Γυμνωμένοι ἀπό τήν οὐσία μας

1

«Kόκκινη κλωστή δεμένη
τήν ἀνέμη τυλιγμένη,
Δῶσ’της κλῶτσο νά γυρίσει
Παραμύθι ν’ ἀρχινίσει»

Καί τώρα πού οἱ ἀνέμες πιά δέν γυρίζουν
Τώρα πού οὔτε κάν γνωρίζουμε τί ἦταν οἱ ἀνέμες
Πῶς θ’ ἀρχινήσει τό παραμύθι
Πού ἔκανε τή ζωή ἀληθινότερη
ἀπό τήν καθημερινότητα τοῦ βίου;

Μιά φορά κι ἕναν καιρό, λοιπόν, ἡ ψυχή τ’ ἀνθρώπου ἤτανε τόσο ὄμορφη, ἄσπιλη κι ἁγνή πού τήν ὀνόμασαν Χιονάτη! Ἡ πεντάμορφη ὅμως, χιονάτη ψυχή δηλητηριάστηκε κι ἔκτοτε οἱ ἁπλοί καθημερινοί ἄνθρωποι
πού ἀπό ἔνστικτο συνεχίζουν ν’ ἀναζητοῦν χρυσό -ἔξω ὅμως καί ὄχι μέσα τους, γιά αὐτό παραμένουν νάνοι- τοποθετοῦν μέ καημό καί εὐλάβεια τούτη τή χιονάτη χαμένη ὡραιότητα
μέσα σέ γυάλινα φέρετρα- βιτρίνες μουσείων-γιά νά μποροῦν ὅλοι νά τή βλέπουν
ἀλλά δυστυχῶς χωρίς νά τήν ἀγγίζουν.
Στό παραμύθι ὡστόσο, ὑπῆρχε πάντα ἡ πριγκηπική ἐκείνη συνειδητότητα
πού ποθοῦσε, ὄχι ἁπλῶς νά δεῖ ἀλλά κυρίως ν’ ἀγαπήσει,
γιά αὐτό θά ἄγγιζε καί θά ἀνάσταινε τήν ὡραῖα Κοιμωμένη –Ψυχή-
ξυπνώντας μαζί της ὁλόκληρο τό βασιλικό γένος τῶν ἀνθρώπων,
ἀναγκάζοντας τή σταματημένη ζωή νά ξαναλειτουργήσει.

Καί «νά! νά! ὁ ψωμᾶς...
νά ὁ χαλκιᾶς νά καί ἡ γυναίκα
νά’τα τά παλληκάρια, οἱ λειτουργοί,
νά τοῦ ρυθμοῦ οἱ τεχνίτες...» Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ

Γιατί δέν ἀρκεῖ νά δοῦμε ἤ νά μάθουμε
ἀλλά πρέπει νά ξαναλειτουργήσουμε
αὐτά πού μᾶς βοηθοῦν νά ὁρίζουμε τή μοίρα μας.
Ἔτσι ζοῦν οἱ πρόγονοι καλά
Κι οἱ ἀπόγονοι καλύτερα.

Μέ τή σοφία του, ὁ ἁπλοϊκός κάποτε λαός μας,
ἤ πιό σωστά μέ τήν ἀγαθότητά του -ἤτανε κάποτε σοφία καί ἀγαθότητα ἕνα-
εἶδε μετά τήν ἅλωση τόν βασιλιά του νά μαρμαρώνει.
Κι ἀλήθεια μαρμάρωσαν οἱ ἀργαλειοί, τά κονδύλια, ἡ σμίλη πού ἀπό τήν πέτρα ἔβγαζε φῶς
. Μαρμάρωσε ἡ ἑλληνικότητα πού ὁδηγοῦσε τόν κόσμο
καί σερνόμαστε ἔκτοτε ἀπό βιτρίνα σέ βιτρίνα, ἀπό γυάλινο φέρετρο σέ γυάλινο φέρετρο ἀναπολώντας :
«Περασμένα μεγαλεῖα
διηγώντας τα νά κλαῖς» Δ.Σολωμός

Ἱερή παρακαταθήκη ἡ μνήμη πού τ’ ἀντικείμενα ὡς ἱερά προσκυνητάρια τή διασώζουν.
Ἡ μνήμη μπορεῖ νά πηγάζει ἀπό τό χθές
ἀλλά ἀνήκει στό σήμερα γιά νά διαμορφώνει τό αὔριο.
Μέ ἄλλα λόγια ἡ φύση της εἶναι λειτουργική.
Γιά αὐτό καί δέν ἔχει σχέση τόσο μέ τά ἀντικείμενα
ἀλλά κυρίως μέ τή δυναμική ἐκείνης τῆς ψυχῆς πού τά δημιούργησε.

«Τό νά χάσει ἕνας λαός τίς μορφές μέ τίς ὁποῖες ἐκφράζονταν εἶναι λυπηρό,
ἀλλά τό νά χάσει τόν τρόπο καί τόν δρόμο νά δημιουργεῖ ἀνάλογες, ἰσόκυρες μορφές εἶναι τραγικό.
Τότε δέν χάνει τήν περιουσία του, χάνει τήν οὐσία του». (Γιώργος Κόρδης: Ἡ ζωγραφική ὡς τρόπος).



Πηγή: ΦωςΦωνή

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *