Πώς οι πολυεθνικές ελέγχουν τα τρόφιμα του κόσμου

Εάν υπάρχει κάποιος στην Ινδία που γνωρίζει καλά το θέμα της «πράσινης επανάστασης», είναι η Βαντάνα Σίβα, ένα από τα βιβλία της οποίας, δημοσιευμένο το 1989, έχει τίτλο Η βία της πράσινης επανάστασης. Οικολογική υποβάθμιση και πολιτική σύγκρουση στο Παντζάμπ. Στο θεμελιώδες έργο της, η σπουδαία αυτή γυναίκα, μορφή του φεμινισμού και της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, αναλύει σε βάθος τις αρνητικές συνέπειες αυτής της αγροτικής «επανάστασης» που άρχισε αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και που αργότερα χαρακτηρίστηκε «πράσινη» επειδή υποτίθεται ότι ανέκοψε την επέκταση της «κόκκινης επανάστασης» στις «υπανάπτυκτες χώρες», κυρίως στην Ασία, όπου η άνοδος στην εξουσία του Μάο Τσε-Τουνγκ στην Κίνα το 1949 υπήρχε κίνδυνος να έχει και συνεχιστές.

«Ο μοναδικός σκοπός της δεύτερης πράσινης επανάστασης είναι να αυξηθούν τα κέρδη της Monsanto»

«Δεν λέω ότι η πράσινη επανάσταση δεν ξεκίνησε με καλές προθέσεις, δηλαδή την αύξηση της παραγωγής τροφίμων στις χώρες του τρίτου κόσμου», μου εξηγεί η Βαντάνα Σίβα, «οι παρενέργειες όμως του βιομηχανικού αγροτικού μοντέλου που τη στηρίζει είχαν δραματικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνέπειες, ιδιαίτερα για τους μικρούς καλλιεργητές». Κατά τη δεύτερη αυτή συνάντησή μας, τον Δεκέμβριο του 2004, η Ινδή στρατευμένη διανοούμενη με δέχεται στο αγρόκτημα του «Ναβντάνια» («οι εννέα σπόροι»), συλλόγου για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και την προστασία των δικαιωμάτων των αγροτών, που η ίδια ίδρυσε το 1987, και βρίσκεται στην Πολιτεία του Ουταραντσάλ, στη βόρεια Ινδία, στα σύνορα με το Θιβέτ και το Νεπάλ. Μερικά χιλιόμετρα από το Ντεραντούν, στους πρόποδες των Ιμαλαΐων, εκεί όπου γεννήθηκε η Σίβα, έφτιαξε ένα κέντρο κατάρτισης αγροτών με στόχο την προώθηση της καλλιέργειας των παραδοσιακών σπόρων σιταριού και ρυζιού, που λίγο έλλειψε να χαθούν με την «πράσινη επανάσταση» προς όφελος των λεγόμενων ποικιλιών «υψηλής απόδοσης» που εισάγονταν από το... Μεξικό.

Στην πραγματικότητα, η αγροβιομηχανική ιδέα που θα ονομαστεί «πράσινη επανάσταση» το 1968 γεννήθηκε το 1943 στην μεξικανική πρωτεύουσα. Εκείνη τη χρονιά, ο Χένρι Γουάλας, αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών (και ιδιοκτήτης της Pioneer Hi-Bred, που επινόησε τα υβρίδια καλαμποκιού), προτείνει στον Μεξικανό ομόλογό του τη δημιουργία μιας «επιστημονικής αποστολής» με στόχο την αύξηση της εθνικής παραγωγής σίτου. Με χορηγό το Ίδρυμα Ροκφέλερ, υπό την αιγίδα του μεξικανικού Υποουργείου Γεωργίας, το πιλοτικό αυτό σχέδιο αρχίζει να υλοποιείται στα προάστια της Πόλης του Μεξικού, όπου το 1965 θα ονομαστεί Διεθνές Κέντρο Βελτίωσης Αραβόσιτου και Σίτου (CIMMYT, Centro Internacional de Mejoramiento de Maiz y Trigo).

Τον Οκτώβριο του 2004 επισκέφθηκα αυτό το φημισμένο οργανισμό ερευνών, που λειτουργεί πάντοτε στα πρότυπα ένωσης μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και στον οποίο εργάζονται γύρω στους 100 διεθνείς ερευνητές με υψηλά προσόντα, καθώς και περισσότεροι από 500 συνεργάτες από 40 περίπου χώρες. Στην αίθουσα της εισόδου βρίσκεται αναρτημένος ένας μεγάλος τιμητικός πίνακας για εκείνον που θεωρείται ο πατέρας της πράσινης επανάστασης: τον Νόρμαν Μπόρλογκ, γεννημένο σε ένα αγρόκτημα της Άιόβα το 1924, ο οποίος στρατολογήθηκε από το Ίδρυμα Ροκφέλερ το 1944 και έλαβε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1970 «σε αναγνώριση της σπουδαίας συμβολής του στην πράσινη επανάσταση»,1 σύμφωνα με τα λόγια του σεβαστού ιδρύματος. Επί 20 χρόνια, ο γεωπόνος αυτός, που σήμερα είναι ένθερμος υποστηρικτής των ΓΤΟ, είχε μία εμμονή: να αυξήσει την παραγωγικότητα στο σιτάρι, δημιουργώντας ποικιλίες που να επιτρέπουν το δεκαπλασιασμό της απόδοσης. Για να το κατορθώσει, είχε την ιδέα να διασταυρώσει τις ποικιλίες του CIMMYT με μια ιαπωνική ποικιλία φυτών-νάνων, τη «Norin 10». Πράγματι, για να αυξηθεί η απόδοση, πρέπει να αναγκαστεί το φυτό να παράγει μεγαλύτερους και περισσότερους σπόρους, με κίνδυνο να σπάσει ο μίσχος του. Εξ ου και το τέχνασμα του «κοντέματος των κοτσανιών», όπως λέγεται στη γλώσσα των επιλογέων, μέσω της εισαγωγής ενός γονιδίου νανισμού.

Έτσι, μέσα σε έναν αιώνα, οι αποδόσεις του σιταριού πέρασαν από τα δέκα εκατόκιλα ανά εκτάριο (το 1910) σε έναν μέσο όρο ογδόντα εκατόκιλων, ενώ το στάχυ του σιταριού έχανε περίπου ένα μέτρο ύψος. Η εκμετάλλευση αυτή όμως είχε και ένα αντίτιμο, το οποίο καταγγέλουν όσοι αντιτίθενται στην «πράσινη επανάσταση»: την αύξηση των πρϊόντων φυτοπροστασίας, δίχως τα οποία οι «θαυματουργοί σπόροι», όπως επονομάστηκαν οι ποικιλίες του CIMMYT, είναι εντελώς άχρηστοι. Διότι, για να κατορθώσει να παράγει μια τέτοια ποσότητα σπόρων, το φυτό πρέπει κυριολεκτικά να πνιγεί στα λιπάσματα (άζωτο, φώσφορο, κάλιο), γεγονός που τελικά προκαλεί μείωση της φυσικής γονιμότητας του εδάφους. Επιπλέον, χρειάζεται άφθονο πότισμα, πράγμα που εξαντλεί τα αποθέματα νερού. Εξάλλου, η ακραία συγκέντρωση φυτών είναι η χαρά των βλαπτικών εντόμων και των μυκητών, εξ ου και η μαζική χρήση εντομοκτόνων και μυκητοκτόνων. Τέλος, η εμμονή με τη μεγάλη απόδοση επέφερε μια γενική πτώση της διατροφικής ποιότητας των σπόρων, και μείωση της βιοποικιλότητας του σιταριού, πολλές ποικιλίες του οποίου απλούστατα εξαφανίστηκαν.

Τη δεκαετία του 1960 το CIMMYT, συνειδητοποιώντας τον μη αναστρέψιμο χαρακτήρα των απωλειών που συνδέονταν με την προώθηση από μέρους του των ποικιλιών υψηλής απόδοσης, άνοιξε μια «τράπεζα φυτοπλάσματος», στην οποία φυλάσσονται σήμερα, σε ψυχρό θάλαμο στους -3 βαθμούς, περίπου 166.000 ποικιλίες σιταριού. Για να τροφοδοτήσουν την τράπεζα αυτή, οι συνεργάτες του ιδρύματος «οργώνουν» την ύπαιθρο ολόκληρου του κόσμου αναζητώντας σπάνιες ποικιλίες, όπως τα άτομα άγριου σιταριού που βρέθηκαν στα ιρακινά όρια της Εύφορης Ημισελήνου, και των οποίων τη σήμανση έκαναν οι τεχνικοί ακριβώς όταν επισκέφθηκα το κέντρο.

Γεγονός παραμένει ότι οι ποικιλίες νάνοι του CIMMYT έχουν κάνει το γύρο του πλανήτη: στο Βορρά, συμπεριλαμβανομένων και των κομμουνιστικών χωρών, οι επιλογείς τούς χρησιμοποίησαν στα προγράμματα διασταύρωσης. Όσο για τις χώρες του Νότου, με πρώτη την Ινδία, έστειλαν τεχνολόγους να καταρτιστούν στο κέντρο, που επονομάστηκε «σχολή των αποστόλων του σίτου». Το 1965 μια πρωτοφανής ξηρασία καταστρέφει τη σοδειά του σιταριού στην ινδική υποήπειρο, και η απειλή του λιμού παραμονεύει. Η κυβέρνηση της Ίντιρα Γκάντι αποφασίζει να αγοράσει 18.000 τόνους σπόρους υψηλής απόδοσης, εισαγωγής από το Μεξικό. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μεταφορά σπόρων που έγινε ποτέ στην ιστορία. Οι Ινδοί γεωπόνοι, καταρτισμένοι από το CIMMYT, διαδίδουν την πράσινη επανάσταση στις περιοχές του Παντζάμπ και της Χαριάνα, που θεωρούνται ο σιτοβολώνας της Ινδίας. Τους υποστηρίζει οικονομικά το Ίδρυμα Φορντ, το οποίο παρέχει τρακτέρ και αγροτικά μηχανήματα. Την ίδια στιγμή, εισάγονται στη χώρα οι ποικιλίες ρυζιού υψηλής απόδοσης, με την προτροπή του Διεθνούς Ινστιτούτου Έρευνας για το Ρύζι (IRRRI), που ιδρύθηκε το 1960 από τα ιδρύματα Ροκφέλερ και Φορντ, στα πρότυπα του CIMMYT.

«Πάντοτε λέγεται ότι χάρη στην πράσινη επανάσταση η Ινδία πέτυχε την αυτάρκεια στα τρόφιμα και ότι σε πέντε χρόνια, από το 1965 μέχρι το 1970, η παραγωγή σίτου της χώρας πέρασε από τα 12 στα 20 εκατομμύρια τόνους», μου λέει η Βαντάνα Σίβα, που το τελευταίο της βιβλίο τιτλοφορείται Οι σπόροι της αυτοκτονίας. «Σήμερα, η χώρα είναι δεύτερη παγκοσμίως στην παραγωγή σίτου, με 74 εκατομμύριο τόνους, αλλά με ποιο τίμημα; Εξάντληση του εδάφους, ανησυχητική μείωση των υδάτινων αποθεμάτων, γενικευμένη μόλυνση, επέκταση των μονοκαλλιεργειών προς ζημία των καλλιεργειών ειδών για διατροφή, και αποκλεισμός δεκάδων χιλιάδων μικρών αγροτών, που έχουν καταλήξει στις παραγκουπόλεις επεδή δεν μπορούσαν να ενταχθούν σε ένα εξαιρετικά δαπανηρό αγροτικό μοντέλο. Το πρώτο κύμα αυτοκτονιών σημαίνει την αποτυχία της πρώτης πράσινης επανάστασης. Δυστυχώς, η δεύτερη πράσινη επανάσταση, αυτή των ΓΤΟ, θα είναι ακόμη περισσότερο φονική, παρότι εγγράφεται ως άμεση συνέχεια της πρώτης.»

«Γιατί; Σε τι διαφέρουν;»

«Η διαφορά ανάμεσα στις δύο είναι ότι η πρώτη πράσινη επανάσταση διευθυνόταν από το δημόσιο τομέα: οι κυβερνητικές υπηρεσίες έλεγχαν την αγροτική έρευνα και ανάπτυξη. Η δεύτερη πράσινη επανάσταση διευθύνεται από τη Monsanto. Η άλλη διαφορά είναι ότι η πρώτη πράσινη επανάσταση είχε ασφαλώς τον κρυφό στόχο της πώλησης περισσότερων χημικών προϊόντων και γεωργικών μηχανημάτων, αλλά το κύριο κίνητρό της ήταν παρ' όλα αυτά να προσφέρει περισσότερη τροφή και να εξασφαλίσει την ασφάλεια των τροφίμων. Σε τελική ανάλυση, έστω κι αν αυτό έγινε σε βάρος άλλων καλλιεργειών, όπως των οσπρίων, παρήχθη περισσότερο ρύζι και σιτάρι για να τραφούν οι άνθρωποι. Η δεύτερη πράσινη επανάσταση δεν έχει καμία σχέση με την ασφάλεια των τροφίμων. Μοναδικός της σκοπός είναι να αυξηθούν τα κέρδη της Monsanto, που έχει πετύχει να επιβάλει το νόμο της σχεδόν παντού στον κόσμο.»

«Ποιος είναι ο νόμος της Monsanto;»

«Είναι ο νόμος των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας. Η εταιρεία πάντοτε έλεγε ότι η γενετική τροποποίηση ήταν ένα μέσο για να αποκτά δικαιώματα ευρεσιτεχνίας, και αυτός είναι ο αληθινός της σκοπός. Αν δείτε τη στρατηγική έρευνας που ακολουθεί αυτή τη στιγμή στην Ινδία, βρίσκεται στο στάδιο δοκιμής περίπου είκοσι φυτών στα οποία έχει εισάγει γονίδια Bt: σινάπι, μπάμια, μελιτζάνα, ρύζι και κουνουπίδι... Μόλις θα επιβάλει ως κανόνα το δικαίωμα ιδιοκτησίας επί των γενετικά τροποποιημένων σπόρων, θα μπορεί να εισπράττει δικαιώματα εκμετάλλευσης· θα εξαρτιόμαστε από αυτήν για κάθε σπόρο που σπέρνουμε και κάθε χωράφι που καλλιεργούμε. Εάν ελέγχει τους σπόρους, ελέγχει και τα τρόφιμα, το ξέρει αυτό, είναι η στρατηγική της. Είναι κάτι ισχυρότερο κι από τις βόμβες, ισχυρότερο από τα όπλα, είναι ο καλύτερος τρόπος να ελεγχθεί όλος ο πληθυσμός της γης.»

«Στην Ινδία, ωστόσο, απαγορεύονται τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας για σπόρους», λέω κάπως ζαλισμένη από την εικόνα που μόλις περιέγραψε η Βαντάνα Σίβα.

«Βεβαίως. Αλλά μέχρι πότε; Ήδη εδώ και δέκα χρόνια η Monsanto και η αμερικανική κυβέρνηση πιέζουν την κυβέρνηση της Ινδίας να εφαρμόσει τη συμφωνία ADPIC/TRIPS του WTO (Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου), και πολύ φοβάμαι ότι τα προχώματα τελικά θα γκρεμιστούν...»

Οι πατέντες ζωντανών οργανισμών, ή ο «οικονομικός αποικισμός»

Ακούγοντας τη Βαντάνα Σίβα, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι υπερβάλλει και ότι οι ευρεσιτεχνίες για τους σπόρους είναι στο κάτω-κάτω ένα «τέχνασμα» που δεν μας αφορά καθόλου. Ο δύσπιστος αναγνώστης καλά θα κάνει να το πιστέψει: οι ευρεσιτεχνίες για μορφές ζωής, και ειδικά σπόρους, αποτελούν ουσιαστικά το εργαλείο χάρη στο οποίο η Monsanto θα μπορούσε να οικειοποιηθεί την πιο κερδοφόρα από όλες τις αγορές: την παγκόσμια αγορά τροφίμων. Και η εταιρεία του Σεντ Λούις έκανε τα πάντα για να το πετύχει.

Η Βαντάνα Σίβα ενδιαφέρθηκε από πολύ νωρίς γι' αυτό υο τεράστιο στοίχημα, στο οποίο αφιέρωσε αρκετά βιβλία, «εξαιτίας της καταστροφής του Μποπάλ», όπως μου εξήγησε την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε, ακριβώς στο Μποπάλ, την εικοστή επέτειο του δράματος. Όλα συνέβησαν τη νύχτα της 2ας προς 3η Δεκεμβρίου του 1984, όταν τα μεσάνυχτα ένα σύννεφο τοξικού αερίου ξεχύθηκε πάνω από την ινδική πόλη: σε μερικές ώρες, 10.000 άνθρωποι ψυχορραγούσαν μέσα σε φρικτούς πόνους, και άλλοι 20.000 πέθαναν τις εβδομάδες που ακολούθησαν. Το θανατηφόρο αέριο προερχόταν από ένα εργοστάσιο της αμερικανικής πολυεθνικής Union Carbide, ανταγωνίστριας της Monstanto, που παρασκεύαζε χημικά φυτοφάρμακα.

«Η τραγωδία του Μποπάλ με έπεισε ότι έπρεπε να προωθηθεί η βιολογική γεωργία, και συνεπώς το νιμ [η πασχαλιά], ως εναλλακτικό των φονικών φυτοφαρμάκων των πολυεθνικών», θυμάται η Βαντάνα Σίβα. Για το νιμ, όπως είδαμε, παραχωρήθηκαν δικαιώματα από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας στη χημική εταιρεία W. R. Grace το Σεπτέμβριο το 1994. Στο εξής, οι ευρεσιτεχνίες για μορφές ζωής έχουν μπει μόνιμα στο στόχαστρο της Ινδής αγωνίστριας: με την υποστήριξη κυρίως της Greenpeace, κατόρθωσε δέκα χρόνια μετά να ακυρωθούν τα δικαιώματα για την πασχαλιά, αλλά και ένα αμερικανικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για μια ποικιλία ρυζιού μπασμπάτι.2 Από τότε μάχεται εναντίον ενός αμερικανικού και ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας που έχει αποκτήσει η Monsanto για μια ποικιλία σιταριού φημισμένη για την παρασκευή τσαπάτι (ινδικό ψωμί) και μπισκότων, λόγω της πολύ μικρής περιεκτικότητας σε γλουτένη.3 Σύμφωνα με τους όρους των διπλωμάτων, η εταιρεία του Σεντ Λούις έχει το μονοπώλειο της καλλιέργειας, της διασταύρωσης και της μετατροπής της συγκεκριμένης ποικιλίας που προέρχεται από τη βόρεια Ινδία.

«Οι ευρεσιτεχνίες για μορφές ζωής αποτελούν συνέχεια του πρώτου αποικισμού», σχολιάζει η Ινδή φυσικός. «Η ίδια η λέξη "πατέντα" (patent, που σημαίνει ευρεσιτεχνία στα αγγλικά, τα ισπανικά και τα γερμανικά) προέρχεται άλλωστε από την εποχή της κατάκτησης. Μέσω μιας "επιστολής πατέντας", δηλαδή ενός επίσημου και δημοσίου κειμένου -στα λατινικά patens σημαίνει ανοιχτός ή προφανής- που έφερε τη σφραγίδα τους, οι Ευρωπαίοι μονάρχες παραχωρούσαν ένα αποκλειστικό δικαίωμα σε τυχοδιώκτες ή πειρατές για να κατακτήσουν ξένη γη στο όνομά τους. Την εποχή που η Ευρώπη αποίκιζα τον κόσμο, οι "πατέντες" στόχευαν σε εδαφική κατάκτηση, ενώ σήμερα τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας στόχο έχουν μια οικονομική κατάκτηση μέσω της ιδιοποίησης ζωντανών οργανισμών από τους νέους μονάρχες, δηλαδή τις πολυεθνικές όπως η Monstanto. Και στις δύο περιπτώσεις η αρχή που ακολουθείται είναι η ίδια, τα διπλώματα δηλαδή και του χθες και του σήμερα βασίζονται σε μια άρνηση της ζωής που προϋπήρχε της έλευσης του λευκού ανθρώπου. Όταν οι Ευρωπαίοι αποίκησαν την Αμερική, η γη του "νέοι κόσμου" χαρακτηρίστηκε terra nullius, δηλαδή "άδεια γη", εννοείται "άδεια από λευκούς". Με τον ίδιο τρόπο, οι ευρεσιτεχνίες για μορφές ζωής και η βιοπειρατεία είναι θεμελιωμένες σε έναν ισχυρισμό της "άδειας ζωής", γιατί όσο δεν τους έχουν αφαιρέσει τα γονίδιά τους σε κάποιο εργαστήριο, οι ζωντανοί οργανισμοί δεν έχουν καμία αξία. Πρόκειται για μια απάρνηση της εργασίας και της τεχνογνωσίας εκατομμυρίων ανθρώπων που έχουν διατηρήσει τη βιοποικιλότητα εδώ και χιλιετίες και οι οποίοι, επιπλέον, ζουν χάρη σε αυτή.»

«Ποιες είναι οι συνέπειες των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για μορφές ζωής για τους πληθυσμούς του Νότου;», ρώτησα γοητευμένη από την καθαρότητα σκέψης της συνομιλήτριάς μου, η οποία, υπενθυμίζω, είναι και διδάκτωρ στη φιλοσοφία των επιστημών.

«Είναι τεράστιες!», μου απαντά, «διότι τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας παίζουν το ίδιο ρόλο με το "κίνημα των περιφράξεων" (enclosures) στην Αγγλία του 16ου αιώνα. Το κίνημα αυτό, που γεννήθηκε στις αρχές της Βιομηχανικής Επανάστασης, είχε στόχο την ιδιωτικοποιήση, μέσω περίφραξής τους, δημόσιων χώρων που πριν προορίζονταν για συλλογική χρήση, όπου οι φτωχοί χωρικοί, για παράδειγμα, μπορούσαν να βοσκήσουν τα ζώα τους. Κατά τον ίδιο τρόπο το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας περιφράσσει τον ζωντανό οργανισμό, όπως τα φυτά που χρησιμεύουν για να τρέφουν ή να θεραπεύουν ανθρώπους, και τελικά συμτελεί στη στέρηση των φτωχότερων από τα μέσα για να ζήσουν και να επιβιώσουν. Διότι, όπως βλέπουμε να συμβαίνει με τους σπόρους ή τα φάρμακα, από τη στιγμή που δίνεται ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, αυτό σημαίνει δικαιώματα εκμετάλλευσης και συνεπώς αύξηση των τιμών. Γι' αυτό και τα τρόφιμα, τα προϊόντα συντήρησης των καλλιεργειών και τα φάρμακα εξαιρούνται από τον ινδικό νόμο για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, προκειμένου να είναι προσβάσιμα σε όλους...»

Η Monsanto και οι πολυεθνικές πίσω από τη συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας του WTO

Εδώ είμαστε... Η GATT (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου) τέθηκε σε ισχύ το 1947 από τις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις της εποχής, με σκοπό τη ρύθμιση των τελωνειακών δασμών για το διεθνές εμπόριο. Το 1986 ξεκινά η υπουργική διάσκεψη στην Πούντα ντελ Έστε, εγκαινιάζοντας τις διαπραγματεύσεις που θα μείνουν στην ιστορία ως «Γύρος της Ουρουγουάης», διότι σηματοδοτούν μια αποφασιστική καμπή στην ιστορία της GATT, σε σημείο να υπογράφουν τελικά τη θανατική της καταδίκη. Πράγματι, κατά τη διάρκεια αυτού του όγδοου και τελευταίου κύκλου διακυβερνητικών εμπορικών διαπραγματεύσεων, που θα διαρκέσει μέχρι το 1994, η αμερικανική κυβέρνηση επιτυγχάνει να ενταχθούν στη συμφωνία τέσσερις τομείς που έως τότε άπτονταν αποκλειστικά των εθνικών πολιτικών: η γεωργία, οι επενδύσεις, οι υπηρεσίες (τηλεπικοινωνίες, μεταφορές κ.λπ.) και... τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Σχετικά με τον τελευταίο αυτόν τομέα, που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, ο εκπρόσωπος εμπορίου της Ουάσικνγκτον δικαιολόγησε την ένταξή του με το γεγονός ότι «σχεδόν διακόσιες αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες έχαναν 24 δισ. δολάρια ετησίως από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, λόγω της αδυναμίας ή της έλλειψης προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας σε ορισμένες χώρες, ιδίως στις χώρες του Νότου», όπως αναφέρει μελέτη του Πανεπιστημίου του Κεμπέκ.4

Η ένταξη των νέων αυτών τομέων στο πεδίο αρμοδιοτήτων της GATT, που αρχικά δεν ήταν παρά μια απλή τελωνειακή ένωση, προκάλεσε σκληρές διαπραγματεύσεις, καθώς οι συγκεκριμένοι τομείς «εγείρουν ζητήματα που υπερβαίνουν το εμπόριο», δηλαδή έχουν να κάνουν με «θεμελιώδη δικαιώματα», όπως «το δικαίωμα στην εργασία, στην υγεία, στην τροφή και στον αυτοπροσδιορισμό», καθώς υπογραμμίζει η Βαντάνα Σίβα. Τον Δεκέμβριο του 1991 ο Άρθουρ Ντάνκελ, γενικός διευθυντής της GATT, υποβάλλει ένα τελικό σχέδιο νόμου, αλλά μόλις τον Απρίλιο του 1994 θα υπογραφεί η οριστική συμφωνία από τις 123 χώρες μέλη, στο Μαρακές, επικυρώνοντας τη δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, που διαδέχεται επισήμως την GATT την 1η Ιανουαρίου 1995.

Ο ιδρυτικός νόμος του WTO, που εδρεύει στη Γενεύη, αποτελείται από 29 τομεακές συμφωνίες, με τις οποίες υποβάλλεται στους νόμους της αγοράς κάθε αγαθό ή υπηρεσία, και συνεπώς οι τομείς που παραδοσιακά υπάγοντας στις δημόσιες πολιτικές μεταβιβάζονται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, τις οποίες οι κυβερνήσεις και οι πολίτες δεν έχουν κανένα μέσο να ελέγξουν. Η σύνδεση των τομέων αυτών με το εμπόριο είναι τόσο λίγο προφανής, ώστε οι συντάκτες των συμφωνιών παρέκαμψαν το πρόβλημα προσθέτοντας τη φράση «που αφορούν το εμπόριο» («trade-related»), υπογράφοντας έτσι ταυτόχρονα και μια παραδοχή του ζητήματος.

Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση της περίφημης συμφωνίας για τις TRIPS (Πτυχές των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που αφορούν το εμπόριο), για την οποία θα μάθουμε ότι «υπήρξε κατά μεγάλο μέρος ιδέα μιας συμμαχίας επιχειρήσεων που ενώθηκαν κάτω από την ονομασία Επιτροπή Πνευματικής Ιδιοκτησίας (Intellectual Property Committee, IPC)», που περιλαμβάνει «τους κυριότερους συντελεστές σπό το χώρο των βιοτεχνολογιών», ανάμεσα τους φυσικά και τον πρώτο από αυτούς, όπως σημειώνουν οι Καναδοί πανεπιστημιακοί. Η IPC, που δημιουργήθηκε τον Μάρτιο του 1986 στις Ηνωμένες Πολιτείες, συγκεντρώνει 13 πολυεθνικές, προερχόμενες κυρίως από τους τομείς της χημείας, της φαρμακευτικής και της πληροφορικής: τις Bristol-Myers, DuPont, FMC Corporation, General Electric, General Motors, Hewlett-Packard, IBM, Johnson & Johnson, Merck, Pfizer, Rockwell International, Warner Communications και... Monsanto.

Μόλις συγκροτείται, η επιτροπή έρχεται σε επαφή με τη UNICE (Union of Industrial and Employers' Confederations of Europe), επίσημη εκπρόσωπο του επιχειρηματικού κόσμου της Ευρώπης, και το Κεϊντανρέν, την ομοσπονδία επιχειρηματιών της Ιαπωνίας, για να συντάξουν από κοινό κείμενο το οποίο υποβάλλεται στην GATT τον Ιούνιο του 1988. Το κείμενο αυτό, που έχει τον τίτλο «Θεμελιώδεις μηχανισμοί προστασίας των Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας για την GATT. Άποψη των συλλογικών οργάνων των ευρωπαϊκών, ιαπωνικών και αμερικανικών επιχειρήσεων» και θα χρησιμεύει ως βάση για τη συμφωνία TRIPS, στόχο έχει να επεκταθεί και στον υπόλοιπο κόσμο το σύστημα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας το οποίο υπάρχει ήδη στις εκβιομηχανισμένες χώρες, που μόνες τους, μέσω των γραφείων της Ουάσινγκτον, του Μονάχου και του Τόκιο, κατέχουν το 97% των διπλωμάτων που δίνονται στις επιχειρήσεις (οι οποίες στην συντριπτική τους πλειονότητα προέρχονται από το Βορρά). «Η ετερογένεια των συστημάτων προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας επιφέρει τεράστιες απώλειες σε χρόνο και χρήμα για την απόκτηση και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων», παραπονιούνται οι συντάκτες του κειμένου. «Οι κάτοχοι διαπιστώνουν ότι η άσκηση του δικαιώματός τους παρεμποδίζεται από νόμους και κανονισμούς που περιορίζουν την πρόσβαση στην αγορά και τον επαναπατρισμό των κερδών.» Ακολουθεί μια μικρή παράγραφος, η οποία αποδίδεται από ορισμένους στη Monsanto: «Η βιοτεχνολογία ή χρήση των μικροοργανισμών στην παραγωγή αποτελεί έναν τομέα όπου η προστασία των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας καθυστέρησε σε σχέση με την ταχεία πρόοδο της ιατρικής, της γεωργίας, της απορρύπανσης και της βιομηχανίας. [...] Η προστασία αυτή πρέπει να παρέχεται τόσο στις διαδικασίες των βιοτεχνολογιών όσο και στα προϊόντα τους, είτε πρόκειται για μικροοργανισμούς, για μέρη μικροοργανισμών (πλασμίδια και άλλους φορείς), είτε για φυτά».

Βέβαιη για το δίκιο της, η εταιρεία του Σεντ Λούις όχι μόνο δεν αρνείται αυτό που θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς «εκβιασμό της GATT», αλλά και το διεκδικεί απόλυτα τον Ιούνιο του 1990, σε μια συνέντευξη για την οποία χύθηκε από τότε πολύ μελάνι, και όπου ανακαλύπτουμε ότι η IPC δημιουργήθηκε ακριβώς για να πραγματοποιήσει την επίθεση στην τελωνειακή ένωση: «Αμέσως μόλις σχηματίστηκε η IPC, το πρώτο της καθήκον ήταν να κάνει τον ιεραπόστολο όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως στην αρχή, αλλά αυτή τη φορά και στους βιομηχανικούς συνδέσμους της Ευρώπης και της Ιαπωνίας», λέει λοιπόν ο Τζέιμς Ένγιαρτ, διευθυντής διεθνών υποθέσεων της Monsanto. «Χρειάστηκε να τους πείσουμε ότι θα πετυχαίναμε τη δημιουργία ενός νομικού κώδικα. Δεν ήταν εύκολο, αλλά η τριμερής μας ομάδα τελικά μπόρεσε να αντλήσει και να επεξεργαστεί τις βασικές αρχές της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας σε όλες τις μορφές της, με αφετηρία τη νομοθεσία των πιο προηγμένων στο θέμα χωρών. Αφού πουλήσαμε τις ιδέες αυτές στη χώρα μας, πήγαμε στη Γενεύη για να παρουσιάσουμε το κείμενο στη γραμματεία της GATT. Βρήκαμε έτσι και την ευκαιρία να το παρουσιάσουμε και στους εκπροσώπους πολλών χωρών που βρίσκονταν στη Γενεύη... Αυτό που σας περιγράφω εδώ ήταν κάτι πρωτοφανές στην GATT. Η βιομηχανία εντόπισε ένα μείζον πρόβλημα για το διεθνές εμπόριο. Βρίσκει στο μυαλό της μια λύση, φτιάχνει με βάση αυτή μια συγκεκριμένη πρόταση, και την πουλά στις διάφορες κυβερνήσεις. Οι βιομηχανίες και οι παράγοντες του παγκόσμιου εμπορίου έπαιξαν διαδοχικά το ρόλο του ασθενούς, του γιατρού που κάνει τη διάγνωση και αυτού που συνταγογραφεί τη θεραπευτική αγωγή.»5

Παρά το πολύ επιδέξιο συλλογικό αυτό λόμπινγκ, ανάμεσα στους πολυάριθμους τομείς τους οποίους καλύπτει η συμφωνία TRIPS (πνευματικά δικαιώματα, εμπορικά σήματα, ονομασίες προέλευσης, βιομηχανικά σχέδια και υποδείγματα, μυστικές πληροφορίες), είναι και αυτός που υποδεικνύεται, καθόλου τυχαία, από τη Monsanto, και τροφοδοτεί τον αμείλικτο μηχανισμό του WTO από το 1995. Πολύ συγκεκριμένα, πρόκειται για το άρθρο 27.3(b), σχετικό με τα «αντικείμενα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας». Τι λέει λοιπόν αυτή η τόσο αμφιλεγόμενη ρήτρα; Ορίστε το επίσημο κείμενο: «Τα μέλη μπορούν να αποκλείουν από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας φυτά και ζώα εκτός από μικροοργανισμούς, και τις κατ' ουσίαν βιολογικές διαδικασίες για την παραγωγή φυτών και ζώων εκτός από μη βιολογικές και μικροβιολογικές διαδικασίες. Ωστόσο, τα μέλη οφείλουν να προνοήσουν για την προστασία των φυτικών ποικιλιών είτε μέσω διπλωμάτων ευρεσιτεχνιών είτε μέσω ενό δικού τους αποτελεσματικού συστήματος ή με όποιον συνδυασμό των δύο παραπάνω. Το παρόν άρθρο θα πρέπει να αναθεωρηθεί τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας στον WTO.»

Το άρθρο αυτό έχει συνταχθεί με τόσο δυσνόητο τρόπο ώστε οδήγησε εν μέρει σε αδιέξοδο στην τρίτη υπουργική διάσκεψη του WTO, που διοργανώθηκε στο Σιάτλ τον Δεκέμβριο του 1999. Αφού το διαβάσει και το ξαναδιαβάσει κανείς, καταλαβαίνει ότι μπορούν να εξαιρεθούν από το σύστημα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας τα ζώα και τα φυτά, εκτός από τους μικροοργανισμούς. Από την άλλη, όμως, ορίζει ότι «οι φυτικές ποικιλίες [που είναι φυτά] πρέπει να μπορούν να προστατεύονται είτε από διπλώματα ευρεσιτεχνίας είτε από ένα σύστημα που να έχει δημιουργηθεί ειδικά με αυτόν το σκοπό». Ο προσδιορισμός αυτός στοχεύει στην πραγματικότητα κατευθείαν στους διαγονιδιακούς σπόρους: θα μπορούν στο εξής, με την απειλή κυρώσεων σε αντίθετη περίπτωση, να «προστατεύονται» (δηλαδή οι παραγωγοί τους να εισπράττουν δικαιώματα εκμετάλλευσης) τουλάχιστον από το σύστημα που έχει εφαρμόσει η Ένωση για την Προστασία των Φυτικών Ποικιλιών (UPOV). Ακριβώς επειδή η «προστασία» των σπόρων οδηγεί επίσης στην προστασία των τροφίμων που παράγονται από αυτούς, πολλές χώρες του Νότου, με πρώτες τις αφρικανικές χώρες, την Ινδία και τη Βραζιλία, απαίτησαν την αναθεώρηση του άρθρου 27.3(b). Οι χώρες αυτές ανησυχούν επίσης και για τις συνέπειες των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για τους «μικροοργανισμούς», που τα γονίδια αποτελούν a priori μέρος τους, πράγμα που δεν μπορεί παρά να ενθαρρύνει τη βιοπειρατεία, δηλαδή την κλοπή των γενετικών πόρων και της παραδοσιακής γνώσης που συνδέεται με αυτούς, προς ζημία των αγροτικών και αυτοχθόνων κοινοτήτων που τους έχουν διατηρήσει εδώ και χιλιετίες.

Από το βιβλίο της Marie-Monique Robin "Φάκελος Monsanto - Ένας γενετικός εφιάλτης" (σελ. 478-494)
Αντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς

  1. http://www.nobel-paix.ch/bio/borlaug.htm.
  2. Το δίπλωμα αυτό έλαβε η τεξανή εταιρεία RiceTec, με τον αριθμό 5.663.454.
  3. Εξαγοράζοντας το τμήμα σίτου της βρετανικής Unilever, το 1988, η Monstanto κέρδισε ξανά αυτό το δίπλωμα.
  4. Mounira Badro/Benoit Martimort-Asso/Nadia Karina Ponce Morales, «Les enjeux des droits de propriété intellectuelle sur le vivant dans les nouveaux pays industrialisés: les cas du Mexique», Continentalisation, Cahiers de recherche, τόμ. 1, αρ. 6 (Αύγουστος 2001), σ.8.
  5. James R. Enyart, «A GATT intellectual poetry code», Les Nouvelles, Ιούνιος 1990.

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *