ΟΙ ΑΓΡΙΟΧΗΝΕΣ

Αγριόχηνες

π. Δημητρίου Μπόκου

Τὸ φθι­νό­πω­ρο εἶ­ναι ἡ ἐ­πο­χὴ ποὺ τὰ ἀ­πο­δη­μη­τι­κὰ που­λιὰ πε­τοῦν γιὰ τοὺς τό­πους τῆς χει­με­ρι­νῆς τους δι­α­βί­ω­σης. Οἱ ἀ­γρι­ό­χη­νες δὲν ἑ­ξαι­ροῦν­ται ἀ­πὸ τὸν κα­νό­να αὐ­τόν. Μα­ζεύ­ον­ται λοι­πὸν κι αὐ­τὲς καὶ πε­τοῦν σὲ με­γά­λους σχη­μα­τι­σμοὺς σχή­μα­τος V. Για­τί γί­νε­ται αὐ­τὸ καὶ δὲν πε­τοῦν ἐ­λεύ­θε­ρα, ἡ κα­θε­μιὰ ὅ­πως τύ­χει;

Λέ­νε οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες πὼς ὁ συγ­κε­κρι­μέ­νος σχη­μα­τι­σμὸς ἔ­χει ἕ­να με­γά­λο πλε­ο­νέ­κτη­μα. Ὅ­ταν μιὰ χή­να χτυ­πά­ει τὰ φτε­ρά της, δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἀ­νο­δι­κὸ ρεῦ­μα ἀ­έ­ρος, ποὺ δι­ευ­κο­λύ­νει τὴ χή­να ποὺ ἀ­κο­λου­θεῖ. Ὅ­ταν τὸ σμῆ­νος πε­τά­ει σὲ σχη­μα­τι­σμὸ V, αὐ­ξά­νε­ται κα­τὰ 71% ἡ πτη­τι­κή του ἐμ­βέ­λεια, δι­α­νύ­ει δη­λα­δὴ μὲ τὴν ἴ­δια ἐ­νέρ­γεια 71% πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀ­πό­στα­ση, ἀ­πὸ τὸ ἂν πε­τοῦ­σε ἡ κά­θε χή­να μό­νη της. Τὰ που­λιὰ ποὺ θὰ ξε­φύ­γουν ἀ­πὸ τὸν σχη­μα­τι­σμὸ δυ­σκο­λεύ­ον­ται καὶ κα­τα­πο­νοῦν­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στὴν πτή­ση.

Ὅ­ταν κου­ρα­στοῦν οἱ χῆ­νες ποὺ βρί­σκον­ται στὴν αἰχ­μὴ τοῦ δό­ρα­τος, με­τα­το­πί­ζον­ται στὸ πί­σω μέ­ρος τοῦ σχη­μα­τι­σμοῦ, ὅ­που λό­γῳ τοῦ ἀ­νο­δι­κοῦ ρεύ­μα­τος τὸ πέ­ταγ­μα γί­νε­ται πιὸ εὔ­κο­λα. Οἱ πί­σω χῆ­νες τό­τε προω­θοῦν­ται μπρο­στὰ καὶ ἔ­τσι ὅ­λες μὲ τὴ σει­ρά τους περ­νοῦν δι­α­δο­χι­κὰ ἀ­πὸ τὴν κά­θε θέ­ση. Μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸν μοι­ρά­ζον­ται ὅ­λες ἐ­ξί­σου τὴν κού­ρα­ση. Τέ­λεια αἴ­σθη­ση, ὁ­μα­δι­κή!

Ἡ ἰ­σχὺς λοι­πὸν ἐν τῇ ἐ­νώ­σει! Καὶ δὲν σταματοῦν ἐκεῖ. Ἂν συμ­βεῖ νὰ ἀρ­ρω­στή­σει ἢ νὰ τραυ­μα­τι­στεῖ μί­α χή­να, δύ­ο ἄλ­λες βγαί­νουν ἀ­πὸ τὸν σχη­μα­τι­σμὸ καὶ τὴ συ­νο­δεύ­ουν μέχρι τὸ ἔ­δα­φος, γιὰ νὰ τὴ βοηθήσουν καὶ νὰ τὴν προ­στα­τεύ­σουν. Μέ­νουν μα­ζί της μέ­χρι νὰ μπο­ρέ­σει νὰ ξα­να­πε­τά­ξει ἢ νὰ πε­θά­νει. Καὶ μό­νο τό­τε ξα­να­πε­τᾶ­νε γιὰ νὰ ἐν­τα­χθοῦν σὲ κά­ποι­ο δι­ερ­χό­με­νο σμῆ­νος ἢ νὰ προ­λά­βουν, ἂν γίνεται, τὸ δι­κό τους. Φαν­τα­στι­κὴ αἴσθηση ἀλληλεγγύης! (Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ἐθελοντὲς καὶ ἐθελόντριες στὴ διακονία τῶν ἀσθενῶν, σ. 33-34).

Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ μᾶς παραπέμπει στὸ σχολεῖο τῆς φύσης: «Ρώ­τη­σε τὰ τε­τρά­πο­δα καὶ θὰ σοῦ ποῦ­νε, τὰ που­λιὰ καὶ θὰ σοῦ ἀ­ναγ­γεί­λουν. Μί­λα στὴ γῆ καὶ θὰ σοῦ δι­η­γη­θεῖ, τῆς θά­λασ­σας τὰ ψά­ρια θὰ σοῦ ἐ­ξη­γή­σουν! Ποι­ὸ ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τὰ δὲν ξέ­ρει “ὅ­τι χεὶρ Κυ­ρί­ου ἐ­ποί­η­σε ταῦ­τα;” Ὅτι τὰ ἔπλα­σε τὸ χέ­ρι τοῦ Θε­οῦ;» (Ἰ­ώβ, 12, 7-10). Νά, τὸ σοφό, μοναδικό τους μήνυμα: Τὰ πάντα παίρνουν ζωὴ ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ καὶ κατευθύνονται ἀπὸ τοὺς νόμους ποὺ ὅρισε αὐτός.

Μὲ τὸ ἀλφαβητάρι λοιπὸν τῆς φύσης του ὁ Θε­ὸς μᾶς δι­δά­σκει. Ὅ­λα, ἀ­κό­μα καὶ οἱ ἀ­γρι­ό­χη­νες, μᾶς δι­δά­σκουν. Μᾶς δί­νουν ἀ­νε­πα­νά­λη­πτα μα­θή­μα­τα συ­νερ­γα­σί­ας, συμ­πα­ρά­στα­σης, ἑ­νό­τη­τας, ἀ­γά­πης. Πράγ­μα­τα ἀπολύ­τως ἀ­ναγ­καῖ­α γιὰ νὰ ζή­σου­με ἀν­θρώ­πι­να. Ποὺ ὅ­μως τὰ ξε­χνᾶ­με τό­σο εὔ­κο­λα, ὑ­πο­κύ­πτον­τας στὸν πει­ρα­σμὸ τῆς ἀ­το­μι­κῆς μας κα­τα­ξί­ω­σης. Προ­έ­χουν δυ­στυ­χῶς σ’ ἐ­μᾶς οἱ ἐ­γω­κεν­τρι­κὲς ἐ­πι­δι­ώ­ξεις γιὰ προσωπι­κή μας ἐ­ξα­σφά­λι­ση. Ἀ­δι­α­φο­ροῦ­με γιὰ τὶς ἀ­νάγ­κες τῶν ἀ­δελ­φῶν μας. Ἀ­ναι­μι­κὴ ἕ­ως ἀ­νύ­παρ­κτη ἡ μέ­ρι­μνά μας γι’ αὐ­τούς.

Καὶ ἀ­δελ­φός μας εἶ­ναι βέ­βαι­α ὁ πᾶς ἄν­θρω­πος. Ὁ οἰ­κεῖ­ος μας, ὁ γεί­το­νάς μας, ὁ συμ­πο­λί­της, ὁ ὁ­μο­ε­θνής, ἀλ­λὰ καὶ ὁ δι­α­φο­ρε­τι­κός, ὁ ξέ­νος, ὁ με­τα­νά­στης, ὁ ἀλ­λό­θρη­σκος, ὁ ἀλ­λο­ε­θνής. Εἶ­ναι ἀ­συγ­χώ­ρη­τη πτώ­ση, συ­νέ­χεια τῆς ἀρ­χέ­γο­νης ἁ­μαρ­τί­ας, τὰ τεί­χη τῶν δι­α­κρί­σε­ων ποὺ ὕψωσε ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ἰ­δι­ο­τέ­λεια πα­νύ­ψη­λα ἀ­νά­με­σά μας. Ἀ­πα­ρά­δε­κτο φαι­νό­με­νο στὰ μά­τια τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὸν κά­θε ἐ­λά­χι­στο τῆς γῆς καὶ τὸν θεωρεῖ ἀδελφό του : «Ἐ­φ’ ὅ­σον ἐ­ποι­ή­σα­τε ἑ­νὶ τού­των τῶν ἀ­δελ­φῶν μου τῶν ἐ­λα­χί­στων, ἐ­μοὶ ἐ­ποι­ή­σα­τε» (Ματθ. 25, 40).

Ὅ­μως, «οὐκ ἔ­σται ἐν σοὶ ἐν­δε­ής». Δὲν θὰ πρέ­πει νὰ ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σά σας φτω­χός, λέγει ὁ Κύ­ριος στοὺς Ἰσ­ρα­η­λί­τες καὶ ὁ­ρί­ζει οἱ δανειστὲς νὰ χα­ρί­ζουν κά­θε ἑ­πτὰ χρό­νια τὰ χρέ­η στοὺς φτω­χοὺς (Δευτ. κεφ. 15). Κάθε πενήντα χρόνια οἱ ἰδιοκτησίες γῆς ποὺ εἶχαν πουληθεῖ, ἔπρεπε νὰ ἐπιστραφοῦν στὸν ἀρχικὸ ἰδιοκτήτη τους. Καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐπίσης ποὺ τυχὸν εἶχαν πουληθεῖ ὡς δοῦλοι, στὸ πεντηκοστὸ ἔτος ἔπρεπε νὰ ἐλευθερωθοῦν (Λευιτ. κεφ. 25). Ἂν τέτοια πράγματα προβλέπει ὁ (ἀ­τε­λὴς) νό­μος τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, τί ἔχουμε νὰ ποῦ­με ἐμεῖς οἱ Χρι­στια­νοί, ποὺ λά­βα­με τὴν πλή­ρω­ση τοῦ νό­μου μὲ τὸ «ἀ­γα­πᾶ­τε», ἀ­κό­μα καὶ «τοὺς ἐ­χθροὺς ὑ­μῶν» (Λουκ. 6, 27); Καὶ πό­σο πιὸ πο­λὺ ἀ­πὸ τοὺς ἀ­πο­δέ­κτες τοῦ πα­λαι­οῦ νό­μου θὰ πρέ­πει ἐμεῖς νὰ φρον­τί­ζου­με νὰ μὴν ὑ­πάρ­χει ἀνάμεσά μας φτω­χός;

Μὲ τὸ βα­θὺ μυ­στή­ριο τῆς Γέν­νη­σής του ὁ Χρι­στὸς θέ­λη­σε νὰ ξυπνήσει μέσα μας μιὰ τέτοια εὐαισθησία. Νὰ μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­ψει πὼς αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ τρό­πος τῆς δι­κῆς του ζω­ῆς. Δὲν ἀρ­κέ­σθη­κε νὰ μᾶς δι­δά­σκει μό­νο μὲ τὶς ἀ­γρι­ό­χη­νες καὶ τὰ λοι­πὰ ὑ­πέ­ρο­χα πλά­σμα­τά του. Με­ρί­μνη­σε νὰ ἔλ­θει καὶ ὁ ἴ­διος κον­τά μας, ὄχι μόνο γιὰ νὰ μᾶς διδάξει, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μᾶς συ­ναν­τή­σει προσωπικά. Νὰ βρεθεῖ δίπλα μας στὴν ἀ­νάγ­κη μας. Στὴ φτώ­χεια, στὸν πό­νο, στὴν τα­λαι­πω­ρί­α τῶν ἀ­δι­ε­ξό­δων μας (Λουκ. 4, 18-19). Νὰ μᾶς κάμει γνωστὸ τὸν ἑαυτό του, νὰ γνωριστοῦμε μαζί του. Νὰ μᾶς καλέσει νὰ γίνουμε φίλοι του, δικοί του.

Γεν­νή­θη­κε στὴν ἔ­σχα­τη φτώ­χεια, ὄ­χι για­τὶ τοῦ ἔ­λει­παν τὰ ἀ­πα­ραί­τη­τα. Δι­κά του εἶ­ναι τὰ σύμ­παν­τα (Ψαλμ. 118, 91). Ἀλ­λὰ γιὰ νὰ ταυ­τι­σθεῖ μὲ τὸν κά­θε φτω­χό καὶ νὰ προ(σ)κα­λέ­σει κι ἐ­μᾶς νὰ κά­νου­με τὸ ἴ­διο. Νὰ γί­νου­με οἰ­κτίρ­μο­νες καὶ ἐ­λε­ή­μο­νες σὰν αὐ­τὸν (Ψαλμ. 102, 8· Λουκ. 6, 36). Νὰ συ­ναν­τή­σου­με μὲ βα­θειὰ ἀ­γά­πη τὸν κά­θε ἀ­δελ­φό μας πά­νω στὸ πρό­βλη­μά του. Ἀλ­λι­ῶς ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριός μας θὰ μᾶς ἀ­πευ­θύ­νει τὸ πα­ρά­πο­νο: Πεί­να­σα, δί­ψα­σα, ἀρ­ρώ­στη­σα, ὑ­πῆρ­ξα ἄ­στε­γος, ξέ­νος, γυ­μνός, ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νος, φυ­λα­κι­σμέ­νος. Ἀλ­λὰ ἐ­σεῖς ἀ­δι­α­φο­ρή­σα­τε (Ματθ. 25, 43). Καὶ θὰ ἀποστρέ­ψει ἀπὸ μᾶς τὸ πρό­σω­πό του. Νὰ μὴν τὸν βλέπουμε. Καὶ αὐ­τὸ θὰ εἶ­ναι ἡ κό­λα­ση. Δὲν θὰ ὑ­πάρ­χει ὀ­δυ­νη­ρό­τε­ρη αἴ­σθη­ση γιὰ μᾶς ἀ­π’ τὸ νὰ στρέψει ἀλλοῦ τὸ πρό­σω­πό του ὁ Κύ­ριος, νὰ παύσει νὰ βλέπει τὸ δικό μας πρόσωπο.

Τὰ Χρι­στού­γεν­να ἔρ­χον­ται, ἂς συ­στρα­τευ­θοῦ­με λοι­πὸν ὅ­λοι μας σὲ ἕ­να μι­κρὸ συ­να­γερ­μὸ ἀ­γά­πης. Ὁ Χρι­στὸς στὸ πρό­σω­πο τῶν ἐ­λα­χί­στων ἀ­δελ­φῶν του πε­ρι­μέ­νει. Μᾶς κα­λεῖ «εἰς πα­ρο­ξυ­σμὸν ἀ­γά­πης καὶ κα­λῶν ἔρ­γων» (Ἑ­βρ. 10, 24). Ντρο­πή μας νὰ ὑ­στε­ρή­σου­με!



Πηγή: ΙΕΡΕΣ ΜΟΝΕΣ ΜΕΤΕΩΡΩΝ

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *