι από τις λεγόμενες ‘αρχές’.

Όταν απεχώρησε ο ‘αστυνομικός’ από το λεωφορείο ο οδηγός ζήτησε να μάθει σε ποιό μέρος της Τουρκίας μας κρατούσαν. Κάποιος νεαρός εκεί κοντά του απάντησε “Στην Αμάσεια” και τότε ο οδηγός είπε: “Τυχεροί! Εγώ που είμαι Τούρκος ούτε μια φορά δεν πήγα στην Τουρκία ακόμα” και συνέχισε: “Θα εφάγατε και πολλά μήλα εκεί γιατί η Αμάσεια φημίζεται για τα μήλα της”. “Από ξύλο εφάγαμε μπόλικο από μήλα καθόλου” ήταν η απάντηση του νεαρού.

Ο οδηγός πρόσεξε δυό-τρία παιδιά 14-15 χρόνων να πηγαίνο-έρχονται με τα ποδήλατα τους κατά μήκος των σταθμευμένων λεωφορείων και μας ζήτησε να κλείσουμε τα παράθυρα μη τυχόν και μας πετάξουν καμμιά πέτρα.

Παρόλο που ήταν τέλος σχεδόν του Οκτωβρίου η ζέστη μέσα στο λεωφορείο ήταν αφόρητη αφού για δυό ώρες ήμασταν κλεισμένοι στο όχημα κάτω από τον καυτό ήλιο.

Αφήσαμε λοιπόν τα παράθυρα ανοικτά και παρακολουθούσαμε τους νεαρούς να συνεχίζουν την ποδηλασία τους κατά μήκος των λεωφορείων. Ξαφνικά σαν να ήταν συντονισμένοι έβαλαν ταυτόχρονα το χέρι τους στη τσάντα πίσω από τη σέλλα του ποδηλάτου, πήραν από μέσα μανταρίνια και τα πέταξαν από τα ανοικτά παράθυρα μέσα στο λεωφορείο. Μετά απομακρύνθηκαν ποδηλατώντας πιο έντονα από προηγουμένως.

Τα μανταρίνια είχαν σχεδόν ωριμάσει παρόλο που το χρώμα τους ήταν ακόμη πράσινο. Τα φάγαμε, ας ήταν από μια μοίρα ο καθένας, στην υγεία των παιδιών η πράξη των οποίων μας είχε κατασυγκινήσει.

Γύρω στις 16.00 ξεκίνησαν, επιτέλους, τα λεωφορεία μας για την αυλή του ξενοδοχείου Ledra Palace. Στο ξενοδοχείο αυτό είχε εγκατασταθεί το αρχηγείο της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ. Στην πίσω αυλή του ξενοδοχείου μια σειρά από λεωφορεία προερχόμενα από τις ελεύθερες περιοχές είχαν φέρει Τουρκοκυπρίους που προορίζονταν για μετάβαση στην κατεχόμενη περιοχή κι εμείς καταφθάναμε από την κατεχόμενη περιοχή με προορισμό τις ελεύθερες περιοχές.

Αντιλήφθηκα ότι εκείνο που εξελισσόταν στον τόπο μας, με τη μεσολάβηση και/ή συνέργεια των Ηνωμένων Εθνών και του ΔΕΣ, ήταν ο προ πολλού σχεδιαζόμενος διαμελισμός του νησιού όπως ανέκαθεν επεδίωκε η Τουρκία.

Οι Τουρκοκύπριοι μπήκαν στα λεωφορεία που έφεραν εμάς στην αυλή του ξενοδοχείου κι εμείς μπήκαμε στα λεωφορεία που έφεραν τους Τουρκοκυπρίους.

Αλληλοχαιρετηθήκαμε με τους Τουρκοκυπρίους υψώνοντας το χέρι μας φανερά ανακουφισμένοι όλοι μας για το γεγονός ότι μια δυσάρεστη προσωπική μας εμπειρία έφτανε στο τέλος της.

Από το Ledra Palace τα λεωφορεία μας πήγαν στη Ξενοδοχειακή Σχολή που εχρησιμοποιείτο ως κέντρο υποδοχής των αιχμαλώτων. Στην αυλή της σχολής όπου σταμάτησαν τα λεωφορεία υπήρχαν εκατοντάδες κόσμου.

Άλλοι έψαχναν να δουν αν δικά τους πρόσωπα βρίσκονταν μέσα στα λεωφορεία, άλλοι κρατώντας φωτογραφίες προσφιλών τους ανθρώπων μας τις έδειχναν μέσα από τα τζάμια των λεωφορείων ρωτώντας αν τους είχαμε συναντήσει οπουδήποτε και οι ελπίδες για μερικούς ελαττώνονταν ή εξανεμίζονταν με τη γνώση ότι ήμασταν οι τελευταίοι από τους δηλωμένους αιχμαλώτους που απελευθερώνονταν.

Μας είχε ζητηθεί να μην αγγίξουμε κανένα από τους πολίτες που μας ανέμεναν προτού πλυθούμε, λουστούμε, ξυριστούμε κι εμβολιαστούμε, από φόβο μετάδοσης μικροβίων που ενδεχομένως να είχαμε μεταφέρει από την Τουρκία.

Στην πρώτη αίθουσα που μπήκαμε στη σχολή υπήρχε σειρά από τραπέζια με είδη ρουχισμού και υπόδησης. Πίσω από τα τραπέζια στέκονταν εθελόντριες του Κυπριακού Ερυθρού Σταυρού (ΚΕΣ) πρόθυμες να μας εξυπηρετήσουν στην εξεύρεση καταλλήλων μεγεθών ρουχισμού και υποδημάτων. Ανάμεσα στις εθελόντριες, και ένα από τα πρώτα Κερυνειώτικα πρόσωπα που έβλεπα, ήταν η Μαρούλα Αγγελίδου πρώην Χαραλαμπίδου, θυγατέρα του Κερυνειώτη ιατρού Ξάνθου Χαραλαμπίδη.

Στα ενδότερα του κτηρίου ακολουθούσε το πρόγραμμα καθαριότητας, ξυρίσματος και ντυσίματος μας με τα είδη που μας προμήθευσε ο ΚΕΣ. Τα δικά μας ρούχα τα πετούσαμε σε χώρο απόρριψης απ’ όπου θα παραλαμβάνονταν αργότερα για κάψιμο.

Αμέσως μετά, σειρά είχε ο εμβολιασμός. Μακράν του τρόπου εμβολιασμού μας στις φυλακές της Τουρκίας, στη Ξενοδοχειακή Σχολή είχαμε εμβολιασθεί από εκπαιδευμένο παραϊατρικό προσωπικό που χρησιμοποιούσε σύριγγες μιας χρήσης.

Τέλος οδηγούμασταν σε ένα χώρο όπου πάνω σ’ ένα πίνακα ήταν ανηρτημένες εκατοντάδες φωτογραφίες αγνοουμένων ατόμων τις οποίες έπρεπε να μελετήσουμε με την ελπίδα να δώσουμε κάποια πληροφορία που σχετιζόταν με την τύχη οποιουδήποτε από αυτά τα άτομα.

Αυτή η ψυχοφθόρος δοκιμασία ήταν η πρώτη μας γεύση του μεγέθους του κακού που έπληξε τον τόπο μας. Σύντομα θα μαθαίναμε για όλη την έκταση της τραγωδίας.

Έξω στην αυλή της Ξενοδοχειακής Σχολής με περίμενε η σύζυγος μου. Μέχρι να πάμε στο σπίτι που είχε ενοικιάσει μου εξήγησε πως η κόρη μας ήταν εκεί με τη γιαγιά Χρυστάλλα που ‘κατόρθωσε’ να έρθει στη Λευκωσία για να την προσέχει. Αυτό θα επέτρεπε στη σύζυγο μου να εργαστεί. Στη μικρή είχε πει ότι θα ερχόμουν από ταξίδι και ότι θα της έφερνα και κάποιο δώρο. Το δώρο αυτό το φρόντισε φυσικά η ίδια η σύζυγος μου.

Στο ίδιο σπίτι διέμεναν η θεία της συζύγου μου Ιλιάδα μαζί με τον άνδρα της, τον θείο Φιλάρετο που είχαν κι αυτοί ‘κατορθώσει’ να έλθουν στις ελεύθερες περιοχές. Η μεταφορά Ελληνοκυπρίων από ‘τα κατεχόμενα’ στις ελεύθερες περιοχές αποτελούσε ένα σχετικά εύκολο εγχείρημα αφού αποτελούσε όχι μόνο επιθυμία αλλά και επιδίωξη της Τουρκίας. Η αντίθετη πορεία, ακόμη και ως προσπάθεια, ήταν μάταιη.



Πηγή: Cyprus History Notch

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *