Οὔτε μέ Πράσινους οὔτε μέ Γαλάζιους

Λεπτομέρεια ἀπό τό ἔφιππο ἄγαλμα τοῦ Μάρκου Αὐρηλίου πού βρίσκεται στόν λόφο τοῦ Καπιτωλίου στήν Ρώμη.

Λεπτομέρεια ἀπό τό ἔφιππο ἄγαλμα τοῦ Μάρκου Αὐρηλίου πού βρίσκεται στόν λόφο τοῦ Καπιτωλίου στήν Ρώμη.

Ἀπό ἐκείνον πού μέ ἀνέθρεψε διδάχτηκα νά μήν ὑποστηρίζω οὔτε τούς Πρασίνους οὔτε τούς Γαλάζιους οὔτε τόν μονομάχο μέ τή μικρή ἀσπίδα οὔτε αὐτόν μέ τή μεγάλη».

Μάρκου Αὐρηλίου, «Τα εἰς ἑαυτόν», βιβλίο Α', 5:1-2., ἐκδόσεις Κάκτος, Ἀθήνα 1998, σελ. 31

Ὁ Μάρκος Αὐρήλιος (121-180μ.Χ.) ἦταν Ρωμαῖος, ἀλλά κατόρθωσε νά ἐντάξει ἑαυτόν στό πάνθεον τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων. Ἐνσάρκωνε τό πλατωνικό πρότυπο τοῦ φιλοσόφου πού βασιλεύει καί τοῦ βασιλέα πού φιλοσοφεῖ. Το κλασικό πλέον ἔργο του «Τα εἰς ἑαυτόν» τό ἔγραψε στά ἑλληνικά κατά τή διάρκεια τῶν πολεμικῶν ἐκστρατειῶν του. Ἦταν ἕνα κείμενο ἀπό ἐκεῖνον γιά ἐκεῖνον. Ἔγραφε γιά νά διαβάζει καί νά θυμᾶται τόν ἑαυτό του, γιά νά ὑπενθυμίζει στό Ἐγώ του ὅσα τό πνεῦμα του εἶχε εἰσπράξει ἀπό ἄλλους, ἀλλά καί εἶχε ἀνακαλύψει μόνος του στίς ἀτέλειωτες περιπλανήσεις στόν δυσπρόσιτο χῶρο τῶν καθαρῶν ἰδεῶν.

Στά διαλείμματα τῶν μαχῶν, ὁ Μάρκος Αὐρήλιος ἐμψυχωνόταν καί γαλήνευε σημειώνοντας καί ἀναγιγνώσκοντας ὅσα ἡ συνείδησή του θεωροῦσε ὅτι θά τόν βοηθοῦσαν νά ἐξοικειωθεῖ μέ τήν ἰδέα τοῦ θανάτου, τῆς ἀπόλυτης ἀδυναμίας τοῦ φθαρτοῦ σώματος νά ἀντιμετωπίσει τόν ἀδιάκοπα λειτουργοῦντα αλεστήρα τοῦ χρόνου.

Δέν ἔγραφε γιά νά κυκλοφορήσουν τά πονήματά του καί νά ἐντυπωσιάσει τό κοινό. Δέν ἐνδιαφερόταν τόσο γιά τήν ὑστεροφημία του καί τήν εὐμένεια τῶν λίγων ἰσχυρῶν ἤ τῶν πολλῶν ἀνήμπορων, ὅσο γιά τή συναίσθηση ὅτι ζεῖ κατά φύσιν, ἀπέχει ἀπό τά πάθη καί ἐναρμονίζει τή σκέψη, τά συναισθήματα καί τίς ἐπιλογές του μέ ὅσα ἐκεῖνος πίστευε ὅτι ἦταν ὀρθά καί ἁρμόζοντα σ' ἕναν στωικό φιλόσοφο.

Ὁ Μάρκος Αὐρήλιος εἶχε ἐμβαθύνει στό ζήτημα τῆς ἐξουσίας μέσω δύο ὁδῶν: τῆς ἐμπειρίας, ὡς αὐτοκράτωρ τῆς Ρώμης καί ὡς φιλόσοφος. Το πέρασμά του ἀπό τή ροδοδάχτυλη Ἠῶ τῆς νιότης μέχρι τίς πικρές δαφνοσκέπαστες πύλες τοῦ Ἄδη ἦταν χαρακτηριστικό κάθε διφυοῦς προσωπικότητας πού πατᾶ στή βαριά γῆ τῆς Ἀνάγκης καί τῶν δοκιμασιῶν, καί ταυτόχρονα ἀτενίζει τούς αἰθέρες τῆς θείας ἀρετῆς καί ἁρμονίας.

Στό ἀπόσπασμα ποῦ παρατίθεται στήν ἀρχή τοῦ κειμένου, ὁ αυτοκράτωρ-φιλόσοφος νουθετεῖ τόν ἑαυτό του (καί συνεπῶς τούς ἀναγνῶστες, πού ποτέ δέν περίμενε ὅτι θά ἔχει ἔπειτα ἀπό περίπου δύο χιλιετίες) νά μή γίνεται ὀπαδός.

Νά μήν παθιάζεται μέ παρατάξεις, κόμματα, συλλογικότητες πού ἀπομυζοῦν τήν ἐνεργητικότητα ἄλλων καί προσφέρουν ἀπογοητεύσεις καί ματαιώσεις. Ὁ ὀπαδός εἶναι κατώτερη μορφή ζωῆς. Ἕνα ἀναλώσιμο τῆς ἐξουσίας. Φιτιλάκι πού καίει, κερί πού λιώνει μπροστά στό εἴδωλο τῆς δυνάμεως κάποιου ξένου. Σε ὁλόκληρο τό «Τά εἰς ἑαυτόν» ὁ ἀναγνώστης διακρίνει τήν προσήλωση τοῦ Μάρκου Αὐρηλίου στίς ἀρετές πού πρέπει νά διαθέτει ἕνας πολίτης καί, ταυτόχρονα, τήν ἀπέχθειά του σέ ὁτιδήποτε ἀποβαίνει διχαστικό.

Εἶναι λογικό νά ὑποτάσσεται ἕκαστος στόν Νόμο καί νά ἐπιδιώκει ἡ Δικαιοσύνη νά συνέχει καί νά ὁρίζει τά τῆς πόλεως. Ὅμως, εἶναι ἄτοπο νά προσδοκᾶ κάποιος ὅτι θά μένει ἀλώβητος ἀπό τήν προσέγγιση καί προσκόλλησή του σέ ὁποιονδήποτε ἰσχυρό φορέα ἐπίγειας ἐξουσίας. Οἱ πρῶτοι πού ὑποδουλώνονται ἀπό τούς μικρούς καί μεγάλους ἀφέντες εἶναι ὅσοι ἀντλοῦν δύναμη ἀπό αὐτούς, οἱ «ὀπαδοί» καί οἱ ἄμεσοι συνεργάτες τους.

Ἡ διαπραγμάτευση τῶν ἑτερόφωτων πνευμάτων, πού δείχνουν ἀφοσίωση στόν ἀρχηγό ἀντί γιά ὑπακοή στήν ἀρετή, ξεκίνησε καί ὁλοκληρώθηκε πρίν ἀπό τόν Μάρκο Αὐρήλιο, στόν «Προμηθέα Δεσμώτη» τοῦ Αἰσχύλου.
Στόν στίχο 50, τό Κράτος, ἀπευθυνόμενο στόν Ἥφαιστο, πού ἔχει πάει νά ὁλοκληρώσει τή δουλειά τοῦ ἁλυσοδέματος τοῦ Προμηθέα στόν Καύκασο, τοῦ λέει: «ἅπαντ' ἐπαχθῆ πλήν θεοῖσι κοιρανεῖν· ἐλεύθερος γάρ οὔτις ἐστί πλήν Διός - Ὅλα εἶναι βαριά, ἐκτός νά 'σαι τῶν θεῶν ἀφέντης, γιατί κανείς δέν εἶναι ἐλεύθερος ἐκτός ἀπό τόν Δία».

Κι ὁ Προμηθέας, τό παναθρώπινο σύμβολο τῆς γνώσης καί τῆς ἐλευθερίας, στήν Ἔξοδο τῆς τραγωδίας λέει στόν Ἑρμῆ, ποῦ ἦρθε ὡς ἀγγελιοφόρος τοῦ Δία (στ. 966-970): «Με τή σκλαβιά σου, μάθε τό καλά, ἐγώ δέν θά ἄλλαζα ποτέ τή συμφορά μου· καλύτερα νά εἶμαι σκλάβος αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ βράχου, παρά πιστός μαντατοφόρος τοῦ Διός· ἔτσι τούς ὑβριστές πρέπει νά βρίζεις».

Οἱ ἄνθρωποι δέν γεννήθηκαν νά εἶναι ὀπαδοί, ἀλλά ἐλεύθεροι. Ἡ ἔνταξη σέ ἀγέλες φανατικῶν προσβάλλει τόν θεῖο σπινθήρα πού ἅπαντες φέρουμε ἐντός μας.



Πηγή: Οἱ Ἀδιάβροχοι

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *