Ἡ ἀντικειμενοποίηση τῆς ἀλήθειας

orfeas Χριστιανοσοσιαλιστική Σπουδαστική Κίνηση (1982)

ἐ­πι­στη­μο­νι­σμός, ἡ ἀ­πο­κλει­στι­κὴ καὶ ἀ­πό­λυ­τη πί­στη τοῦ ἀν­θρώ­που στὴν λο­γο­κρα­τού­με­νη γνώ­ση τοῦ κό­σμου, εἶ­ναι φαι­νό­με­νο ποὺ ἀ­να­πτύσ­σε­ται στὴ Δυ­τι­κὴ Εὐ­ρώ­πη τὴν ἐ­πο­χή, κα­τὰ βά­ση, τοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ.

Ἡ ἐ­πι­στή­μη θέ­τει ὡς προ­ϋ­πο­θέ­σεις γεν­νή­σε­ώς της τὶς λο­γι­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες τοῦ Νοῦ. Ἔ­τσι ὁ κό­σμος συλ­λαμ­βά­νε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὴ δι­α­λε­κτι­κὴ αἰ­τί­ου-ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τος, ἐ­ξει­δί­κευ­ση τῆς τε­λι­κό­τη­τας μὲ τὴν ὁ­ποί­α αὐ­τὲς ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται τὸν κό­σμο, τὴν χρο­νι­κό­τη­τα, τὶς πο­σο­τι­κὲς με­τα­βο­λὲς κ.λ.π. Συ­νε­πῶς ὅ,τι ἐκ­φεύ­γει ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ προ­δι­α­γε­γραμ­μέ­να ὅ­ρια, θε­ω­ρεῖ­ται ὡς ἀ­νύ­παρ­κτο, ψευ­δὲς ἢ πα­ρα­πλα­νη­τι­κό. Κα­τ’ ἀ­κο­λου­θί­αν ἡ «ἀ­λή­θεια» τοῦ κό­σμου ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὴ λει­τουρ­γί­α μιᾶς ἰ­δι­αί­τε­ρης ἐκ­δή­λω­σης τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ ἀ­νή­γα­γαν σὲ κα­τά­στα­ση ἀ­ναμ­φί­βο­λης Ἰ­σχύ­ος. Ἀ­φοῦ λοι­πὸν ἡ «ἀ­λή­θεια» τοῦ κό­σμου, διὰ τῆς ἐ­πι­στή­μης, εἶ­ναι ἀν­τι­κει­με­νι­κὰ δε­δο­μέ­νη, θὰ πρέ­πει ὅ­λοι νὰ ἀ­πο­ποι­η­θοῦ­με τὶς ὑ­παρ­κτι­κές μας, ἐ­σω­τε­ρι­κὲς ἀ­να­ζη­τή­σεις καὶ νὰ συμ­μορ­φω­θοῦ­με πρὸς τοὺς «νό­μους» ποὺ τὶς δι­έ­πουν.

Ἐ­νῶ ὅ­μως στὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς μὴ ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς «ἀ­λή­θειας» ἔ­χου­με τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἐκ­δι­πλώ­σου­με τὴν ἑ­τε­ρό­τη­τα τῆς προ­σω­πι­κῆς καὶ ὄ­χι ἀ­το­μο­κρα­τι­κῆς μας ὕ­παρ­ξης σὲ τό­πους δί­χως ὅ­ρια, ὅ­που δε­σπό­ζει ἡ πο­λυ­μορ­φί­α, ἡ εὐ­φρά­δεια τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς ποι­κι­λί­ας καὶ ἐ­νερ­γη­τι­κῆς κοι­νω­νί­ας, στὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς «ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς ἀ­λή­θειας» κυ­ρια­ρχεῖ ἡ μο­νο­τυ­πί­α, ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῶν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κῶν καὶ ὁ­μοι­ο­μορ­φι­κῶν τά­σε­ων τοῦ ἀν­τι­κει­με­νι­κοῦ δε­δο­μέ­νου.

Ὑ­πὸ τὴν ἐ­πι­στή­μη, παύ­ει ἡ «ἀ­λή­θεια» νὰ συ­νι­στᾶ προ­σω­πι­κὸ κα­τόρ­θω­μα μὲ τὴν ταυ­τό­χρο­νη κα­τα­βύ­θι­ση στὸ χῶ­ρο τῶν σκι­ε­ρῶν ἀν­τι­κει­μέ­νων.

Συ­να­κο­λού­θως τὸ Πα­νε­πι­στή­μιο θε­ω­ρεῖ­ται ὁ χῶ­ρος ἀ­π’ ὅ­που προ­έρ­χον­ται τὰ στε­λέ­χη ποὺ θὰ ἐ­παν­δρώ­σουν μελ­λον­τι­κὰ τὸ σύ­στη­μα τῆς πα­ρα­γω­γι­κῆς δι­α­δι­κα­σί­ας, πρᾶγ­μα ποὺ ἔ­χει ἄ­με­ση ἐ­πί­πτω­ση στὴν ἀ­να­πα­ρα­γω­γὴ τοῦ ση­με­ρι­νοῦ κοι­νω­νι­κοῦ συ­στή­μα­τος, μέ­σω τοῦ δι­α­χω­ρι­σμοῦ τῶν ἀν­θρώ­πων.

Ἀλ­λὰ ἡ ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι σύμ­φω­νη μὲ τὴν ἐ­ξου­σι­α­στι­κό­τη­τα τῶν κοι­νω­νι­κῶν συ­στη­μά­των. Ἀ­πὸ τὶς ἀ­παρ­χές της τὴν δι­α­περ­νοῦ­σε ἡ ἀν­τί­λη­ψη τῆς ἐ­ξου­σι­α­στι­κῆς κυ­ρι­αρ­χή­σε­ως πά­νω στὴ Φύ­ση καί, στὸν κα­πι­τα­λι­σμό, πά­νω στὸν ἄν­θρω­πο. Ἐκ­δή­λω­ση αὐ­τῆς τῆς θε­με­λι­ώ­δους τά­σε­ως ἦ­ταν ἡ προ­σπά­θεια ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κῆς προ­σμε­τρή­σε­ως, ὑ­πο­λο­γι­σμοῦ καὶ ἔ­λεγ­χου τῆς Φύ­σε­ως. Αὐ­τὴ ἡ ἐ­ξου­σι­α­στι­κὴ δι­α­με­σο­λά­βη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που κα­τέ­λη­ξε στὸν κα­τά­φο­ρο βια­σμό της, στὴν πα­ρα­μορ­φω­τι­κή της δι­α­πόμ­πευ­ση, ποὺ ζοῦ­με σή­με­ρα. Ἡ ἐ­πι­στή­μη σὺν τῷ χρό­νῳ ἄρ­χι­σε νὰ ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὴν τε­χνο­λο­γί­α καὶ νὰ ἐ­πι­βάλ­λε­ται σὰν τέ­τοι­α. Ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ ζεῖ στὸ πε­ρι­βάλ­λον τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας δέ­χε­ται αὐ­τὸ τὸ πλῆ­θος τῶν πι­έ­σε­ων ποὺ ἀ­σκοῦν­ται σ’ αὐ­τό. Ἡ κυ­ρι­αρ­χί­α, ἡ ἄ­σκη­ση ἐ­ξου­σί­ας πά­νω ὀ­τῆ Φύ­ση ἔ­χει ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴν ἐ­πι­βο­λὴ στὸν ἄν­θρω­πο, κα­τὰ ὀρ­θο­λο­γι­κὸ τρό­πο, δη­λα­δὴ τε­χνο­λο­γι­κό. Ἡ ἐ­πι­στή­μη πο­τὲ δὲν ἐγ­κα­τέ­στη­σε μὲ τὴ Φύ­ση οὐ­σι­α­στι­κή, δη­λα­δὴ ἁρ­μο­νι­κὴ-ἀ­γα­πη­τι­κὴ σχέ­ση (πνευ­μα­τι­κοῦ καὶ ἀ­κό­μα συμ­πο­νε­τι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου) ἀλ­λὰ θε­με­λι­ώ­θη­κε στὴν ἀ­πη­νῆ δι­ά­κρι­ση Ὑ­πο­κει­μέ­νου - Ἀν­τι­κει­μέ­νου.

Ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­κλαμ­βά­νε­ται στὰ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ πλαί­σια, ὑ­πὸ τὴν «ἐ­πο­πτεί­α» τοῦ κα­πι­τα­λι­σμοῦ, ὡς στα­τι­στι­κὴ μο­νά­δα, τὴν εὐ­τυ­χί­α του τὴν ὑ­πο­λο­γί­ζουν βά­σει τοῦ ἐ­θνι­κοῦ προ­ϊ­όν­τος.

Κα­τα­νο­εῖ­ται ἔ­τσι για­τί ἡ ἐ­ξου­σί­α τοῦ κα­τα­να­λω­τι­σμοῦ καὶ τῆς εὐ­ζω­ΐ­ας τὸν ἀ­πο­γυ­μνώ­νει ἀ­πὸ κά­θε δυ­να­τό­τη­τα πνευ­μα­τι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας, τὸν θε­ω­ρεῖ με­τρή­σι­μο ἀν­τι­κεί­με­νο, ὅ­που τοῦ ἀ­φαι­ροῦν­ται οἱ προ­σω­πι­κὲς ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τες. Ἀν­τὶ νὰ ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σει τὸν ἄν­θρω­πο τὸν ὑ­πο­τάσ­σει σ’ ἀ­πρό­σω­πους μη­χα­νι­σμούς.

Γιὰ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ πα­ρά­δο­ση ἡ Παι­δεί­α προσ­λαμ­βά­νει ποι­ο­τι­κὰ δι­ά­φο­ρες δι­α­στά­σεις. Παι­δεί­α ση­μαί­νει ἀ­γω­γὴ καὶ ἀ­γω­γὴ πο­ρεί­α, κο­πι­ώ­δη δι­α­δι­κα­σί­α, στὴν ὁ­ποί­α συμ­με­τέ­χον­τας ὁ ἄν­θρω­πος προ­σπα­θεῖ νὰ ἀ­πο­σπα­στεῖ ἀ­πὸ τὸν χῶ­ρο, ἀ­πὸ τὰ ὅ­ρια τῆς φυ­σι­κῆς ἀ­ναγ­και­ό­τη­τας ἔ­χον­τας ὡς κα­τεύ­θυν­ση τὸ χῶ­ρο τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς, πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, πά­νω ἀ­πὸ χω­ρο­χρο­νι­κοὺς πε­ρι­ο­ρι­σμούς. Αὐ­τὸ δὲν ση­μαί­νει ὅ­τι ἀρ­νεῖ­ται τὸν φυ­σι­κὸ κό­σμο. Ἁ­πλῶς δὲν δέ­χε­ται τὶς ἐ­κλο­γι­κευ­τι­κὲς δι­α­κρί­σεις Ὑ­πο­κει­μέ­νου - Ἀν­τι­κει­μέ­νου. Ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­δύ­ε­ται σ’ ἕ­ναν ἀ­γώ­να ὁ­λι­κῆς πνευ­μα­το­ποι­ή­σε­ως, ὅ­που ἐν­δι­α­θέ­τει ὁ­λό­κλη­ρη τὴν πνο­ή του παν­τοῦ, συ­ναι­ρεῖ τὰ πάν­τα, συγ­κε­φα­λαι­ώ­νει τὴ φύ­ση μέ­σα του καὶ ὅ­λοι ἀ­κο­λου­θοῦν μιὰ κοι­νὴ πο­ρεί­α ἀ­νό­δου, ὑ­περ­βαί­νον­τας ὅ­λα τὰ σχή­μα­τα.

Κι αὐ­τὴ ἡ πο­ρεί­α ὡς Μυ­στα­γω­γί­α, ὡς Λει­τουρ­γί­α, ὅ­που τὰ ὄν­τα ἀ­να­δυ­ό­με­να στὸ ἄ­πλε­το φῶς τοῦ Θε­οῦ, μαρ­τυ­ροῦν γι’ Αὐ­τόν, ἀ­πο­χαι­ρε­τών­τας τὴ λή­θη τῆς ἀ­ναγ­και­ό­τη­τος, με­του­σι­ώ­νον­ται ἀ­π’ τὴν ἐν­στά­λα­ξη τοῦ θεί­ου φω­τὸς κοι­νω­νών­τας κι αὐ­τὰ στὴν ἄρ­ρη­τη οὐ­σί­α Του. Στὸ «τέ­λος» αὐ­τῆς τῆς μυ­η­τι­κῆς λει­τουρ­γί­ας ὁ ἄν­θρω­πος κα­θο­ρᾶ τὸ Θε­ό, τὸ ἀ­εί­ζω­ο καὶ ζω­ο­ποι­οῦν Φῶς, ποὺ δι­α­χέ­ε­ται ἀ­τε­λεί­ω­τα, χω­ρὶς λο­γι­κὴ ἐ­ξή­γη­ση, ποὺ δὲν προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται λο­γι­κὰ-λε­κτι­κά, πα­ρὰ μό­νο ὡς ἀ­γά­πη, τὴ μό­νη δυ­να­τὴ ὀν­το­λο­γι­κὴ ἐκ­δή­λω­ση τοῦ Θε­οῦ, τοῦ τρό­που δη­λα­δὴ μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­βλύ­ζει ἀ­πὸ μέ­σα μας. Καὶ ὁ ἄν­θρω­πος θε­ώ­νε­ται ἀ­κρι­βῶς στὰ ὅ­ρια τῆς προ­σω­πι­κῆς σχέ­σης ὡς ἀ­γα­πη­τι­κῆς ἀλ­λη­λο­προ­σφο­ρᾶς στὸν Ἄλ­λο, ὡς βί­ω­ση τῆς θε­ϊ­κῆς γλυ­κύ­τη­τας καὶ ἀ­γα­θό­τη­τος, ὡς τὴν αὔ­ρα ποὺ «πνέ­ει παν­τοῦ». Ἡ Παι­δεί­α λοι­πὸν συν­τί­θε­ται ἀ­πὸ μιὰ σει­ρὰ ἐ­πα­να­βα­σμῶν, ἀ­πο­ποι­εῖ­ται τὶς με­θό­δους, τὴν κα­νο­νι­στι­κὰ ρυθ­μι­ζό­με­νη συμ­πε­ρι­φο­ρά, τὴν ὑ­πα­γω­γὴ στὰ νο­μι­κί­στι­κα σχή­μα­τα τῆς συμ­βα­τι­κό­τη­τας. Ἀν­τί­θε­τα ἐ­δῶ προ­έ­χει ὁ Ἔ­ρως σ’ ὅ­λες του τὶς ἐκ­φάν­σεις ὡς ὁ­δὸς μα­νι­κή, ποὺ συγ­κρα­τεῖ, συ­νέ­χει καὶ ὁ­μο­νο­εῖ τὰ ὄν­τα. Ἡ ἔκ-στα­ση ποὺ ἐ­πα­κο­λου­θεῖ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἔ­ξο­δο ἀ­π’ τὸν ἑ­αυ­τό μας καὶ τὴν πε­ρι­α­γω­γή μας στὸν Ἄλ­λο, συ­νι­στᾶ τὴν ἀ­σί­γα­στη ἔ­φε­σή μας νὰ δι­α­χέ­ου­με τὴν ὕ­παρ­ξή μας στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ στὸν κό­σμο, πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὡς ἡ θεί­α ἐ­νέρ­γεια τῆς «ὑ­περ­βλυ­ζού­σης φω­το­χυ­σί­ας» τοῦ νο­η­τοῦ φω­τός. Διὰ τοῦ Ἔ­ρω­τος ἀ­να­δυ­ό­μα­στε τέ­λος στὸ ἀ­πε­ρι­νό­η­το κάλ­λος τοῦ Θε­οῦ. Ἔ­τσι ἡ ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι ἡ ἀ­γα­πη­τι­κὴ γνώ­ση καὶ ὄ­χι ἡ συσ­σώ­ρευ­ση πλη­ρο­φο­ρι­ῶν· εἶ­ναι ἡ ἐκ­κά­λυ­ψη τῶν ὄν­των καὶ ἡ μέ­θε­ξη στὸν Ἕ­να ἀρ­χέ­τυ­πο Λό­γο. Ἡ βι­ω­μα­τι­κὴ θέ­ω­ση τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου, κεῖ­ται ἔ­τσι πέ­ραν τῶν ὁ­ρί­ων τῆς λο­γι­κῆς, σὲ μιὰ ἀ­πε­ρι­νό­η­τη μυ­στι­κὴ ἡ­δυ­θυ­μί­α, στὴν με­το­χὴ στὸ ὑ­πέρ­τε­ρο κάλ­λος τοῦ Θε­οῦ.

Συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὰ λοι­πὸν παι­δεί­α εἶ­ναι ἡ μυ­στι­κή, δη­λα­δὴ ἐ­σω­τε­ρι­κή, ἐ­να­γώ­νια προ­σπά­θεια τοῦ ἀν­θρώ­που ν’ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τὸ θε­ϊ­κὸ θάμ­βος ποὺ ἐ­κρέ­ε­ται ἀ­πύθ­με­νο ἀ­π’ τοὺς μυ­χοὺς τῆς ψυ­χῆς μας, ποὺ δὲν το­πο­θε­τεῖ­ται ἰ­δε­α­λι­στι­κὰ στοὺς οὐ­ρα­νούς, ποὺ δὲν πα­ρου­σι­ά­ζε­ται σὰν τρο­μα­κτι­κό, δυ­να­στι­κὸ ἢ ὄ­πιο τοῦ λα­οῦ.

Ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ἔ­ρη­μος ποὺ ἐ­κτεί­νε­ται στὸν πα­νε­πι­στη­μια­κὸ χῶ­ρο, εἶ­ναι σή­με­ρα πα­σι­φα­νής. Ὅ­λοι αἰ­σθα­νό­μα­στε γύ­ρω μας ἕ­να πα­γε­ρὸ κε­νὸ ποὺ συ­νε­χῶς μᾶς πε­ρι­σφίγ­γει. Ὀρ­θώ­νον­ται τεί­χη σ’ ἐ­κεί­νους ποὺ ἐ­πι­ζη­τοῦν πνευ­μα­τι­κὴ ποι­ό­τη­τα, ἐ­ξο­βε­λί­ζον­τας τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες τους στὸ πε­ρι­θώ­ριο τῶν σχέ­σε­ων. Λεί­πει ἡ δι­ά­θε­ση δι­α­λό­γου, δι­α­κι­νή­σε­ως ἰ­δε­ῶν. Ἀ­να­στέλ­λε­ται ἡ συμ­με­το­χή μας στὸ νὰ δι­α­τα­ρά­ξου­με τὰ λι­μνά­ζον­τα ὕ­δα­τα. Ἀ­προ­θυ­μί­α καὶ ἀ­δι­α­φο­ρί­α γιὰ τὰ πάν­τα, σύγ­χυ­ση, ποὺ φα­νε­ρώ­νε­ται στὴν ἀ­κα­τα­λη­ψί­α ποὺ μᾶς χα­ρα­κτη­ρί­ζει, ὅ­που ὁ­μι­λοῦ­με ἀλ­λὰ δὲν συ­νεν­νο­ού­μα­στε, στὸ ὅ­τι στὶς γε­νι­κὲς συ­νε­λεύ­σεις ἐ­πι­δι­δό­μα­στε τε­λι­κὰ σὲ πα­ράλ­λη­λους μο­νο­λό­γους ἢ «μο­νο­λό­γους ἐν δι­πλῷ», ποὺ ἔ­λε­γε ὁ με­γά­λος μας Σκι­α­θί­της, ποὺ δὲν σε­βό­μα­στε τὸν ἄλ­λο, δὲν τὸν συν­τρέ­χου­με στὴ θλί­ψη του, στὸν κα­ϋ­μὸ ἢ στὴ χα­ρά του. Ἡ δυ­σαρ­θρί­α καὶ δυ­σκαμ­ψί­α στὴν ἔκ­φρα­ση τοῦ λό­γου μας, ἡ ἔλ­λει­ψη πολ­λα­πλό­τη­τας στοὺς λε­κτι­κοὺς χρω­μα­τι­σμοὺς καὶ ἡ ἀ­που­σί­α πη­γαί­ας αὐ­θεν­τι­κό­τη­τας, συ­νο­ψί­ζουν τὸ σύν­δρο­μο τῆς γλώσ­σας μας, ὅ­που κυ­ρια­ρχεῖ ὁ ὁ­μοι­ο­μορ­φι­σμὸς μέ­σα ἀ­πὸ ἀ­να­λο­γι­κὲς ρυθ­μί­σεις χω­ρὶς γλυ­κύ­τη­τα καὶ ἐ­λα­στι­κό­τη­τα.

Τὸ κεί­με­νο αὐ­τὸ συ­νι­στᾶ μιὰ μορ­φὴ ἀ­γω­νί­ας. Σ’ ἕ­να χῶ­ρο ποὺ ἀ­πο­συν­τί­θε­ται, ἂς προ­βλη­μα­τι­στοῦ­με στοι­χει­ω­δῶς ἀλ­λοι­ῶς. «Ἂν θέ­λου­με νὰ ζή­σου­με κα­λύ­τε­ρα ν’ ἀρ­χί­σου­με τώ­ρα ἀ­μέ­σως. Ἂν δὲν τὸ θέ­λου­με δὲν πει­ρά­ζει ἀλ­λὰ κα­λύ­τε­ρα ν’ ἀρ­χί­σου­με νὰ πε­θαί­νου­με». (Auden σὲ με­τά­φρα­ση Γ. Σε­φέ­ρη).



Ἀπὸ φυλλάδιο ποὺ κυκλοφόρησε στά ἑλληνικά Πανεπιστήμια τό 1982, ἀπό τή ‘‘Χριστιανοσοσιαλιστική Σπουδαστική Κίνηση’’

Πηγή: Αντίφωνο

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *