Η ΥΨΗΛΟΤΑΤΗ ΚΟΡΥΦΗ*

Πρὸς Στενωπὸν Κλεισούρας

Ὑπάρχουν μέσα στὴ ζωὴ τῶν λαῶν μερικὲς ἡμερομηνίες κρίσιμες. Εἶναι ὁρόσημα, καὶ εἶναι σταθμοί. Ὁρόσημα ποὺ ἔχουν στηθῆ γιὰ νὰ σημαδεύουν τὶς ἀκρότατες ἐπιδόσεις των, ὅπως τὰ τρόπαια. Στὸν ἥσκιο τους σταματᾷ γιὰ λίγο τὴν πορεία μέσα του μέσα στὸ χρόνο ὁ λαός, νὰ ξεκουραστῇ, νὰ πάρῃ τὴν ἀναπνοή του γιὰ νὰ συνεχίζῃ. Τὰ ὁρόσημα αὐτὰ εἶναι συγχρόνως ἀφετηρίες γιὰ νέα ξεκινήματα. Αὐτὲς οἱ ἡμερομηνίες ὑψώνονται σὰν βίγλες. Ἀπὸ τὴν ὑψηλότατη κορυφή του μπορεῖ ἕνα Ἔθνος νὰ ἀγναντέψῃ ἐποπτικὰ ὃλη τὴν περιπέτεια τῆς ἱστορικῆς του διαδρομῆς.

Μεγάλη εἶναι ἡ ζωὴ τῶν λαῶν. Δὲν μετρίεται μὲ τὰ χρόνια, ὅπως ἡ ζωὴ τῶν ἀτόμων. Μὲ τοὺς αἰῶνες μετρίεται, ὅπως ἡ ζωὴ τῆς Γῆς. Λοιπόν, ἐκεῖ ποὺ πορεύεται τὴν καθημερινή του χαμοζωὴ ὁ λαός, ἀπορροφημένος ἀπὸ τὶς ἔγνοιες τῆς βιοπάλης, γλεντοκόπος ἀπὸ τὴ χαρὰ τῆς νιότης, ἢ σκυθρωπὸς ἀπὸ τὸν ἀγῶνα τῆς ἄχαρης δουλειᾶς, διχασμένος ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὰ ἰδιωτικὰ συμφέροντα, ἀκούει ἄξαφνα τὴν ἱερὴ καμπάνα τῆς Φυλῆς νὰ βαρᾷ συναγερμό. Αὐτιάζεται. Σταματᾷ μεσοστρατὶς καὶ ὑψώνει μὲ χτυποκάρδι τὰ μάτια πρὸς τὴν ὑψηλότατη κορφὴ ποὺ βλέπει νὰ στυλώνεται μπροστά του. Ἡ καρδιὰ γιομίζει ἀναγάλλια, τὰ μάτια βουρκώνουν. Ὢ! τὴν ξέρουμε τούτη τὴν ὑψηλότατη σκοπιά. Βλέπουμε στὴν κορφή της ν' ἀνεμίζῃ χαιρετιστικὰ ἡ μεγάλη σημαία τοῦ Γένους. Τὴ γνωρίζουμε τούτη τὴ σημαία. Τὴν ἔχουμε ἰδῆ νὰ τρικυμίζεται μέσα στοὺς κύκλους τοῦ χρόνου. Τὴν εἴδαμε μὲ τὰ μάτια τῶν προγόνων, ποὺ ἔχουν πεθάνει πρὶν ἀπὸ πολλά χρόνια. Τὴν ἔχουμε στήσει ἐκεῖ ψηλὰ μὲ τὰ ματωμένα μας χέρια. Μὲ τοῦτα τὰ δικά μας χέρια. Μὲ τῶν πατεράδων μας. Μὲ τῶν νεκρῶν μας τὰ χέρια. Ἡ σημαία τοῦ Γένους ἀναρριπίζεται χαρούμενη μέσα στὸν ἐλεύθερον ἀγέρα. Πλαταγίζει καὶ πετᾷ. Ὅλοι καταλαβαίνουν τὸ βαθὺ νόημά της, καὶ ὃλοι δέχονται μὲ πάθος τὸ μεγάλο της μήνυμα.

Τότες μιὰ ἀδάμαστη λαχτάρα ξεπηδάει ἀπὸ τὴν καρδιά μας. Ν' ἀνεβοῦμε τὴν ἀπόκρυμνη κορυφή, νὰ σταθοῦμε ὀρθοὶ στὴν ἀκρότατην ἄκρη. Ἐκεῖ ποὺ ὁ οὐρανὸς εἶναι ὁλάνοιχτος καὶ οἱ ὁρίζοντες ἀποτραβιοῦνται βιαστικὰ στ' ἀπόμακρα. Νὰ βάλουμε ἀντήλιο τὸ χέρι, κι ἀπὸ κεῖ ψηλὰ ν' ἀγναντέψουμε τὰ τωρινά. Νὰ ζυγιάσουμε τὰ περασμένα. Νὰ μαντέψουμε τὰ μελλούμενα. Ἀπὸ ποῦ ἤρθαμε. Ποιὲς στράτες περάσαμε. Σὲ ποιὰ ριζικὰ τραβᾶμε.

Τὰ περασμένα, τά προσφέρνει στὰ μάτια μας ἡ Ἱστορία. Ἡ φωνή της ἀκούγεται ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων, σὰν φωνὴ βαρειᾶς καμπάνας. Ἡ μνήμη βαδίζει πάνω στοὺς περπατημένους δρόμους. Ἀγγίζει πρόσωπα, κοντοστέκεται στὰ τοπία, ἀναθυμᾶται ὀνόματα καὶ περιστατικά. Ψάχνει τὶς εἰκόνες. Φυλλομετρᾷ, χαϊδεύει τ' ἄρματα τὰ παλιά.

Ἀμὴ τὰ μελλούμενα; Αὐτὰ εἶναι σκεπασμένα μὲ τὴν ὁμίχλη τῶν ἀγέννητων καιρῶν. Ἡ Μοῖρα ἔχει ἁπλωμένη ἀνάμεσά μας καὶ ἀνάμεσό τους τὴ σκοτεινὴ αὐλαία της. Τὸ μεγάλο δρᾶμα τῆς ζωῆς ξετυλίγεται ὥρα μὲ τὴν ὥρα. Κανένας δὲν ξέρει τὴν ὑπόθεση, οὔτε καὶ τὴ λύση ποὺ προετοιμάζεται. Ὅμως ὑπάρχουν τὰ προηγούμενα.

Τὰ δρᾶμα τῆς ἱστορίας ἔχει ἀρχίσει πρὶν ἀπὸ πολλά, πολλὰ χρόνια. Εἶχε ξεκινήσει ἀπὸ τὸ παραμυθόδραμα, γιὰ νὰ φτάσῃ στὴ συγκαιρινὴ τραγῳδία. Μποροῦμε λοιπόν, παρακολουθῶντας τὴν πορεία του, νὰ ξεδιακρίνωμε, ἄκρες-μέσες, τὶς θολὲς γραμμὲς καὶ τὰ ἀβέβαια σχήματα, ποὺ διαγράφουνται πίσω ἀπὸ τὴν κλειστὴ αὐλαία καὶ τὴν κολπώνουν. Μποροῦμε νὰ καθορίσουμε, λίγο-πολύ, τὴν κατεύθυνση, ἀπὸ τὰ βήματα ποὺ ἀκοῦμε νὰ πλησιάζουν, σέρνοντας πίσω τους τὴ μοῖρα μας. Σ' αὐτό, μᾶς βοηθάει ἡ ἀναγκαιότητα ποὺ εἶναι κλεισμένη μέσα σ' ὅλες τὶς μορφὲς τῆς ζωῆς, καὶ κλέθει τὸ πεπρωμένο τους. Σὰν ἕνα νῆμα, ποὺ δὲν ξέρουμε τὴν πρώτην ἄκρη του, ὅμως εἴμαστε βέβαιοι πὼς ξετυλίγεται πάνω σὲ σταθεροὺς νόμους. Ξέρουμε ἀκόμα πὼς μέσα στὴ ζωὴ τῶν ἀτόμων καὶ τῶν λαῶν, καμμιὰ πτώση, κανένα ἀνέβασμα, καὶ κανένα σταμάτημα δὲν εἶναι, ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχῃ σὰν σπέρμα μέσα στὴν προηγούμενη ζωή τους.

Σήμερα ἀνεβαίνουμε τὴν πιὸ ψηλὴ βίγλα τῆς νεώτατης ἱστορίας μας. Ἕνας λαός, δέκα ἐκατομμύρια ψυχές, βαδίζει στὸ προσκύνημά του μέ τάξη, μὲ σιωπή, μὲ περισυλλογή. Ἂς παραμερίσουν οἱ δημοκόποι, ἂς κρυφτοῦν οἱ ἔνοχοι καὶ οἱ δειλοί.

«Καὶ μονάχα ἂς ἀκλουθᾶνε, ὅσοι ἐπράξανε λαμπρά», εἶπε ὁ ποιητής. Ἀπὸ τούτη τὴν κορυφογραμμὴ τῆς 28ης τοῦ Ὀχτώβρη, μποροῦμε ν' ἀγναντέψουμε τὴν πορεία τῆς Φυλῆς μας μέσα στὰ ἀπώτατα περασμένα. Μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε χωρὶς φόβο. Μποροῦμε νὰ σταθοῦμε μὲ τὸ κεφάλι ψηλά, καὶ νὰ ἀντιμετωπίσουμε κατάματα ὅλες τὶς ἄλλες ὑψηλότατες κορφὲς τῆς ἑλληνικῆς ζωῆς, ποὺ θ' ἀντικρύσουμε ἀπὸ τοῦτο τὸ ὑψόμετρο.

Κάθε μιά τους εἶναι κ' ἕνας σταθμὸς μέσα στὸ αἰώνιο περπάτημα τῆς Φυλῆς. Καὶ κάθε σταθμὸς εἶναι τρόπαιο τιμῆς καὶ πολιτισμοῦ. Ὅμως ὅλα τὰ κοιτᾶμε σιωπηλοὶ καὶ μὲ ἀχαμήλωτο μάτι, ἀπὸ τούτη τὴν ὑψηλότατη κορυφή. Γιατὶ ἀπὸ κανένα τους δὲ στάθηκε πιὸ χαμηλά. Αὐτὸ μᾶς δίνει νέα δύναμη, καὶ νέα πίστη, σήμερα ποὺ ἡ μνήμη μᾶς περιδιαβάζει πάλι ἀνάμεσα στὰ ἔνδοξα χαλάσματα, ποὺ τώρα τὰ ἔχει σκεπάσει ἡ νέα ἄνοιξη τῆς Φυλῆς μὲ λαμπρά λουλούδια. Τὸ χάσμα ποὺ ἄνοιξε ὁ σεισμός, κ' εὐτὺς ἐγιόμισε ἄνθη!

Εἴκοσι ὀχτὼ τοῦ Ὀχτώβρη!

Εἶναι τρανὴ τούτη ἡ ἡμερομηνία, καὶ γιὰ πολλοὺς αἰώνες δὲν εἶναι νὰ σβήσῃ τὸ μεγάλο ἄστρο της πάνω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα.

Σηκώθηκε ὄρθια μιὰ ὁλάκερη φυλή, καὶ ἔγραψε τὶς ἐντολές της μὲ φωτιὰ καὶ μὲ αἷμα. Γεννήθηκε ἕνα πρωὶ μέσα στὴν κραυγὴ τῶν σειρήνων, τῶν σαλπίγγων καὶ τῶν τραγουδιῶν. Οἱ καμπάνες ὅλης τῆς Ἑλλάδας τὴ φώναξαν μὲ τὰ χάλκινα στόματά τους, καὶ οἱ πανέλληνες ἀπάντησαν μ' ἕνα ὁμόψυχο «παρών»!

Ἔρχεται μιὰ μέρα στὴ ζωὴ τῶν Ἐθνῶν, ποὺ οἱ αἰώνες ἐλέγχουν τὰ χαρτιὰ τῆς ἱστορικῆς των ταυτότητας. Τέτοια μέρα γιὰ τὴν Ἑλλάδα εἶναι ἡ μέρα τῆς Σαλαμίνας, ἡ μέρα τοῦ Μαραθώνα, ἡ μέρα τοῦ τελευταίου Κωνσταντίνου, ἡ μέρα τῆς 25 Μαρτίου. Στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ ἴδια μέρα τοῦ ἐλέγχου, ποὺ κάθε τόσο ξανάρχεται μὲ ἄλλο ὄνομα μέσα στὴ ζωὴ καὶ τὴν ἱστορία μας. Τέτοια εἶναι καὶ ἡ μέρα τῆς 28ης τοῦ Ὀχτώβρη. Αὐτὴ τὴ μέρα δώσαμε ἀκόμα μιὰ φορὰ ἐξετάσεις μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους. Δείξαμε τὴν ταυτότητά μας τὴν Ἐθνικὴ καὶ βρέθηκε ἐν τάξει.

Τὴ μέρα αὐτὴ ὁ λαὸς ὁ Ἑλληνικὸς δοκιμάστηκε «ἐν πυρί, ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ». Καὶ βρέθηκε ἀτόφιος καὶ γνήσιος. Γι' αὐτὸ πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε τὶς φυλετικὲς ἀξίες ποὺ κυρώθηκαν πάλι αὐτὴ τὴ μέρα, τὴ φοβερὴ καὶ ὡραία.

Σήμερα πλησιάζουμε τὸν βωμὸ τῆς ὑπέρτατης θυσίας. Ἡ φλόγα ποὺ καίει πάνω στὴ θυμέλη ὑψώνεται μεσούρανα. Εἶναι θρεμμένη μὲ ὅλες τὶς μικρὲς καὶ τὶς μεγάλες εὐτυχίες ποὺ πρόσφερε αὐτὸς ὁ λαός, γιὰ νὰ τὴν κρατήσῃ ἄσβηστη. Ὅλες τὶς χαρές του, ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴν καλοπέραση τῆς ζωῆς του. Τὴ νιότη του. Τὴ στέγη του. Τὸ ψωμί του. Τὸ αἷμα τῶν παιδιῶν του. Τὸν ἔρωτά του. Ἂς καθαρίσουμε λοιπὸν τὴ σκέψη ἀπὸ κάθε μικρόψυχη ἐπιφύλαξη, τώρα ποὺ πλησιάζουμε τὸ φρικτὸ βωμό. Ἂς ξεχάσουμε σήμετα τοὺς ἐνόχους, τοὺς στιγματισμένους, τοὺς ἐξωμότες. Ὅλους ἐκείνους ποὺ εἶναι πιὰ ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν καρδιά τοῦ Ἔθνους. Κείνη τὴ μέρα ποὺ οἱ καμπάνες τῆς Ἑλλάδας λάλησαν τὸ μεγάλο προσκλητήριο, καὶ ἀπάντησε τὸ Ἔθνος μὲ τὸ τραγούδι τοῦ Σολωμοῦ, δὲν ὑπῆρχαν ἀνάξιοι καὶ ἄτιμοι Ἕλληνες. Κείνη τὴ μέρα κανένας ὀχτρὸς δὲν ὑπῆρχε ἀνάμεσό μας.

Ἂς φυλάξουμε αὐτὴ τὴ μέρα καθαρή. Γιατὶ σήμερα γιορτάζουμε τὴ μεγάλη δόξα τῆς ἑνωμένης, τῆς ὁμόψυχης, τῆς ὁμοούσιας Ἑλλάδας. Νιώθουμε τὴ μοναξιά μας ἕνα γύρω. Οἱ ἰαχὲς ποὺ μᾶς ὑποδέχτηκαν ὅταν προχωρούσαμε μέσα στὴ φωτιὰ τῆς Εὐρώπης, ὁλομόναχοι, ντυμένοι τὴν περηφάνεια μας, ἔχουν καταλαγιάσει πρὸ πολλοῦ. Οἱ εὐεργετημένοι φίλοι μας δὲν εἴχανε δυνατὴ μνήμη. Καὶ μερικοὶ ἀπ' αὐτοὺς ἀπαρνήθηκαν τὶς καλές τους μέρες πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι. «Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον». Δὲν ἔχει σημασία αὐτὸ παρὰ μονάχα γι' αὐτοὺς. Ἕνας λαὸς ποὺ μεγαλούργησε μὲ τέτοιον τρόπο, χωρὶς οὔτε μιὰ στιγμὴ νὰ πάρῃ ὕφος θεατρίνου, ὅταν ὅλοι οἱ σκυλευτὲς τῆς ἀρετῆς του τὸν ἀποθέωναν, ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ κρατήσῃ τὴ σεμνότητά του σὰν τὸ μοναδικό στολίδι τῆς θυσίας. Ἕνας λαὸς ποὺ ἀνέβηκε τὶς πιὸ ψηλὲς κορφὲς τῆς ζωῆς του ὁλομόναχος, ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ κρατήσῃ σὰν τὸν πιὸ ἀκριβὸ τίτλο τιμῆς τὴ μοναξιά του.

Ἡ τιμὴ τῆς φυλετικῆς εὐγένειας εἶναι ἕνα χρέος ποὺ βαραίνει πάνω στὴ ζωὴ μας σὰν ἕνας Νόμος Ἀρετῆς. Τὸ ξέρουμε αὐτό. Γι' αὐτὸ δεχόμαστε τὴν Ἑλληνικὴν Ἰδέα, σὰ μιὰν εὐθύνην ὡραία καὶ τραγική, ὅπως ἁρμόζει σὲ μιὰ φυλὴ ἀρσενική. Αὐτὸ κιόλας εἶναι τὸ γνώρισμα τῆς ἀρσενικῆς ψυχῆς: Νὰ δέχεται μὲ χαρὰ τὴν εὐθύνη, καὶ νὰ ἐκτελῇ μὲ χάρη τὴν ἀποστολή της μέσα στὸ σύνολο ποὺ τὴν πλαισιώνει στὸ χῶρο καὶ στὸ χρόνο.

Ἡ Ἑλλάδα πραγματοποίησε τοῦτον τὸν ἆθλο ὅλες τὶς φορὲς ποὺ ἡ καμπάνα τῆς Μοίρας σήμανε μέσα στοὺς αἰῶνες τὴν κρίσιμην ὥρα της. Εἶπε τὸ «μεγάλο ναὶ καὶ τὸ μεγάλο ὄχι» τοῦ ποιητῆ, χωρίς νὰ διστάσῃ. Γιατὶ ἡ ἀπάντηση εἶναι καθωρισμένη ἀπὸ αἰῶνες μέσα στὴ συνείδησή της. Καμμιὰ ἀμφιβολία, καμμιὰ μικροψυχία, κανένας ὑπολογισμός, κανένα παζάρεμα. Δὲν σκλάβωσε καμμιὰ φορὰ το μεγάλο πέταγμα τῆς καρδιᾶς της, μὲ τὶς πεδοῦκλες τῆς στενόκαρδης λογικῆς τῶν πιθανοτήτων, καὶ τῆς στατιστικῆς. Ρίχτηκε καταπάνω στὴ βαρβαρότητα μὲ πόδι χορευτικὸ καὶ ἀνάλαφρο. Ρίχτηκε τὴν κάθε φορὰ μ' ἕνα ἄνθισμα καρδιᾶς τόσο ἀνοιξιάτικο, τόσο νεανικό. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο της μυστικό. Τὰ αἰώνια νιάτα της.

Τὸ ἑλληνικὸ γένος ἔχει τοῦτο τὸ προνόμιο. Νὰ ζῇ αἰώνια μέσα στὴν ἐφηβική του ἡλικία, ἕτοιμο τὴν πᾶσαν ὥρα γιὰ τὶς πιὸ ὑψηλὲς καὶ τὶς πιὸ θανάσιμες τρέλλες.

Ὑπάρχει μέσα στὸν Τιμαίο τοῦ Πλάτωνα μιὰ περιεργότατη διήγηση, ποὺ ὁ μέγιστος φιλόσοφος τὴ βάζει στὸ στόμα τοῦ Κριτία. Ὅταν, λέγει, ὁ Σόλων πῆγε στὴν Αἴγυπτο γιὰ νὰ μελετήσῃ τὴν ἀρχαιοτάτη σοφία τοῦ λαοῦ της, ἕνας ἀπὸ τοὺς αἰγύπτιους ἱερεῖς, πολὺ γέρος, τοῦ εἶπε: «Σόλων, Σόλων! Ἐσεῖς οἱ Ἕλληνες εἶστε πάντοτε παιδιά, καὶ κανένας γέρος δὲν ὑπάρχει ἀνάμεσό σας!» Σὰν ἄκουσε τοῦτον τὸν παράξενο χαιρετισμὸ ὁ Σόλων, ρώτησε: «Πῶς τὸ ἐννοεῖς αὐτὸ ποὺ λές;» Καὶ ὁ γέρο-Αἰγύπτιος ἀπάντησε: «Εἶστε νέοι στὴν ψυχή. Γιατὶ δὲν ἔχετε καμμιὰ παλαιὰ γνώση, ποὺ ὁ χρόνος νὰ τῆς ἔχῃ ἀσπρίσει τὰ μαλλιά». Καὶ τοῦ ἐξηγεῖ τὸ πρᾶγμα, ἀναφέροντάς του τὴν περίφημη παράδοση γιὰ τὴν Ἀτλαντίδα καὶ γιὰ τὴν ἴδρυση τῆς πρώτης πόλης τῶν Ἀθηνῶν, πού, ὅπως εἶναι γραμμένο στὰ ἱερὰ βιβλία τῆς Αἰγύπτου, εἶπε, ἔγινε πρὶν ἀπὸ ὀχτὼ χιλιάδες χρόνια, καὶ κατεστράφη ἀπὸ ἕνα κατακλυσμό. Λοιπόν, στὰ ἀρχαιότατα αὐτὰ βιβλία, εἶναι γραμμένο πὼς ὁ πρῶτος αὐτὸς λαὸς τῶν Ἀθηνῶν κατάστρεψε κάποτε μιὰ πολὺ μεγάλη δύναμη, ποὺ εἶχεν εἰσβάλει μὲ βία συγχρόνως σ' ὅλη τὴν Εὐρώπη καὶ τὴν Ἀσία, ξεκινῶντας ἔξω ἀπὸ τὸν Ἀτλαντικὸ ὠκεανό, καὶ περνῶντας ἀπὸ τὸ τεράστιο νησὶ ποὺ ὑπήρχε τότες μπροστὰ στὸ στενό, ποὺ οἱ Ἕλληνες τὸ λένε «στῆλες τοῦ Ἡρακλέους». Τὸ νησὶ αὐτὸ ἦταν ἡ Ἀτλαντίδα καὶ εἶχε ἔκταση πιὸ μεγάλη ἀπὸ τὴ Λιβύη καὶ τὴν Ἀσία μαζί. Ὅλη λοιπὸν αὐτὴ ἡ κολοσσιαία δύναμη συνενωμένη, ἐπιχείρησε νὰ ὑποδουλώσῃ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Αἴγυπτο. Καὶ τότε, ὧ Σόλων, ἡ δύναμη τῆς Ἀθήνας ἔγινε περιφανὴς σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴ ρώμη της. Γιατί, ὅταν στὸ τέλος βρέθηκε ἀπομονωμένη, γιατὶ ἀποστάτησαν οἱ σύμμαχοί της, ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ ἔσχατους κινδύνους, στὸ τέλος νίκησε τοὺς ἐπιδρομεῖς, ἀνήγειρε τρόπαια, καὶ ὅσους μὲν δὲν εἶχαν ἀκόμη ὑποδουλωθῆ, δὲν τοὺς ἀφῆκε νὰ γίνουν σκλάβοι, τοὺς δὲ ἄλλους λαοὺς ποὺ κατοικοῦν ἀπὸ δῶ μεριὰ τῶν Ἡρακλείων στηλῶν, τοὺς λευτέρωσε ὅλους. Ἀργότερα, διηγήθηκε λέει ὁ σεβάσμιος γέρος, ὁ Αἰγύπτιος ἱερέας, ἔγιναν μεγάλοι σεισμοὶ καὶ κατακλυσμοί. Καὶ ἦρθε μιὰ φοβερὴ μέρα, ποὺ ὅλη αὐτὴ ἡ ἡρωικὴ γενεὰ τῆς παλαιότατης Ἀθήνας, καθὼς καὶ ὁλόκληρη ἡ Ἀτλαντὶς βούλιαξε καὶ χάθηκε στὰ βάθη τοῦ ὠκεανοῦ... Βλέπετε πόσο ἀρχαία εἶναι ἡ παράδοση τῶν ἀγώνων γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς φυλῆς μας.

«Ὅλα τὰ μεγάλα μποροῦν νὰ κατορθωθοῦν, ὅταν τὰ νιάτα καβαλλικέψουν τὴν τρέλλα», εἶπε ὁ μεγάλος Ἄγγλος τραγικός. Καὶ ἡ Ἑλλάδα ἔχει τὰ νιάτα μέσα στο βιολογικό της κύτταρο, τὸ φυλετικό. Ρίχτε μιὰ ματιὰ στὸ μεγάλο κοιμητήριο τῆς Ἱστορίας. Ἕνα πλῆθος ἔθνη μεγάλα κινήθηκαν παράλληλα, ἢ προηγήθηκαν ἀπὸ τὸ φανέρωμα τῆς Ἑλλάδας. Σηκώθηκαν τὰ μετέωρα, ἄναψαν, σπιθοβόλησαν. Κατόπιν ἔσβησαν, θαμμένα κάτω ἀπὸ τὴν τέφρα τῶν πολιτισμῶν τους. Ἡ διαδρομή τους μέσα στὸ διάστημα, ἔσβησε σὰν μιὰ χαρακιὰ ἀπὸ φωτιά. Πέθαναν οἱ θεοί τους, πέθανε ἡ ψυχή τους. Κάπου μιὰ ἐνεπίγραφη πλάκα, ἕνα ἀνάγλυφο φθαρμένο ἀπὸ τὴ σκουριά τοῦ χρόνου, σημαδεύουν αὐτοὺς τοὺς πελώριους νεκρούς. Ἡ ὕπαρξή τους ἀπόμεινε σὰν ὅρος ἀρχαιολογικός. Περιέργεια τῆς σκαπάνης τοῦ σοφοῦ, παραμύθι χωρὶς ἀρχὴ καὶ τέλος μέσα στὴ μνήμη τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ Ἑλλάδα, μόνη αὐτή, συνεχίζει τὸ δρόμο τὸ ἐφηβικό. Κρατᾷ ὄρθιο τὸν πυρσὸ τοῦ Προμηθέα, ποὺ εἶναι ὁ πυρσὸς τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ μαρτυρίου της.

Καὶ τραβάει πρὸς τὴν πορεία της μὲ τὸ ἴδιο ἀνάλαφρο περπάτημα. Ἡ φωτιά της φέγγει πάνω ἀπὸ τὰ σκυφτὰ κεφάλια τῶν σκλάβων. Τὸ ὄνομά της γίνεται μῦθος, γίνεται παντιέρα τῆς λευτεριᾶς γιὰ τοὺς λαοὺς ποὺ γονατίζουν. Μεθυσμένη ἀπὸ τ' ἀδάμαστα νιάτα της, προχωρεῖ μέσα στοὺς αἰῶνες μὲ τὸ τραγούδι τῆς ζωῆς στὸ στόμα. Τραγουδᾷ τὴ ζωὴ ἀκόμα καὶ σὰν σέρνει τὸ χορὸ τοῦ Ζαλόγγου, τὸ χορὸ τοῦ θανάτου. Γιατὶ γνώρισε κατὰ βάθος τὴ χαρὰ τῆς ζωῆς, καὶ τὴν ἀξιολογεῖ κάθε στιγμὴ πάνω στὴ ζυγαριὰ τοῦ θανάτου. Ἔτσι ἡ ἀνθρωπότητα εἶδε νὰ ξαναζωντανεύῃ στὶς σύγχρονες μέρες της, τὸ τρελὸ θαῦμα τῶν Μηδικῶν, σὰν νὰ μὴν εἶχαν μεσολαβήσει οἱ αἰῶνες. Καὶ αὐτὸ εἶχε συμβῆ στὴν πραγματικότητα. Τὸ 40-41 ἦταν μιὰ φυσιολογικὴ συνέχεια τοῦ 480 πρὸ Χριστοῦ. Ἦταν καὶ τὰ δύο πράξεις ἐνάντια στὴ λογικὴ τῶν ἀριθμῶν καὶ τῶν πιθανοτήτων. Καὶ τούτη τὴ φορὰ ἡ μικρὴ Ἑλλάδα, νίκησε μιὰν αὐτοκρατορία 40.000.000 σκλάβων ποὺ ἦρθαν νὰ τὴν ὑποδουλώσουν, καὶ τὴν τρομοκρατοῦσαν μὲ τὰ 6 ἐκατομμύρια τὶς λόγχες τους. Καὶ γιὰ νὰ σωθῇ ἀπὸ τὸ ἀλύπητο σφυροκόπημα, ποὺ ἐδέχετο αὐτὴ ἡ μεγάλη αὐτοκρατορικὴ δύναμη πάνω στὸ πέτρινο ἀμόνι τῆς Πίνδου ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ ἔνθεη τόλμη, ἔγινε ἀνάγκη νὰ καλέσῃ σὲ βοήθειά της μιὰν ἄλλη αὐτοκρατορία 60 ἐκατομμυρίων σκλάβων. Αὐτὴν ποὺ στάθηκε ἡ πιὸ μεγάλη στρατοκρατικὴ δύναμη ἀπὸ ὅσες ἔδειξε ἡ Ἱστορία τῆς Γῆς ὣς τὶς μέρες μας. Καὶ αὐτὴ ἡ τερατώδη δύναμη τῶν ὅπλων καὶ τοῦ ἀριθμοῦ, τὴ δέχτηκε πάλι ἡ μικρὴ Ἑλλάδα μέσα στὶς μυθικὲς στοὲς τῆς Γραμμῆς Μεταξᾶ, ὅπως δέχτηκε τὴν ἐπίθεση τοῦ Περσικοῦ ὄγκου ἡ μικρὴ δύναμη ποὺ φύλαξε τὰ Στενὰ τῶν Θερμοπυλῶν.

Αὐτὰ τὰ ἀπίθανα πράματα, εἶναι γεγονότα ποὺ ἔγιναν στίς μέρες μας. Σήμερα ὅλοι οἱ μεγάλοι καὶ δυνατοί, ποὺ ἔσκυβαν κεῖνες τὶς μέρες ντροπιασμένοι κάτω ἀπὸ τὸ μαστίγιο τοῦ φασιστικοῦ Ἀρμαγεδών, προσπαθοῦν νὰ τὰ διαγράψουν ἀπὸ τὴν Ἱστορία, ἢ καμώνουνται πὼς δὲν τὰ θυμοῦνται πιά. Κανεὶς ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ τὰ σβήσῃ ἀπὸ τὴ δική μας Ἱστορία, ἀπὸ τὴ δική μας μνήμη, κι ἀπὸ τὴ δική μας ζωή. Γιατὶ ἕνα ἔθνος ποὺ χάνει τὴν ἱστορική του μνήμη, ἕνα ἔθνος ποὺ ἀφήνει νὰ παραλύσῃ μέσα στὴν ψυχή του ἡ δύναμη τῆς παραδόσεως, εἶναι ἕνα ἔθνος ποὺ βαδίζει πρὸς τὴν ἀποσύνθεση καὶ τὴν ἀνυπαρξία. Εἶναι ἕνα ἔθνος ποὺ ἔγινε πιὰ ὥριμο γιὰ τὴ δουλεία. Δὲν τοῦ μένει παρὰ νὰ διαλέξῃ τὸν ἀφέντη ποὺ θὰ δεχτῇ νὰ τοῦ βάλῃ τὶς χειροπέδες.

Ὁμως ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς νιώθει μέσα στὸ αἷμα του ἀδάμαστο καὶ ἀκμαῖο τὸ φυλετικό του κύτταρο. Γιατὶ οἱ ἄπειρες καταδρομὲς ποὺ πέρασε νικηφόρα ὕστερα ἀπὸ τὸ τεράστιο γεγονὸς τοῦ 40-41, ἀπέδειξαν, πὼς ὁ ἐθνικὸς ὀργανισμός, εἶναι πάντα ἀκμαῖος.

Ὁ ὀργανισμὸς αὐτός, ὅπως κάθε ζωντανὸς ὀργανισμός, ζῇ ἔντονα, καταναλίσκει καὶ καταναλίσκεται, καὶ ἀνανεώνεται, ὅπως κάθε ὀργανισμὸς πλημμυρισμένος ἀπὸ ζωή. Καὶ ὅπως κάθε ζωντανὸς καὶ γερὸς ὀργανισμός, ἀπορρίπτει κατὰ περιόδους ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ τοῦ εἶναι περιττὰ καὶ βλαβερά. Καὶ ὅπως κάθε γερὸς ὀργανισμός, ἀντιδρᾷ μαχητικὰ στὰ φθοροποιὰ στοιχεῖα, ποὺ γιὰ τὸν ἕνα ἢ γιὰ τὸν ἄλλο λόγο, βρῆκαν εὐκαιρία νὰ εἰσχωρήσουν μέσα του. Ὅσο μπορεῖ καὶ τὰ βγάζει πέρα αὐτὸς ὁ ὀργανισμός, σ' αὐτὴ τὴ σιωπηλὴ μάχη ποὺ δίνει μὲ τὶς διαλυτικὲς δυνάμεις ποὺ τὸν ὑπονομεύουν, ἡ ζωή του δὲν ἔχει φόβο. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ ἀρχίζει νὰ μὴν ἀντιδρᾷ, ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ σημαίνει ἡ ἀρχὴ τοῦ τέλους του. Καὶ βλέπουμε κάθε μέρα πὼς ὅλες οἱ δηλητηριώδεις ἀκαθαρσίες ποὺ δοκιμάζουν νὰ μολύνουν τὸν Ἑλληνικὸν ὀργανισμό, ἀπορρίπτονται εὔκολα ἀπὸ τὴν ἠθικὴ ὑγεία ποὺ τὸν πλημμυρίζει.

Ἡ Ἑλληνικὴ ζωὴ κινεῖται μέσα στὸ πιὸ δραματικὸ νόημα τῆς Ἐθνικῆς μας συνειδήσεως. Σήμερα γιορτάζουμε τὴν πιὸ μεγάλη ἐπέτειο τῆς νεώτατης ἱστορίας μας. Ἡ 28η τοῦ Ὀχτώβρη εἶναι ἡ πιὸ θριαμβευτικὴ ἐπικύρωση τοῦ γενικοῦ περιεχομένου τῆς ἐθνικῆς μας συνείδησης. Αὐτὴ ἡ συνείδηση εἶναι ποὺ προστάζει τὰ ἔργα μας καὶ διαμορφώνει τοὺς στοχασμούς μας. Αὐτὴ εἶναι ποὺ μᾶς ὑπαγορεύει, ἀπὸ τὸ ἀπώτατο παρελθὸν ὣς τὸ πιὸ κοντινὸ παρόν, τὰ ἴδια συνθήματα τῆς τιμῆς, τῆς ἀξιοπρέπειας, τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ. Καὶ πάλι, αὐτὴ εἶναι ποὺ ὁδηγεῖ τὰ βήματά μας πρὸς πράξεις καταπληκτικές, ποὺ μόνο ἐμᾶς δὲν καταπλήσσουν, καὶ ἀποφάσεις ἀπότοκες, ποὺ μόνο ἐμεῖς ξέρουμε τὴ μυστικὴ λογικὴ ποὺ τὶς δικαιολογεῖ.

Ἡ μοῖρα τοῦ Γένους δὲ βρίσκεται μόνο στὰ χέρια τῆς δικῆς μας γενιᾶς. Μὲ τὰ δικά μας χέρια παλεύει ὁλάκερο τὸ ἀρχαῖο Γένος. Καὶ μέσα στὴν καρδιὰ τῶν παιδιῶν μας, πάλι οἱ πρόγονοι καὶ ἐμεῖς, ἐμεῖς ποὺ ἀνήκουμε στὴ μεγάλη γενιὰ τοῦ 40-41, θὰ ρυθμίζουμε τὰ ἐμβατήριά τους.

Ἔτσι ἐνεργεῖ, ἔτσι δρᾷ, στοχάζεται, ἀποφασίζει καὶ ἀγωνίζεται αὐτὸς ὁ ἑνιαῖος, ὁ ἀδιάσπαστος, ὁ αἰώνια ἐφηβικὸς ὀργανισμός, ποὺ λέγεται Ἑλληνισμός. Καὶ ὅσο λέγεται Ἑλληνισμός, θὰ ἐξακολουθῇ νὰ πορεύεται κατὰ τὸν ἴδιον τρόπο μέσα στὴ λεωφόρο τῆς Ἱστορίας του. Εἶναι ὁ δρόμος ποὺ κρατᾷ σφραγισμένες τὶς πατημασιὲς ἀπὸ ἑκατοντάδες ἑκατομμύρια προγόνων, ποὺ πέρασαν ἀπ' ἐδῶ, τὸν περπάτησαν, καὶ τὰ βήματά τους ἄφησαν σημάδια ἀπὸ ἱδρῶτα καὶ αἷμα πάνω στὸ χῶμα.

Ἡ ἀγάπη, ποὺ μᾶς δένει ὣς τὸ θάνατο μὲ τούτη τὴ γῆ, δὲν εἶναι μονάχα ἕνα αἴσθημα μεταφυσικό. Εἶναι ὁ φυσικὸς λοῦρος, ποὺ ἑνώνει μὲ τὶς πηγὲς τοῦ αἵματος τὸ παιδί, μὲ τὰ σπλάχνα ποὺ τὸ γέννησαν. Τοῦτο τὸ ζεστὸ χῶμα, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ γῆ τῆς πατρίδας εἶναι καμωμένο ἀπὸ τὴ στάχτη χιλιάδων γενεῶν Ἑλλήνων, ποὺ γεννήθηκαν ἐδῶ. Μίλησαν τὴν ἴδια γλῶσσα μας. Τὰ μάτια τους εἶδαν τοὺς ἴδιους βράχους, τὴν ἴδια γαλάζια θάλασσα. Τραγούδησαν τὰ ἴδια τραγούδια, καὶ χτυποκάρδησαν γιὰ τοὺς ἴδιους καημούς. Σήμερα ἀπὸ τὴ στάχτη τους φυτρώνουν τὰ σιτάρια, καὶ τὰ μῆλα, καὶ τὰ ρόδα καὶ τ' ἀμπέλια τοῦ τόπου μας. Καὶ μ' αὐτὰ θρέφουνται τὰ παιδιά μας καὶ ἀνθίζουν γαρύφαλλα στὰ μάγουλα τῶν κοριτσιῶν μας. Καὶ ἔτσι, μέσα στὸ αἷμα τους, καὶ μέσα στὴ σάρκα τους, καὶ μέσα στὸ μεδούλι τῶν κοκκάλων τους εἶναι ἡ Ἑλλάδα. Καὶ εἶναι ὅλοι οἱ πρόγονοι πού μᾶς κυττοῦν μέσ' ἀπὸ τὰ μάτια τῶν παιδιῶν μας. Καὶ μέσα σ' αὐτὰ τὰ μάτια στράφτουν ὅλοι οἱ ἥλιοι τῆς Ἑλληνικῆς ἡμέρας. Καὶ εἶναι τὸ Αἰγαῖο ποὺ τρέχει ὁλοζώντανο μέσα στὶς γαλάζιες φλέβες τους. Καὶ σὰν κατέβῃ ἡ νύχτα, καὶ ἀκουμπήσῃ τὸν ὕπνο στὸ προσκέφαλό τους, τὰ ὄνειρά τους εἶναι πάλι τὰ ἴδια, ποὺ διάβηκαν πρὶν ἀπὸ ἀμέτρητα χρόνια κάτω ἀπὸ τὰ κλειστὰ ματόφυλλα τῶν προγόνων. Καὶ σὰν ἀνθίσουν οἱ ἑλληνικοὶ στοχασμοὶ στὸ μυαλό τους, οἱ στοχασμοὶ αὐτοὶ εἶναι οἱ ἴδιοι, ποὺ πέρασαν μέ διαφορετικὰ σχήματα ἀπὸ τὸ νοῦ τῶν προγόνων.

Καὶ κάθε φορὰ ποὺ οἱ κίνδυνοι περιζώνουν μὲ καταλυτικὲς φλόγες τὰ κοινὰ ἰδανικὰ καὶ τὴν κοινὴ στέγη τοῦ οὐρανοῦ των, ξυπνᾷ μέσα στὰ ἔγκατα τῆς ὑπάρξεώς των ἡ Ἐθνικὴ Συνείδηση. Ξυπνᾷ καὶ ἀντιδρᾷ μὲ τοὺς ἴδιους τρόπους ποὺ ἀντέδρασε ὅλα τὰ χρόνια τῆς μεγάλης ἱστορίας τους, ποὺ οἱ πηγές της χάνονται μέσα στὴν πυκνὴ βλάστηση τῶν ὡραίων ἑλληνικῶν μυθων.

Ἡ Ἐθνικὴ Συνείδηση εἶναι ἡ ὁμαδικὴ ψυχοπνευματικὴ ἐπεξεργασία 30 αἰώνων κοινῆς ζωῆς, κοινῆς γλώσσας, κοινῶν ἰδανικῶν, κοινῶν πηγῶν αἵματος καὶ κοινῶν ἐκβολῶν αἵματος. Κοινῶν παραδόσεων, καὶ κοινῶν ἠθῶν καὶ ἐθίμων. Αὐτὴ ἡ ζωὴ τῶν 30 αἰώνων, ὑπάρχει «δυνάμει» μέσα στὸν καθένα μας. Ὑπάρχει σὰν βίωμα κληρονομικό, σὰν θρῦλος, σὰν παραμύθι, σὰν τραγούδι, σὰν τέχνη, σὰν παράδοση. Ὑπάρχει ἀκόμα σὰν κοινὴ Μοῖρα τῆς φυλῆς. Ποὺ ζῇ, ἀγωνίζεται, χτυπᾷ καὶ χτυπιέται ἐπὶ 3 χιλιάδες χρόνια στὸν ἴδιον ἐτοῦτον τόπο. Στοὺς ἴδιους βράχους. Στοὺς ἴδιους κάμπους. Στὰ ἴδια βουνά. Στὶς ἴδιες θάλασσες. Μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μπορῇ νὰ στέκεται ὄρθια, νὰ ἀνασαίνῃ ἐλεύτερα κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό της τὸν γαλάζιον ἀέρα καὶ τὸν χρυσὸν ἥλιο της. Ν' ἀκούῃ τὴ γλῶσσα της νὰ κελαϊδῇ ἀνεμπόδιστα, καὶ τὰ κύματα τῆς ἀπέραντης ἀκρογιαλιᾶς της νὰ τραγουδοῦν μὲ τὴ φωνὴ τῆς Ὀδύσσειας. Οἱ ἄνθρωποι της δὲν ζήτησαν ποτὲς τίποτ' ἄλλο παρὰ νὰ ζοῦν ἐλεύτεροι, καὶ σὰν θὰ 'ρθῇ ἡ ὥρα τους, νὰ πεθάνουν ἐλεύτεροι πάνω στὴ γῆ ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ θεός. Καὶ σὰν πεθάνουν, σμίγουν κι αὐτοὶ μὲ τὸ λεπτὸ χῶμα τῆς ἀγαπημένης γῆς, καὶ γίνονται κι αὐτοὶ ὁ τόπος ποὺ λέγεται Ἑλλάδα.

Τὶ εἶναι λοιπὸν αὐτὴ ἡ δύναμη ποὺ τὴ λέμε «Ἐθνικὴ Συνείδηση»; Εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐμφανίζεται σὲ μιὰν ὥρα ποὺ δὲν τὴν ξέρει κανείς, ὅταν ξαφνικὰ ἀκουστῇ ἡ φοβερὴ καμπάνα τῆς Μοίρας, νὰ σημαίνῃ τὰ ριζικὰ τῶν λαῶν. Τότε, τὰ ἄτομα ποὺ ἀποτελοῦν τὴν ἐθνικὴν ὁλότητα, πετοῦν θεληματικὰ ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὰ προνόμια καὶ τὰ προσωπικὰ γνωρίσματα τῆς ψυχικῆς των φυσιογνωμίας, ποὺ ἔχουν καταχτήσει μέσα στὴν κοινωνικὴ ζωή.

Ὑποταγμένα σὲ μιὰν ἀκατανίκητη κεντρομόλο δύναμη, τὰ ἀσύνδετα καὶ κονιορτοποιημένα ἄτομα, ἀναζητοῦν τὸν πυρῆνα τῆς ὁμογένειας, κινημένα ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ἔνστικτο τῆς ἄμυνας. Πυκνώνουνται ἐκεῖ γύρω στὸ ἐθνικὸ κέντρο, καὶ ἐνσωματώνουνται, ὅσο μποροῦν πιὸ ἀδιάσπαστα, γιὰ νά δώσουν τὸ μεγάλο «παρὼν» μπροστὰ στὸ κίνδυνο. Ἕνας λαός, ἕνα ἔθνος, ἔχει τόσο περισσότερα βιολογικὰ νιάτα, ὅσο πιὸ γρήγορα θὰ μπορέσῃ αὐτὴ τὴν κρίσιμη ὥρα νὰ κάνῃ τὰ ἄτομα ποὺ τὸ ἀποτελοῦν νὰ προσαρμοστοῦν στὴν ὁμαδικὴν ὁλότητα. Ἀπὸ τὸ «ἐγώ», στὸ «ἐμεῖς».

Αὐτὸ τὸ εἴδαμε νὰ γίνεται μὲ καταπληκτικὸν τρόπο τὴ μέρα τῆς 28ης τοῦ Ὀχτώβρη. Ἔνα μεγάλο ρῖγος πέρασε πέρα γιὰ πέρα πάνω ἀπὸ τὴ χώρα. Ἔτρεξε ἀπὸ τὴ μεγάλη πολιτεία τῆς Ἀθήνας, ὣς τὸ τελευταῖο χωριὸ τοῦ ἐλεύθερου καὶ τοῦ ἐν διασπορᾷ Ἑλληνισμοῦ. Τὸ ἱερὸ σῶμα τῆς Ἑλλάδας, ὁλάκερο, ἔνιωσε τὸν μυστικὸ σπασμό. Δονήθηκε συνθετικὰ ὣς τὸ τελευταῖο ἐθνικὸ μόριο.

Εἶχα τὴν τύχη νὰ ἐξασφαλίσω τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸ Ἐπιτελεῖο, γιὰ ν' ἀνέβω ὣς τὰ παγωμένα βουνὰ τῆς Ἀρβανιτιᾶς, γιὰ νὰ παρευρεθῶ σὰν θεατὴς σὲ τοῦτον τὸν πανεθνικὸ συναγερμό. Διέσχισα ἒτσι ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Καὶ εἶδα ὅλη τὴν Ἑλλάδα νὰ κινῆται μὲ παραμιλητὸ μέσα στὸν Ὑψηλὸν πατριωτικὸν πυρετό. Εἶδα τὶς γυναῖκες, τὶς ἀρραβωνιασμένες κοπέλλες, νὰ παραδίδουν τὰ προικιά τους, τὰ σεντόνια ποὺ φύλαγαν γιὰ τὴ μεγάλη ἐρωτικὴ ὣρα τῆς ζωῆς τους, νὰ τὰ παραδίδουν στὰ νοσοκομεῖα τοῦ μετώπου γιὰ τοὺς τραυματίες μας. Εἶδα τὰ ἀγόρια τῆς Ἐθνικῆς Νεολαίας, μὲ τὶς θερινὲς στολές, ποὺ τὰ βρῆκε νὰ φορᾶν ὁ χειμώνας τῆς παγωμένης Ἀλβανίας, τὰ εἶδα νὰ φέρνουν πορτοκάλια καὶ γλυκίσματα ὣς τὰ χιονισμένα ἀντίσκηνα τῶν πολεμιστῶν.

Καὶ τὰ εἶδα αὐτὰ τὰ παιδιά, μὲ τὸ ὅπλο στὸ χέρι, νὰ φρουροῦν ὁμάδες αἰχμαλώτων, σὰν ὥριμοι ἄντρες φορτωμένοι εὐθῦνες. Βρῆκα στὴν προκάλυψη μιὰν ἀποστολὴ δώρων, σταλμένων ἀπὸ τὴν Κύπρο. Ἦταν πάλι τὰ προικιὰ ἀπὸ τὶς κοπέλλες τοῦ ἡρωικοῦ νησιοῦ, σταλμένα γιὰ τοὺς τραυματίες μας. Παραβρέθηκα τὴν ὥρα ποὺ ἕνα ὀρεινὸ χειρουργεῖο ἄνοιγε τὶς κάσες ποὺ ἔλαχαν στὸ μερίδιό του. Ἦταν πολυτελεῖς κουβέρτες, ἦταν μεταξωτὰ σεντόνια, ἦταν προσόψια τοῦ ἀργαλειοῦ. Καὶ μόλις ἄνοιξαν τὰ δέματα, μοσκοβόλησε ὁ τόπος. Οἱ κοπέλλες τῆς Κύπρου εἶχαν πατικωμένα κλωνιὰ βασιλικὸ καὶ δάφνες ἀνάμεσα στὰ δῶρα τους.

Εἶδα ἕναν λοχαγό, μὲ φασκιωμένα τὰ δυὸ πόδια ἀπὸ κρυοπαγήματα, νὰ μετακινῆται πάνω στὸ χιόνι ἀκουμπῶντας μὲ κόπο σ' ἕναν ὀρθοστάτη.

- Γιατὶ δὲν μπαίνετε στὸ νοσοκομεῖο, τὸν ρώτησα. Περιμένετε νὰ σᾶς τὰ κόψουν;

Μοῦ πρόσφερε βραστὸ τσάϊ στὸ ἀντίσκηνό του, ποὺ βούλιαζε ἀπὸ τὸ χιόνι.

Ἡ ἀξούριστη φάτσα του χαμογέλασε ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ κασκὸλ μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε τυλιγμένο τὸ κεφάλι. Μοῦ ἔδειξε μὲ μιὰ χειρωνομία τὴν τριγωνικὴ ἔμπαση τοῦ ἀντίσκηνου, καὶ εἶπε:

- Νὰ φύγω; Καὶ τούτους τοὺς μούργους, ποῦ νὰ τοὺς ἀφήσω;

Ἦταν ἐκεῖ φαντάροι, ποὺ τρύπωναν τὸ κεφάλι νὰ μᾶς δοῦνε, καὶ χαμογέλασαν ἱκανοποιημένοι στὸ λοχαγό τους.

Δὲν εἶχε νερὸ ἐκεῖ στὶς βουνοκορφές. Οἱ φαντάροι εἶχαν βγάλει γενάκια. Τὸ ἁγιογραφικὸ πρόσωπό τους φάνταζε χλωμό, τὰ μάτια τους ἔφεγγαν σὰν ἀπὸ πυρετό. Ἔλειωναν στὸ στόμα τὸ χιόνι γιὰ νὰ ξεδιψάσουν. Ἦταν ὅλοι τους νεαροὶ ἅγιοι, ὡπλισμένοι. Δὲν ἦταν μόνο τὸ θαῦμα τῆς Ἑλληνικῆς ἀνδρείας. Ἦταν μαζὶ ἡ ὀμορφιὰ καὶ ὁ ἀνώτερος πολιτισμός. Εἶδα ἕναν δεκανέα ποὺ τόνε μάλωνε ὁ ἀξιωματικός του, γιατὶ ἀνακάλυψε ἕναν Ἰταλὸ τρυπωμένον στὸ ἀντίσκηνό του.

- Ἦταν βαριὰ χτυπημένος, εἶπε ὁ δεκανέας ντροπιασμένος. Ἂν τὸν ἔστελνα νὰ φύγῃ μὲ τοὺς ἄλλους στὸ χειρουργεῖο, θὰ πέθνησκε στὸ δρόμο ἀπὸ τὴν αἱμορραγία.

Τὸν εἶχε ἐπιδέσει μὲ τὸν ἀτομικό του ἐπίδεσμο.

Ἕνας ἄλλος φαντάρος, ἔπιασε αἰχμάλωτον ἕναν Ἰταλό λοχία, τὴν ὥρα ποὺ ὁ λόχος του δέχτηκε στὰ σκοτεινὰ αἰφνιδιαστικὴ ἐπίθεση. Ὁ Ἰταλὸς ἑτοιμαζότανε νὰ τὸν μαχαιρώσῃ στὰ μουλωχτὰ μὲ τὴν ξιφολόγχη του. Ἔπιασε τὸ χέρι του, τὸ δάγκασε, τὸν ἀφώπλισε. «Πῶς σοῦ 'ρθε καὶ δὲν τόνε σκότωσες μέσα στὴ νύχτα;» τὸν ρώτησα.

- Νὰ σᾶς πῶ, μοῦ εἶπε. Κείνη τὴν ὥρα, ἔτσι ποὺ μὲ ξάφνιασε, ἑτοιμαζόμουνα νὰ τοῦ τὴ φέρω. Οἱ σύντροφοί του ποὺ μᾶς εἶχαν κάνει τὸν αἰφνιδιασμό, τὸ 'βαλαν στὰ πόδια καὶ τὸν ἄφησαν. Ὅπου τόνε κύτταξα στὴ φέξη τῆς φωτιστικῆς ρουκέτας. Ἦταν ἕνα ὄμορφο παλληκάρι. Μὰ δὲ φαντάζεσαι πόσο ὄμορφο. Σὰν ἄγαλμα. Λυπήθηκα ν ὰ τ ὸ ν χ α λ ά σ ω. Καὶ γέλασε σὰν παιδί, γιὰ τὴν ἀδυναμία ποὺ ἔδειξε.

Φαντάζομαι πὼς μόνο ἕνας Ἕλληνας πολεμιστής, ἀνάμεσα σ' ὅλους τοὺς πολεμιστὲς τοῦ κόσμου, μποροῦσε νὰ κάνῃ κάτι τέτοιο. Καὶ ἡ λέξη ποὺ μεταχειρίστηκε ἦταν τόσο ὡραία. Εἶπε «λ υ π ή θ η κ α ν ὰ τ ὸ ν χ α λ ά σ ω». Ὑπάρχουν εὐτυχισμένες στιγμὲς, ποὺ ἕνα ἄτομο, ξαφνικὰ συγκεντρώνει καὶ ἐκφράζει τὴν εὐγένεια ἑνὸς λαοῦ, μιᾶς ὁλάκερης φυλῆς. Τοῦ λαοῦ καὶ τῆς φυλῆς ποὺ ὑπάρχει «δυνάμει» μέσα στὸ κύτταρο.

Ἐπῆγα νὰ γνωρίσω τὸ συνταγματάρχη ποὺ διοικοῦσε τὸν τομέα τῆς μάχης ποὺ εἶχα ἐπισκεφθῆ. Ἦταν ἕνας ὡραῖος τύπος ἡρωικοῦ πολεμιστῆ, ἀπ' αὐτοὺς ποὺ εἶχαν διακριθῆ στὸν ἀγῶνα. Ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι τὸν ξέρουμε.

Τοῦ ἔλεγα τὶς ἐντυπώσεις μου ἀπὸ τὴ γραμμὴ τῆς προκαλύψεως. Ἄκουσε σιωπῶντας τὰ καταπληχτικὰ πράματα ποὺ τοῦ διηγόμουνα, κατόπι εἶπε:

- Ἂν θέλῃς νὰ γνωρίσῃς ἕνα σεμνὸν ἥρωα, θ' ἀνέβῇς τὴ λαγκαδιὰ καὶ θὰ ρωτήσῃς στὰ πολυβόλα ποῦ εἶναι τὸ ἀντίσκηνο τοῦ τάδε λοχαγοῦ.

- Τὶ ἔκαμε λοιπὸν αὐτὸς ὁ λοχαγός; ρώτησα.

- Θὰ σοῦ πῶ ἀμέσως, ἀπάντησε. Ἕνα βράδυ ἔγινε ἀνάγκη νὰ στείλω ἕνα τμῆμα γιὰ ἐνίσχυση στὸ ἄκρο δεξιὸ τοῦ τομέα μου. Ὁμως, γιὰ νὰ τὸ κάνω αὐτό, θὰ 'πρεπε νὰ ἀφήσω ἀκάλυπτες τὶς θέσεις ποὺ κρατοῦσε αὐτὸ τὸ τμῆμα τῆς γραμμῆς μας. Ὁ ἐχθρός, ὅπως εἶδες, εἶναι πολὺ κοντά μας. Ἂν ἐδοκίμαζε νὰ εἰσβάλῃ ἀπὸ τὸ κενὸ ποὺ θὰ δημιουργοῦσε στὴν παράταξή μας ἡ ἀπουσία τοῦ τμήματος ποὺ ἔγινε ἀνάγκη νὰ στείλω στὸ δεξιό, ὑπῆρχε φόβος νὰ μοῦ σπάσῃ τὴ γραμμή. Φώναξα λοιπὸν τὸ λοχαγὸ ποὺ σοῦ εἶπα, τοῦ ἐξήγησα τὴν κατάσταση καὶ τὸν ρώτησα.

- Μπορεῖς νὰ μοῦ κρατήσῃς μὲ τὰ πολυβόλα σου ἀπόψε, ὅλη τὴ νύχτα ὣς ποὺ νὰ ξημερώσῃ, αὐτὲς τὶς θέσεις ποὺ μένουν ἀκάλυπτες; Ἦταν ἕνα ἀνώμαλο ὀρεινὸ τόξο, κάπου 800 μέτρα. Ἦταν μιὰ νύχτα μὲ παγερὴ χιονοθύελλα. «Μπορῶ, συνταγματάρχα μου» ἀπάντησε. «Μπορεῖτε νὰ μείνετε ἤσυχος». Μά, τοῦ λέω, «ξέρω τὶς ἀποστάσεις. Θὰ πρέπει νὰ τοποθετήσετε τὰ πολυβόλα σας σὲ πολὺ ἀραιὴ παράταξη». «Ξέρω καὶ ἐγὼ τὶς θέσεις» μοῦ ἀπαντᾷ, «ξέρω ὅμως καὶ τοὺς ἄντρες μου». «Πήγαινε, καὶ ὁ Θεὸς βοηθός», τοῦ λέω. Ἄρχιζε νὰ ξημερώνῃ ἡ μέρα, ὅταν ξαναφάνηκε στὴ σκηνή μου ὁ λοχαγός. Ὅταν τὸν εἶδα, δὲν τὸν ἐγνώρισα ἀμέσως. Τὸ πρόσωπό του, τὰ μουστάκια του, τὰ φρύδια του, τὰ ματόκλαδά του ἦταν μιὰ φρικτὴ προσωπίδα ἀπὸ παγωμένο χιόνι. Ἔβαλε τὸ χέρι στὸ γεῖσο, χαιρέτισε καὶ εἶπε:

- «Λαμβάνω τὴν τιμὴ νὰ σᾶς ἀναφέρω, κ. συνταγματάρχα, ἡ διαταγή σας ἐξετελέσθη».

Ἦταν καταπληκτικός. Ἂν δὲν ἦταν ἡ πειθαρχία στὴ μέση, θὰ τὸν ἀγκάλιαζα καὶ θὰ τὸν φιλοῦσα. Ὕστερα ἔμαθα τὶς λεπτομέρειες. Ἔμεινε αὔπνος μὲ τοὺς πολυβολητές του ὅλη τὴ νύχτα στὸ ὕπαιθρο μέσα στὴ χιονοθύελλα. Οἱ στρατιώτες, γιὰ νὰ μὴν παγώσουν ἀκίνητοι τόσες ὥρες, εἶχαν ἀρχίσει ἕνα δαιμονικὸν χορὸ γύρω στὰ πολυβόλα τους. Ἂν τοὺς ἔβλεπε κανεὶς μέσα στὴ φοβερὴ ἐκείνη νύχτα νὰ χοροπηδᾶνε ἔξαλλοι, θὰ τοὺς ἔπαιρνε γιὰ μανιακούς. Αὐτὸς ὁ χορὸς βάσταξε ὣς τὸ πρωί. Καὶ ὅταν ὁ λοχαγὸς ἔβλεπε πὼς μπορεῖ νὰ ἀχρηστευθοῦν τὰ χέρια τους ἀπὸ τὴν παγωνιά, τοὺς ἔλεγε:

- Ἄϊντε τώρα, παιδιά μου, νὰ ρίξουμε καμμιὰ ταινία στὸ γάμο τοῦ καραγκιόζη, νὰ ζεστάνουμε τὰ δάχτυλα.

Καὶ ἄρχιζαν νὰ κακκαρίζουν τὰ πολυβόλα, ὥσπου ν' ἀνάψῃ ἡ κάνη τους, καὶ οἱ φαντάροι σταματοῦσαν τὸ χορὸ καὶ φούχτιαζαν τὸ ζεστὸ σίδερο, νὰ ξεμουδιάσουν τὰ δάχτυλά τους ἀπὸ τὸ κρῦο.

Ἄπειρα εἶναι τὰ ἐπεισόδια ποὺ δείχνουν τὸ ἀπίθανο ὕψος τῆς αὐτοθυσίας, τῆς ἀνδρείας καὶ τῆς ἑλληνικῆς εὐγένειας, στὸ ὁποῖο εἶχε φτάσει ἡ ἐθνικὴ ψυχὴ κείνη τὴν περίοδο. Ἡ περιφρόνηση πρὸς τὸν κίνδυνο, πρὸς τὸν θάνατο, πρὸς τὴ φυσικὴ ἐξάντληση, ἦταν μιὰ συνεχὴς κατάσταση. Οἱ ἅγιοι στρατιῶτες ζοῦσαν σὲ μιὰν ἀδιάκοπη ἔξαρση. Ἔβλεπαν τὴν Παναγία νὰ περπατᾷ πάνω στὰ χιόνια.

Ὅμως δὲν θέλω νὰ τελειώσω αὐτὴ τὴ μικρή διήγηση ἀπὸ τὶς ἐντυπώσεις ποὺ ἔζησα κεῖνο τὸν χειμῶνα στὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας, ἂν δὲν σᾶς ἀναφέρω ἀκόμα ἕνα ἐπεισόδιο, γιὰ νὰ συμπληρώσω τὴν εἰκόνα, ὂχι πιὰ τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς ποὺ ἔδειξαν ἐκεῖνοι οἱ νεαροὶ ἡμίθεοι, ἀλλὰ τῆς ψυχικῆς ἐξάρσεως, μὲ τὴν ὁποία, τὰ μετόπισθεν, ὁ ἀπόλεμος πληθυσμὸς τῶν ἡλικιωμένων Ἑλλήνων, παρακολουθοῦσε τὶς πράξεις τῶν μαχητῶν.

Εἶχε ὀργανωθῇ, ὅπως θὰ θυμᾶστε, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἀγῶνος ὑπηρεσία μεταγγίσεως αἵματος, ἀπ' τὸν Ἐρυθρὸ Σταυρὸ τῆς Ἑλλάδος. Εἶχα ἕνα φίλο γιατρό, σ' αὐτὴν τὴν ὑπηρεσία, λοιπὸν πήγαινα κἄπου-κἄπου νὰ τὸν δῶ καὶ νὰ τὰ ποῦμε.

Ὁ κόσμος ἔκαμε οὐρὰ κάθε μέρα γιὰ νὰ δώσῃ τὸ αἷμα του γιὰ τοὺς τραυματίες μας. Ἦταν ἐκεῖ νέοι, κοπέλλες, γυναῖκες, μαθητές, παιδιά, ποὺ περίμεναν τὴ σειρά τους. Μιὰ μέρα λοιπὸν ὁ ἐπὶ τῆς αἱμοδοσίας φίλος μου γιατρός, εἶδε μέσα στὴ σειρὰ τῶν αἱμοδοτῶν ποὺ περίμεναν, νὰ στέκεται καὶ ἕνα γεροντάκι.

- Ἐσύ, παππούλη, τοῦ εἶπε ἐνοχλημένος, τί θέλεις ἐδῶ;

Ὁ γέρος ἀπάντησε δειλά:

- Ἦρθα κ' ἐγώ, γιατρέ, νὰ δώσω αἷμα.

Ὁ γιατρὸς τὸν κύτταξε μὲ ἀπορία καὶ συγκίνηση. Ὁ γέρος παρεξήγησε τὸ δισταγμό του. Ἡ φωνή του ἔγινε πιὸ ζωηρή.

- «Μὴ μὲ βλέπεις ἔτσι», γιατρέ μου. Εἶμαι γερός, τὸ αἷμα μου εἶναι καθαρό, καὶ ἀκόμε ποτές μου δὲν ἀρρώστησα. Εἶχα τρεῖς γιούς. Σκοτώθηκαν καὶ οἱ τρεῖς ἐκεῖ πάνω. Χαλάλι τῆς πατρίδας. Ὅμως μοῦ εἶπαν πὼς οἱ δυό, πῆγαν ἀπὸ αἱμορραγία. Λοιπόν, εἶπα στὴ γυναῖκα μου, θὰ 'ναι κι ἄλλοι πατεράδες, ποὺ μπορεῖ νὰ χάσουν τὰ παλληκάρια τους γιατὶ δὲ θὰ 'χουν οἱ γιατροί μας αἷμα νὰ τοὺς δώσουν. Νὰ πάω νὰ δώσω κ' ἐγὼ τὸ δικό μου. «Ἄϊντε, πήγαινε, γέρο μου» μοῦ εἶπε κι ἂς εἶναι γιὰ τὴν ψυχὴ τῶν παιδιῶν μας. Κ' ἐγὼ σγκώθηκα καὶ ἦρθα.

Ἀγαπητοὶ φίλοι.

Σᾶς ἀνέφερα περιπτώσεις ποὺ μποροῦν καὶ ἔπρεπε νὰ γράφουνται στὰ βιβλία τῶν παιδιῶν μας, ὅταν θ' ἀποχτήσουν τὰ παιδιά μας τὰ βιβλία ποὺ πρέπει, ὅπως ἀναφέρουνται παραδείγματα γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν ἀρετὴ τῶν Ἑλλήνων, ξεσηκωμένα ἀπ' τὴν ἀρχαία μας ἱστορία. Ἀπὸ κανένα ἀπ' αὐτὰ τὰ ἱστορικὰ παραδείγματα δὲν εἶναι κατώτερα αὐτὰ ποὺ εἶδα καὶ ἄκουσα στὴν προκάλυψη τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, τὸ χειμῶνα τοῦ 41. Ὅμως καμμιὰ ἱστορία, οὔτε ἡ ἀρχαία Ἑλληνική, δὲν ἀναφέρει ἕνα παράδειγμα, σὰν κι αὐτὸ ποὺ μοῦ διηγήθηκε ὁ φίλος μου ὁ γιατρὸς τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ. Τὸ νέο στοιχεῖο ποὺ προσθέτει τούτη ἡ διήγηση, εἶναι τὸ στοιχεῖο τῆς ἀγάπης. Εἶναι τὸ στοιχεῖο τοῦ χριστιανικοῦ ἀλτρουισμοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο ἡ θρησκεία τοῦ Ἰησοῦ συμπλήρωσε τὸν κανόνα τῆς ἀρετῆς ποὺ μᾶς παράδωσε ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἀνδρείους μπορεῖ νὰ βγάλῃ κάθε πατρίδα. Ἁγίους ὅμως, μόνο ἡ Ἑλλάδα.

ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ

*Ὁμιλία στὴν πανηγυρικὴ συνεδρία τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν τῆς 27ης Ὀκτωβρίου 1960.



Πηγή: «Νέα Ἑστία» τχ. 1280, 1980
Φωτογραφία: Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς, Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ

Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *