Ἡ ἐξέγερση τοῦ Ἴλιντεν, 20 Ἰουλίου 1903 (π.ἡμ)

Βουλγαρικὴ προετοιμασία ἐκρηκτικῶν γιὰ τὴν ἐξέγερση

Βουλγαρικὴ προετοιμασία ἐκρηκτικῶν γιὰ τὴν ἐξέγερση.

Το Μοναστήρι είχε εξαιρετική σημασία για τρεις αντίπαλες εθνότητες. Τους τούρκους που το χρησιμοποιούσαν σαν σπουδαίο στρατιωτικό κέντρο, τους βούλγαρους που επιζητούσαν να επικρατήσουν στην πόλη και στην γύρω περιοχή και τους Έλληνες που υπερείχαν χάρη στους Βλάχους με το τόσο ακμαίο Ελληνικό φρόνημα. Η κατάσταση αποσταθεροποίησης που επικρατούσε τότε στην Ελλάδα, έδωσε αφορμή στα δύο βουλγαρικά κομιτάτα να αναπτύξουν στο έπακρο τη δράση τους στη Μακεδονία. Ήταν η «Περίοδος Τῶν Μαρτύρων» τότε, όπως έλεγε ο Ίων Δραγούμης.

Το Ελληνικό κράτος, μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897, αντιτασσόταν στον ένοπλο αγώνα, ως μέσο αντιμετώπισης του βουλγαρικού κινδύνου. Η Ελληνική ανυπαρξία αντιδράσεως, έκανε τους βούλγαρους αδίστακτους και τους επέτρεψε να διατυπώσουν το σύνθημα, ότι ο θάνατος άξιζε σε κάθε αντίπαλό τους.

Και όλα αυτά γίνονταν κάτω από τις ευλογίες της Ευρώπης, που πίστευε πως «ἡ βουλγαρία δέν ζητοῦσε ἂλλο, παρά νά ἐλευθερώση τά ἀδέλφια της ἀπό τόν τουρκικό ζυγό». Για τους Ευρωπαίους, ο αγώνας των βουλγάρων δεν ήταν μια διαμάχη μεταξύ αυτών και των Ελλήνων, αλλά αγώνας εναντίον του τούρκου δυνάστη. Και η αντίληψη αυτή καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολη την ελληνική θέση.

Προς το τέλος του 1902, ή έντονη δράση των κομιτατζήδων (ειδικά του VMRO), έδινε εξεγερμένη εικόνα στη Μακεδονία. Η ανικανότητα των τουρκικών αρχών να τους υποτάξουν και η έλλειψη αντίδρασης των Ελλήνων, τους έδωσε την δυνατότητα να προετοιμάσουν την εξέγερση μεθοδικά. Το έργο των κομιτάτων είχε προχωρήσει σε βαθμό που καθιστούσε αδύνατη την καταπολέμησή τους από την τουρκική διοίκηση.
Η μόνη ένοπλη αντίσταση που βρήκαν τα κομιτάτα ήταν ως επί το πλείστον από σλαβόφωνους Πατριαρχικούς, που είχαν να παρουσιάσουν αρκετούς ξεσηκωμούς εναντίον των τούρκων και των βουλγάρων στο βιλαέτι Μοναστηρίου, όπως ο καπετάν Κώττας, ο καπετάν Βαγγέλης από το Στρέμπενο και λίγο αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους ο Λάκης Πύρζας από τη Φλώρινα, ο Παύλος Κύρου από το Ζέλοβο, ο Νταλίπης από το Γκαμπρέσι και άλλοι που διαρκώς πλήθαιναν και δρούσαν με το όπλο στο χέρι για την Ελληνική Ιδέα.
Όλοι αυτοί οι δυναμικοί και ανυπότακτοι, εκπροσωπούν τους «γραικομάνους», δηλαδή τους Ελληνομανείς, εναντίον των οποίων είχε στραφεί τότε όλη η λύσσα των κομιτάτων.

Η εξέγερση που ετοίμαζαν οι βούλγαροι, κάθε μέρα ερχόταν και πιο κοντά. Οι σχισματικοί χωρικοί είχαν ειδοποιηθεί, μόλις πάρουν το σύνθημα, να καταστρέψουν τα τηλεγραφικά σύρματα και τις σιδηροδρομικές γραμμές, να ανατινάξουν τα γεφύρια και τις αγροικίες των μπέηδων, να κάψουν χωριά και να ρίξουν βόμβες στις πόλεις, για να αναγκάσουν τους οθωμανούς να προβούν σε αντεκδικήσεις, ώστε οι ωμότητες των Τούρκων που θα στρέφονταν (όπως συνηθίζανε), εναντίον αθώων, να προκαλέσουν την επέμβαση της Ευρώπης.

Οι βούλγαροι προσπαθούσαν να εξωθήσουν την Ευρώπη σε ανοιχτή επέμβαση, για να λυθεί το Μακεδονικό σύμφωνα με τις επιθυμίες τους και αυτό θα το πετύχαιναν με μερική τουλάχιστον εξέγερση της Μακεδονικής υπαίθρου, την οποία θα παρουσίαζαν ως επαναστατικό κίνημα απελπισίας όλων των καταδυναστευομένων Χριστιανών της Μακεδονίας.
Και για να είναι περισσότερες οι ωμότητες των τούρκων εναντίον αθώων Χριστιανών προέβησαν σε τρομοκρατικά χτυπήματα στην Θεσσαλονίκη, σίγουροι για τον αντίκτυπο που θα είχαν τα αντίποινα τον Τούρκων, στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.

Η ανατίναξη του γαλλικού ατμόπλοιου «Γκουανταλκιβίρ» και η ανατίναξη της Οθωμανικής Τράπεζας, ήταν η αρχή ενός βουλγαρικού πραξικοπήματος, που αναστάτωσε τη Θεσσαλονίκη στο διήμερο 17 και 18 Απριλίου του 1903.

Οἱ ἔνοπλες ὁμᾶδες Καστοριᾶς ὑπὸ τοὺς Βοεβόδες Βασὶλ Τσακαλάρωφ, Ἰβᾶν Ποπόφ, Πᾶντο Κλιᾶσεφ, Νίκολα Ἀνδρέεφ καὶ Μανὸλ Ρόζωφ.

Οἱ ἔνοπλες ὁμᾶδες Καστοριᾶς ὑπὸ τοὺς Βοεβόδες Βασὶλ Τσακαλάρωφ, Ἰβᾶν Ποπόφ, Πᾶντο Κλιᾶσεφ, Νίκολα Ἀνδρέεφ καὶ Μανὸλ Ρόζωφ.

Παρ΄όλο που ο τούρκος ως κυρίαρχος, εκπροσωπούσε την ένοπλη δύναμη, βασικός εχθρός των βουλγάρων ήταν ο άοπλος Ελληνισμός και η Ελληνική Ιδέα. Όσα λοιπόν διέπραξαν οι βούλγαροι στη Θεσσαλονίκη κατά των Ευρωπαίων, έγιναν για να τους εξαναγκάσουν να επέμβουν και να επιβάλουν στους τούρκους να παραχωρήσουν αυτονομία στη Μακεδονία, που μέσω της οποίας θα πραγματοποιούσαν τους σκοπούς τους, την ενσωμάτωση δηλαδή της Μακεδονίας στη βουλγαρία, όπου αυτός ήταν ο τελικός στόχος των κομιτάτων.

Η μεταστροφή της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και η δυσμενής στάση της έπειτα από τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, υποχρέωσε τους βούλγαρους να ανακόψουν προσωρινά τη δράση τους στη Μακεδονία. Εξασφάλισαν όμως την τουρκική επιείκεια με τη μεσολάβηση των Ρώσων και των Αυστριακών, ιδίως των πρώτων που είχαν αναλάβει και την προστασία τους.

Από τις αρχές Ιουλίου παρατηρείται πάλι έξαρση της δράσεως των κομιτατζήδων. Στο βιλαέτι Μοναστηρίου οι τουρκικές αρχές άρχισαν να παίρνουν αυστηρά μέτρα σε βάρος του βουλγαρικού πληθυσμού. Έντονες φήμες πιθανολογούσαν το ξέσπασμα γενικής εξέγερσης. Οι στρατολογήσεις των χωρικών στις βουλγαρικές συμμορίες ήταν αθρόες και σε πολλές περιπτώσεις, βίαιες.
Η τεταμένη κατάσταση που επικρατούσε έδωσε το έναυσμα για την εξαπόλυση αυστηρών τουρκικών αντιποίνων σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού ολόκληρου του γεωγραφικού χώρου, χωρίς να γίνεται διάκριση ανάμεσα σε αθώους και ενόχους.
Έλληνες και βούλγαροι της Μακεδονίας υφίστανται στα 1903 τη σκληρή τουρκική καταπίεση.

Η τυραννική παρουσία των Σαράφωφ, Τσακαλάρωφ και άλλων βούλγαρων αρχηγών και οι βιαιότητές τους στις περιοχές Καστοριάς, Φλώρινας, Πρεσπών, Μορίχοβου και Μοναστηρίου, ανάγκασαν τον ελληνικό πληθυσμό να απειλήσει ότι θα καταγγείλουν στις τουρκικές αρχές τις κινήσεις των βουλγαρικών σωμάτων.
Η παρουσία του Τσακαλάρωφ το Μάιο του 1903 στο χωριό Σμάρδεσι (Κρυσταλλοπηγή Φλώρινας) υπήρξε η βασική αφορμή για την ολοκληρωτική καταστροφή του χωριού, ύστερα από αλλεπάλληλες σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ του τουρκικού στρατού και των βουλγαρικών σωμάτων. Αξίζει να αναφερθεί ότι μετά την καταστροφή του χωριού από τον τουρκικό στρατό, επέστρεψε ο Τσακαλάρωφ και έκαψε την ελληνική εκκλησία και το ελληνικό σχολείο. Ο απολογισμός της καταστροφής ήταν 150 νεκροί και 70 τραυματίες από το σύνολο των 345 οικογενειών.

Ολόκληρος ο Ελληνισμός της Βορειοδυτικής Μακεδονίας συνταράχθηκε από την τραγική είδηση. Μάταια ικέτευαν οι Έλληνες κάτοικοι των περιοχών του βιλαετίου Μοναστηρίου, τον βαλή να τους προστατέψει από τις βουλγαρικές επιδρομές. Η αδράνεια και ανικανότητα των τουρκικών αρχών έκαναν μεγάλη εντύπωση ακόμη και στους Ευρωπαίους πρόξενους.
Η απελπισία του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας υπήρξε ο κυριότερος σύμμαχος των βουλγαρικών κομιτάτων, γι`αυτό πολλαπλασίασαν τις τρομοκρατικές τους προσπάθειες στα μέσα του 1903 με νέα κύματα δολοφονικών ενεργειών σε βάρος των Ελλήνων.
Στους Έλληνες κατοίκους του Κρουσόβου, του Μοναστηρίου, του Τυρνόβου, της Μηλοβίτσας, του Γκοπεσίου, επέβαλαν με την απειλή του θανάτου την καταβολή μηνιαίων χρηματικών εισφορών, για την αγορά όπλων και πολεμοφοδίων για τον εξοπλισμό των χωρικών.
Για τα βουλγαρικά σώματα οι χριστιανοί κάτοικοι της Μακεδονίας διακρίνονταν σε «ικανούς» και «επιζήμιους ή άχρηστους», δηλαδή σε εκείνους που αρνούνταν να συνεργαστούν και τους οποίους περίμενε η θανατική καταδίκη. Όσοι υπέκυπταν και συνεργάζονταν, όφειλαν να επαγρυπνούν συνεχώς για τις κινήσεις των τουρκικών στρατευμάτων και να σχηματίζουν αντιπροσωπείες, οι οποίες επισκέπτονταν τις κατά τόπους τουρκικές αρχές και τους Ευρωπαίους διπλωματικούς εκπροσώπους και διαμαρτύρονταν για τις τουρκικές ωμότητες σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού.

Τα αυξανόμενα δολοφονικά κρούσματα που σημειώθηκαν σε βάρος τούρκων μπέηδων της Μακεδονίας, απέβλεπαν κυρίως να προκαλέσουν τα τουρκικά αντίποινα και την ευρωπαϊκή επέμβαση, έπειτα από την αποτυχία των βουλγαρικών σωμάτων να εξαναγκάσουν ολόκληρο τον χριστιανικό πληθυσμό να συμμετάσχει στη γενική εξέγερση.

Στο βιβλίο του Γ. Μόδη “ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ & ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΑΡΧΗΓΟΙ”, Ε.Μ.Σ., σελ 52-55, διαβάζουμε:

«Τήν 20ὴν Ἰουλίου 1903 ξέσπασε τέλος ἡ «γενική ἐπανάστασις», πού θ΄ἀναποδογύριζε, ὅπως διακήρυτταν οἱ Βούλγαροι, γῆ καί οὐρανό. Εἷναι τό περίφημο Ἥλιντεν (ἡμέρα τοῦ Προφήτη Ἠλία), πού τόσο θαυμάζουν, δοξολογοῦν ὅλοι οἱ Βούλγαροι κομιτατζῆδες.

Τη νύχτα φεγγοβόλησε ὅλος ὁ κάμπος. Ἔκαιαν οἱ κουλᾶδες (πύργοι) τῶν μπέηδων μέ τις ἀποθῆκες καί τις ἐγκαταστάσεις των. Δέν εἶχε τελειώσει καλά ὁ ἀλωνισμός καί κάηκαν σε πολλά τσιφλίκια καί ἰδικά τους γεννήματα. Ἐνθουσιασμένοι ἀπό τήν πρώτη λαμπερή ἐπιτυχία, ἀναμμένοι ἀπ΄τίς φλόγες τῶν συμβόλων τῆς τυραννίας ξεκίνησαν να καταλύσουν καί τήν Τουρκική Αὐτοκρατορία!

Οἱ περισσότεροι ἦσαν ὡπλισμένοι μέ ρόπαλα καί μέ τσεκούρια! Εἶχαν δώσει χρυσές λίρες γιὰ ὅπλα στοὺς ἀνθρώπους τοῦ κομιτάτου, ἀλλά τά τουφέκια δέν φάνηκαν καί τά χρήματα πέταξαν. Οἱ ἄλλοι κρατοῦσαν παλιά μαρτίνια ἢ γκρᾶδες μ΄ἐλάχιστα φυσέκια.
Δέν ἦσαν βέβαια γιά μεγάλα πράγματα τ΄ἄοπλα, ἀσύντακτα, ἀνοργάνωτα καί ἀπόλεμα αὐτά μπουλούκια. Οὔτε οἱ Βούλγαροι ἀρχηγοί περίμεναν ἀπό αὐτά σημαντική ὁπωσδήποτε δρᾶσι. Ξεσήκωσαν τούς χωρικούς καί τῶν κάμπων καί τούς ἔστειλαν ἄρον ἄρον στα βουνά, γιά νά δημιουργήσουν ἁπλῶς ἐντύπωσι καί θύματα.
Ἠμπορεῖ νά λεχθῇ ὅτι ὁ θόρυβος ὑπῆρξε πολύ μεγαλύτερος ἀπό τήν πραγματική οὐσία. Οἱ ἀρχηγοί τοῦ κομιτάτου θα ἦσαν ἄξιοι νά καταδικασθοῦν σάν κοινοί δολοφόνοι καί ἐγκληματίες, ἐάν δέν ἐπήγαιναν νά ἐκμεταλλευθοῦν τά ἐρείπια καί τά αἵματα.
Καμία σύγκρισις δυνάμεων δέν χωροῦσε. Ἀληθινό τουρκικό στρατόπεδο ἦταν ὅλη ἐκείνη ἡ περιοχή. Γεμᾶτοι οἱ ἀπέραντοι στρατῶνες τοῦ Μοναστηρίου καί τά παραρτήματά των καί ἐλεύκαζαν σε πολλά μέρη ὁλόγυρα ἀπ΄τήν πόλι πυκνές οἱ ἄσπρες κωνικές σκηνές τῶν στρατιωτικῶν κατασκηνώσεων.

Κάτω ἀπ΄τά παράθυρα τοῦ σπιτιοῦ μας περνοῦσαν ἀτέλειωτα τάγματα, πού ἀντιπροσώπευαν ὅλες τις φυλές τοῦ μουσουλμανικοῦ Ἰσραήλ. Τακτικοί στρατιῶτες, πού φαίνονταν ἀπ΄τό κανονικό βῆμα τους, πού ἀντέγραφαν συχνά το πρωσσικό βάδισμα «τῆς χήνας», ἐντόπιοι μέ τά παρδαλά ροῦχα, ἰλιαβέδες ἄτακτοι στην πορεία, στην ἐμφάνισι καί τήν ἐνέργεια, ἀλλ΄ἀγριεμένοι καί ἀνυπόμονοι γιά ἐκδίκησι καί ἀρπαγή, ρεδίφηδες ἔφεδροι λογῆς λογῆς, Ἀνατολῖτες βαρεῖς, σκυθρωποί, μοιρολατρικοί μέ τόν Ἀλλάχ στο στόμα καί στην ψυχή, πού θα μποροῦσε γι΄αὐτούς νά εἰπῇ κανείς ὅ,τι ὁ Ναπολέων γιά τούς Ρώσσους: «Δέν φθάνει νά τούς σκοτώσῃς, πρέπει καί νά τούς σμπρώξῃς γιά νά πέσουν», ζωηροί καί πεταχτοί μέ τά γουρουνοτσάρουχα καί ἄσπρους σκούφους Ἀλβανοί τοῦ Ἐλμπασάν, τῶν Τιράνων, τοῦ Τεπελενιοῦ κ.λ.π., πού γέμιζαν τόν δρόμο καί τήν γειτονιά μέ τά μακρόσυρτα με βοερή ὑπόκρουσι τραγούδια, πρόθυμοι πάντοτε για μάχη καί πλιάτσικο, ἀθλητικοί καί φανατισμένοι γκέγκηδες τοῦ Γκιλάν, τῆς Γιάκοβας, τοῦ Ἰπέκ καί ἄλλων περιφερειῶν τοῦ Κοσόβου, πού μύριζαν ἀπό μακριά τόν ἂγριο πολεμιστή, κυλοῦσαν ἀδιάκοπα σάν θηριωμένο ποτάμι μέ τά χωριστά «ταμπούρια» τους (τάγματα) καί τούς πολύ λίγους πάντοτε ἀξιωματικούς των.

Εἶχε ὁ στρατός καί πολλά κανόνια καί ἀπέναντι στους γκρᾶδες, τά μαρτίνια καί τά ρόπαλα τῶν ἐπαναστατῶν, γερμανικά μάουζερ νεωτάτου τύπου. Μποροῦσε ὁ στρατός σε δύο ἔως τρεῖς ἡμέρες νά διαλύσῃ καί νά ἐξανεμίσῃ ἐπανάστασι καί ἐπαναστάτες. Ἀλλά νωθροί οἱ ἀρχηγοί του κινήθηκαν γιαβᾶς γιαβᾶς (σιγά σιγά). Φοβήθηκαν, φαίνεται, ἐμπλοκή μέ τήν Βουλγαρία καί φασαρίες μέ τήν Εὐρώπη. Ἴσως καί ἐμεγαλωποίησαν τόν κίνδυνον. Εἰχαν γνωρίσει τό πεῖσμα καί τήν αὐτοθυσία, πού πολεμοῦσαν οἱ τακτικοί κομιτατζῆδες.

Ὅλο τό κίνημα ἄλλως τε εἶχε περιορισθῆ σε στενή περιοχή μέ κέντρον τό Μοναστήρι, τούς καζάδες Καστοριᾶς, Φλώρινας, Μοναστηρίου, Ρέσνας, Ὀχρίδας, Περλεπέ, Κιρτσόβου. Ἐπροτίμησε τό κομιτᾶτο τοῦ Σαράφωφ ἐκεῖνο τό μέρος, γιά νά αποδείξῃ ὃτι τό κίνημα ἦταν αὐτοφυές, ἀφοῦ εἶχεν ἐκδηλωθῆ τόσο μακρυά ἀπ΄τά βουλγαρικά σύνορα; Ἦταν ἐκεῖ καλύτερα προπαρασκευασμένο; Ἄγνωστον.
Κάποια κίνησι σημειώθηκε καί κοντά στην Ἀδριανούπολη καί στα βουλγαρικά σύνορα τοῦ βιλαετίου Θεσσαλονίκης. Ἦταν ὃμως μικρή καί καθαρά συμμοριακή.

Μέσα στην πόλη ὠργιαζαν οἱ φῆμες. Ἀκούαμε τό πρωί ὅτι ἔρχονται, ἔφθασαν οἱ ἐπαναστάτες και το βράδυ ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἑτοίμαζαν γενική σφαγή. Ἔλεγαν τή μία ὅτι εἶχαν ἀπελευθερωθῆ ὅλα τά γύρω μέρη, τήν ἄλλη ὅτι οἱ Τοῦρκοι παντοῦ ἔκαιαν καί ρήμαζαν. Πολλοί εἶχαν ἀναγνωρίσει καί τόν… Σαράφωφ μεταμφιεσμένο σε παπᾶ, χότζια, ζητιᾶνο, χωριάτη κ.λ.π.!
Σέ λίγες μέρες μαθαίνουμε τήν φρικτή συμφορά τοῦ Κρουσόβου. Στήν ὀρεινή καί εἰρηνική βλαχόφωνη πόλι, πού εἶχε λίγους βούλγαρους καί διόλου τούρκους, οἱ κομιτατζῆδες καί οἱ ἐπιστρατευμένοι χωρικοί ἔστησαν ἀπ΄ τό βράδυ τῆς 20ης Ἰουλίου τό στρατηγεῖο καί ἕνα ξύλινο κανόνι.

Ἔκαψαν τό διοικητήριο καί 37 γειτονικά σπίτια καί μαγαζιά, ὅλα ἑλληνικά, ἐσκότωσαν τις οἰκογένειες τῶν τούρκων δημοσίων ὑπαλλήλων, ἐνῷ οἱ λίγοι στρατιῶτες καί χωροφύλακες ἔφυγαν ὅλοι ἀνενόχλητοι, καί ἐκτέλεσαν δύο δικούς μας πού ἦσαν «κατάσκοποι»τῶν τούρκων. Ἀλλά τό σπουδαιότερο ἔργο τους ἦταν νά συγκεντρώσουν 1500 χρυσές λίρες, ἀπ΄τούς δικούς μας πάντοτε. Ἔτυχαν νά εὑρίσκονται ἐκεῖ νά ξεκαλοκαιριάσουν καί λίγοι Κρουσοβῖτες τῆς Αἰγύπτου.

Στήν «Πατρίδα» τοῦ Βουκουρεστίου δημοσιεύθηκε στίς 27 Αὐγούστου τοῦ 1903 ἀπό αὐτόπτη μάρτυρα Κρουσοβίτη ζωντανή καί λεπτομερής περιγραφή τῆς «ἀπελευθέρωσης». Συμφωνεῖ ἀπόλυτα μαζί της καί ἡ ἔκθεσις τοῦ Ἄγγλου προξένου τῆς Θεσσαλονίκης σέρ Μπιλιώτη, πού καταχωρήθηκε στήν Κυανῆ Βίβλο τοῦ 1903. Προσθέτει μάλιστα ὁ σέρ Μπιλιώτης ὅτι ἀπ΄τά ἑλληνικά σπίτια ἔμασαν οἱ κομιτατζήδες καί ὅλους του τεντζερέδες γιά νά φκιάξουν ὀβίδες γιά τό ξύλινο κανόνι καί φυσέκια στά μυστικά χυτήριά τους! Εἶχαν διαδώσει ἐπίσης ὃτι «ἀπελευθερώθηκαν» καί τό Μοναστήρι καί τά Γιάννενα!

Ἀπό σύγχρονα ἔντυπα ἐμάθαμε τώρα τελευταῖα ὅτι ἐγκαθιδρύθηκε τότε στο Κρούσοβο καί ἡ πρώτη λεύτερη Μακεδονική Δημοκρατία.
Στίς 30 Ἰουλίου πρόβαλε ὁ στρατός τοῦ Μπαχτιάρ πασᾶ. Ἡ «πρώτη λεύτερη Μακεδονική Δημοκρατία» διαλύθηκε ἀμέσως σάν καπνός ὕστερα ἀπό ζωή ἐννέα μόλις ἡμερῶν.
Οἱ ὐπερασπιστές καί οἱ προμάχοι της ἐπροτίμησαν νά τό στρίψουν κανονικώτατα παίρνοντας μαζί λίρες καί τεντζαρέδες. Ἄγνωστο εἶναι τι ἀπόγινε τό ἱστορικό ξύλινο κανόνι. Ὁ σέρ Μπιλιώτης τούς ὑπολογίζει σε 300, ἀλλά τό βέβαιο εἶναι ὅτι δέν ἔριξαν πολλές τουφεκιές. Στάθηκαν καί πολέμησαν μόνο μερικοί Κρουσοβίτες μέ τόν Πίτο Γουλῆ ἐπί κεφαλῆς, πού εἶχε πιασθῆ στον χορό καί τόν χόρεψεν ὡς τό τέλος, ὡς τόν θάνατο. Οἱ τοῦρκοι κατά τήν συνήθειά τους πλιατσικολόγησαν. ἒκαψαν, ρήμαξαν καί ἒσφαξαν τούς ἰδικούς μας.

Κάηκαν 300 σπίτια καί πολλά καταστήματα καί ἀπογυμνώθηκαν 60 σπίτια καί 250 μαγαζιά. Ἦσαν ὅλα ἑλληνικά. Ὁ βουλγάρικος μαχαλᾶς ἒμεινε ἄθικτος! Οἱ ἐλευθερωτές ἐφρόντισαν να δωροδοκήσουν, ὅπως βεβαιώνει καί ὁ σέρ Μπιλιώτης, τόν πασᾶ μέ τά χρήματα τῶν Ἑλλήνων, γιά νά ρημάξῃ τά ἑλληνικά σπίτια καί νά σεβασθῇ τά βουλγαρικά. Ἐκρεουργήθησαν 41 Ἕλληνες καί 3 βούλγαροι (σχισματικοί) ἀναγράφει ὁ Μπιλιώτης.
Οἱ πρόσφυγες, που ἔφθασαν τότε στο Μοναστήρι, διηγήθηκαν πράγματα πού ἔκαναν νά παγώσῃ τό αἷμα τῶν Μοναστηριωτῶν»…

Ὁ Γεώργιος Χρ. Μόδης ὑπῆρξε αὐτόπτης μάρτυρας, ἀγωνιστὴς καὶ ὁ κορυφαῖος βάρδος τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος…

Ἀριστερά ὁ Βασὶλ Τσακαλάρωφ & δεξιὰ ὁ Πᾶντο Κλιᾶσεφ

Ἀριστερά ὁ Βασὶλ Τσακαλάρωφ & δεξιὰ ὁ Πᾶντο Κλιᾶσεφ

Πιστή εικόνα και το αληθινό πνεύμα του Ίλιντεν μας δίνουν τα απομνημονεύματα του Πάντο Κλιάσεφ. Ομολογεί ότι στις 19 Αυγούστου όρμησαν με τον Τσακαλάρωφ στο Βατοχώρι (Μπρέσνιτσα), κρέμασαν, σκότωσαν και έκαψαν γραικομάνους, ενώ όλοι οι νεώτεροι άνδρες του χωριού πολεμούσαν εκείνη τη στιγμή με τον Κώττα τους Τούρκους στην Πρέσπα και την Βίγλα.

19.8.1903. «Ἐγὼ καὶ ὁ Τσακαλάρωφ κατεβήκαμε στὶς 19 Αὐγούστου στὴ Mpresnitsa (Βατοχώρι), κάψαμε τὸ σπίτι τοῦ Ἰωάννου Ζάικου καὶ σκοτώσαμε τὸν Ἰωάννη Τζάϊκο, τὸν πατέρα τοῦ Ἀντώνη καὶ τὸν ἀδελφό του Λάζαρο καὶ κρεμάσαμε στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ τὸν Μουχτάρη (πρόεδρο) Γεώργιο Καραούλα καὶ τὸν Ἀγροφύλακα Ἀντώνιο Παναγιώτου.» [Απο την υπαγόρευση της δράσης του στον Π. Μίλιτιτς σ.193, του Πάντο Κλιάσεφ.]

Υπάρχει και το σχετικό γράμμα προς τον Παύλο Μελά από το Πισοδέρι της 7ης Σεπτεμβρίου, του Παπασταύρου Τσιάμη, που επιβεβαιώνει το φρικτό έγκλημα. Το δημοσίευσε ο Στέφανος Δραγούμης στην «Μακεδονική Κρίση».

«Ἀγαπητέ μοι ἐν Χριστῷ ἀδελφέ, Κύριε Παῦλε Μελᾶ, εἰς Ἀθήνας.
Πρὸ 15 ἡμερῶν οἱ κομιτατζῆδες συλλαβόντες 4 παιδιὰ ἀπὸ τὸ Πισοδέρι ἀνήλικα, ἐνῷ ἐπήγαιναν εἰς τὸ Γέρμαν (Ἅγιον Γερμανόν), τὰ ἔσφαξαν καὶ μέχρι σήμερον δέν ηὔραμεν τὰ πτώματά των. Δεύτερον ἐπῆγαν αἱ μητέρες των καὶ τοὺς ἐζητοῦσαν μετὰ δακρύων, ἴνα τοὺς δώσουν τὰ σώματα τῶν δολοφονηθέντων. Ἀλλ’ οἱ κομιτατζῆδες τοὺς εἶπαν μόνον ἀπειλάς, ὅτι θὰ καταστρέψουν τὸ Πισοδέρι.
Ὁ Τσακαλάρωφ πῆγε στὴν Μπρέσνιτσα [Βατοχῶρι] μετὰ 400 ὀπαδῶν, πρῶτον συνέλαβε τὸν Γεώργιον Καραοῦλαν, μουχτάρη, Ἕλληνα ὀρθόδοξο, τὸν ἀνεβίβασεν εἰς τὸ ζῶον του καὶ τὸν ἔδεσε μὲ σχοινιὰ καὶ ἀφοῦ τὸν ἔφερε εἰς τὸ Μεσοχῶρι, κάτω ἀπὸ μία ἀπιδιά, ἐκεῖ τὸν κρέμασε καὶ μὲ τὶς λόγχες τὸν τρυ­ποῦσε. Δεύτερον περιεκύκλωσε τὴν οἰκίαν τοῦ Ζάικου, ὅστις ἀντέστη φονεῦσας τὸν Νάστον, πρωτοπαλλήκαρο τοῦ Τσακαλάρωφ, ἐνῷ ἔσπανε τὴν πόρτα μὲ τὸν πέλεκυν, ἔτερον δὲ ἐπλήγωσε θανατηφόρους. Ὁ Τσακαλάρωφ διέταξε νὰ καύσουν μὲ πετρέλαιον τὸ σπίτι, ὁ δὰ Λᾶμπρος Ζάικος ἔκαμε μὲ τὸν ἑβδομηκοντοῦ πατέρα του ἔξοδον καὶ πληγώθηκαν καὶ οἱ δύο. Ὁ Τσακαλάρωφ τὸν ἔφερε ξεψυχῶντας εἰς τὸ Μεσοχῶρι καὶ ρίψας χόρτον καὶ ἄχυρο ἐπάνω του τὸν ἔκαυσε. Συνέλαβε καὶ τὸν συγγενὴ τοῦ Λ. Ζάικον καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔκοψε τὰ χέρια, τοῦ ἔβγαλε τὰ μάτια καὶ ἔτσι ἀπέθανε.

Εὔχομαι τῷ θεῷ περὶ τῇ καλῇ διαφυλάξει. Ἐν Πισοδερίῳ τῇ 6η Σεπτεμβρίου 1903.
Ὁ ἐν Χριστῷ ἀδελφός Παπασταῦρος».

Βοεβόδες τῆς περιοχῆς Φλώρινας, οἱ ὁποῖοι συμμετεῖχαν ἐνεργὰ μὲ τὶς τσέτες τους, στὴν ἐπανασταση τοῦ  Ἴλιντεν

Βοεβόδες τῆς περιοχῆς Φλώρινας, οἱ ὁποῖοι συμμετεῖχαν ἐνεργὰ μὲ τὶς τσέτες τους, στὴν ἐπανασταση τοῦ Ἴλιντεν

Τα γεγονότα του 1903 δεν άφηναν πλέον καμιά αμφιβολία για τις επιδιώξεις των βουλγάρων. Η είδηση για την εξέγερση του Ίλιντεν, επίκεντρο της οποίας ήταν το βιλαέτι του Μοναστηρίου και τα θύματα Έλληνες και Βλάχοι, ούτε εξέπληξε την ελληνική κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη ούτε προκάλεσε πανικό στην Αθήνα.
Η ελληνική κυβέρνηση απέστειλε τηλεγραφικές εγκυκλίους στα ελληνικά προξενεία της Μακεδονίας με τις οποίες προέτρεψε το ελληνικό στοιχείο να παραμείνει ήσυχο και να έχει την πεποίθηση ότι η τουρκική κυβέρνηση θα καταπνίξει το κίνημα.

Στον ελληνικό τύπο η εξέγερση παρουσιάστηκε ως κίνημα ληστανταρτών, αλλά και ως κίνημα βουλγάρων πατριωτών που αποσκοπούσε στην πραγμάτωση του ονείρου της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου, ενώ η ανακατάληψη του Κρουσόβου από τον τουρκικό στρατό εκτιμήθηκε ως η απαρχή της καταστολής της εξέγερσης. Τα όρια μεταξύ ληστή και εθνικού ήρωα δεν ήταν σαφώς διαγεγραμμένα.
Ιδιαίτερη ευαισθησία επέδειξαν οι Μακεδόνες φοιτητές που σπούδαζαν στην Αθήνα και ο Κεντρικός Μακεδονικός Σύλλογος.
Πάνω από 150 φοιτητές προθυμοποιήθηκαν να μεταβούν στη Μακεδονία για να πολεμήσουν κατά των βουλγάρων και για τον λόγο αυτό ζήτησαν την άδεια της τουρκικής πρεσβείας.
Επίσης ο Γερογιάννης ως Πρόεδρος του Κεντρικού Μακεδονικού Συλλόγου υπέβαλε στην τουρκική πρεσβεία υπόμνημα, ζητώντας από την Υψηλή Πύλη να δοθούν όπλα στους Έλληνες της Μακεδονίας για να πολεμήσουν κατά των βουλγάρων.
Αν και τα διαβήματα αυτά επαναλήφθηκαν, για ευνόητους λόγους οι τουρκικές αρχές απάντησαν αρνητικά, πιστεύοντας ότι έχουν τον έλεγχο της κατάστασης.

Η Ελλάδα ζήτησε τόσο από την Υψηλή Πύλη όσο και από τις Μεγάλες Δυνάμεις την προστασία του ελληνισμού, ενώ η ελληνική αστυνομία διατάχτηκε από τον Ράλλη να παρακολουθεί αυστηρά τις κινήσεις των βουλγάρων στην Αθήνα και τη Θεσσαλία. Για προληπτικούς λόγους μερικοί βούλγαροι φυλακίστηκαν προσωρινά. Κατά τη ανάκριση αποδείχτηκε ότι ήταν μέλη βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων που απέστελναν πολεμοφόδια και περίστροφα στη Μακεδονία.
Η είδηση για την καταστροφή του Κρουσόβου και την ύπαρξη θυμάτων μεταξύ των Ελλήνων της πόλης δεν άφησε ασυγκίνητο τον πληθυσμό της Αθήνας. Συγκροτήθηκε αμέσως μια «Επίκουρος των Μακεδόνων Επιτροπή» για τη συλλογή εράνων υπέρ των δεινοπαθούντων Ελλήνων της Μακεδονίας με Πρόεδρο τον Μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητο και μέλη του Προεδρείου τον Ι. Βαλαωρίτη, τον Δ. Βικέλα, τον Μ. Δραγούμη, τον Ι. Καυτατζόγλου, τον Κ. Ρακτιβάν και τον Γ. Στρέιτ.
Στην έκκληση της επιτροπής αναφερόταν χαρακτηριστικά:

«Βαρεῖα συμφορὰ ἐνέσκηψεν ἐπὶ τὴν Μακεδονίαν. Ξένοι ἐπιδρομεῖς, τὴν ἐλευθερίαν ἔχοντες ἀνὰ στόμα, ἀλλὰ πῦρ καὶ σίδηρον ἀνὰ χείρας φέροντες, ἐπιδιώκουσιν τὴν ἐξόντωσιν τοῦἙλληνικοῦ καὶ Ὀρθόδοξου πληθυσμοῦ, ληστεύοντες, καίοντες οἰκίας, σχολεῖα καὶ ναούς, σφάζοντες ἄνδρας, γυναίκας, παιδία, ἱερεῖς, ὅλους τοὺς μὴ στέργοντας ν’ ἀπαρνηθῶσιν τὴν ἑλληνικὴν καταγωγὴν καὶ τὴν πατρώαν πίστιν.
Ὕψιστον εἶνε καθῆκον τῶν ἁπανταχοῦ Ἑλλήνων νὰ ἔλθωσιν ἀρωγοὶ εἰς τὴν τοσαύτην τῶν ὁμαιμόνων καὶὁμοθρήσκων κακοδαιμονίαν, νὰ ἐπουλώσωσι τὰ τραύματα, νὰ ἐνισχύσωσιν τὸ ἐθνικὸν φρόνημα καὶ ματαιώσωσι τὰς κατὰ τοῦ Μακεδονικοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐπιβουλάς.» (Ἐφημερίς, Τὸ Ἄστυ, 10-8-1903) [«Ἡ πορεία πρὸς τὸ Ἴλιντεν, ὁ ἀντίκτυπος τῆς ἐξέγερσης τοῦ Ἴλιντεν στὴν Ἑλλάδα καὶ οἱ ἀπαρχὲς τῆς ἔνοπλης φάσης τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα», Σπυρίδων Σφέτας]



Χλόη (τὸ παρὸν ἄρθρο ἀναρτήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ, σὲ 4 μέρη ἀπὸ τὴ Χλόη, στὸ μὴ ἐνεργὸ πλέον anihneftes.forumotion.com. τὸ διάστημα Τετ. 06 Apr 2011, 23:23 – Παρ 12 Aug 2011, 17:53)



Πηγή: Ἀνιχνευτής τῆς Ἱστορίας

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *