Ὁ Σαραντάρης θύμα τοῦ πολέμου

Γιώργος Σαραντάρης

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

«Ὁ Γιῶργος Σαραντάρης ἦτο ὁ πρῶτος λογοτέχνης ποὺ ἔπεσεν εἰς τὸν ἀγώνα τῆς πατρίδος του διὰ τὴν ἐλευθερίαν». [Ὁ «Ἀθηναῖος» τῆς «Καθημερινῆς»]

Ὁ Γιῶργος Σαραντάρης ἦταν θύμα τῆς ἄνανδρης ἐπίθεσης τῆς φασιστικῆς Ἰταλίας, στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1940. Ὁ Νομπελίστας ποιητὴς μας Ὀδυσσέας Ἐλύτης χαρακτηρίζει τὴν ἀπώλειά του ὡς «τὴν πιὸ ἄδικη». Καταγγέλλει τὸ ἐπιστρατευτικὸ σύστημα, ποὺ ἐπικρατοῦσε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη «ποὺ κατάφερε νὰ κρατήσει στὰ Γραφεῖα καὶ στὶς Ἐπιμελητεῖες ὅλα τὰ χοντρόπετσα θηρία τῶν ἀθηναϊκῶν ζαχαροπλαστείων καὶ νὰ ξαποστείλει στὴν πρώτη γραμμὴ τὸ πιὸ ἁγνὸ καὶ ἀνυπεράσπιστο πλάσμα. Ἕναν εὔθραυστο διανοούμενο, ποὺ μόλις στεκότανε στὰ πόδια του, ποὺ ὅμως εἶχε προφτάσει νὰ κάνει τὶς πιὸ πρωτότυπες καὶ γεμάτες ἀπὸ ἀγάπη σκέψεις γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ μέλλον της. Ἦταν σχεδὸν μία δολοφονία».

Καὶ συνεχίζει ὁ Ἐλύτης:

«Διπλωματοῦχος ἰταλικοῦ πανεπιστημίου ὁ Σαραντάρης –ὁ μόνος ἴσως σὲ ὁλόκληρο τὸ στράτευμα–, θὰ μποροῦσε νά ’ναι περιζήτητος σὲ ὁποιαδήποτε ἀπὸ τὶς Ὑπηρεσίες, ποὺ εἶχαν ἀναλάβει τὴν ἀντικατασκοπεία, ἢ τὴν ἀνάκριση τῶν αἰχμαλώτων. Ἀλλὰ ὄχι. Ἔπρεπε νὰ φορτωθεῖ τὸ γυλιὸ καὶ τὸν ὁπλισμὸ τῶν τριάντα ὀκάδων, γιὰ νὰ χαθεῖ παραπατώντας μὲς στὰ χιονισμένα φαράγγια ἕνας ἀκόμη ποιητής, ἕνας ἀκόμη ἀθῶος στὸ δρόμο τοῦ μαρτυρίου.

Φαίνεται ὅτι πέρασε φρικτὲς ὧρες. Τὰ χοντρὰ μυωπικά του γυαλιά, ποὺ χωρὶς αὐτὰ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει βῆμα, τά ’χασε μέσα στὴν παραζάλη. Φώναζε “βοήθεια” στοὺς ἄλλους φαντάρους, αὐτὸς ὁ Χριστιανὸς φώναζε “ἀδέλφια” καὶ τ’ “ἀδέλφια” τὸν κοροϊδεύανε, τὰ πιὸ ἀδίσταχτα βαλθήκανε κιόλας νὰ τοῦ κλέβουνε κουβέρτες, μάλλινα, ὁτιδήποτε χρήσιμο μποροῦσε ὁ δόλιος νὰ κουβαλεῖ. Ἀπόμεινε σὰν τὸ κατατρεγμένο πουλὶ μέσα στὴν παγωνιά. Χωρὶς νὰ βαρυγκομήσει. Χωρὶς νὰ ξεστομίσει ἕναν πικρὸ λόγο. Περήφανος, Μ’ ἕνα σῶμα ἐλάχιστο καὶ μία μεγάλη ψυχή, ποὺ τὸν κράτησε ὅσο νὰ τραγουδήσει ἀκόμη λίγο:

Ἐγὼ ποὺ ὁδοιπόρησα μὲ τοὺς ποιμένες τῆς Πρεμετῆς

-κι ὕστερα ν’ ἀνεβεῖ “στοὺς τόπους ποὺ ἀγγέλλουν τὸν οὐρανὸ καὶ συνομιλοῦν μὲ τὸν ἥλιο”.

Ἔτσι πέθανε ἕνας Ἕλληνας ποιητής, ὅταν οἱ συνάδελφοί του στὴ Δύση βλαστημούσανε τὸ Θεὸ κι ἐμπιστεύονταν στὴ μαριχουάνα. Ἔπρεπε νὰ τὸ διαφυλάξουμε αὐτό, νὰ τὸ κάνουμε σύμβολό μας καὶ κουράγιο μας, τώρα ποὺ ἄρχιζαν ἄλλα δεινά, ἡ πείνα, ἡ κλούβα, οἱ ἐκτελέσεις στὸν τοῖχο». (Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀνοιχτὰ χαρτιά». Ἔκδ. Ἴκαρος, σελ. 392-393).

Στὰ δέκα χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατό του ὁ «Ἀθηναῖος» τῆς ἐφημερίδας «Καθημερινή», δηλαδὴ ὁ Σταῦρος Ἀγγ. Βλάχος, ἀδελφός τοῦ διευθυντῆ τῆς ἐφημερίδας Γεωργίου Βλάχου, ἔγραψε:

«Ἡ Ἑλληνικὴ Λογοτεχνία κατὰ τὸν πόλεμο καὶ τὴν Κατοχὴ ἐθρήνησε τὸν θάνατον πολλῶν ἐκλεκτῶν ἐργατῶν της, παλαιῶν καὶ νεωτέρων… Μεταξὺ αὐτῶν τοῦ Γιώργου Σαραντάρη. Ὁ Σαραντάρης πέθανε πρὸ δέκα ἐτῶν εἰς μίαν ἀθηναϊκὴν κλινικήν, νεώτατος, μόλις τριάντα τριῶν χρόνων. Εἶχε πολεμήσει εἰς τὸ ἀλβανικὸν μέτωπον, λεπτὸς ὅμως καὶ εὐαίσθητος ὅπως ἦτο, ὑπέκυψε γρήγορα εἰς τὰς κακουχίας τοῦ πολέμου. Μία σοβαρὴ ἀρρώστεια τὸν εὑρῆκε καὶ ἐτσάκισε τὸ ἀδύνατον σῶμα του. Ἦλθε καὶ ἀπέθανε ἐδῶ, ἀνάμεσα εἰς τοὺς οἰκείους καὶ τοὺς φίλους του, μὲ τὴν ἱκανοποίησιν ὅτι εἶχεν ἐκτελέσει τὸ χρέος του πρὸς τὴν ἰδέαν τῆς Ἐλευθερίας καὶ πρὸς τὴν ἀγαπημένην του Ἑλλάδα. Εἰς τὴν πατρίδα του ἐν τούτοις δὲν εἶχε προφθάσει νὰ ζήση ὁ Σαραντάρης παρὰ δέκα μόνον ἔτη. Γεννημένος εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν εἶχε μεγαλώσει εἰς τὴν Ἰταλίαν, ὅπου εἶχε σπουδάσει νομικὰ καὶ μόλις τὸ 1931 ἦλθε καὶ ἐγκατεστάθη ὁριστικῶς εἰς τὴν Ἑλλάδα.

Εἰς τὰ δέκα ἔτη τῆς ἐδῶ ζωῆς του συνοψίζεται ὅλη ἡ λογοτεχνικὴ δράσις τοῦ Σαραντάρη. Κυρίως ἐξεδηλώθη ὡς ποιητής, ἐξέδωκεν ἕξη – ἑπτὰ ὀλιγοσέλιδες ποιητικὲς συλλογές. Ἀλλ’ ἔγραψε καὶ μερικὰ δοκίμια, ποὺ τὰ χαρακτηρίζει ἡ ἴδια λυρικὴ καὶ φιλοσοφικὴ διάθεσις ποὺ χαρακτηρίζει καὶ τὴν ποίησίν του. Ἐδιάβασα τὰ βιβλία του καὶ ἐγνώρισα καὶ τὸν ἴδιον τὸν Σαραντάρην. Ὑπῆρχε πλήρης ἀνταπόκρισις μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ ἔργου. Ἡ ἀνησυχία ποὺ αἰσθανόμεθα εἰς τὸ ἔργον, καὶ ἡ εἰλικρίνεια καὶ ἡ εὐθύτης, ἐγίνοντο ἀμέσως ἀντιληπταὶ εἰς τὸν ἄνθρωπον. Ὁ Σαραντάρης ἐπίστευεν, ἦτο ἕνας γνήσιος Χριστιανός, ἢ τουλάχιστον ἡ πίστις του ἦτο ἡ ὑψηλοτέρα καὶ πλέον σταθερὰ ἐπιδίωξίς του. Ὑποπτεύομαι μάλιστα, ἐὰν κρίνω ἀπὸ τὴν ζωηρὰν ἀντιπάθειαν ποὺ ἠσθάνετο διὰ τὸν σκεπτικισμὸν καὶ ἀπὸ τὴν φανερὰν προτίμησιν ποὺ ἔδειχνε διὰ τὴν ὑπαρξιακὴν φιλοσοφίαν, καὶ ἰδιαιτέρως διὰ τὸν Δανὸν φιλόσοφον Κίρκεγκωρντ καὶ τὸν σύγχρονον θρησκευτικὸν στοχαστὴν Μπερντιάεφ, ὅτι ὁ πραγματικὸς πνευματικὸς καὶ ψυχικὸς χῶρος τοῦ Σαραντάρη δὲν ἦτο ἡ βεβαιότης τῆς πίστεως, ἀλλ’ ἡ ἐναγώνιος ἀναζήτησις τῆς βεβαιότητος.

Ὡς ποιητὴς εἶχεν ἐπηρεασθῆ ἀπὸ τὸν σύγχρονον Ἰταλὸν ὁμότεχνόν του, τὸν Οὐγκαρέτι, τὸν ὁποῖον συχνὰ ἀνέφερεν εἰς τὰς συνομιλίας του, ἀλλ’ ἡ ἐξαερωμένη καὶ διαλελυμένη μορφὴ τῆς ποιήσεώς του ἦτο κάτι ποὺ τὸ ὤφειλεν ὁ Σαραντάρης εἰς ὅλην τὴν διανοητικὴν καὶ καλλιτεχνικὴν ἀτμόσφαιραν τῆς ἐποχῆς του. Τὴν διάλυσιν αὐτὴν εὑρίσκομεν καὶ εἰς τὴν ἀποσπασματικὴν μορφὴν ποὺ ἠρέσκετο νὰ δίδη εἰς ὅ, τι ἐξέφραζεν ὡς καθαρὸν στοχασμόν. Τὰ κύρια θέματα τῆς ποιήσεώς του εἶναι οἱ δύο μεγάλοι πόλοι τῆς μοίρας τοῦ ἀνθρώπου: ἡ ἀγάπη καὶ ὁ θάνατος. Ἀλλὰ καὶ ἡ φύσις καὶ ἡ πατρὶς παρουσιάζονται συχνὰ εἰς τὴν ποίησίν του. Τὰ ὑψηλὰ καλλιτεχνικὰ καὶ πνευματικὰ ἰδεώδη του Σολωμοῦ ἀσφαλῶς δὲν ἄφησαν ἀνεπηρέαστον τὸν Σαραντάρην κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς του. Ἦτο ἕνας γνήσιος καὶ συμπαθέστατος πνευματικὸς ἄνθρωπος, σεμνός, ἐγκάρδιος, ἁπλός, δοσμένος ὁλόκληρος εἰς τὸ ἀνθρώπινον δράμα του, τὸ ὁποῖον ἐζοῦσε μὲ ἔντασιν καὶ ἀλήθειαν εἰς τὸ ἔργον του. Καὶ ἦτο καὶ ὁ πρῶτος λογοτέχνης ποὺ ἔπεσεν εἰς τὸν ἀγώνα τῆς πατρίδος του διὰ τὴν ἐλευθερίαν».

Γιὰ τὴ μνήμη τοῦ Γιώργου Σαραντάρη εἶπε ὁ ἀείμνηστος Ἰωάννης Θεοδωρακόπουλος σὲ ἐκδήλωση στὸ Δημαρχεῖο Λεωνιδίου, τὴν 22α Μαΐου 1977:

«…Γιὰ νὰ προχωρήσω σὲ μερικὰ ἄλλα γνωρίσματα τοῦ Σαραντάρη, ποὺ εἶναι ἑλληνικὰ – τὴν ἐλευθερία τὴν εἶπα–. Εἶχε τὴ λεβεντιά. Ἦταν λεβέντης. Ὁ λεβέντης εἶναι πάντοτε ἀδέσμευτος, ὄχι ἠθικῶς ἀδέσμευτος, ἠθικῶς εἶναι δεσμευμένος- ἀδέσμευτος ἀπὸ σκοπιμότητες. Ἀδέσμευτος καὶ ἀπὸ τὴν πολιτική, ἀπὸ ὅ, τι τέλος πάντων εἶναι γύρω του ὡς ἐπίκαιρο.

Εἶναι, λοιπόν, ὁ Σαραντάρης ἕνα παράδειγμα γιὰ ὅλους, ἀλλὰ περισσότερο γιὰ τοὺς νέους. Νὰ τὸν ἀγαπήσουν, νὰ τὸν διαβάσουν, ἴσως στὴν ἀρχὴ νὰ μὴν μποροῦν ἀμέσως νὰ εἰσέλθουν στὸ νόημά του, ἀλλὰ αὐτὸς ὑπομένει, γιατί ἐπιμένει καὶ εἶναι πάντα ὁ ἴδιος. Καλός, καλοπροαίρετος, μὲ ἄπειρη καλοσύνη, ἀναβλύζει ἡ καλοσύνη ἀπὸ τὴν ψυχή του. Δὲ νομίζω νὰ σκέφτηκε ποτὲ κακὸ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος.

Ἔτσι ἔφυγε χαρούμενος καὶ ὅλο θέρμη καὶ ὅλος χαρά. Ἔφυγε στὸ 40, ὅταν ἦλθε νὰ μ’ ἀποχαιρετήσει στὸ σπίτι μου, ἐκεῖ στὴν ὁδὸ Ἀναπήρων Πολέμου, πλάϊ στὴ Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Τὸν ἀποχαιρέτησα, τὸν κατέβασα κάτω, φιληθήκαμε καὶ μοῦ εἶπε “Καλὴ ἀντάμωση”…». Αὐτὰ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Θεοδωρακόπουλο.

Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ Γιώργου Σαραντάρη, τοῦ ὑψηλοῦ χριστιανικοῦ ἤθους καὶ ἰδιοφυοῦς Τσάκωνα λογοτέχνη καὶ στοχαστῆ.-



Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *