Πασχάλιος Πνευματικότης

Δημήτρης Γ. Κουτρουμπῆς

Ἡ λειτουργικὴ πράξις, ἡ θεολογικὴ γραμματεία, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ εἰκονογραφία φανερώνουν ὅτι, μεταξὺ τῶν χριστιανῶν διαδίδεται εἰς τὰς ἡμέρας μας μία πασχάλιος, μία ἀναστάσιμος πνευματικότης. Τὸ μυστήριον τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τῆς συντριβῆς δηλαδὴ τῆς δυνάμεως τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, καταλαμβάνει καὶ πάλιν τὸ κέντρον τῆς χριστιανικῆς σκέψεως καὶ ζωῆς. Καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ φυσικόν. Διότι ἕνας κόσμος, ὅπως ὁ σημερινός, ποὺ ἐγεύθη τοὺς καρποὺς τοῦ ἀθέου οὑμανισμοῦ, ποὺ συνέχεται ἀπὸ τὰς ὠδίνας τεραστίων οἰκονομικῶν, κοινωνικῶν, πολιτικῶν καὶ πολιτιστικῶν μετασχηματισμῶν, ποὺ ἐγνώρισε περισσότερον ἀπὸ κάθε προηγούμενον τὸ μεγαλεῖον ἀλλὰ καὶ τὴν ἀθλιότητα τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἱκανοποιεῖται μὲ ἁπλὰ λογικὰ σχήματα καὶ ξηρὰν ἠθικολογίαν. Διὰ νὰ εὕρη τὸν δρόμον του καὶ νὰ φέρη καρπούς, ἀξίους τῶν πλουσίων καὶ πολυτίμων δυνάμεων ποὺ ἀναντιρρήτως ἐμπερικλείει, χρειάζεται μίαν πνευματικότητα ζῶσαν καὶ ζωοποιόν, ἱκανὴν νὰ κατέλθη εἰς τὰ κατώτατα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, νὰ τὴν ἀποσπάση ἀπὸ τὸν τραγικὸν κλοιὸν τῆς μοίρας καὶ τῆς ἀνάγκης, νὰ τὴν φωτίση, ἀπολυτρώση, μεταμορφώση καὶ ἐξαγιάση. Χρειάζεται, μὲ ἄλλας λέξεις, πνευματικότητα ἀνάλογον μὲ τὴν πνευματικότητα ἐκείνων ποὺ ἀντιμετώπισαν νικηφόρως τὴν κραταιὰν αὐτοκρατορίαν τῆς Ρώμης καὶ ἔφεραν εἰς τὸν ἀρχαῖον κόσμον τὸ «εὐαγγέλιον», τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα τῆς σωτηρίας καὶ τῆς ἐλεύσεως τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἀρχὴ καὶ θεμέλιον τῆς πασχαλίου πνευματικότητος εἶναι ἡ πίστις, ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζαρηνός, ὁ λεγόμενος Χριστός, ὁ ὁποῖος πρὸ 2.000 περίπου ἐτῶν κατεδικάσθη εἰς θάνατον ἀπὸ τὸ συμβούλιον τῶν ἀρχιερέων καὶ πρεσβυτέρων τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ ἐξετελέσθη διὰ σταυρώσεως ἀπὸ τὸν ρωμαϊκὸν στρατὸν κατοχῆς τῆς Παλαιστίνης, τρεῖς ἡμέρας μετὰ τὴν ταφήν του ἀνέστη ἐκ τοῦ μνήματος διὰ νὰ ζήση εἰς τὸν αἰώνα.

Οἱ μεγάλοι διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἐπιμερινῆς ἐποχῆς συμφωνοῦν ὅτι ἡ τραγικότης τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς του ἐπιθυμεῖ τὴν ζωήν, ζῆ καὶ ὑπάρχει εἰς ἕνα κόσμον κυρι- αρχούμενον ἀπὸ τὸν νόμον τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ἕνα βλέμμα εἰς τὴν ἱστορικὴν καὶ πνευματικὴν ζωὴν τῆς ἀνθρωπότητος, ἢ μία πρόχειρος ἔστω ἀνάλυσις τῆς προσωπικῆς μας πείρας, ἀρκεῖ διὰ νὰ μᾶς πείση πόσον βαθειὰ ριζωμένος εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ πόθος τῆς ἀθανασίας καὶ τῆς ζωῆς. Ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς προσωπικότητός μας μαρτυροῦν ὅτι δὲν εἴμεθα «κατεσκευασμένοι» διὰ τὴν φθορὰν καὶ τὸν θάνατον. Καὶ ὅμως γεννώμεθα καὶ ζῶμεν εἰς ἕνα τόπον ὅπου βασιλεύουν ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος.

Τὸ τραγικὸν αὐτὸ γεγονὸς σφραγίζει μὲ τὴν ἀνεξάλειπτον σφραγίδα του κάθε ἐκδήλωσιν τοῦ βίου μας, διαστρέφει καὶ παραμορφώνει ριζικῶς τὴν ὑφὴν τῆς ὑπάρξεώς μας, διασπᾶ καὶ ἐξαρθρώνει ἀθεραπεύτως τὴν προσωπικότητά μας, καὶ τέλος μᾶς ἀναγκάζει νὰ ὑποκύψωμεν εἰς ἐκεῖνο ποὺ οἱ ἀρχαῖοι καὶ οἱ σύγχρονοι ἐθνικοὶ ὀνομάζουν μοίραν, εἱμαρμένην, πεπρωμένον.

Ἀλλ’ ἡ κατάστασις αὐτὴ —ποὺ πολλοί, ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου, θεωροῦν ὁμαλὴν καὶ φυσικήν, ἐνῷ κατὰ τὴν χριστιανικὴν ἀποκάλυψιν εἶναι ἐντελῶς ἀφύσικος ἢ καλύτερα παρὰ φύσιν, ἔργον τοῦ πονηροῦ ἀνθρωποκτόνου, τοῦ Διαβόλου,— ἔχει καὶ ἄλλα φοβερὰ ἀποτελέσματα.

Ἐν πρώτοις, ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὴν ζωήν μας κάθε νόημα καὶ κάθε περιεχόμενον. Ποῖος ὁ λόγος τῆς ἀναζητήσεως τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τῆς ἀποφυγῆς τοῦ κακοῦ, τῆς ὑπερασπίσεως τοῦ ἀληθοῦς καὶ τῆς καταπολεμήσεως τοῦ ψεύδους, τῆς προσκολλήσεως εἰς τὸ ὡραῖον καὶ τὸ εὐγενὲς καὶ τῆς ἀπορρίψεως τοῦ χυδαίου καὶ τοῦ ἀτίμου, ἀφοῦ τελικῶς ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος θὰ σβήσουν καὶ θὰ σαρώσουν ἀδιακρίτως τὰ πάντα;

Ἔπειτα, ἡ αὐθόρμητος καὶ πηγαία ἄρνησις τοῦ ἀνθρώπου νὰ ὑποταγῆ εἰς τὸ μοιραῖον καὶ ἡ σχεδὸν ἐνστικτώδης ὁρμή του νὰ ἐκπλήρωση τὸν προορισμόν του, νὰ ζήση δηλ. καὶ νὰ ἀπαθανατισθῆ, τὸν κάμνουν κάθε στιγμὴν νὰ παραβαίνη ὅλους σχεδὸν τοὺς φυσικοὺς καὶ ὑπερφυσικοὺς νόμους, ἀκόμη καὶ τὸ θέλημα καὶ τὰς ρητὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀγὼν τῆς συντηρήσεως καὶ τῆς ἐπιβιώσεως δὲν μᾶς καθιστᾶ ἐγωιστάς, φιλαύτους, ἀδιαφόρους διὰ τὸν πλησίον μας, σκληρούς, ἀσπλάγχνους, ἑτοίμους νὰ ἐξοντώσωμεν ὁ,τιδήποτε καὶ ὁποιονδήποτε παρεμβληθῆ εἰς τὴν προσπάθειάν μας; Καὶ ὁ φόβος τῆς καταστροφῆς καὶ τῆς φθορᾶς δὲν μᾶς ὠθεῖ νὰ συγκεντρώνωμεν περιττὰ ἀγαθά, νὰ ὑπερπληροῦμεν τὰ ταμεῖα μας, νὰ συλλέγωμεν εἰς ἀποθήκας, ἔστω καὶ ἂν ἀδικοῦμεν τοὺς ἄλλους ἢ τοὺς στεροῦμεν ἀπὸ τὸ ἀπαραίτητον καὶ τὸ ἀναγκαῖον;

Ὅλα αὐτά, ἐννοεῖται, δὲν καθησυχάζουν τὸν φόβον μας οὔτε καταπραΰνουν τὴν λύπην καὶ τὸν πόνον μας. Καὶ διὰ νὰ ξεχάσωμεν τουλάχιστον τὴν τραγικὴν μοίραν μας, ἐπινοοῦμεν παντὸς εἴδους ἡδονάς, πάσης φύσεως δόξας καὶ πρωτοκαθεδρίας. Διὰ νὰ καλύψωμεν τὸ κενὸν ποὺ χαίνει μέσα μας, γινόμεθα ἐγωπαθεῖς, κενόδοξοι, φιλήδονοι, δοῦλοι ὅλων τῶν παθῶν καὶ ὅλων τῶν διαστροφῶν ποὺ περιγράφει ὁ Ἀπόστoλος εἰς τὸ πρῶτον κεφάλαιον τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς του.

Αὐτὴ ἦτο καὶ αὐτὴ θὰ παρέμενε μέχρι τέλους ἡ μοίρα τοῦ φθαρτοῦ καὶ θνητοῦ ἀνθρώπου, ἐὰν Ἰησοῦς ὁ Ναζαρηνός, ὁ λεγόμενος Χριστός, τρεῖς ἡμέρας μετὰ τὴν ταφήν του, δὲν ἠγείρετο ἐκ τοῦ μνημείου, «ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ἀποδεικνυόμενος τοιουτοτρόπως ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς καὶ νικητὴς τοῦ θανάτου. Διὰ τῆς ἐγέρσεώς τοῦ ὁ Ἰησοῦς κατέλυσε τὴν παντοδυναμίαν τῆς φθορᾶς, καθεῖλε τὸ κράτος τοῦ θανάτου, συνέτριψε τὰς χαλκὰς πύλας τοῦ Ἅδου, μὲ τὴν χαρμόσυνον εἴδησιν τῆς ἀπελευθερώσεως καὶ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

Βέβαια, ὁ φυσικὸς θάνατος δὲν πρόκειται νὰ ἐκλείψη παρὰ μόνον μετὰ τὴν δευτέραν καὶ ἔνδοξον ἐπιφάνειαν τοῦ Κυρίου. Ἀλλ’ ὅσοι ἄνθρωποι ἑνοῦνται μετὰ τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καθίστανται ἀπὸ τοῦδε ἄφθαρτοι, ἀθάνατοι, ζῶντες εἰς τὸν αἰώνα. Διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ ἀναστάντος καὶ δοξασθέντος Ἰησοῦ, τῆς χορηγουμένης διὰ τῶν ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων, καθίστανται ἱκανοὶ νὰ ἐκπληρώσουν τὸν προορισμόν των, νὰ πραγματοποιήσουν τὸν σκοπὸν τῆς ὑπάρξεώς των, νὰ ζήσουν αἰωνίως καὶ ἀτελευτήτως ὡς τέκνα Θεοῦ καὶ υἱοὶ τοῦ Πατρός.

Ἔτσι, ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀποκτᾶ περιεχόμενον, ὁ μόχθος του νόημα, ἡ προσπάθειά του σκοπόν, ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἀλήθειά του σημασίαν. Ἡ μεγαλειώδης ἐποποιΐα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου νὰ κατακτήση τὴν φύσιν, νὰ ἐκλογικεύση τὴν κτίσιν, νὰ δημιουργήση ἠθικὴν καὶ δικαίαν κοινωνίαν, φωτιζομένη ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως μεταβάλλεται εἰς ὕμνον δόξης καὶ λατρείας, ἀναφερόμενον ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸν Πατέρα διὰ τοῦ Υἱοῦ ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὅσα ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα ἔχει δημιουργήσει ἢ πρόκειται νὰ δημιουργήση ὁ ἄνθρωπος παύουν νὰ εἶναι «ἄσκοπες λάμψεις μιᾶς ἀνόητης καταιγίδας μέσα στὴν ἄναρχη καὶ ἄπειρη νύχτα τῆς ἀνθρώπινης ἄνοιας καὶ δυστυχίας» καὶ γίνονται μυστικαὶ ψηφίδες εἰς τὴν εἰκόνα τῆς ἁγιωτάτης μορφῆς τοῦ βασιλέως Χριστοῦ.

Αὐτὸς δ’ ἀκριβῶς εἶναι ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, ἐνδιαφέρονται νὰ γνωρίσουν βαθύτερα τὸ μυστήριον τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ καὶ νὰ καλλιεργήσουν μίαν πνευματικότητα Πασχάλιον, ἀναστάσιμον. Βλέπουν ὅτι ἡ ἐποχή των, ὅπως καὶ κάθε ἐποχὴ ποὺ εὑρίσκεται μακρὰν τοῦ Χριστοῦ, «φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχός ἐστι δουλείας». Θέλουν λοιπὸν νὰ τὴν πείσουν καὶ διὰ τῆς ζωῆς των νὰ τῆς ἀποδείξουν ὅτι «ἐπεὶ οὖν τὰ παιδία κεκοινώνηκε σαρκὸς καὶ αἵματος, καὶ Αὐτὸς —δηλ. ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ— παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήση τὸν τὸ Κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι τὸν διάβολον». Ἀλλὰ διὰ τοῦ τρό- που αὐτοῦ οὔτε πρωτοτυποῦν οὔτε καινοτομοῦν. Ἁπλῶς ἀγωνίζονται νὰ ἐπιτελέσουν τὴν ἀποστολὴν ποὺ ἀπὸ τὴν πρώτην Κυριακὴν καλεῖται παρὰ τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπιτελέση κάθε χριστιανός: νὰ γίνη ἐν τῷ κόσμῳ μάρτυς τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ, τοῦ νικητοῦ τοῦ θανάτου καὶ ἀρχηγοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ Χάρις τῆς Θεολογίας», σελ. 140-144, ἐκδ. Δόμος.
Εικόνα: «Η Ανάστασις», Θεοφάνους του Κρητός. Από το τέμπλο του καθολικού της ιεράς μονής Σταυρονικήτα, του Αγίου Όρους.



Πηγή: Αντίφωνο

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *