Πώς έζησα το Πραξικόπημα του 1974

ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ ΠΥΛΗ ΠΑΦΟΥ

Ο θυμώδης υπολοχαγός, η «κυρία με τις σφαίρες» και ο απαίσιος βασανιστής συγγενής της, που «χώστηκε» στα βουνά…

Γ΄

ΤΗΝ Τρίτη 16 Ιουλίου 1974 συνέχιζα να παραμένω στο σπίτι μου και να παρακολουθώ τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Το ΡΙΚ μετέδιδε ασταμάτητα εμβατήρια και ανακοινώσεις των πραξικοπηματιών, αλλά δεν έδιδε σαφή εικόνα πώς είχε διαμορφωθεί τις μέρες εκείνες η κατάσταση στην Κύπρο. Ο παράνομος τουρκοκυπριακός ραδιοσταθμός «Μπαϊράκ», που την προηγουμένη μετέδωσε τις δηλώσεις Ντενκτάς ότι το Πραξικόπημα «ήταν εσωτερικό θέμα των Ελληνοκυπρίων», μετέδωσε από την Άγκυρα πύρινες δηλώσεις του Πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετζεβίτ ότι «η Τουρκία παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή την κατάσταση στην Κύπρο», ότι «δεν επρόκειτο να μείνει απαθής» και ότι προτίθετο να μεταβεί στο Λονδίνο για διαβουλεύσεις με την αγγλική Κυβέρνηση. Αργά το βράδυ ακούσαμε από το BBC, ότι ο Μακάριος έφυγε από την Κύπρο και πήγαινε στο Λονδίνο μέσω Μάλτας. Εκτιμούσα ότι τα πράγματα συνεχώς χειροτέρευαν, χωρίς όμως ποτέ να περάσει από τη σκέψη μου και το ότι η Τούρκοι θα εισέβαλλε τελικά στην Κύπρο.

ΤΗΝ επομένη το πρωί, με πήρε τηλέφωνο ο διευθυντής της «Εθνικής» Χαράλαμπος Χαραλάμπους, αδελφότεκνος του ήρωα της ΕΟΚΑ Πέτρου Γιάλλουρου, για να μου ότι δημοσιογράφοι και λοιπό προσωπικό των εφημερίδων θα έπρεπε να πάμε στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, όπου θα εξασφαλίζαμε άδεια (πάσο) για να κυκλοφορούμε τις νύχτες, γιατί οι εφημερίδες, που παρέμεναν κλειστές από τη Δευτέρα του Πραξικοπήματος, θα ξανάρχιζαν να κυκλοφορούν.

Ελεεινό κατάντημα μακαριακών δημοσιογράφων

ΛΟΓΩ του ότι δεν είχα μέσο μεταφοράς, πήγα στο ΓΤΠ πεζός, παρά τη μεγάλη απόσταση και τον καυτό ήλιο του Ιουλίου. Έφτασα ενώ κόντευε μεσημέρι. Κάθισα στο κυλικείο περιμένοντας τον Χαραλάμπους, που μου είχε πει να βρεθούμε εκεί. Σε λίγο είδα αρκετούς δημοσιογράφους άλλων εφημερίδων να κατεβαίνουν από τον πρώτο όροφο, όπου το γραφείο του νέου Κυβερνητικού Εκπροσώπου Σπύρου Παπαγεωργίου, από τον οποίο, όπως μου είπαν, είχαν εξασφαλίσει την άδεια για κυκλοφορία τις νύχτες, αλλά μόνο μέχρι τις 10.30, που ήταν η ώρα περάτωσης του ωραρίου ετοιμασίας των εφημερίδων. Σε αντίθεση με πριν το Πραξικόπημα, που ήταν τα μεσάνυχτα.

ΜΕΤΑΞΥ των συναδέλφων δημοσιογράφων που έφευγαν, ήταν και ένας που εργαζόταν στην μακαριακή εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» του κόμματος Λυσσαρίδη, τον οποίο ρώτησα «τι γίνεται ο γιατρός;». Για να πάρω μιαν απάντηση, που με καθήλωσε: «Τι με κόφτει εμέναν που τον γιατρό;» Τον απαρνήθηκε, δηλαδή, με το πρώτο λάλημα αλέκτορα, την επικράτηση του Πραξικοπήματος! Επίσης, στην καντίνα μπήκε πιο πριν ένας άλλος δημοσιογράφος, επίσης μακαριακής εφημερίδας, ο οποίος μόλις με είδε, μου είπε «είμαι μαζί σας»! «Μα ποιους μαζί μας;», το ρώτησα, οπότε έκανε μεταβολή και έφυγε.

Στην Πύλη Πάφου, για το «πάσο»

ΤΗΝ ώρα ακριβώς που αποχωρούσαν οι δημοσιογράφοι, έφθασε και ο Χαραλάμπους, που με ρώτησε αν πήγα πάνω για να πάρω το πάσο. Του είπα «όχι» και ο λόγος γι’ αυτό ήταν γιατί στον πρώτο όροφο ήταν και το γραφείο του Προέδρου των πραξικοπηματιών Νίκου Σαμψών, τον οποίο δεν ήθελα να συναντήσω γιατί είχα κινήσει αγωγή κατά της τυπογραφικής εταιρίας του (Σαμψών Λτδ), για καθυστερημένους μισθούς όταν εργαζόμουν στις εφημερίδες του.

ΑΝΕΒΗΚΕ για λίγο πάνω ο Χαραλάμπους και, επιστρέφοντας, μου είπε «πάμε στην Πύλη Πάφου, για να πάρουμε από εκεί το πάσο από τον Ρήγα». Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήγαμε και στην μαύρη σιδερένια πόρτα που έμπαζε στον χώρο στάθμευσης μπροστά από τα γραφεία, υπήρχε ένας Ελλαδίτης υπολοχαγός, ο οποίος και μας άνοιξε. Ξαφνιάστηκα γι’ αυτό που είδα: Μεγάλο μέρος του χώρου ήταν γεμάτο από μέλη της Αστυνομίας με πολιτικά, οι οποίοι κάθονταν χάμω. Ο Χαραλάμπους είχε ήδη ανεβεί βιαστικά τη σκάλα για τα πάνω γραφεία, εγώ όμως έκαναν χειραψία με γνωστούς μου αστυνομικούς, συγγενείς, χωριανούς κ.λπ., οι οποίοι μου φώναζαν και πρότασσαν το δεξί τους χέρι. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην ανταποκριθώ, όμως η ενέργειά μου αυτή θύμωσε τον υπολοχαγό, ο οποίος με αγριοκοίταξε. Προχώρησα τότε προς τη σκάλα και ενώ ανέβαινα πάνω, από το Τμήμα Τροχαίας όπου εργαζόταν, είδα να κατευθύνεται προς το μέρος μου ένας θείος μου λοχίας. Ήταν πολύ στενοχωρημένος, κατάλαβα ότι ήθελε να συναντηθούμε, όμως λόγω της συμπεριφοράς του υπολοχαγού, δεν μπορούσα. Προχώρησα, ανέβηκα και κάθισα σ’ έναν προθάλαμο, οπότε είδα μέσα στο γραφείο τον Χαραλάμπους να μιλά με τον αστυνόμο Ανδρέα Ρήγα, ο οποίος είχε διοριστεί Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας.

Ο ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ δεν άργησε να βγει από το γραφείο, οπότε μου έδωσε το δικό μου χαρτί (πάσο) και φύγαμε. Θα πηγαίναμε, μου είπε, δουλειά την επομένη και η εφημερίδα θα κυκλοφορούσε την Παρασκευή 19 Ιουλίου. (Ατυχώς το «πάσο» δεν υπάρχει, γιατί το είχα αφήσει, ιμαζί με άλλα χαρτιά στο σπίτι όταν έφυγα το Σάββατο για την εισβολή και η μικρή μου αδελφή, που δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν, τα πέταξε..)!

Πρωτόγνωρα πράγματα

Ο ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ με πήρε τότε σπίτι μου και έφυγε. Μπήκα βιαστικά μέσα, για να βρω μπροστά μου πρωτόγνωρα πράγματα: Μόλις με είδε η αδελφή μου, είπε:

– Άργησες, ακόμα λλίον θα προλάμβαινες την…, που σε περίμενε.

– Και τι ήθελε από εμένα η…, ρώτησα.

– Για να πάεις να φέρεις που τα βουνά όπου χώστηκε ο…, για να μεν τον σκοτώσουν!

Έμεινα ξερός.

– Και πού ως τα πού να πάω εγώ να φέρω τον…..; ρώτησα.

– Δεν ξέρω, μου απάντησε η αδελφή μου. Η…..έτσι μου είπε. Την έστειλε ο….κοντά σου!

Ο συγκεκριμένος άνθρωπος διορίστηκε αστυνομικός με εντολή του Μακαρίου και ήταν βασανιστής στον σταθμό της Πύλης Πάφου. Έτσι τον ήξεραν όλοι, που τον «στόλιζαν», μάλιστα, και με διάφορους χαρακτηρισμούς. Η….ήταν γιαγιά της γυναίκας του και μητέρα του λοχία θείου μου, δηλαδή είχαμε κάποια συγγένεια, από την οποία και η γνωριμία μας. Με θυμήθηκε τις ημέρες εκείνες η…..και θεώρησε πως μπορούσα να γλιτώσω τον συγγενή της! Αν ήταν δυνατό. Όσο σοβαρή κι αν ήταν η περίπτωση, δεν κρατήθηκα. Γέλασα με τη συμπεριφορά αυτή.

ΟΜΩΣ, δεν ήταν μόνο αυτό το «κατόρθωμα» της ηλικιωμένης επισκέπτριας. Η αδελφή μου με πληροφόρησε επίσης, ότι την ώρα που ήταν σπίτι μας, πήγε σε διπλανό χωράφι και πέταξε πολλές σφαίρες, από ένα μεγάλο σακούλι που κρατούσε! Να μας ενοχοποιήσει, δηλαδή εμάς η κυρία, χωρίς να φταίμε σε τίποτε…

Ο….ήταν συγγενής του Μακαρίου και, προφανώς, οι υπεύθυνοι της Αστυνομίας δυσκολεύονταν σε ποιο Τμήμα να τον βάλουν, οπότε τον «διόρισαν» βασανιστή! Όπου και «αρίστεψε», σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες προς τον γράφοντα. Ήταν από τους πιο απαίσιους και άκαρδους. Αυτό ήταν και η αιτία να δεχτεί, όταν την επομένη παραδόθηκε και συνελήφθη, αρκετά χαστούκια από ενωτικό αστυνομικό, που τον είχε βασανίσει πριν. Μεταφέρθηκε με άλλους τις Κεντρικές Φυλακές και απολύθηκε με την έναρξη της τουρκικής εισβολής.

ΑΛΛΑ, θα συνεχίσουμε.

(Αρχείο Νίκου Παπαναστασίου-απόσπασμα)
nikospa.wordpress.com
16.7.2016



Πηγή: ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *