Εὐθυμογράφημα περὶ τῶν προσεχῶν ἐκλογῶν

Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος-Κιλκὶς

«Τὴν πλιατσικολογίαν διεδέχθη ἡ φορολογία, καὶ ἔκτοτε ὅλος ὁ περιούσιος λαὸς ἐξακολουθεῖ νὰ δουλεύη διὰ τὴν μεγάλην κεντρικήν, γαστέρα, τὴν ὦτα οὐκ ἔχουσαν».
(Παπαδιαμάντης, «Φόνισσα»)

Φαρμάκια καταπίνουμε νυχθημερόν. «Καπνίζουν τὰ μάτια μας» ἀπὸ ὀργὴ βλέποντας καὶ ἀκούγοντας τὴν περιρρέουσα εὐήθεια. Δὲν γίνεται ἔτσι. Εὐτυχῶς ποὺ μπαίνω καθημερινὰ στὴν αἴθουσα καὶ ἀντικρίζω τὴν χαρὰ τοῦ παραδείσου, τὸ γέλιο τῶν μαθητῶν μου. Δημοσιεύω ἕνα εὐθυμογράφημα, μὴν τὸ πάρει κανεὶς στὰ σοβαρά, γιατί τὸ θέμα εἶναι μὲν πολὺ σοβαρό, ἀλλά, ὡς συνήθως, στὴν χώρα τῆς «φαιδρᾶς πορτοκαλέας» οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸ ὑπηρετοῦν εἶναι σπουδαιογελοῖοι. Ὑπακούω ἐξ ἄλλου στὴν παρότρυνση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ποὺ συμβουλεύει ὑπέροχα: «Διεγέλα τὰ πάντα, γέλωτος ὁρῶν ἄξια τὰ τοῖς πολλοῖς σπουδαζόμενα».

Πῶς κατορθώνουν οἱ πολιτικοὶ , ἀντὶ νὰ ἀσχολοῦνται αὐτοὶ μὲ τὰ προβλήματα τοῦ λαοῦ, νὰ ἀσχολεῖται ὁ λαὸς μὲ τὰ δικά τους, τὰ ὁποῖα βεβαίως εἶναι προβλήματα πολυτελείας, ἔναντι τῆς τρομερῆς δυσπραγίας καὶ φτώχειας ποὺ ἀντιμετωπίζει ὁ ἁπλὸς πολίτης Πετυχαίνουν τὸ ἀκατόρθωτο ὄντως.

Ἡ προεκλογικὴ περίοδος ἔχει κάποια ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἐπισημανθοῦν. Οἱ ὑποψήφιοι ἀκολουθοῦν κάποιες συγκεκριμένες μεθόδους ὑφαρπαγῆς τῆς ψήφου, οἱ κυριότερες τῶν ὁποίων εἶναι οἱ ἑξῆς:

Πρῶτον: θριαμβεύει, βρίσκεται στὶς καλύτερες στιγμές της, ἡ ψηφοθηρία. Αὐτὴν μετέρχονται κυρίως οἱ ἀτάλαντοι, οἱ τυχοδιῶκτες. Κληροδοτημένη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἡ τακτικὴ αὐτή. Ὁ Πλούταρχος στὰ περίφημα «Πολιτικὰ παραγγέλματα» (802 D-E), στηλιτεύει κάποιους «ἄμουσους» καὶ «ἄτεχνους», δηλαδὴ ἀπαίδευτους καὶ ἀπελέκητους, ὑποψηφίους, ποὺ ἁλίευαν ἐκλογικὴ πελατεία μὲ τραπεζώματα καὶ φαγοπότια, μὲ χοροστάσια, μὲ ἄμεσο χρηματισμό. Δὲν εἶναι ἐξ ἄλλου κρυφὸ ὅτι διακινοῦνται φάκελοι «εὐρωγεμεῖς» μὲ τοὺς ὁποίους δελεάζονται οἱ ἀνεμιαίας καὶ ὑδαροῦς συνείδησης ψηφοφόροι. Γενικῶς ἡ ψηφοθηρία ἀνθεῖ καὶ φέρει ψήφους πολλοὺς καὶ μονάκριβους.

Δεύτερον: μέσο ἀπόσπασης τῆς περιποθήτου ψήφου εἶναι ἡ ὑπενθύμιση στὴν ἐκλογικὴ «πελατεία» κάποιας ὑποχρέωσης ἢ ἑνὸς ρουσφετιοῦ. Νῦν καιρὸς ἀνταπόδοσης τῆς εὐεργεσίας. Ἐδῶ βέβαια ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος τῆς ἀχαριστίας. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἀριστοτέλη ἡ εὐγνωμοσύνη εἶναι αὐτὴ ποὺ γερνάει γρηγορότερα ἀπ’ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα. «Τί γηράσκει τάχιστα;», τὸν ρώτησαν οἱ μαθητές του. «Χάριτος μνήμη», ἀπάντησε ὁ μέγας φιλόσοφος.

Τρίτον: εἶναι ἡ ἐπιλογὴ κατάλληλων προσώπων, αὐλοκολάκων, ἀφοσιωμένων σφουγγοκωλάριων, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀναλάβουν τὴν «βρώμικη», τὴν βάναυση δουλειά. Δηλαδή: ἀφισοκόλληση, διακίνηση προεκλογικοῦ ὑλικοῦ, προσέγγιση μὲ πιθανὰ θύματα, ψηφοφόρους, περιφρούρηση, στελέχωση κομματικοῦ κέντρου ἢ γιάφκας, ἀπειλὲς ἢ ὑποσχέσεις σὲ ἀναποφάσιστους τενεκέδες, ὀργάνωση μεγαλειώδους ὑποδοχῆς στὰ μέρη, ποὺ ἐξορμᾶ ὁ λαοφιλὴς ὑποψήφιος, (τὸ ὁποῖο ἔχει ἀτονήσει κάπως σήμερα, διότι ἐνίοτε, ἀντὶ γιὰ κομματοτσιρίδες καὶ λιβανωτούς, οἱ ὑποψήφιοι εἰσπράττουν αὐγὰ καὶ ντομάτες), συντονισμὸς χειροκροτημάτων, ζητωκραυγῶν, ὑλακῶν, οὐρλιαχτῶν καὶ χρεμετισμῶν τῶν ὀπαδῶν κατὰ τὴν ἐκφώνηση ἑνὸς βαρυσήμαντου ἀερογεμοῦς λόγου, σύμπηξη σωματοφυλακῆς γιὰ περιφρούρηση τοῦ λεγόμενου ἀπὸ τυχὸν παρεκτρεπόμενους ἀντιπάλους ἢ ἀβόλευτους ὀπαδοὺς καὶ λοιπὰ συμπαρομαρτοῦντα. Οἱ ἐν λόγῳ παρακεντέδες εἶναι ἀπαραίτητοι, δορυφοροῦν τὸν ἐθνοσωτήρα, εἶναι πιστοὶ ἄχρι θανάτου. (Οἱ λεγόμενοι καὶ «χρήσιμοι ἠλίθιοι»).

Τέταρτον: Βασικὸ μέσο ἐντυπωσιασμοῦ ἡ διαφήμιση, ἡ εἰκόνα τοῦ ὑποψηφίου. Ὡς γνωστὸν στὴν εἰκονικὴ δημοκρατία, ὀχλοκρατία καὶ σαχλοκρατία, ποὺ ζοῦμε, καὶ ἡ ψῆφος εἶναι ἐμπόρευμα, ἄρα ὅσο πιὸ φανταχτερὸ τὸ περιτύλιγμα, τὸ καρύκευμα καὶ εὔστοχη ἡ προώθησή του, τόσο εὐκολότερη ἡ προσέλκυση τοῦ καταναλωτῆ– ψηφοφόρου. Πρῶτα-πρῶτα οἱ φωτογραφίες τῶν ὑποψηφίων ὑπόκεινται σὲ ἐξωραϊστικὴ ἐπεξεργασία. Σημάδια γήρανσης, ρυτίδες, λευκότριχες, «ἀποψιλωμέναι κεφαλαὶ» (κοινῶς φαλάκρα), ἐνοχλητικὰ στίγματα (θυμόμαστε τὴν ἀψεγάδιαστη φυσιογνωμία τοῦ ἀξιοδάκρυτου, ἐξαφανισθέντος νῦν, ἐκσυγχρονιστῆ Κ. Σημίτη), ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ ἀφανιστοῦν. Καὶ ἐξαφανίζονται, ὅπως συμβαίνει μὲ κάποιες γηραλέες, λαϊκὲς τραγουδίστριες, ποὺ ἀνασύρουν γιὰ διαφήμιση, δροσερὲς φωτογραφίες τους ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ ᾽60. Ἡ εἰκόνα τοῦ ὑποψηφίου πρέπει νὰ τονίζει τὴν ἐπιβλητικότητα, τὴν γοητεία, τὸν δυναμισμό, τὴν προσήνειά του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπανδρώνουν τὰ ἕδρανα τῆς Βουλῆς ἠθοποιοί, τραγουδιστές, καλλίγραμμες τῆς πασαρέλας ὀδαλίσκες, ποδοσφαιριστὲς καὶ λοιποὶ ἀπελέκητοι τηλεαστέρες. Ὁ Ἕλλην στὶς μεγαλουπόλεις ψηφίζει μὲ τὴ λογική του Σοῦπερ-Μάρκετ: ψηφίζει τὸ προϊὸν ποὺ διαφημίζεται περισσότερο, τὸ ἐντυπωμένο στὸ ὑποσυνείδητο, αὐτὸ ἀγοράζει, αὐτὸ ξέρει, αὐτὸ παίρνει, ὅπως μᾶς λέει διαφήμιση γνωστοῦ ἀπορρυπαντικοῦ.

Πέμπτον: Ὁ ὑποψήφιος ὀφείλει «νὰ ἀγγίξει τὶς εὐαίσθητες χορδὲς» τῶν ψηφοφόρων, ὅπως λέγεται. Κατ’ ἀρχὰς πρέπει ὅλοι γύρω του νὰ εἶναι οἰκεῖοι καὶ γνώριμοι. (Εἶναι γνωστὸ πὼς ἀειθαλὴς πολιτικὸς ἐξασφάλιζε ψήφους μέσῳ κουμπαριῶν. Βάφτισε τὸ μισὸ νησί. Γιὰ νὰ μὴν μπερδεύει τὰ ὀνόματα τῶν βαφτιστικῶν του καὶ ἐκτίθεται, ἔδινε σ’ ὅλα τὸ ἴδιο. Ὁ Κολοκοτρώνης, ἐπειδὴ ἦταν περιζήτητος «σύντεκνος» – ὡραία λέξη, ὀρθοδοξότατη, μαζὶ στὴν ἀνατροφὴ τοῦ τέκνου). Δὲν λησμονοῦν βέβαια οἱ ὑποψήφιοι νὰ δείξουν τὴν προσήλωσή τους στὶς παραδοσιακὲς ἀξίες, τὶς ὁποῖες μετὰ τὴν ἐκλογή τους ποδοπατοῦν ποικιλοτρόπως καὶ… ἀσυστόλως. Ἔτσι καὶ οἰκογενειάρχες καὶ πατριῶτες καὶ πιστοὶ ἄνθρωποι καὶ προσηλωμένοι στὴν ἐντιμότητα παρουσιάζονται καὶ τρυφεροὶ σύζυγοι, στοργικοὶ γονεῖς, ἐνίοτε καὶ ποδοσφαιρόφιλοι. (Ποιός Θεσσαλονικιὸς τολμᾶ νὰ μὴ δηλώσει ὀπαδὸς τοῦ ΠΑΟΚ ἢ τοῦ Ὀλυμπιακοῦ στὸν Πειραιά; Τὸ γήπεδο, ἡ κερκίδα βγάζει κυβέρνηση).

Γενικά, πρέπει, ὁ ὑποψήφιος, κατὰ τὴν ἀχώνευτη γι’ αὐτὸν προεκλογικὴ περίοδο, «νὰ κλαίει μετὰ κλαιόντων καὶ νὰ χαίρει μετὰ χαιρόντων». Ὅπου γάμος καὶ χαρὰ ἢ κηδεία καὶ μνημόσυνο, ἀπαιτεῖται ἡ παρουσία του. (Ἕνα δάκρυ, ἕνας λυγμὸς χαρᾶς ἢ θλίψης προσπορίζει ἀρκετὲς ψήφους. Οἱ εὐσυγκίνητοι… συγκινοῦν τὸν φτωχολαό).

Ἕκτον: Παρουσία στὴν τηλεόραση, τὸ ἀκαταμάχητο, τὸ ἀπόλυτο μέσο προβολῆς καὶ ἀναγνώρισης. Ὁ μόνος κίνδυνος εἶναι μόνο μήπως βρεθεῖ ἀπέναντί σου κάποιος μοσχόμαγκας δημοσιογράφος, τύπου Τράγκα γιὰ παράδειγμα, καὶ τὸν ξεπουπουλιάσει.

Τέλος πάντων οἱ ἐκλογές, πλὴν τῶν ἀερόπλαστων συνθημάτων, τῆς ὑποκρισίας, τοῦ θεατρινισμοῦ, τῆς γελοιότητας, τῆς ἀνοησίας καὶ τῆς καταδημαγώγησης τῶν μαζῶν, εἶναι μία ἐνδιαφέρουσα στιγμὴ τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου. Μιὰ καὶ τὸ ἄρθρο κινεῖται σὲ σκωπτικὸ τόνο (πῶς ἀλλιῶς νὰ ἀντέξεις ) θὰ παραθέσω ὀλιγόστιχα ποιήματα ποὺ ἀναφέρονται στὶς ἐκλογές. Τὸ πρῶτο τιτλοφορεῖται ὁ «ἀντιπολιτευόμενος». Δὲν ἐκλέγεται ὁ ταλαίπωρος καὶ αὐτὸ στάθηκε μοιραῖο, τὸν ὁδήγησε «εἰς τὸν τάφον». Γράφει ὁ Δ. Κόκκος στὴν τελευταία του στροφή: «Ἀντιπολιτευόμενος ὁ μακαρίτης ἦτο /εἶχε εὐγενῆ αἰσθήματα, ἀρχὰς καὶ πεποιθήσεις καὶ/ ὑπὸ τούτων πάντοτε ἁγνῶς ἐνεφορεῖτο/ ἀλλ’ ὅμως τὸν κατέλαβον στομαχικαὶ παθήσεις/ Ἀπέθανε φιλόπατρις καὶ ὁμιλῶν καὶ γράφων/ μὲ ἄλλους λόγους: νηστικὸς κατῆλθεν εἰς τὸν τάφον».

Τὸ ἄλλο εἶναι τοῦ Γ. Σουρῆ, ἐξαιρετικό, μὲ τίτλο «Ἐκλογεύς», ὁ ψηφοφόρος δηλαδή, ποὺ εἶναι τὸ ἀφεντικὸ μιᾶς Κυριακῆς. Ἀπευθύνεται λοιπόν, ὁ «ἐκλογεύς», πασιχαρὴς στοὺς ὑποψηφίους λέγοντάς τους:

«Φέρτε μου κανάτες, φέρτε μου βαρέλες
στρώσατε γιὰ μένα περσικὰ χαλιὰ
φέρτε μου κουζίνες, φέρτε μου κοπέλες
φέρτε μου λαοῦτα, φέρτε μου βιολιὰ
Ἄϊντε πάλι γλέντι καὶ χουβαρνταλίκι
Λύστε τὸ πουγγί σας, δῶστε χαρτζηλίκι!
Χύνω τοὺς καφέδες καὶ τὰ βάζα ἀπάνω
Ὤχ! Χριστὲ κι ἂς φέξει… Ὤχ! ψυχή μου γλέντι!
Ἐκλογὲς καὶ πάλι…σ’ ὅ,τι κι ἂν σᾶς κάνω
σεῖς νὰ λέτε ὅλοι «μάλιστα ἀφέντη»
Ὅλων σας τὰ σπίτια ἀνοιχτὰ νὰ τὰ βρῶ
εἰδ’ ἀλλιῶς σκεφθεῖτε πὼς θὰ φᾶτε μαῦρο».



Πηγή:
Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *