ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

ΟΤΑΝ ΤΟΥ ΣΤΗΘΗΚΕ ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ

Στὴν κυρία Εἰρήνη Α. Δεντρινοῦ

Συντρίμμια οἱ ἀλυσίδες της. Καὶ τώρα
κι ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀγώνα της μαρτυρεμένη ἡ χώρα,
τὰ στήθη χρυσαρμάτωτα καὶ μπαρουτοκαμένα,
ξανοίγεται, καὶ ὁλόμορφη καὶ ὁλόγυμνη, ἡ παρθένα
ποὺ ἔπλασε γιὰ τοῦ Μπότσαρη τὸν τάφο ἕνας τεχνίτης
μὲ μοναχό της φόρεμα, σὰν ἄϋλο, τὸ κορμί της.
Ἀλλ' ἂν μὲ μιὰν ἀναλαμπὴ τὴν πέτρα ἡ γύμνια ντύνῃ
καὶ γιὰ τὴν τέχνη ἂν εἶν' ὁ ἀφρὸς τῆς ὀμορφιᾶς ἐκείνη,
γυμνὸ ξαναζωντάνεμα τῆς εἴταν πίκρα ἡ μοῖρα,
πάντα ὄνειρό της ἡ παλιὰ βασιλικιὰ πορφύρα.

Τ' ἅγιου τ' Ἀγώνα ἀκόμα σφύριζαν τὰ βόλια.

Καὶ τότε μέσα στὰ χλωρὰ τοῦ Πόρου περιβόλια
σ' ἐσὲ γυρίσαν οἱ Ἕλληνες τὸ νοῦ, καὶ νέοι καὶ γέροι,
κι ἀπὸ τὶς κιτρολεϊμονιὲς μοσκόβολο τὸ ἀγέρι
μοσκόβολο τὸ σκόρπισε στὸ Γένος τ' ὄνομά σου.
Κ' ἔφτασες. Κ' ἔγυρε καὶ φίλησε τὰ γόνατά σου
καὶ ἡ χώρα. Καὶ γρικήθηκε ἡ φωνή της τόν ἀέρα
γιομίζοντας, πόνου φωνὴ καὶ ἀνασασμοῦ:
                                                  —Πατέρα!—
Κόσμου παλιοῦ, καινούριου, λαοὶ ποὺ ἐμπρός τους πέρναε θάμα
τοῦ ἀπὸ αἰῶνες ματωμοῦ τὸ ἑφτάχρονο τὸ δράμα
ὕστερ' ἀπὸ σκλαβιὰ καιρῶν, μοιρῶν ὁλονυχτία,
τὴν ὥρα ποὺ πρωτάκουσαν  Ἑ λ λ ή ν ω ν  Π ο λ ι τ ε ί α
ξαφνισμένοι ρωτούσανε:—Τάχα καὶ ἡ Σπάρτη νἆναι:
Θήβα, οἱ καιροί, καί, Ἀθήνα, οἱ μοῖρες σᾶς ξαναγεννᾶνε;
Ἄμοιροι πόσο τῶν ἐθνῶν κ' ἐσεῖς οἱ κυβερνῆτες,
ἄμοιροι ἀκόμα πιὸ πολὺ κι εἶστε δικαιοκρίτες!
Μεγάλος ὅταν ἄνθρωπος, νοῦς ὅταν θεοσταλμένος,
ἢ σοφὸς βαθυστόχαστος ἢ ψάλτης ἐμπνευσμένος
μεστώσῃ μὲ τῶν ἔργων του τὸν ὄγκο τὸν αἰώνα,
τυχαίνει νὰ προσκυνηθῇ σὰν ἐκκλησιᾶς εἰκόνα.
Μὰ ὁ φτόνος, ἄν, ματιάζοντάς τον, πόλεμο τοῦ στήσῃ,
καὶ τὰ ψέματ' ἀκάθαρτα καὶ δολερὰ τὰ μίση,
τότε ὁ μεγάλος ὁ ἄνθρωπος κι ὁ νοῦς ὁ θεοσταλμένος
τοῦ κόσμου ἀχάριστου μπορεῖ καὶ ἀπαρνητὴς να γίνῃ,
σ' ἐρμιὰ νὰ ζήσῃ καὶ γωνιὰ μπορεῖ μοναχιασμένος,
τὶ τοῦ εἶναι χάρη ἡ λησμονιὰ καὶ Μοῦσα του ἡ γαλήνη.
Καρδιὰ ἐκεῖ ὅ,τι τραγουδᾶς, ὅ,τι γεννᾶς, ὦ σκέψη,
πιὸ ἁγνὴ ἀρματώνει τὰ ὀμορφιὰ καὶ πιὸ καθάρια βλέψη,
καὶ ἡ δόξα τους μακροζώητη λάμπει τοῦ ψηλοῦ ἀστέρι·
δὲν τὸ ταράζει φύσημα καὶ δὲν τὸ φτάνει χέρι.
Μὰ τέτοια γιὰ τοὺς κύβερνους τὸ ριζικὸ δὲ γράφει.
Δὲν εἶναι ἡ δόξα τους ἀστέρι· ἡ δόξα τους χρυσάφι
γύρω στὸν ἥλιο ὅταν ἀργὰ πάῃ νὰ σβυστῇ.
Σβύνετ' ὁ ἥλιος; Πάει κι αὐτή.

Ἄμοιροι ἀκόμα πιὸ πολὺ βασανισμένοι εἶν' ὅσοι
λαῶν κύβερνοι, ὅποια δύναμη κι ἂν τοὺς κινῇ, ὅποια γνώση,
πόλεμος, πάντα πόλεμος, πότε στὰ ὁλανοιγμένα
πλάτια, καὶ πότε σὲ χωσιές, μ' ὅλους, μὲ τὸν καθένα,
προδότρα τους ἡ κούραση, καταλυτὴς ὁ τρόμος,
πιασμένο κάθε πέρασμα, κλεισμένος κάθε δρόμος,
καὶ ἡ μοναξιά, τῆς φαντασίας Πυθία καὶ Διοτίμα,
κυβερνητῶν ἐθνοπλαστῶν ἡ μοναξιά, τὸ μνῆμα!
Στὴν Ἀγορὰ ὅποιος Περικλής, ὅσο κι ἂν εἶναι μάγο
τὸ ἀνάστημά του, μάχεται τὸν ὄχλο ἀνθρωποφάγο,
κι ὅταν τὸ ποὺ φαντάζεται γιὰ ἕνα λαὸ πὼς πλάθει
καὶ πὼς ὑψώνει χτίσμα ζηλευτὸ
δὲ βρίσκει στῶν ἀπορριχτῶν τριμμάτων τὸ καλάθι
τὸ τέλος του κι αὐτό,
καὶ νικητὴ τὸν κύβερνο, κι ὅπου τὸν ἀγναντέψῃ,
σκληρὰ τοῦ Ἀλκάντρου τὸ ραβδὶ θὰ τόνε σημαδέψῃ.
Μὰ ὁ θάνατος καὶ τοὺς Λυκούργους τοὺς ἀποθεώνει,
ἐκεῖνος χτίζει καὶ γι' αὐτοὺς βωμούς;
Κ' ἡ δικαιοσύνη πάντα εἶναι μιὰ δάφνη ποὺ φυτρώνει
στῶν τάφων τοὺς ἀναπαμούς;

Ἀδικητής σου εἶναι κι ὁ θάνατος ἀκόμα!
Κανένα δὲ σοῦ ὑψώσαμε βωμὸ στὸ μαῦρο χῶμα
ποὺ τὄβρεξε τὸ αἶμα σου, καὶ μέσα στὶς καρδιές μας
κρύος στέκεσαι καὶ ψευτοζῆς μέσα στὶς θύμησές μας.

Στ' ἅγιου τ' Ἀγώνα πρόβαλες τὴν ἀχνισμένη δύση
τοῦ ποθητοῦ ξημερωμοῦ προμήνυμα, καὶ ἀκόμα
μπρός σου καὶ ἡ χώρα ὁλόγυρτη μὲ τὸ φιλὶ στὸ στόμα,
καὶ ξάναψες τοῦ ὀνείρου της τὸ ρηγικὸ μεθύσι.
Πρόβαλες, κελαϊδήσανε πουλιά, λυώσανε πάγοι,
καὶ στὸ χορὸ ποὺ χόρευαν οἱ κλέφτες τουρκοφάγοι
στάθηκες τὸ μονάκριβο καὶ τ' ἄξιο παλληκάρι,
τὶ δύναμη κι ἀρματωσιὰ τοῦ νοῦ σου εἶχες τὴ χάρη.
Ἀλίμονο! Οἱ ποὺ δάμασαν τῆς τούρκικης τῆς λέρας
τὸ μόλεμα, καὶ πνίξανε τὸ δράκοντα τὸ τέρας,
ἀνήμπορη ἡ παλληκαριὰ τ' ἅγιου τ' Ἀγώνα ἐστάθη
νὰ πνίξῃ φοβερώτερους δρακόντους, τ' ἄγρια πάθη,
καὶ μάρανε τὴ δάφνη μας καὶ ντρόπιασε τὴ νίκη
τοῦ σκοτωμοῦ σου ἡ φρίκη!
Ἡ λευτεριά, ὑποταχτικὴ τοῦ νόμου μόνο ἀξαίνει,
μπορεῖ καὶ μὲ τῶν πονηρῶν τὸ αἷμα ποτισμένη,
μὰ τῶν ἡρώων τῆς ἀρετῆς τὸ αἷμα σὰ ρουφάει,
τὸ αἷμα φαρμάκι θὰ γενῇ καὶ ὀχιὰ καὶ θὰ τὴ φάῃ.
Καὶ καθώς καίγονταν ἡ γῆ καὶ χόρτο δὲ γεννοῦσε
τὴν ὥρα ποὺ τὴν πάταγε κι ἀπάνω της περνοῦσε
ὁ Οὖνος, ἄ! σὲ τέτοια γῆ ποὺ τέτοιον αἷμα βρέχει
ποτὲ ὁ βλαστὸς τῆς προκοπῆς ἀνθοβολιὰ δὲν ἔχει.

Τιμὴ στὸ ἁρμονικὸ νησί, τιμὴ στὴν Κέρκυρά σου
ποὺ ἀνάστησε στὸ μάρμαρο τὴν τίμια ζωγραφιά σου!
Κι ἂν τῶν ἀρχαίων καλῶν καιρῶν ζοῦσεν Ἐσὲ ἡ Πατρίδα,
στῆς χρυσελεφαντένιας Ἀθηνᾶς του τὴν ἀσπίδα
θὰ σκάλιζε τὸ πρόσωπό σου ἡ σμίλη ἑνὸς Φειδία,
θὰ δόξαζε τὸ γένος σου Πινδαρικὴ ὑμνωδία,
θὰ σοῦ κρατοῦσε ὁ Πλούταρχος τόπο στὴν ἐκκλησιά του
ἀνάμεσα στὸ Σόλωνα καὶ στὸ Φωκίωνά του.
Σὲ λησμονήσαμεν ἐμεῖς καὶ στ' ἄδικο τὸ μνῆμα.

Γιὰ σὲ καὶ ἡ λύρα τοῦ ποιητῆ κακούργου ἔγινε κρίμα,
κατάρες καὶ περίγελα σοῦ σκόρπαε τραγούδια
καὶ τοὺς σκληροὺς φονιάδες σου ράντισε μὲ λουλούδια.
Μὰ τὰ τραγούδια τ' ἄδικα τὰ ρίχνει ἡ ἱστορία
στῆς λήθης τὰ βαλτώματα καὶ στὰ νερὰ τὰ κρύα.
Σ' ἀνάξια δίχτυα ὁ ποιητὴς νὰ πιάνεται δὲν πρέπει,
ὁ θεὸς τῆς μέρας ὁδηγὸς τοῦ γίνεται καὶ σκέπη,
ποὺ ἢ τὴν κιθάρα του χτυπᾶ ἢ τὴ σαϊτιά του ρίχνει,
ψηλάθε καὶ τὸν ἔρωτα καὶ τὸ θυμὸ τὰ δείχνει.

Δέξου το στοῦ μαρμάρου σου τὴ δόξα τὴ χιονάτη
τὸ ἀνήμπορο τραγούδι μου τὸ ἀχνό, ποὺ ἂν τώρα κάτι
μπορεῖ, μονάχα τὸ μπορεῖ, γιατὶ χωρὶς τὸ μίσος 
τυφλό, χωρὶς τὴ σαϊτιὰ φαρμακερή, περίσσος
λυρικὸς πόθος τὸ γεννᾶ καὶ φέρνει το καὶ φτάνει
μπρὸς στὸ ἄγαλμά σου νὰ πλεχτῇ στεφάνι, καὶ λιβάνι
νὰ λυώσῃ, καὶ ἀπὸ μυστικὴ φερμένη μάντισσα ὥρα
στὸ βάθρο του νὰ ὀνειρευτῇ γιὰ τὴ φτωχή σου χώρα
τὸν ἄντρα τὸν ἀγνώριστο, τὸν ἄφταστο σωτήρα,
ποὺ θἄχῃ τὸ δικό σου φῶςμ δὲ θἄχῃ καὶ τὴ μοῖρα.

    1886-1923


Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Θ΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΔΕΙΛΟΙ ΚΑΙ ΣΚΛΗΡΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *