Πολιτισμός, ἡ βαρειὰ βιομηχανία τοῦ Ἔθνους…

Πριν από αρκετά χρόνια, ίσως και δέκα, σε ένα παλιό αφιέρωμα της ΕΣΤΙΑΣ για το Άγιον Όρος που έπεσε στα χέρια μου, διάβασα ένα πολύ όμορφο κείμενο του Φώτη Κόντογλου. Μιλούσε για την ολιγοήμερη παραμονή του σε μια καλύβα ψαράδων μοναχών στην Έρημο του Όρους, κάπου κοντά στα Καυσοκαλύβια. Και με την συγκίνηση του ανθρώπου που λιγότερο παρατηρεί και μελετά και περισσότερο μετέχει, εικονογραφούσε με ενάργεια έναν τρόπο ζωής, ένα αρχαίο, ορθόδοξο και ελληνικό βίωμα που πλέον έχει χαθεί για πάντα. Έγραφε ο Κόντογλου:

«… Είχε έρθει μια μέρα στα Καψοκαλύβια ένας καλόγερος από κάποιο ψαραδόσπιτο που ήταν ανάμεσα στον κάβο Σμέρνα και στα Καψοκαλύβια, και τον φιλοξένησε ο πάτερ Ισίδωρος και γνωρισθήκαμε. Τον έλεγαν Νείλο, κ΄ ήταν Μυτιληνιός. Φεύγοντας με προσκάλεσε να πάγω στο κελί του. Σε δύο τρεις ημέρες, πήγα. Στο Όρος βλέπει κάποιος πολλά ασυνήθιστα πράγματα και κτίρια, πλην το κελί του πατέρα Νείλου ήταν από τα πιο παράξενα. Σε αυτό το μέρος κατέβαιναν δύο ραχοκοκαλιές από βράχια κι έκαναν δύο κάβους που τραβούσαν βαθειά στην θάλασσα, ο ένας πολύ κοντά στον άλλον, τόσο, που έλεγες πως το νερό που βρισκόταν ανάμεσα τους ήταν ποτάμι κι όχι θάλασσα. Εκεί που έσμιγε ο ένας κάβος με τον άλλον, σηκώνονταν δυό ράχες από βράχια κι ήταν τόσο κοντά, που σκοτείνιαζε εκείνο το μέρος, ας έλαμπε ο ήλιος το καλοκαίρι. Σ΄ αυτό το μέρος, μέσα σ΄ αυτή την τρύπα, ήτανε κτισμένος ο αρσανάς του πατέρα Νείλου. Τα νερά ήταν άπατα και σκοτεινά μέσα σε κείνο το κανάλι. Το σπίτι τόχαν κτισμένο λίγο παραπάνω από την θάλασσα, θεμελιωμένο στον βράχο, με χαγιάτια και με καμάρες, όπως συνηθίζεται στο Όρος από τα παληά χρόνια, με μαύρες πλάκες αντί για κεραμίδια. Λίγο παραπάνω ήταν κτισμένη η εκκλησιά, μικρή, με σκαλιστό τέμπλο και με όλα τα καθέκαστα. Αποπάνω κρεμόταν ένα βουνό δασωμένο και στην κορφή είχε έναν βράχο απότομο, μ΄ ένα σπήλαιο. Σ΄ αυτό το σπήλαιο ασκήτευε προ λίγα χρόνια ένας γέροντας που στάθηκε στα νιάτα του οπλαρχηγός στην Μακεδονία. Τώρα είχαν φωλιάσει όρνια μέσα στην σπηλιά και τάβλεπα που έπερναν βόλτες γύρω στην ράχη.

Ο Νείλος και η συνοδεία του είχαν δυό τράτες και δυό βάρκες. Ήτανε επτά – οκτώ νοματέοι, πέντε μεγάλοι και δυό τρία καλογέρια. Όλοι τους ήταν ηλιοκαμένοι, μαύροι σαν αραπάδες. Ο πάτερ Νείλος είχε απάνω του μια ησυχία και μιαν απλότητα που σε έκανε να τον αγαπήσεις και να τον σεβασθείς. Λιγόλογος, μα ολοένα ήταν χαμογελαστό το πρόσωπο του, με κάτι χείλια χονδρά σαν του αράπη, με μαύρα και πυκνά γένεια, που φύτρωναν κάτω από τα μάτια του και σκέπαζαν τα μάγουλά του. Με την σκούφια που φορούσε ήτανε ίδιος βαβυλώνιος. Ξυπόλητος, όπως δα ήταν όλοι τους, φορούσε απάνω ένα σκούρο πουκάμισο και κάτω ένα βρακί ανατολίτικο ίσαμε τα γόνατα. Τις ημέρες που κάθησα εκεί πέρα, ο Νείλος κ΄ ένας δόκιμος δεν πήγαιναν με την τράτα για να μου κρατήσουν συντροφιά. Ήτανε κ΄ ένας γέρος, πάτερ Αθανάσιος, που φύλαγε πάντα το σπίτι. Σαν γύριζαν από το ψάρεμα έβγαζαν τα ψάρια έξω και αφού διάλεγαν λίγα χονδρά για να φάμε, κι άλλα για πάστωμα, τα ψιλά τα έκαναν έναν σωρό και τα άφηναν να σιτέψουν για να τα αλατίσουνε. Από τα χονδρά πάστωναν πολλούς ροφούς, νάχουν τον χειμώνα. Ψιλά, μαρίδα και σαρδέλλα, πάστωναν πολλά βαρέλια και τα έστελναν στην Σαλονίκη. Κάθοντανε σταυροπόδι γύρω στον σωρό και πάστωναν. Όλο το σπίτι μύριζε μια τέτοια ψαρίλα, που στην αρχή γύριζαν άνω κάτω τα στομάχια μου. Μα σιγά σιγά συνήθισα και δεν καταλάβαινα την ψαρίλα σχεδόν ολότελα.

Συλλογιζόμουν κιόλας πως έτσι θα μύριζαν κι ο Χριστός κ΄ οι απόστολοι. Οι άνθρωποι κ΄ ότι έπιανες, όλα μύριζαν ψαρίλα. Ακόμα και μέσα στην εκκλησιά ένοιωθες αυτή την μυρουδιά.

Τις ώρες που έλειπαν οι άλλοι στο ψάρεμα, κουβεντιάζαμε με τον πάτερα Νείλο για θρησκευτικά και για τα ιστορικά του σπιτιού του, τι φουρτούνες πέρασαν, τι θεριόψαρα συνάντησαν, τι καΐκια βούλιαξαν από τότες που κάθησε σ΄ αυτό το μέρος κι άλλα λογιών λογιών. Άλλη φορά πάλι, εκεί που καλαφάτιζε μια βάρκα τραβηγμένη έξω, έψελνε με την γλυκειά φωνή του, κ΄ έκανε τον δεξιό ψάλτη κι εγώ τον αριστερόν. Λέγαμε τις Καταβασίες της Μεταμορφώσεως (γιατί ήταν εκείνες οι μέρες του Αυγούστου) «Χοροί Ισραήλ αήκμοις ποσί, πόντον ερυθρόν και υγρόν βυθόν διελάσαντες», τα Πασαπνοάρια με το δοξαστικό «Παρέλαβεν ο Χριστός τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην», κι ύστερα λέγαμε αργώς και μετά μέλους το Κοινωνικό «Εν τω φωτί της δόξης του προσώπου σου, Κύριε, πορευόμεθα εις τον αιώνα».

Στο τέλος όμως ψέλναμε πάντα το «Ευλογητός ει Χριστέ ο Θεός ημών, ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας, καταπέμψας αυτοίς το πνεύμα το άγιον, και δι΄ αυτών την οικουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι». Δεν μπορώ να παραστήσω το πόσο συγκινημένη ήταν η καρδιά μου σαν άκουγα να ψέλνει ο ψαράς ο πάτερ Νείλος, ξυπόλητος, με το κατραμωμένο βρακί, με τα φύκια κολλημένα επάνω στα γυμνά ποδάρια του, να ψέλνει με κείνη την αρχαία μελωδία και να λέγει στίχους Ιαμβικούς, και παραπέρα ν΄ αφρίζουν τα παμπάλαια ελληνικά κύματα κι ο αγέρας να βουΐζει πανηγυρικά απάνω στα θεόκτιστα βράχια και στα δένδρα!

Μα η πιο βαθειά κι η πιο παράξενη συγκίνηση μ΄ έπιανε την Κυριακή και τις άλλες γιορτινές ημέρες που λειτουργούσε ο πάτερ Νείλος ο ψαράς και γινόταν ιερέας του Υψίστου, αυτός που τον έβλεπα τις άλλες ημέρες ν΄ αλατίζει ψάρια, να καλαφατίζει βάρκες, να ματίζει σκοινιά, να γραντολογά καραβόπανα, να βολεύει άγκουρες, να μπαλώνει δίχτυα, μαζί με την συνοδεία του! Και στην λειτουργία γινόταν σαν πατριάρχης, με το επανωκαλύμμαυχο, με το χρυσό φελόνι, με τα επιμάνικα, με το επιγονάτιο, και δεόταν μυστικώς μπροστά στην αγία Τράπεζα «υπέρ των του λαού αγνοημάτων», «ως ενδυόμενος την της ιερατείας χάριν».

Ω! Τι εξαίσια και φρικτά μυστήρια έχει η ταπεινή ορθοδοξία μας! Μα η καρδιά μου δάκρυζε αληθινά από άγια χαρά κι από κατάνυξη, σαν έστρωναν για να φάμε και ευλογούσε την τράπεζα ο πάτερ Νείλος με τα θαλασσοψημένα δάχτυλα του, ενώ γύρω στέκονταν με σταυρωμένα χέρια εκείνοι οι απλοί ψαράδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι από τον κόσμο μέσα σε εκείνη την καταβόθρα. Κι έλεγε με την ταπεινή φωνή του ο πάτερ Νείλος «Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου, ότι άγιος ει πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων», ενώ μας απόσκιαζε η πλώρη του τρεχαντηριού κ΄ η αρμύρα ερχόταν από το βουερό το πέλαγο».

Αν και έχω περπατήσει πολλές φορές τα βράχια της περιοχής δεν μπόρεσα να ανασύρω από την μνήμη μου κάποια γνώριμη εικόνα. Δεν μπόρεσα να φαντασθώ σε πιο σημείο της ακτογραμμής θα μπορούσε να βρίσκεται ο αρσανάς της διηγήσεως. Άλλωστε οι νότιες ακτές της χερσονήσου είναι άγριες, απότομες και σχεδόν απροσπέλαστες και γιαυτό το μεγαλύτερο μέρος του μονοπατιού περνάει αρκετά ψηλά πάνω από την θάλασσα, τόσο, που να αφήνει στον πεζοπόρο ελεύθερη μόνο την θέα του ανοικτού πελάγους.

Πρέπει να ήταν την άνοιξη του 2002 η τελευταία φορά που βρέθηκα με έναν καλό φίλο στα ίδια μέρη. Έχοντας ξεκινήσει νωρίς το μεσημέρι από την Κερασιά, στα 800 περίπου μέτρα, πεζοπορήσαμε ανατολικά, μέσα στο δάσος, μέχρι να καταλήξουμε στην Καλύβα του Αγίου Νείλου, στην κορυφή ενός θεόρατου βράχου που υψώνεται κάθετα από την θάλασσα. Από εκεί στρέψαμε πίσω προς την δύση, για τα Καυσοκαλύβια, ακολουθώντας το δύσκολο μονοπάτι που ανεβοκατεβαίνει, άλλοτε κοντά και άλλοτε σε απόσταση από την ακτή, ψηλά, επάνω από απόκρημνα βράχια.

Λίγο μετά τον Άγιο Νείλο, στο τέλος μιας μεγάλης κατηφόρας, η πορεία ενός χονδρού τηλεφωνικού καλωδίου στα αριστερά μας μας αποκάλυψε την αρχή ενός στενού και απότομου μονοπατιού, που κατηφόριζε στο βάθος της χαράδρας, σχεδόν κρυμμένο πίσω από μικρούς βράχους. Στο μυαλό μου γύρισε αμέσως η διήγηση του Κόντογλου. Κατεβήκαμε σχεδόν τρέχοντας. Και ήταν αυτό ακριβώς που περιμέναμε. Ο παλιός αρσανάς του πατέρα Νείλου και της συνοδείας του. Οι δύο μεγάλοι απότομοι κάβοι, ο βαθύς και στενός σαν ποτάμι κόλπος, η σκιερή ακτή, η θεμελιωμένη στον βράχο πέτρινη καλύβα, τα απομεινάρια της μικρής εκκλησίας, η παλιά σκάλα που έδεναν τα καΐκια.

Βρίσκονταν όλα στην θέση τους. Όχι όμως όπως τα είχαν αφήσει οι τελευταίοι ένοικοι. Γιατί οι καινούριοι ιδιοκτήτες, παρόλου που δεν μένουν ποτέ εκεί, φρόντισαν να κάνουν κάποιες αποφασιστικές και αναγκαίες παρεμβάσεις με προφανή σκοπό να προετοιμάσουν την καλύβα για τις αυξημένες ανάγκες του 21ου Ελληνικού αιώνα.

Πρώτα από όλα ενίσχυσαν με μπόλικο κονίαμα το επάνω όριο των τοίχων και στην θέση της πέτρινης σκεπής τοποθέτησαν μια θαυμάσια επίπεδη τσιμεντένια πλάκα. Η απλή αυτή κατασκευή διαθέτει αντοχή αλλά και αισθητική αρτιότητα. Επιπλέον η εμπρόσθια προέκτασή της λειτουργεί και ως αποτελεσματικό σκίαστρο για την ευρύχωρη και πολυλειτουργική βεράντα. Ποιά βεράντα;

foto1

foto2

Mα την βεράντα που δημιουργήθηκε με την προσθήκη ενός υπέροχου μπετονένιου σκελετού που έζωσε αρμονικά από την μέση και κάτω την παλιά πέτρινη κατασκευή. Μάλιστα, για λόγους ασφαλείας, στην εμπνευσμένη αυτή σύνθεση προστέθηκε μια σειρά από υπέροχα περίτεχνα κάγκελα υδραυλικού σωλήνα που επάνω στους κομψούς πυλώνες τους διατρέχουν περιμετρικά το σύνολο και καταλήγουν στην βάση της πρϋπάρχουσας σκάλας.

foto3

foto4

Αλλά ο σχεδιαστής πέτυχε να πιάσει με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια. Γιατί το ευμεγέθες της κατασκευής από την πλευρά της θάλασσας δημιουργεί τον απαραίτητο χώρο για έναν ισόγειο, στεγασμένο και πολυλειτουργικό αποθηκευτικό χώρο, ευρύχωρο και άμεσα προσπελάσιμο για κάθε χρήση.

foto5

foto6

Aπό την μεριά της θάλασσας πάλι, το κατέβασμα της κατασκευής προς την ακτή εντυπωσιάζει με την απλότητα αλλά και την στιβαρότητα του.

foto7

Τα δύο σοφά τοποθετημένα ανισομεγέθη ανοίγματα εξυπηρετούν ασφαλώς τις ανάγκες φωτισμού και εξαερισμού της αποθήκης. Παράλληλα όμως αποτελούν και μια αισθητική πινελιά που ολοκληρώνει με ευαισθησία την σύνθεση.

foto8

Τέλος, ο περιβάλλων χώρος, ένα μεγάλο μέρος της ακτής, που κάποτε ήταν γεμάτη με εκείνες τις άχαρες γυαλιστερές στρογγυλεμένες κροκάλες, καλύφθηκε με ένα ίσιο και καθαρό στρώμα τσιμέντου που καθιστά την πρόσβαση ανεμπόδιστη και ασφαλή.

foto9

foto10

Που ήταν το ΚΕΔΑΚ (για όσους δεν γνωρίζουν, το Κέντρο Διαφυλάξεως Αγιορείτικης Κληρονομιάς);

Μα που άλλού; Στα γραφεία του στην Θεσσαλονίκη.

Άντε και σε κανένα από τα εργοτάξια των 20 κυρίαρχων μονών που εδώ και χρόνια, -με κονδύλια και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως-, συντηρούνται και αναπαλαιώνονται με εντατικούς ρυθμούς. Μόνον αυτά. Μόνο τα μοναστήρια. Ίσως και λίγα άλλα κτίρια μνημειακού χαρακτήρα στις Καρυές. Όλα τα υπόλοιπα, από τα 2,000 και πλέον κτίσματα του Αγίου Όρους, αφήνονται στην τύχη τους, έρμαια των αλόγιστων παρεμβάσεων και θύματα της κακογουστιάς και της χυδαίας αισθητικής των προσωρινών ενοίκων τους.

Γιατί είναι προφανές ότι η ελληνική διοίκηση (με άλλα λόγια ο μέσος Έλληνας που την συντηρεί και την στηρίζει) αδυνατεί να κατανοήσει ότι το φυσικό και το πολεοδομικό περιβάλλον αποτελούν ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο και ότι, υπό την έννοια αυτή, κανένα οικοδόμημα δεν μπορεί να σταθεί και να αναδειχθεί αυτοτελώς. Αντίθετα μπορεί να ιδωθεί μόνον ως μέρος, προσάρτημα και συνέχεια των πραγμάτων που το περιβάλλουν.

Επιπλέον η ελληνική διοίκηση (με άλλα λόγια ο μέσος Έλληνας που την συντηρεί και την στηρίζει) αδυνατεί να κατανοήσει την βαθύτερη ουσία του πολιτισμού. Αδυνατεί να αντιληφθεί τον πολιτισμό ως καθολικό βίωμα και συνολικό τρόπο υπάρξεως. Ως πολύπλοκo ιστό πολλών μικρών, απλών και καθημερινών πραγμάτων που κάθε τόσο, στις μεγάλες στιγμές των λαών, συμπυκνώνονται, από τους καλλίτερους εκπροσώπους του, για να μετουσιωθούν σε έργα μνημειακού χαρακτήρα. Σε κατασκευάσματα υψηλής συμβολικής αξίας, που στην μορφή και τις γραμμές τους, με εργαλείο και μέσο την ιδιοφυία των άμεσων δημιουργών τους, αποτυπώνονται η φυσιογνωμία, τα χαρίσματα και η πνευματική αλκή των γενεών που τους ανέδειξαν.

Ο Παρθενώνας δεν φτιάχτηκε από δύο αρχιτέκτονες. Παραγγέλθηκε σε αυτούς από τους πολίτες μιας ελεύθερης πόλεως, που έτσι ακριβώς τον ήθελαν και έτσι τον ζήτησαν. Το ίδιο και οι μεγάλοι καθεδρικοί της δυτικής χριστιανοσύνης. Που αν κυττάξει κάποιος τους δρόμους και τις γειτονιές γύρω τους, αν δει όλα τα μικρότερα, απλά και καθημερινά πράγματα που στέκονται με δέος στην σκιά τους, καταλαβαίνει αμέσως. Και δεν ρωτάει πώς, και με ποιόν τρόπο, υψώθηκαν εκεί αυτά τα βέλη να δείχνουν τον δρόμο προς τον ουρανό.

Για όλους αυτούς τους λόγους η ταπεινή καλύβα του πατέρα Νείλου, κάπου στην Έρημο του Αγίου Όρους, ανάμεσα στον κάβο Σμέρνα και στα Καυσοκαλύβια, έχει την ίδια αξία με τους περίτεχνους τρούλλους του καθολικού της Πατριαρχικής και Χρυσοπηγιακής και Ιεράς και Μεγίστης Μονής Βατοπεδίου. Είναι γιατί τα πρώτα πρέπει να στέκονται τριγύρω, σιωπηλοί και ταπεινοί μάρτυρες, για να ιστορούν στους πεζοπόρους πώς βρέθηκαν τα δεύτερα.

Αλλά δεν χρειάζεται να ταξειδέψει κάποιος τόσο μακρυά. Μια ματιά στους εμπορικούς δρόμους της Αθήνας κάτω από τον «ιερό βράχο» είναι αρκετή για να καταδείξει ότι ο Παρθενώνας δεν ταιριάζει πια σ΄ αυτή την πόλη των βαθειά παρηκμασμένων κληρονόμων του αρχαίου κλέους.



Πηγή: Ἕρμιππος
Το είδαμε: Φιλονόη και φίλοι...

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *