«Ὁ Τοῦρκος καὶ γεφύρι νὰ γενεῖ, πάνω του μὴν περάσεις !»

Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος-Κιλκίς

Μία ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς οἰκονομικῆς κρίσης εἶναι καὶ ὁ ἐγκλωβισμός, τρόπον τινά, τῆς οἰκογένειας στὸ κάστρο της, στὸ σπίτι. Οὐδὲν κακὸν θὰ ἀντιτείνει κάποιος. Καιρὸς ἦταν νὰ συμμαζευτοῦμε. Συμφωνῶ. Πῶς ὅμως ἀξιοποιεῖ ἡ οἰκογένεια τὸν ἐλεύθερο χρόνο της; Παρακολουθώντας τὰ φωτογενῆ… περιττώματα ποὺ ἐκπέμπει ἡ τηλεόραση. Στὸ σπίτι δεσπόζει ὁ «τρίτος γονέας», ὅπως προσφυῶς ὀνομάστηκε ἡ τηλοψία. Τί εἰσπνέει σήμερα ἡ ἑλληνικὴ οἰκογένεια μέσῳ τοῦ ἐκχαυνωτικοῦ μέσου; Σήψη, ἐκφυλισμό, κτηνωδία καί… ἐκτουρκισμό. Ὅ,τι δὲν μπόρεσε νὰ πετύχει ἡ τουρκικὴ θηρωδία καὶ σκλαβιὰ 400 καὶ 500 χρόνια, τὸ κατορθώνει «ἀνεπαισθήτως» μὲ τὴν ὕπουλη τηλεοπτικὴ προπαγάνδα. Ἀνέλαβαν ἐργολαβικὰ οἱ τηλεχαβοῦζες νὰ ἐξωραΐσουν τὴν Τουρκιά, ὥστε νὰ βρεθεῖ, ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ, ἡ γενιὰ τῶν γενιτσάρων ποὺ θὰ ἀποδεχτεῖ τὶς ὀνειροφαντασίες τοῦ νεοοθωμανισμοῦ καὶ τοῦ Ἐρτογροὺλ-Ἐρντογάν.

Τὸ 1994, ὁ σεβαστὸς π. Θεόδωρος Ζήσης ἐξέδωσε ἕνα ἐξαιρετικὸ βιβλίο μὲ τίτλο: «Φραγκέψαμε» καὶ ὑπότιτλο «ἡ εὐρωπαϊκή μας αἰχμαλωσία». Στὴν σελίδα 79 διαβάζουμε: «Τὰ ἔθνη χάνονται, ὄχι ὅταν χάσουν τὴν κρατική τους ἀνεξαρτησία ἢ τὴν ὑλική τους εὐμάρεια, ἀλλὰ ὅταν χάσουν τὴν πολιτιστική τους ταυτότητα, τὴν γλώσσα καὶ τὴν θρησκεία τους».

Ἀκριβῶς. Χάσαμε τὴν πολιτιστική μας αὐτοσυνειδησία, φραγκέψαμε, γίναμε πρῶτα Λεβαντίνοι, ξεπουλήσαμε τιμημένα πρωτοτόκια, ἀντὶ πινακίου «φράγκικης φακῆς», σάπιας καὶ μουχλιασμένης. Καὶ ὅπως διδάσκει ἡ Ἱστορία, ὁ φραγκολεβαντίνος – ποὺ ἔχει τὸ αἷμα δέκα ἐθνῶν καὶ τὴν ψυχὴ κανενὸς – ἀβασάνιστα, ἑκουσίως τουρκεύει. Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὶς παραμονὲς τῆς ἁλώσεως τῆς Πόλης, ὁρισμένοι ἄρχοντες, λίγοι γιατί ὁ πλοῦτος δὲν ἔχει πατρίδα καὶ συνοδεύει τὴν προδοσία τοῦ ψυχορραγοῦντος κράτους, ἀντιδροῦσαν σὲ κάθε σκέψη ἑνώσεως μὲ τὴν παπικὴ Ρώμη, ἔστω κι ἂν ἔμενε ἐκτεθειμένη ἡ Πόλη στὴν ἐπιθετικὴ βουλιμία τῶν Τούρκων. Πίστευαν ὅτι, ἐὰν μᾶς ὑπέτασσε ὁ φραγκοπαπισμός, θὰ χάναμε μαζὶ μὲ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν ἑλληνικότητά μας. Ἡ Ἱστορία τοὺς δικαίωσε περίτρανα. Ὅπως γράφουν οἱ σύγχρονοι τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ ’21 ἱστορικοὶ Ἰωάννης Φιλήμων καὶ Σπυρίδων Τρικούπης, ἀρκετοὶ Ἕλληνες παπικοὶ ποὺ κατοικοῦσαν στὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων, ἔδειξαν τότε ἀνάρμοστη ἐθνικὴ συμπεριφορά. «Πολὺ ὀλίγοι ἐφάνησαν Ἕλληνες», γράφει ὁ Τρικούπης, μερικοὶ μάλιστα εἶχαν «καὶ μυστικὰς σχέσεις πρὸς τοὺς ἐχθροὺς τοῦ ἔθνους, τοὺς Τούρκους». Ὁ δὲ Φιλήμων σημειώνει ὅτι «τὴν ὥραν κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ ἑλληνικὸν ἅπαν κατά τε τὴν Εὐρώπην καὶ τὴν Ἀσίαν ἠγωνίζετο, προσφερόμενον θυσία ὑπὲρ τῆς κοινῆς πατρίδος, ἡ διαγωγὴ τῶν ἐν ταῖς νήσοις Ἑλλήνων τοῦ δυτικοῦ δόγματος παρουσιάζει ἐπονείδιστον καὶ ἀποτρόπαιον στίγμα». Ὑπενθυμίζω καὶ τὴν ἀειθαλῆ καὶ ἀγέρωχη ἀπάντηση τοῦ μαρτυρικοῦ Πατριάρχη τοῦ Γένους, Κύριλλου Λούκαρη, στοὺς δυτικοὺς (περὶ τὸ 1600), οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐγκαλοῦσαν διότι ἀπωλέσαμε τὴν «ἐξωτέραν σοφίαν». «Ἂν εἶχε βασιλεύσει ὁ Τοῦρκος εἰς τὴν Φραγκίαν δέκα χρόνους, χριστιανοὺς ἐκεῖ δὲν εὕρισκες…». Τώρα ποὺ τὸ Ἰσλὰμ διέβη τὰ τείχη τῆς Βιέννης, πληθαίνουν οἱ μιναρέδες στὰ Παρίσια καὶ στὶς Λόντρες.

Ἔγραφα στὸν πρόλογο γιὰ τὰ τηλεσκύβαλα. Ἂν γυρίσεις κανάλια τί θὰ δεῖς καὶ τί θὰ ἀκούσεις; Τὴν γλῶσσα, τὴν βαρβαρόηχη, τὴν ἀχώνευτη, ποὺ κάποτε ξεκλήριζε ρωμαίϊκα σπιτικά. Καὶ τὰ κοπρόσκυλα, οἱ κερδέμποροι τοῦ θεάματος, νὰ τρίβουν τὰ χέρια τους γιὰ τὴν ἀπρόσμενη τηλεθέαση. Τουρκέψαμε, προδίδουμε τὴν πάλαι ποτὲ «μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴ δόξα» μάνα μας, τὴν πατρίδα.

Γιὰ τοὺς ἐπιλήσμονες τῶν παθῶν τοῦ λαοῦ μας ἀπὸ τοὺς Τούρκους, παραθέτω μία μαρτυρία ποὺ περιέχεται στὸ βιβλίο «Οἱ τουρκικὲς ὠμότητες στὴν Κύπρο» τοῦ Π. Σ. Μαχλουζαρίδη. Γράφτηκε στὴν Λευκωσία τὸ 1974-75 καὶ καταγράφει καταθέσεις θυμάτων τῆς εἰσβολῆς, ποὺ λήφθηκαν ἀπὸ τὴν Κυπριακὴ Ἀστυνομία καὶ τὸ Τμῆμα Ἀνιχνεύσεως Ἐγκλημάτων.

«Σ’ ἕνα χωριὸ ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Τούρκων εἰσβολέων, κατοικοῦσε γιὰ πολλὰ χρόνια ἕνα ἀνδρόγυνο μὲ 8 παιδιά, ὅλοι παντρεμένοι, ποὺ ζούσανε ἐκτὸς τοῦ χωριοῦ. Ὁ ἄντρας ἦταν 74 χρόνων καὶ ἡ γυναίκα του 71 χρόνων. Κατὰ τὸν δεύτερο γύρο τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς, οἱ περισσότεροι χωριανοὶ ἔφυγαν καὶ παραμείνανε μόνο λίγοι “γέροι τζιαὶ κοτζιάκαρες”. Αὐτοὶ ἔκαναν τὴν σκέψη ὅτι, ἀφοῦ ἦταν τόσο προχωρημένοι στὴν ἡλικία, δὲν διατρέχανε κανένα κίνδυνο ἀναφορικὰ μὲ τὴν τιμή τους. Καὶ ἀφοῦ νιώθανε πὼς βαθιὲς ἤτανε οἱ ρίζες τους στὸν τόπο ποὺ τοὺς γέννησε καὶ τοὺς ἀνέθρεψε, στὴν γῆ, ποὺ πότισαν μὲ τὸν ἱδρώτα τους κι αὐτὴ σὰν ἀνταμοιβὴ τοὺς γεννοβόλησε καὶ τοὺς πρόσφερε τὰ ἀγαθά της, πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ μείνουν. Τὸ μετάνιωσαν ὅμως, γιατί οἱ προβλέψεις τους δὲν βγῆκαν σωστές. Ὁ 74χρονος γέρος μὲ πολλὴ πικρία διηγεῖται τὸ πάθημά του: “Μόλις νύχτωσε καὶ ἔφυγαν οἱ στρατιῶτες, ἔπιασαν τὴν γυναίκα μου καὶ ἀπὸ τὰ χωράφια ἐπεστρέψαμε στὸ… (χωριό). Πήγαμε στὸ σπίτι μου, εἴδαμε τὴν γερημιὰ καὶ ἐφύγαμε. Πήγαμε στὸ σπίτι τῆς κουμέρας μου Α.Γ., ὅπου μείναμε 5 μέρες, καὶ μετὰ ἦρταν τρεῖς Τοῦρκοι στρατιῶτες ἐκ Τουρκίας μὲ ὅπλα, ἦταν ἡλικίας περίπου 22 χρόνων, ὅπου ἐμένα καὶ τὴν κουμέρα μου μᾶς κλείσανε σὲ μία κάμαρη καὶ ὁ ἕνας στρατιώτης ἐγλεπέν μας μὲ τ’ ὅπλο. Μετὰ λίγην ὥραν ἔφυγαν καὶ οἱ τρεῖς Τοῦρκοι, ὅπου ἡ γυναίκα μου μοῦ εἶπε ὅτι οἱ δύο Τοῦρκοι ἐβάλαν την μὲ τὸ ζόρι χαμαὶ πάνω στὸ κριθάρι, ὅπου ὁ ἕνας ἐκράταν την καὶ ὁ ἄλλος τὴν ἐπείραξεν, δηλ. τὴν ἐβίασεν· τὸ ἴδιον ἐκάμαν κι οἱ δύο, δηλ. τὴν ἐπείραξεν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον. Κατὰ τὸ δείλις περίπου ἦρταν πάλιν τρεῖς, ὁ ἕνας ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἦτο τὸ πρωί, ὅπου ἐσπρῶξαν τὴν γυναίκα μου μέσα στὴν κάμαρην καὶ ἐμπῆκεν ἕνας μαζί της καὶ ἐβάδωσε τὴν πόρτα· μετὰ ἀπὸ λίγον ἔφυγαν κι ἡ γυναίκα μου μοῦ εἶπεν ὅτι τὴν ἔπιασε μὲ τὸ ζόρι καὶ τὴν ἐβίασε. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ρεζιλίκι ἐφύγαμε πεζοὶ κι οἱ τρεῖς, δηλ. ἐγώ, ἡ γυναίκα μου καὶ ἡ κουμέρα μου, γιὰ νὰ πᾶμε στὴν… (χωριό). Ἡ ἐξιστόρηση ἀπὸ τὴν παθοῦσα εἶναι ἀκόμη πιὸ δραματική. Ἐκτὸς τοῦ ὅτι βεβαιώνει τὰ ὅσα κατέθεσε ὁ ἄντρας της, ἡ ἀφήγησή της, σὲ γλώσσα μὲ κυπριακοὺς ἰδιωματισμούς, δημιουργεῖ ἀνατριχίλα καὶ ἀποτροπιασμὸ γιὰ τὶς αἰσχρότητες, τὴν βδελυρότητα καὶ τὴν ἀνήκουστη συμπεριφορὰ πρὸς μία γριά, ποὺ ὅπως λέγει καὶ ἡ κυπριακὴ θυμοσοφία, «τό ᾽ναν της πόδιν ἦταν στὴν γῆν καὶ τ’ ἄλλον στὸν Ἅδην». Στὸ σημεῖο αὐτὸ κλήθηκε ἡ γριὰ μαυροντυμένη μὲ τὸ μαντήλι τῆς κεφαλῆς της κατεβασμένο χαμηλά, γιὰ νὰ σκεπάζη ὁλόκληρο σχεδὸν τὸ πρόσωπό της. Κάτωχρη καὶ ταλαιπωρημένη, μὲ ἐμφανῆ τὰ ἴχνη τῆς ντροπῆς καὶ τὸν φόβο γιὰ τὰ τόσο αἰσχρά, ποὺ θὰ εἶχε νὰ ἐξιστορήση, πλησίασε τὸν Εἰσαγγελέα καὶ παρακλητικὰ κάτι τοῦ ψιθύρισε στ’ αὐτί. Ἀκολούθησαν μερικὲς στιγμὲς καὶ ὁ Εἰσαγγελέας ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς λοιποὺς παρισταμένους ὑπέβαλε τὴ θερμὴ παράκληση τῆς μάρτυρος νὰ τῆς ἐπιτραπῆ νὰ μὴ ἐπαναλάβη τὰ ὅσα τῆς συνέβησαν, γιατί αἰσθανόταν ντροπὴ καὶ καταισχύνη». (σελ. 70).

Ἡ ἀτιμασμένη ἀπὸ τοὺς Τούρκους εἰσβολεῖς, γερόντισσα, σήμερα δὲν ζεῖ. (Ἀτιμασμένοι εἶναι οἱ κτηνάνθρωποι. Τὰ λείψανα δὲν ἀτιμάζονται). Ὁ τάφος καὶ ὁ φιλεύσπλαχνος Σωτὴρ ἡμῶν Χριστὸς «ἔσβησαν» τὴν καταισχύνη της. Ἐμεῖς ὅμως «φιλοξενοῦμε» ἀδιάντροπα νυχθημερὸν στὰ σπίτια μας τὰ ἔκγονα τῶν κτηνανθρώπων… Καὶ καλοῦμε, πάλιν καὶ πολλάκις, τὸν μεμέτη Ἐρντογὰν γιὰ νὰ ἐξεμεῖ ὁ ἀχρεῖος τὶς μαγαρισιές του. Καὶ φιλοξενοῦμε χιλιάδες λαθροεποίκους γιατί ἔτσι ἀποφάσισαν οἱ συνιστῶσες τῆς προδοσίας…



Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *