Ἡ "Πολίτικη Κουζίνα" τῆς καθ᾽ ἡμᾶς ἐμπειρίας

original

του π. Χαράλαμπου Παπαδόπουλου

«Σχόλια στήν σημειολογία τῆς ταινίας «Πολίτικη Κουζίνα»

Ἡ ἐποχή μας εἶναι ἀπό τίς σπάνιες ἐκεῖνες ἱστορικές περιόδους ὅπου ὁ μῦθος καί τό παραμύθι ἀπουσιάζουν ἀπό τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Μιά ζωή ὅμως δίχως μῦθο εἶναι φαγητό χωρίς μπαχάρια καθώς θά ἔλεγε ὁ κύρ Βασίλης τῆς «Πολίτικης Κουζίνας».

Ἡ ποίηση καί ἡ μουσικότητα τῆς ζωῆς, ἔχουν παραδοθεῖ ἄνευ ὅρων στήν τεχνολογική πεζότητα καί εἰκονική πραγματικότητα τῆς πληροφορίας.

Ὅπως παρατηρεῖ εὔστοχα ὁ διανοούμενος Χρόνης Μίσσιος «Σέ μερικά χρόνια ἀκόμη (ἄν δέν εἶναι ἤδη γεγονός) τά παιδιά δέν θά μποροῦν νά κατανοήσουν τούς στίχους τοῦ Μάρκου Βαμβακάρη: Τά ματόκλαδά σου λάμπουν, σάν τά λούλουδα τοῦ κάμπου…» διότι θά τούς λείπει ἡ ἀμεσότητα τῆς ἐπαφῆς καί ἡ ἐμπειρία τῆς ζωῆς.

Ἡ πλειοψηφία τῶν παιδιῶν δέν θά ἔχει τήν βιωματική νοημοσύνη, ἀλλά τήν πληροφοριακή καί εἰκονική.

Ὁ κάμπος, τό φεγγάρι, ἡ θάλασσα, τό γαλάζιο τοῦ οὐρανοῦ, δέν θά εἶναι πλέον ἐμπειρία, ἀλλά πληροφορία.

Εἶναι γεγονός ὅτι στά μεγάλα ἀστικά κέντρα ἡ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων δέν ἔχει τήν αἴσθηση τῆς ἐμπειρικῆς ψηλάφησης τῶν φυσικῶν φαινομένων, ἀλλά μονάχα πληροφοριακή π.χ. ἀκοῦν στήν τηλεόραση ὅτι αὔριο θά ἔχει πανσέληνο ἤ ἔναστρο οὐρανό καί παρόλο πού ἐνδεχομένως θά ἀποτελέσει ἀντικείμενο τῶν συζητήσεών τους, ὡστόσο ἐλάχιστοι θά εἶναι ἐκεῖνοι πού θά τό βιώσουν ὡς ἀντικειμενική πραγματικότητα.

«Στήν ἐποχή μας, διαρκῶς καί περισσότερο, κυριαρχοῦν τά μετρήσιμα, ποσοτικά μεγέθη. Τό ποσοστό τοῦ πληθωρισμοῦ, τά δημόσια ἐλλείμματα, ὁ ἀριθμός τῶν τηλεοράσεων ἀνά κάτοικο, ὁ ἀριθμός τῶν κατοίκων ἀνά πολυκατάστημα. Μή ἀμφισβητώντας ὅτι καί αὐτά ἔχουν κάποια σημασία, εἶναι καιρός νά διερωτηθοῦμε γιά τά μή μετρήσιμα μεγέθη: Ἀπό τήν ἀξία τῆς φιλίας ἕως τό φευγαλέο πρόσωπο μίας γυναίκας, ἀπό τό τραγούδι πού ἀκούστηκε μέσα στή νύχτα ἕως τή μοναξιά τήν καθημερινή καί τή μοναξιά τήν ἄλλη, ἀπό τά χέρια πού σφίχτηκαν σέ μία διαδήλωση, κι ἐκεῖνα τά χέρια, πού ἐν γνώσει τοῦ παραμυθιοῦ ὁρκίστηκαν αἰώνια. Τά μή μετρήσιμα μεγέθη εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή, τά μετρίσιμα ἡ ἀποτύπωση τῆς ζωῆς στόν ὑπολογιστή».

Σέ μία ἀπό τίς σημαντικότερες ἑλληνικές ταινίες τῶν τελευταίων δεκαετιῶν «Πολίτικη Κουζίνα» παρουσιάζονται μέ ξεκάθαρο τρόπο δύο διαφορετικές προσεγγίσεις τῆς ζωῆς καί τῶν νοημάτων της. Δηλαδή τῆς βιωματικῆς νοημοσύνης καί τῆς πληροφοριακῆς ἤ εἰκονικῆς.

Ἀπ᾽ τή μιά μεριά ἔχουμε τήν κατανόηση τῆς ζωῆς, ὡς ἐμπειρία καί γεύση καί ἀπ᾽ τήν ἄλλη τήν ζωή πού εἶναι ἀποτέλεσμα ἰδεολογικοποιημένων ἔμμεσων γνώσεων καί ἰδεατῶν θεωρημάτων.

Ὁ παπποῦς τοῦ ἔργου, ὁ κύρ Βασίλης –Πολίτης τήν καταγωγή- ὡς γνήσιο τέκνο τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, μεταδίδει στόν ἐγγονό του τήν τέχνη τῆς ζωῆς.

Μία κατανόηση καί ἐκμάθηση τῆς ζωῆς, πού ἀγκαλιάζει τόν ὅλο ἄνθρωπο, χωρίς νά κατηγοριοποιεῖ τήν ὑπόστασή του σέ ἀνώτερα καί κατώτερα ἐπίπεδα. Σέβεται τό μυστήριο καί τά μυστήρια τῆς ζωῆς, χωρίς τίς αὐταπάτες τῶν λογικά τακτοποιημένων ἕτοιμων ἀπαντήσεων. «Τό κάθε τί εἶναι τυλιγμένο μέσα σέ μυστήριο. Αὐτό τό μυστήριο θέλουνε νά βγάλουνε οἱ σημερινοί ἄνθρωποι. Μά ξεγυμνώνουνε τόν ἑαυτό τους ἀπό κάθε βαθύ αἴσθημα… Θυμᾶμαι τόν καιρό ποῦ ζοῦσα πιό φυσική ζωή, πώς ὅλα μέ κάνανε νά βουτῶ βαθειά μέσα μου καί νά βρίσκω κάποια ἀλλόκοτα πετράδια, καί κάποια μαργαριτάρια μιᾶς ξωτικῆς θάλασσας».

Μέσα ἀπό τήν «Πολίτικη Κουζίνα» ὁ κύρ Βασίλης μαθαίνει στόν ἐγγονό του τά μυστικά καί τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς. Ἡ «κουζίνα» εἶναι τό πεδίο ἕνωσης τῆς κτίσης μέ τόν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ ρεαλιστική ἀπεικόνιση τῆς ἐμπειρίας τῆς ζωῆς ὡς γεύση, ὡς κορεσμό μιᾶς πείνας πού στό βάθος της εἶναι ὑπαρξιακή. Ἄλλωστε: «Ὅλα τά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου στό βαθύτερο νόημα τους εἶναι πνευματικά».

«Στήν βιβλική διήγηση τῆς Δημιουργίας ὁ ἄνθρωπος παρουσιάζεται πρῶτα ἀπό ὅλα σάν ἕνα ὄν πού πεινάει καί ὅλος ὁ κόσμος εἶναι ἡ τροφή του. Ἀμέσως ὕστερα ἀπό τήν ὁδηγία πού ἀφήνει στούς ἀνθρώπους νά πληθύνονται καί νά κατακυριέψουν τή γῆ, ὁ Θεός σύμφωνα μέ τόν συγγραφέα τοῦ πρώτου κεφαλαίου τῆς Γέννησης, τούς προαναγγέλλει νά φᾶνε ἀπό τή γῆ: «Ἰδού δέδωκα ὑμῖν πάντα χόρτον σπόριμον... καί πᾶν ξύλον, ὅ ἔχει ἐν ἐαυτῷ καρπόν σπέρματος σπορίμου, ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν…». Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά φάει γιά νά ζήσει, πρέπει νά βάλει τόν κόσμο μέσα στό κορμί του καί νά τόν μετασχηματίσει σέ ἄνθρωπο, σέ σάρκα καί σέ αἷμα. Πραγματικά ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτό πού τρώει καί ὁλόκληρος ὁ κόσμος παρουσιάζεται γιά τόν ἄνθρωπο σάν ἕνα τραπέζι ἀπό ἕνα γενικό συμπόσιο».

Ἡ «Πολίτικη Κουζίνα» εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς ζωῆς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ψυχή καί σῶμα μετέχει στήν διαδικασία της, γεύεται τό δῶρο αὐτό τοῦ Θεοῦ πού ὀνομάζεται ζωή ΄΄ἐκ τοῦ μή εἶναι εἰς τό εἶναι΄΄ καί δέν τεμαχίζεται βάναυσα καί ὁλοκληρωτικά στά ἰδεολογικά τραπέζια τοῦ κόσμου τούτου.

Ὁ παπποῦς τοῦ ἔργου μαθαίνει τόν νεαρό ἐγγονό του, νά ἀντιλαμβάνεται τόν κόσμο καί τούς ἀνθρώπους μέσα ἀπό τίς γεύσεις, ἀπό τόν κόσμο τῶν αἰσθήσεων ὄχι τοῦ αἰσθησιασμοῦ, τοῦ ἐμπειρικοῦ καί ὄχι φαντασιακοῦ, ἀπό τό πραγματικό καί ἄμεσο.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τοῦ παραδίδει μαθήματα κοσμολογίας, μέσα ἀπό τίς γεύσεις καί τά ἀρώματα τῶν μπαχαρικῶν. Στήν παράδοση τῆς Ἀνατολῆς οἱ τέχνες καί οἱ ἐπιστῆμες εἶναι ἀπόλυτα συνυφασμένες μέ τήν ἀμεσότητα τῆς ζωῆς.

Ἡ «ἐμμονή» τοῦ Γέρο Ἀνατολίτη νά μάθει στό παιδί τήν βαθύτερη τέχνη τῆς μαγειρικῆς, ἔχει νά κάνει μέ τήν ἀντίληψή του, πώς ἡ ζωή δέν μαθαίνεται oὔτε κατανοεῖται μέσα ἀπό ἰδεολογήματα καί ἀποστειρωμένες γνώσεις, ἀλλά ἀπό τήν ἀμεσότητα τῆς ἐμπειρίας καί τελικά τῆς γεύσης πού ἀφήνει αὐτή στόν ἄνθρωπο.

Ἡ Πολίτικη οἰκογένεια Ἰακωβίδου, προσλαμβάνει ὅλη τήν ζωή μέσα ἀπό τίς γεύσεις. Ἀκόμη καί ἡ «ἔγκριση» ὑποψήφιας νύμφης ἔχει νά κάνει μέ τήν δεξιότητά της στόν χῶρο τῆς κουζίνας, τῆς Πολίτικης κουζίνας. Δέν μπορεῖ νά γίνει κάποιος μέλος τῆς οἰκογένειας ἐάν δέν ἀντιλαμβάνεται τήν ζωή μέσα ἀπό τήν ἰδιαίτερη αἴσθηση τῶν ἀρωμάτων, τῶν γεύσεων, τῆς ἐμπειρίας.

Τί ἄλλωστε εἶναι ὁ Θεός κατά τούς Ἁγίους Πατέρες τῆς καθ᾽ ἡμᾶς παραδόσεως, ἐκτός ἀπό σχέση καί γεύση ζωῆς; Μία γεύση τοῦ ὑπερβατικοῦ ἤ τοῦ ὑπερεμπειρικοῦ ὅπως θά μᾶς ἔλεγε ὁ Χρῆστος Μαλεβίτσης.

Τήν ἴδια αὐτή ἐποχή ἡ Ἑλλάδα ἔχει καταστεῖ πολιτιστικό φέουδο τῆς «Δύσεως» καί ἔχει ἀπολέσει αὐτή τήν γνώση ζωῆς.

Γι᾽ αὐτό τόν λόγο -βλέπουμε στήν ταινία- πώς ὅταν ἡ οἰκογένεια Ἰακωβίδου, μεταφέρεται ἀπό τήν Πόλη στήν Ἀθήνα, -δηλαδή ἀπό τό πολιτιστικό κέντρο τῆς καθ᾽ ἡμᾶς παραδόσεως στό ἐθνικό κέντρο τῆς πολιτιστικῆς μας παραμορφώσεως- καλοῦν τόν ἱερέα τῆς ἐνορίας νά τούς κάνει ἁγιασμό. Καί ὅταν ὁ ἱερέας ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὁ γιός τῆς οἰκογένειας ἀσχολεῖται μέ τήν παρασκευή τοῦ φαγητοῦ, δίδει τήν συμβουλή τό παιδί νά παρακολουθήσει μαθήματα κατηχητικοῦ γιά νά μάθει καλά καί ὠφέλιμα πράγματα στήν ζωή του καί ὄχι μαγειρέματα, γεύσεις καί ἀρώματα.

Ἡ σημειολογία αὐτῆς τῆς σκηνῆς πού περιγράψαμε παραπάνω εἶναι ἐμφανής. Ἡ κουζίνα, οἱ γεύσεις καί τά ἀρώματα, συμβολίζουν σέ ὀντολογικό ἐπίπεδο τήν ἐμπειρία καί τήν ἀμεσότητα μέ τήν ζωή.

Ἀντίθετα τό κατηχητικό αὐτῆς τῆς περιόδου στήν Ἑλλάδα σημαίνει τήν ἰδεολογικοποίηση τῆς πίστεως ἀπό ἐμπειρία σέ ἐγκεφαλική γνώση. Ἀπό πανηγύρι τῆς ζωῆς ἀπέναντι στόν ἡττημένο διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ θάνατο, σέ κανόνες καί τρόπους «χριστιανικῆς» συμπεριφορᾶς.

Ἦταν ἡ ἐποχή ὅπου ἡ Ἑλλάδα γνώριζε τό εὐσεβιστικό κίνημα τῆς Εὐρώπης (πιετισμός) πού ἔμελε νά «καταστρέψει» ἕνα πολιτισμό ἐμπειρίας καί ὁλικῆς βιωματικῆς ψηλάφησης τοῦ ἐπέκεινα, σέ ἰδεολογία τοῦ ἐνθάδε κοσμικοῦ καθωσπρεπισμοῦ.

Τά κατηχητικά σχολεῖα προσπαθοῦσαν νά δημιουργήσουν «καλούς» καί «ἠθικούς» ἀνθρώπους, μέ ωραίους τρόπους καί καλή συμπεριφορά καί ὄχι νικητές τοῦ θανάτου καί θριαμβευτές τῆς ζωῆς. Σημασία εἶχε, τί καί πόσα γνώριζες καί ὄχι τί ζοῦσες.

Πολλά θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς πάνω στήν ἐξαίρετη αὐτή κινηματογραφική ἐπιτυχία «Πολίτικη Κουζίνα». Ἐκεῖνο ὅμως πού εἶναι σημαντικό νά προσέξουμε, εἶναι ὅτι μᾶς μεταφέρει μέ ἀπαράμιλλο τρόπο στήν ἀναγκαιότητα τῆς βιωματικῆς νοημοσύνης ἰδιαίτερα στόν σύγχρονο κόσμο.

Ἕνας κόσμος πού ὁλοένα καί περισσότερο χάνει τήν ἀμεσότητα τῆς ἐμπειρίας καί τοῦ βιώματος.

Τό μέλλον τοῦ κόσμου δέν μπορεῖ νά ἑτοιμάζεται σέ ἀποστειρωμένες αἴθουσες καί ἐργαστήρια εἰκονικῆς γνώσεως. Οὔτε ἡ ζωή γνωρίζεται μέσα ἀπό μία πληροφοριακή παιδεία.

Ἡ ζωή δέν δέχεται κενά, δέν ἀνέχεται πράγματα λειψά. Ὁ ἄνθρωπος γιά νά εἶναι ἄνθρωπος πρέπει νά γευθεῖ, νά αἰσθανθεῖ, νά χαρεῖ καί νά λυπηθεῖ, νά πετύχει καί νά ἀποτύχει, νά παρατηρήσει καί στό τέλος νά γνωρίσει.

Διαφορετικά θά πενθήσει γιά μιά ζωή πού δέν ἔχει ζήσει, γιατί «καλό εἶναι νά ὑπάρχεις, ἀλλά νά ζεῖς εἶναι ἄλλο πράγμα».

1. Γιώργου Γραμματικάκη «Κοσμογραφήματα».

2. Φώτης Κόντογλου .

3. π. Μιχαήλ Καρδαμάκης.

4. π. Αλέξανδρος Σμέμαν, «Για να ζήσει ο κόσμος», σελ 13.

5. Φώτης Κόντογλου



Πηγή: Αντίφωνο

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *