Richard Bach - Ὁ Γλάρος Ἰωνάθαν

Εἰσαγωγικά
Ἑλληνικὴ ἀπόδοση

Νὰ ἕνας καινούργιος ὑπέροχος πολίτης γιὰ τὸν θαυμάσιο ἐκεῖνο κόσμο ὅπου δεσπόζε ὁ «Μικρὸς Πρίγκηπας» τοῦ Σαὶντ Ἐξυπερύ. Ὑποψιάζομαι πὼς ὅλοι ὅσοι θὰ ταξιδέψουν στοὺς κόσμους τοῦ γλάρου Ἰωνάθαν δὲν θὰ θέλουν πιὰ νὰ γυρίσουν πίσω.
ΕΡΝΕΣΤ Κ. ΓΚΑΝ

«Ὁ Ρίτσαρτ Μπὰχ πετυχαίνει δυὸ πράγματα μ᾿ αὐτὸ τὸ βιβλίο. Μοῦ χαρίζει Ὁρίζοντα. Μοῦ δίνει Νιάτα. Τὸν εὐγνωμονῶ καὶ γιὰ τὰ δυό.»
Ραίη Μπράντμπουρυ

Ὅλοι ὅσοι λατρεύουν τὴν Ἐλευθερία... ὅσοι προχωροῦν μὲ πέταγμα ὅταν ξέρουν πὼς ἔχουν δίκιο... Ὅσοι χαίρονται νὰ κάνουν κάτι καλὰ (ἀκόμη κι ἂν εἶναι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους)... Ὅσοι ξέρουν πὼς ὑπάρχουν κι ἄλλα πράγματα στὸν κόσμο ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ φαίνονται: Ὅλοι αὐτοὶ θὰ πετοῦν πάντα μαζὶ μὲ τὸν γλάρο Ἰωνάθαν. Ἄλλοι πάλι, θὰ ξεφύγουν γιὰ λίγο σὲ μιὰ ὑπέροχη περιπέτεια, γεμάτη ὕψος κι ἐλευθερία. Εἴτε ἔτσι, εἴτε ἀλλοιῶς, εἶναι μιὰ σπάνια ἐμπειρία.

Ποιὸς εἶναι ὁ Ἰωνάθαν;

Νὰ ἡ ἀπορία! Ὁ μικρὸς Ἰωνάθαν δὲν εἶναι ἄραγε πάρα ἕνας ἁπλὸς γλάρος ποὺ μαθαίνει νὰ πετᾶ; Αὐτό, καὶ τίποτα ἄλλο; Εἶναι μονάχα ἕνα λευκὸ πουλὶ τῆς θάλασσας καὶ τῶν ἀνέμων;

Μὰ τότε πῶς ἐξηγεῖται νὰ τρέχουν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο νὰ ἀγοράσουν τὴν Ἱστορία του, νὰ συμμεριστοῦν τὴ δική του ἐμπειρία, καὶ νὰ τὸν ἀποθεώσουν; Γιατὶ βέβαια ὁ γλάρος Ἰωνάθαν δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ πρῶτος, οὔτε ὁ τελευταῖος, ποὺ ἀντίκρυσε τὴ μαγεία τῶν αἰθέρων! Οὔτε ὁ πρῶτος —ἢ ὁ τελευταῖος— ποὺ ὀνειρεύτηκε τὴν ἐλευθερία...

Ἑπομένως, κάτι ἄλλο πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ Ἰωνάθαν.

«Εἶναι μία βρώμικη ἱστορία», εἶπε ἕνας παπᾶς ἀπὸ τὴν Καλιφόρνια, «ἕνα βιβλίο ποὺ γκρεμίζει θεσμούς, καὶ ἀμφισβητεῖ τὶς πιὸ ἱερές μας ἀξίες, κηρύσσοντας τὸ ἀχαλίνωτο πάθος τῆς ἐλευθερίας». Ἕνας ἄλλος ἱερωμένος τὸ σύστησε στοὺς ἐνορίτες του σὰν «εὐαγγέλιο ψυχικῆς ἀνατάσεως». Μερικοὶ ἀναγνῶστες πίστεψαν πὼς στὸν γλάρο Ἰωνάθαν κρύβεται ἡ ψυχὴ τῶν ἐλευθέρων. Ἄλλοι καυχήθηκαν πὼς ἀνακάλυψαν τὸν δικό τους κόσμο. Ὁ συγγραφέας Ραίη Μπράντμπουρυ εἶπε: «Ἀνακάλυψα στὸν Ἰωνάθαν τὰ μυστικὰ θεμέλια τῆς ψυχῆς μου».

Καὶ τὸ περιοδικὸ «Τάιμ» ρώτησε τὸν Ρίτσαρτ Μπάχ, τὸν πατέρα τοῦ Ἰωνάθαν: «Μήπως εἶστε σεῖς αὐτὸς ὁ γλάρος;» Γέλασε ὁ Μπάχ: «Ἐγώ;» εἶπε. «Κάθε ἄλλο! Ὁ Ἰωνάθαν βρίσκεται ἐκεῖ, ψηλά», κι ἔδειξε τὸν οὐρανό, «ἐνῷ ἐγὼ ἱδρώνω ἐδῶ κάτω, χτυπιέμαι καὶ φτεροκοπῶ, κι ἀκόμη δὲν μπόρεσα νὰ πετάξω!» Τρόπος τοῦ λέγειν, φυσικά, γιατί ὁ Μπὰχ εἶναι ὁ πιὸ δαιμόνιος, ὁ πιὸ «τρελός», ἀλλὰ καὶ ὁ πιὸ ἔμπειρος ἐρασιτέχνης ἀεροπόρος τῆς Ἀμερικῆς. Κι ὅσο γιὰ τὸν γλάρο του, αὐτὸς ἔχει «ἀπογειωθεῖ» ἐδῶ κι ἕνα χρόνο... πουλώντας κάπου 50.000 ἀντίτυπα τὴν ἡμέρα.

Ἕνα ἐπαναστατικὸ παραμύθι

«Ἀπὸ μία ἄποψη», εἶπε ἕνας κριτικός της Νέας Ὑόρκης, «αὐτὸς ὁ Ἰωνάθαν εἶναι ἕνα πελώριο μαρξιστικὸ παραμύθι». Τὸ ζήτημα εἶναι ὅμως πῶς ξυπνᾷς ὕστερα ἀπὸ ἕνα τέτοιο παραμύθι. Κατὰ τοὺς φίλους τοῦ Μπάχ, πιὸ ὥριμος. Κατὰ τοὺς ἐχθρούς του, πιὸ συνεπαρμένος —καὶ ἴσως ἐπικίνδυνος. Γιατί ἄραγε ἀρνοῦνταν ὅλοι οἱ ἐκδότες τῆς Ἀμερικῆς ν᾿ ἀναλάβουν αὐτὸ τὸ βιβλίο ἐπὶ τρία χρόνια; «Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω», εἶπε ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, «ἂν εἶναι γιὰ παιδιὰ ἢ γιὰ μεγάλους».

Σὰν τὶς παράξενες πολύχρωμες πινακίδες τῶν ψυχοτέστ, ὁ γλάρος Ἰωνάθαν παίρνει ἄλλη μορφή, ἀνάλογα μὲ τὸν κάθε ἀναγνώστη. Ἡ ἐπιτυχία του ὅμως ὀφείλεται στὴν ἁπλότητα τοῦ μύθου καὶ τῆς ἀφήγησης. «Δὲν ξέρω τί ἤθελα νὰ πῶ μὲ τὸν Ἰωνάθαν», παραδέχτηκε ὁ Μπάχ. «Τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἔγραφα, τὸ χέρι μου πήγαινε μόνο του. Λὲς καὶ τὸ ἔσπρωχνε κάποιος ἄλλος. Ὅταν τὸ λέω αὐτό, μὲ ἀποκαλοῦν τρελό».

Ἴσως ὅμως οἱ ὄμορφες ἱστορίες νὰ μὴ γράφονται παρὰ μόνον ἔτσι: Ἀπὸ ἕνα χέρι ποὺ τρέχει σὰν τρελὸ πάνω ἀτὸ χαρτί, ἀποτυπώνοντας σκέψεις ἁπλές, στοιχειώδεις, χωρὶς φραστικὰ πυροτεχνήματα, χωρὶς ἀκροβασίες, ἀλλὰ μὲ ἕνα περίεργο «βάθος».

Ἢ... ὕψος;

Γιατὶ αὐτὸ τὸ «ἀναρχικὸ παραμύθι» διαδραματίζεται στὰ ὕψη! Παίζεται σ᾿ ἕνα ἐπίπεδο πολὺ πιὸ πάνω ἀπ᾿ τὸ καθημερινό, κι ὅμως πολὺ πιὸ σίγουρο, πιὸ σταθερὸ καὶ αἰώνιο. Ἔχει νὰ κάνει, ἀσφαλῶς, μὲ τὶς δονήσεις μιᾶς χορδῆς, τεντωμένης ἀπ᾿ τὴ μιὰ ἄκρη τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ὡς τὴν ἄλλη. Κι ἂν γεννάει ἐρωτήματα, ἀμφιβολίες, καχυποψία στὸν πραγματιστὴ ἀναγνώστη, μαγεύει ὅμως τὸν νοῦ, καὶ ἠλεκτρίζει τὴ φαντασία... Κάτι τέτοιο, περίπου, εἶναι ὁ γλάρος Ἰωνάθαν.

Στὸν πραγματικὸ Γλάρο Ἰωνάθαν,
ποὺ ζεῖ στὸν καθένα μας


Μέρος Πρῶτο

Ἦταν πρωὶ κι ὁ καινούργιος ἥλιος λαμπύριζε χρυσαφένιος πάνω στοὺς κυματισμοὺς μιᾶς ἤρεμης θάλασσας.

Ἕνα μίλι ἀπ᾿ τὴν ἀκτή, μιὰ ψαρόβαρκα ἔπαιζε μὲ τὸ νερό, καὶ τὸ σύνθημα νὰ μαζευτεῖ τὸ σμῆνος γιὰ πρόγευμα πέρασε σὰν ἀστραπὴ στὸν ἀέρα, καὶ τότε ἕνα σύννεφο ἀπὸ χίλιους γλάρους ἦρθε νὰ παλέψει πονηρὰ γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει κάποια κομμάτια τροφῆς. Ἄρχιζε μιὰ καινούργια μέρα γεμάτη δουλειά. Πολὺ πιὸ πέρα ὅμως, ὁλομόναχος, πετώντας μακριὰ ἀπ᾿ τὴ βάρκα καὶ τὴν ἀκτή, ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος συνέχιζε τὶς ἀσκήσεις του. Ἀπὸ ὕψος ἑκατὸ πόδια, ψηλὰ στὸν οὐρανό, χαμήλωσε τὰ παλαμωτά του πόδια, σήκωσε τὸ ράμφος του καὶ πάσχισε νὰ ἐπιβάλει στὰ φτερά του μιὰ ὀδυνηρή, δύσκολη, στριφτὴ καμπύλη. Μιὰ τέτοια καμπύλη τοῦ ἐπέτρεπε νὰ πετάξει μὲ μικρὴ ταχύτητα καὶ τώρα πετοῦσε ὅλο καὶ πιὸ ἀργὰ ὥσπου ὁ ἄνεμος ἔγινε ἕνα ψιθύρισμα στὸ πρόσωπό του, ὥσπου τὸ πέλαγο στάθηκε ἀκίνητο κάτω. Στένεψε τὰ μάτια του σὲ ἐντατικὴ αὐτοσυγκέντρωση, κράτησε τὴν ἀνάσα του, μὲ δύναμη θέλησε νὰ δώσῃ... ἕνα... ἀκόμα... ἑκατοστό... κλίσης... στὴν καμπύλη. Ὕστερα τὰ φτερά του ζάρωσαν, ἔχασε τὸν ἔλεγχο κι᾿ ἔπεσε.

Οἱ γλάροι, ὅπως ξέρετε, δὲν χάνουν ποτὲ τὴ σταθερότητα, δὲν χάνουν ποτὲ τὸν ἔλεγχό τους. Νὰ χάσουν τὸν ἔλεγχο τῆς πτήσης τους εἶναι γι᾿ αὐτοὺς ντροπή, εἶναι ἐξευτελισμός.

Ὅμως ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος, ποὺ δίχως ντροπὴ ἅπλωσε ξανὰ τὶς φτεροῦγες του πετώντας στὴν ἴδια κείνη τρεμάμενη δύσκολη καμπύλη - ὅλο καὶ πιὸ ἀργά, πιὸ ἀργὰ καὶ πάλι χάνοντας τὸν ἔλεγχό του - δὲν ἦταν ἕνα κοινὸ πουλί.

Οἱ περισσότεροι γλάροι δὲ νοιάζονται νὰ μάθουν παρὰ μόνο τὰ πιὸ βασικὰ πράγματα γιὰ τὸ πέταγμα — πῶς νὰ πετοῦν ἀπ᾿ τὴν ἀκτή στὴν τροφή τους καὶ πίσω πάλι. Γιὰ τοὺς περισσότερους γλάρους σημασία δὲν £ἔχει τὸ πέταγμα, ἀλλὰ τὸ φαγητό. Γιὰ τοῦτον, ὅμως, τὸ γλάρο σημασία δὲν εἶχε τὸ φαγητό, ἀλλὰ τὸ πέταγμα. Πάνω ἀπὸ κάθε τι ἄλλο, ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ἀγαποῦσε νὰ πετάει.

Ἕνας τέτοιος τρόπος σκέψης δὲν ἦταν, καθὼς ἀνακάλυψε, τὸ καλύτερο μέσο γιὰ νὰ γίνεις ἀγαπητὸς στ᾿ ἄλλα πουλιά. Ἀκόμα καὶ οἱ γονεῖς του ἔνιωθαν ἀπογοήτευση ὅταν ὁ Ἰωνάθαν περνοῦσε μέρες ὁλόκληρες μόνος, κάνοντας ἑκατοντάδες χαμηλὲς πτήσεις μὲ ἀκίνητα φτερά, κάνοντας δοκιμές.

Δὲν ἤξερε λόγου χάρη τὸ γιατί, ὅμως, ὅταν πετοῦσε πάνω ἀπ᾿ τὸ νερό, σὲ ὕψος μικρότερο ἀπ᾿ τὸ μισὸ ἄνοιγμα τῶν φτερῶν του, μποροῦσε νὰ μείνει στὸν ἀέρα περισσότερο καὶ μὲ μικρότερη προσπάθεια. Οἱ πτήσεις μὲ ἀκίνητα τὰ φτερά του τέλειωναν ὄχι μὲ τὸ συνηθισμένο πλατσούρισμα τῶν ποδιῶν στὴ θάλασσα, ἀλλὰ μ᾿ ἕνα μακρύ, πλατὺ αὐλάκι καθὼς ἄγγιζε τὴν ἐπιφάνεια μὲ τὰ πόδια του ἀεροδυναμικὰ δεμένα πάνω στὸ κορμί του. Ὅταν ἄρχισε νὰ γλιστρᾷ γιὰ νὰ προσγειωθεῖ μὲ μαζεμένα τὰ πόδια του στὴν παραλία, ὅταν δρασκέλιζε τὸ μῆκος τῆς γλίστρας του στὴν ἄμμο, οἱ γονεῖς του ἦσαν ἀλήθεια πολὺ ἀπογοητευμένοι.

«Γιατί Ἴων, γιατί;» ρωτοῦσε ἡ μάνα του. «Γιατί εἶναι τόσο δύσκολο, Ἴων, νὰ εἶσαι ὅπως ὅλα τ᾿ ἄλλα πουλιὰ στὸ σμῆνος; Γιατί δὲν μπορεῖς ν᾿ ἀφήσεις τὸ χαμηλὸ πέταγμα στοὺς ἄλμπατρος, στοὺς πελεκάνους; Γιατί δὲν τρῷς; Γιόκα μου, εἶσαι φτερὸ καὶ κόκαλο!».

«Μάνα, δὲ μὲ πειράζει νἆμαι φτερὸ καὶ κόκαλο. Θέλω μόνο νὰ ξέρω τί μπορῶ καὶ τί δὲ μπορῶ νὰ κατορθώσω στὸν ἀέρα. Τίποτ᾿ ἄλλο. Θέλω νὰ ξέρω».

«Ἄκου ἐδῶ Ἰωνάθαν», εἶπε ὁ πατέρας του, ὄχι δίχως καλοσύνη. «Ὁ χειμῶνας πλησιάζει. Οἱ βάρκες θἆναι λιγοστὲς καὶ τ᾿ ἀφρόψαρα θὰ κολυμποῦν βαθιά. Ἂν πρέπει κάτι νὰ μελετήσεις, μελέτα τὴν τροφὴ καὶ πῶς νὰ τὴν ἐξασφαλίσεις. Αὐτὴ ἡ ὑπόθεση μὲ τὶς πτήσεις εἶναι πολὺ καλή, ἀλλὰ μιὰ πτήση μ᾿ ἀκίνητα φτερὰ δὲν τρώγεται. Τὸ ξέρεις. Μὴ ξεχνᾷς πὼς ἂν πετᾶς εἶναι γιὰ νὰ τρῶς».

Ὁ Ἰωνάθαν ἔσκυψε τὸ κεφάλι ὑπάκουα. Γιὰ λίγες μέρες προσπάθησε νὰ φερθεῖ ὅπως οἱ ἄλλοι γλάροι· προσπάθησε στ᾿ ἀλήθεια, κρώζοντας καὶ πολεμώντας μὲ τὸ σμῆνος γύρω στὶς ἀποβάθρες καὶ τὶς ψαρόβαρκες, βουτώντας πάνω σὲ ἀποκόμματα ψάρι καὶ ψωμί. Κι᾿ ὅμως δὲν τὰ κατάφερνε.

Δὲν ἔχει κανένα νόημα, σκέφτηκε, ἀφήνοντας σκόπιμα νὰ πέσει, ἀφοῦ τὴν κέρδισε μὲ χίλιους κόπους, μιὰ ἀντσούγια σ᾿ ἕναν πεινασμένο γερογλάρο ποὺ τὸν κυνηγοῦσε. Θὰ μποροῦσα ν᾿ ἀσχοληθῶ ὅλ᾿ αὐτὸ τὸ διάστημα μαθαίνοντας νὰ πετάω. Ἔχει τόσα νὰ μάθει κανείς!

Καὶ πολὺ σύντομα ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ξανάφυγε μόνος πάλι, πέρα στ᾿ ἀνοιχτά, πεινασμένος, εὐτυχισμένος, μαθαίνοντας.

Θέμα ἦταν ἡ ταχύτητα, καὶ μὲ μία βδομάδα ἐξάσκηση ἔμαθε γιὰ τὴν ταχύτητα πολλὰ περισσότερα ἀπὸ τὸν πιὸ γρήγορο γλάρο στὸν κόσμο.

Ἀπὸ χίλια πόδια ὕψος, ἀφοῦ κουνοῦσε τὰ φτερά του ὅσο πιὸ δυνατὰ μποροῦσε, ξεκινοῦσε μίαν ἀκάθεκτη κατάδυση πρὸς τὰ κύματα, καὶ μάθαινε γιατὶ οἱ γλάροι δὲν κάνουν κάθετες καταδύσεις μ᾿ ὅλη τους τὴν ὁρμή. Σ᾿ ἕξη μόλις δευτερόλεπτα πετοῦσε μ᾿ ἑβδομῆντα μίλια τὴν ὥρα καὶ στὴν ταχύτητα αὐτὴ ἡ φτεροῦγα «παίζει», ὅταν βρίσκεται στὴν πάνω της κίνηση.

Αὐτὸ ἔγινε ξανὰ καὶ ξανά. Καθὼς ἦταν προσεχτικός, καὶ καθὼς δούλευε ἐξαντλώντας ὅλες του τὶς ἱκανότητες, ἔχανε τὸν ἔλεγχό του σὲ πολὺ μεγάλη ταχύτητα.

Ἀνέβαινε χίλια πόδια ψηλά. Μ᾿ ὅλη του τὴ δύναμη πετοῦσε πρῶτα μπροστά, κι᾿ ὕστερα μονομιᾶς, φτερουγίζοντας, ἄρχιζε τὴν κάθετη βουτιά. Τότε, κάθε φορά, ἡ ἀριστερὴ φτεροῦγα του ἔχανε τὸν ἔλεγχο στὴν πάνω κίνηση, κατρακυλοῦσε κεῖνος ἀπότομα ἀριστερά, ἔχανε τὸν ἔλεγχο τῆς δεξιᾶς φτερούγας προσπαθώντας νὰ τὴν ἐπαναφέρει, καὶ τιναζόταν σὰν φωτιὰ σ᾿ ἕνα τρελλὸ στριφτὸ κουτρουβάλιασμα πρὸς τὰ δεξιά.

Ὅλη του ἡ προσοχὴ δὲν ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ ἐλέγξει ἐκείνη τὴν κίνηση τῆς φτερούγας. Προσπάθησε δέκα φορές, καὶ κάθε φορά, καθὼς ξεπερνοῦσε τὰ ἑβδομήντα μίλια τὴν ὥρα, γινόταν ξαφνικὰ μιὰ ἀνάκατη μάζα ἀπὸ φτερά, δίχως ἔλεγχο, ποὺ γκρεμιζόταν στὴ θάλασσα.

Τὸ κλειδί, σκέφτηκε στὸ τέλος, μούσκεμα ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ νερό, θὰ εἶναι νὰ κρατᾷς τὰ φτερὰ ἀκίνητα στὶς μεγάλες ταχύτητες - νὰ φτερουγίζεις ὡς τὰ πενήντα κι ὕστερα νὰ κρατᾶς τὰ φτερὰ ἀκίνητα.

Ξαναδοκίμασε ἀπὸ τὰ δυὸ χιλιάδες πόδια, κατρακυλώντας στὴ βουτιά του, μὲ τὸ ράμφος ἴσια κάτω, τὶς φτεροῦγες ὀρθάνοιχτες καὶ σταθερὲς μόλις πάτησε τὰ πενήντα μίλια τὴν ὥρα. Χρειάστηκε τρομακτικὴ δύναμη, ἀλλὰ τὸ πέτυχε. Σὲ δέκα δευτερόλεπτα πέρασε σὰν καπνὸς ἐνενήντα μίλια τὴν ὥρα. Ὁ Ἰωνάθαν εἶχε πετύχει μιὰ παγκόσμια ἐπίδοση ταχύτητας γιὰ γλάρους!

Ἡ νίκη, ὅμως, δὲν βάσταξε πολύ. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἄρχισε τὴν ἀνάδυση, τὴ στιγμὴ ποὺ ἄλλαξε τὴ γωνία τῶν φτερῶν του, ἀντιμετώπισε τὴν ἴδια τρομαχτικὴ ἀνεξέλεγκτη καταστροφή, ποὺ μὲ ταχύτητα ἐνενήντα μίλια τὴν ὥρα τὸν κτύπησε σὰν κεραυνός. Ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἔσκασε στὸν ἀέρα καὶ γκρεμοτσακίστηκε πάνω σὲ μιὰ θάλασσα σκληρὴ σὰν πέτρα.

Ὅταν συνῆλθε εἶχε πιὰ νυχτώσει, κι᾿ ἔπλεε στὸ φεγγαρόφωτο πάνω στὴν ἐπιφάνεια τοῦ πελάγου. Οἱ φτεροῦγες του ἦσαν σὰ κουρελιασμένα κομμάτια μολύβι, ἀλλὰ τὸ βάρος τῆς ἀποτυχίας ἦταν πάνω στὴν πλάτη του ἀκόμα πιὸ βαρύ. Θἄθελε, ἔτσι ἀδύναμος, τὸ βάρος νὰ ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ τὸν παρασύρει ἀπαλὰ ὡς τὸ βυθό, καὶ νὰ τελειώναν ὅλα.

Καθὼς βούλιαξε χαμηλὰ στὸ νερό, μιὰ παράξενη κούφια φωνὴ ἀντήχησε μέσα του. Δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ ξεφύγω. Εἶμαι γλάρος. Εἶμαι ἀπ᾿ τὴν φύση μου περιορισμένος. Ἂν ἤμουν φτιαγμένος νὰ μάθω τόσα πολλὰ γιὰ τὸ πέταγμα θἆχα διαγράμματα ἀντὶ γιὰ μυαλό. Ἂν ἤμουν φτιαγμένος νὰ πετάω σὲ τέτοιες ταχύτητες, θἆχα μικρὲς φτεροῦγες ὅπως τὸ γεράκι καὶ θἄτρωγα ποντίκια, ὄχι ψάρια. Ὁ πατέρας μου εἶχε δίκιο. Πρέπει νὰ τὶς ξεχάσω αὐτὲς τὶς τρέλες. Πρέπει νὰ πετάξω πίσω στὸ σμῆνος καὶ ν᾿ ἀρκεσθῶ σ᾿ αὐτὸ ποὺ εἶμαι, ἕνας φουκαριάρης γλάρος.

Ἡ φωνὴ ἔσβησε, ὁ Ἰωνάθαν συμφώνησε. Ἡ θέση ἑνὸς γλάρου τὴ νύχτα εἶναι στὴ στεριά, κι᾿ ἀπὸ τούτη τὴ στιγμή, ὁρκίστηκε, θὰ γινόταν ἕνας φυσιολογικὸς γλάρος. Ὅλοι θἆταν ἔτσι πιὸ εὐτυχισμένοι. Κουρασμένος ἔφυγε ἀπ᾿ τὰ σκοτεινὰ νερὰ καὶ πέταξε πρὸς τὴ στεριά, κι᾿ εὐγνωμονοῦσε τὰ ὅσα εἶχε μάθει γιὰ τὸ ξεκούραστο χαμηλὸ πέταγμα.

Ὅμως ὄχι, συλλογίστηκε. Πάει, τέλειωσα μ᾿ ὅ,τι ἤμουν, πάει, τέλειωσα μ᾿ ὅ,τι ἔμαθα. Εἶμαι γλάρος ὅπως κάθε ἄλλος γλάρος καὶ θὰ πετάω σὰ γλάρος. Κι᾿ ἔτσι ἀνέβηκε μὲ κόπο ἑκατὸ πόδια ψηλὰ καὶ φτερούγισε πιὸ δυνατά, γιὰ νὰ φτάση γρήγορα στὴν ἀκτή.

Ἔνιωσε καλύτερα μὲ τὴν ἀπόφασή του νὰ εἶναι μόνο ἕνα ἁπλὸ μέλος στὸ σμῆνος. Δὲν θὰ ἦταν πιὰ δεμένος στὴ δύναμη ποὺ τὸν τράβηξε στὴ μάθηση, δὲν θὰ ὑπῆρχαν ἄλλες προκλήσεις κι ἄλλες ἀποτυχίες. Κι ἦταν ὄμορφο νὰ μὴ σκέφτεσαι, καὶ νὰ πετᾶς στὸ σκοτάδι πρὸς τὰ φῶτα πάνω ἀπ᾿ τὴν ἀκτή.

Σκοτάδι! Ἡ κούφια φωνὴ στρίγγλισε τρομαγμένη. Οἱ γλάροι ποτὲ δὲν πετοῦν στὸ σκοτάδι!

Ὁ Ἰωνάθαν δὲν εἶχε τὴν προδιάθεση ν᾿ ἀκούσει. Τί ὄμορφα ποὺ εἶναι, σκέφτηκε. Τὸ φεγγάρι καὶ τὰ φῶτα νὰ τρεμοσβήνουν πάνω στὸ νερό, καὶ ν᾿ ἁπλώνουν μέσ᾿ στὴ νύχτα φωτερὰ μονοπάτια, κι ὅλα τόσο εἰρηνικὰ κι᾿ ἀκίνητα...

Κατέβα! Οἱ γλάροι δὲν πετοῦν ποτὲ στὰ σκοτεινά! Ἂν ἤσουν φτιαγμένος γιὰ νὰ πετᾶς στὸ σκοτάδι θά 'χες μάτια κουκουβάγιας! Θά 'χες σχεδιαγράμματα στὸ κεφάλι σου, ὄχι μυαλό! Θὰ 'χες κοντὰ φτερὰ ὅπως τὸ γεράκι!

Ἐκεῖ, μέσα στὴ νύχτα, ἑκατὸ πόδια ψηλὰ στὸν ἀέρα, ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ἔπαιξε τὸ μάτι. Ὁ πόνος του, οἱ ἀποφάσεις του ἔγιναν καπνός. Κοντὰ φτερά. Κοντὰ φτερὰ ὅπως τὸ γεράκι! Νὰ ἡ λύση! Τί βλάκας ποὺ ἤμουν! Μοῦ ἀρκεῖ ἕνα τόσο δὰ φτερό, ἀρκεῖ ν᾿ ἀναδιπλώσω τὶς φτεροῦγες μου καὶ νὰ πετάω μόνο μὲ τὶς ἄκρες τους! Κοντὰ φτερά!

Ἀνέβηκε δυὸ χιλιάδες πόδια πάνω ἀπ᾿ τὴ σκοτεινὴ θάλασσα καὶ δίχως νὰ συλλογιστεῖ οὔτε στιγμὴ τὴν ἀποτυχία ἢ τὸ θάνατο, ἔφερε τὸ μπρὸς μέρος τῆς κάθε του φτερούγας σφιχτὰ πάνω στὸ σῶμα του, ἄφησε μόνο σὰ στενὰ λεπίδια τὶς ἄκρες τους νὰ ξεπεταχτοῦν στὸν ἀέρα, καὶ ἔπεσε σὲ κάθετη πτήση.

Ὁ ἀέρας μούγγριζε σὰ θεριὸ στὸ κεφάλι του. Ἑβδομήντα μίλια τὴν ὥρα, ἐνενήντα, ἑκατὸν εἴκοσι καὶ πιὸ γρήγορα ἀκόμα. Τώρα ἡ πίεση τοῦ ἀέρα, στὰ ἑκατὸ σαράντα μίλια τὴν ὥρα, ἦταν πολὺ λιγότερη ἀπ᾿ ὅ,τι πρὶν στὰ ἑβδομῆντα, καὶ μὲ μιὰ ἐλάχιστη στροφὴ στὶς ἄκρες τῶν φτερῶν του βγῆκε ἄνετα ἀπ᾿ τὴν κατάδυσή του καὶ τινάχτηκε πρὸς τὰ πάνω, μακριὰ ἀπ᾿ τὰ κύματα, σὰ μιὰ σταχτιὰ ὀβίδα στὸ φεγγαρόφωτο.

Ἔκλεισε σχεδὸν ὁλότελα τὰ μάτια του ἀπέναντι στὸν ἄνεμο κι᾿ ἔνιωσε χαρά. Ἑκατὸ σαράντα μίλια τὴν ὥρα! καὶ μὲ ἀπόλυτο ἔλεγχο! Ἂν βουτήξω ἀπὸ τὰ πέντε χιλιάδες πόδια, ἀντὶ ἀπὸ τὰ δυὸ χιλιάδες, πόσο γρήγορα ἄραγε...

Οἱ προηγούμενοι ὅρκοι του ξεχάστηκαν, σκορπίστηκαν μακριὰ μέσα στὸ μεγάλο γρήγορο ἄνεμο. Κι᾿ ὅμως δὲν ἔνιωσε ἔνοχος, καθὼς καταπατοῦσε τὶς ὑποσχέσεις ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε δώσει. Τέτοιες ὑποσχέσεις εἶναι μόνο γιὰ τοὺς γλάρους ποὺ ἀποδέχονται τὰ συνηθισμένα. Ὅποιος ἀρίστευσε μαθαίνοντας, δὲν χρειάζεται τέτοιες ὑποσχέσεις.

Μὲ τὴν ἀνατολή, ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἄρχισε πάλι τὴν ἐξάσκησή του. Ἀπὸ ὕψος πέντε χιλιάδες πόδια οἱ ψαρόβαρκες ἦσαν βουλίτσες πάνω στὸ λεῖο γαλανὸ νερό, τὸ Σμῆνος στὸ Πρόγευμα ἕνα ἀχνὸ σύννεφο ἀπὸ μικροσκοπικὰ σκονάκια, νὰ στροβιλίζονται. Ἦταν ζωντανός, τρέμοντας λίγο ἀπὸ χαρά, περήφανος ποὺ κυριαρχοῦσε τώρα πάνω στὸ φόβο του. Ὕστερα δίχως ἐπισημότητες μάζεψε τὶς φτεροῦγες του, ἅπλωσε τὶς κοντὲς λοξὲς ἄκρες τῶν φτερῶν του καὶ βούτηξε ἀμέσως πρὸς τὴ θάλασσα. Ὅταν πέρασε τὶς τέσσερεις χιλιάδες πόδια, εἶχε φτάσει τὴν ὁριακὴ ταχύτητα, ὁ ἀέρας ἦταν ἕνα στέρεο φράγμα ἤχου ἀπέναντι στὸ ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ κινηθεῖ πιὸ γρήγορα. Πετοῦσε τώρα ἴσια κάτω, μὲ ταχύτητα διακόσια δεκατέσσερα μίλια τὴν ὥρα. Ξεροκατάπιε, γιατί ἤξερε πὼς ἂν τὰ φτερά του ἄνοιγαν σ᾿ αὐτὴ τὴ ταχύτητα, θὰ γινόταν ἕνα ἑκατομμύριο κομματάκια γλάρου. Ἡ ταχύτητα ὅμως ἦταν δύναμη, καὶ ἡ ταχύτητα ἦταν χαρά, καὶ ἡ ταχύτητα ἦταν ἀπόλυτη ὀμορφιά.

Ἄρχισε τὴν ἀνάσχεση στὰ χίλια πόδια, οἱ ἄκρες τῶν φτερῶν του ἔτριζαν κι᾿ ἄναβαν σ᾿ αὐτὸ τὸν τρομακτικὸ ἄνεμο, ἡ βάρκα καὶ τὸ πλῆθος τῶν γλάρων ἔρχονταν κατὰ πάνω του καὶ μεγάλωναν μὲ ἀστραπιαία ταχύτητα, πάνω στὸ δρόμο του.

Δὲν μποροῦσε νὰ σταματήσει· δὲν ἤξερε ἀκόμα οὔτε πῶς νὰ στρίψει μ᾿ αὐτὴ τὴν ταχύτητα.

Ἡ σύγκρουση θὰ σήμαινε ἀκαριαῖο θάνατο. Κι᾿ ἔτσι ἔκλεισε τὰ μάτια του.

Συνέβηκε κεῖνο τὸ πρωί, τότε, μόλις μετὰ τὸ ξημέρωμα, ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος νὰ περάσει σὰ σφαῖρα ἀπ᾿ τὸ κέντρο ἀκριβῶς τῆς συνάθροισης γιὰ Πρόγευμα τοῦ Σμήνους, σὰν ἀστραπὴ μὲ διακόσια δώδεκα μίλια τὴν ὥρα, μὲ τὰ μάτια κλειστά, σ᾿ ἕνα ἄγριο βουητὸ ἀπὸ ἀέρα καὶ φτερά. Ὁ Γλάρος Τύχη τοῦ χαμογέλασε γιὰ μιὰ φορὰ καὶ κανένας δὲ σκοτώθηκε.

Ὅταν πιὰ σήκωσε τὸ ράμφος του πρὸς τὸν οὐρανό, ἐξακολουθοῦσε νὰ κινεῖται σὰ πύρινη σφαῖρα μὲ ταχύτητα ἑκατὸν ἑξήντα μίλια τὴν ὥρα. Ὅταν σιγὰ σιγὰ ἔφτασε στὰ εἴκοσι μίλια καὶ ἅπλωσε ξανὰ ἐπιτέλους τὰ φτερά του, ἡ βάρκα ἦταν σὰ ψίχουλο πάνω στὴ θάλασσα, τέσσερεις χιλιάδες πόδια κάτω. Σκέφτηκε τὸ θρίαμβο. Ὁριακὴ ταχύτητα! Ἕνας γλάρος πετᾶ μὲ ταχύτητα διακόσια δέκα τέσσερα μίλια τὴν ὥρα! Ἦταν μιὰ Κατάκτηση, ἦταν ἡ πιὸ μεγάλη, ἡ μοναδικὴ στιγμὴ στὴν ἱστορία του Σμήνους, καὶ κείνη τὴ στιγμὴ μία καινούργια ἐποχὴ ἄνοιξε γιὰ τὸν Ἰωνάθαν Γλάρο. Ἀφοῦ πέταξε στὸ ἐρημικὸ τόπο τῆς ἐξάσκησής του, διπλώνοντας τὰ φτερά του γιὰ νὰ βουτήξει ἀπὸ ὀχτὼ χιλιάδες πόδια, βάλθηκε ἀμέσως ν᾿ ἀνακαλύψει πῶς νὰ στρίβει.

Ἀνακάλυψε πὼς ἕνα καὶ μόνο ἀκρινὸ φτερὸ ἂν κινηθεῖ ἀνὰ χιλιοστό, προκαλεῖ μία ὁμαλὴ μεγαλόπρεπη καμπύλη σὲ τρομαχτικὴ ταχύτητα. Πρὶν τὸ μάθει αὐτό, ὡστόσο, ἀνακάλυψε πὼς ἂν κουνήσει περισσότερα ἀπὸ ἕνα φτερὸ σ᾿ αὐτὴ τὴν ταχύτητα, στροβιλίζεσαι σὰ σφαίρα ὅπλου... Καὶ ὁ Ἰωνάθαν εἶχε ἔτσι γίνει ὁ πρῶτος ἀκροβάτης τοῦ ἀέρα, πρὶν ἀπὸ κάθε ἄλλο γλάρο στὸν κόσμο.

Δὲν ἔχασε καιρὸ κείνη τὴ μέρα σὲ κουβέντες μὲ ἄλλους γλάρους ἀλλὰ συνέχισε νὰ πετᾶ ὥσπου νύχτωσε. Ἀνακάλυψε τὴν ἀκροβατικὴ στροφή, τὴν ἀργὴ περιστροφή, τὴν ἀνάποδη στροφή, τὸ στροβίλισμα, τὴν τούμπα.

Ὅταν ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἔφτασε κοντὰ στὸ Σμῆνος στὴν παραλία, ἦταν νύχτα βαθιά. Ἦταν ζαλισμένος καὶ φοβερὰ κουρασμένος. Κι᾿ ὅμως άπ᾿ τὴ χαρά του προσγειώθηκε μὲ ἀκροβασία καὶ πραγματοποιώντας λίγο πρὶν ἀγγίξει τὸ ἔδαφος, μιὰ ξαφνικὴ ἀπότομη περιστροφή.

Ὅταν μάθουν, σκέφτηκε, τὴν Κατάκτηση θὰ ξετρελαθοῦν ἀπὸ χαρά. Πόσο πιὸ πλούσια γίνεται τώρα ἡ ζωή μας! Ἀντὶ γιὰ τὸ μονότονο κοπιαστικὸ πήγαινε κι᾿ ἔλα στὶς ψαρόβαρκες, ὑπάρχει ἕνα νόημα στὴ ζωή! Μποροῦμε νὰ ξεπεράσουμε τὴν ἄγνοια, μποροῦμε ν᾿ ἀναγνωρίζουμε τὸν ἑαυτό μας σὰν ὄντα ξεχωριστά, ἔξυπνα καὶ ἐπιδέξια. Μποροῦμε νὰ εἴμαστε λεύτεροι! Μποροῦμε νὰ μάθουμε νὰ πετοῦμε!

Τὰ χρόνια μπροστά του ἀντηχοῦσαν καὶ λαμπύριζαν γεμάτα ὑποσχέσεις.

Οἱ Γλάροι ἦταν μαζεμένοι στὴ Συνάθροιση τοῦ Συμβουλίου ὅταν προσγειώθηκε καὶ καθὼς φαίνεται ἦταν ἐκεῖ συγκεντρωμένοι ἀπὸ ὥρα. Γιατί, πραγματικά, περίμεναν.

«Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε! Στάσου στὸ Κέντρο!». Τὰ λόγια τοῦ Γέροντα ἀκούστηκαν μὲ μία φωνὴ ὑπέρτατης ἐπισημότητας. «Στάσου στὸ Κέντρο» σήμαινε μόνο μεγάλη ντροπὴ ἢ μεγάλη τιμή. Στὸ Κέντρο γιὰ Τιμὴ ἦταν ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο διακρίνονταν οἱ πιὸ μεγάλοι ἀρχηγοὶ τῶν γλάρων. Μὰ φυσικά, σκέφτηκε, στὸ Πρόγευμα τοῦ Σμήνους σήμερα τὸ πρωὶ εἶδαν τὴν Κατάκτηση! Ἐγὼ ὅμως δὲν θέλω τιμές. Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ γίνω ἀρχηγός. Θέλω μόνο νὰ μοιραστῶ ὅ,τι ἀνακάλυψα, νὰ δείξω τοὺς ὁρίζοντες ποὺ ἁπλώνονται μπροστά μας. Ἔκανε ἕνα βῆμα μπρός.

«Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε», εἶπε ὁ Γέροντας, «στάσου στὸ Κέντρο γιὰ Ντροπὴ νὰ σὲ δοῦν οἱ σύντροφοί σου γλάροι!».

Ἦταν σὰ νὰ τὸν εἶχαν χτυπήσει μὲ σανίδα. Τὰ γόνατά του λύγισαν, τὰ φτερά του ζάρωσαν, τ᾿ αὐτιά του βούιζαν. Στὸ Κέντρο γιὰ Ντροπή; Ἀδύνατο!

Ἡ Κατάκτηση! Δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν! Κάνουν λάθος, λάθος!

«...γιὰ τὴν ἐπικίνδυνη ἀνευθυνότητά του», ἡ σοβαρὴ φωνὴ ἀντηχοῦσε, «ποὺ καταπατᾶ τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ τὴν παράδοση τῆς οἰκογένειας τῶν Γλάρων»..

Νὰ σταθεῖ στὸ Κέντρο γιὰ Ντροπὴ σημαίνει πὼς θὰ τὸν διώξουν ἔξω ἀπ᾿ τὴν κοινωνία τῶν γλάρων, ἀπόβλητο σὲ μοναχικὴ ζωὴ στοὺς Πέρα Βράχους.

«...κάποια μέρα, Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε, θὰ μάθεις πὼς ἡ ἀνευθυνότητα δὲν ἀποδίδει. Ἡ ζωὴ εἶναι τὸ ἄγνωστο κι᾿ αὐτὸ ποὺ παραμένει ἄγνωστο· ἕνα μόνο εἶναι γνωστό: πὼς ἐρχόμαστε στὸν κόσμο τοῦτο γιὰ νὰ τρῶμε, γιὰ νὰ παραμείνουμε ζωντανοὶ ὅσο μποροῦμε περισσότερο».

Ἕνας γλάρος δὲν ἀντιμιλᾶ ποτὲ στὸ Συμβούλιο τοῦ Σμήνους, ἀλλὰ ἡ φωνὴ τοῦ Ἰωνάθαν ξέσπασε. «Ἀνευθυνότητα; Ἀδέλφια μου!» φώναξε. «Ποιὸς εἶναι πιὸ ὑπεύθυνος ἀπὸ τὸ γλάρο ποὺ ἀνακαλύπτει κι᾿ ἀκολουθεῖ ἕνα νόημα, ἕναν ἀνώτερο σκοπὸ στὴ ζωή; γιὰ χίλια χρόνια τσαλαβουτοῦμε ψάχνοντας νὰ βροῦμε ψαροκεφαλές, ἀλλὰ τώρα ἔχουμε ἕνα σκοπὸ στὴ ζωὴ - νὰ μάθουμε, ν᾿ ἀνακαλύψουμε, νά 'μαστε λεύτεροι! Δῶστε μου μιὰ εὐκαιρία μόνο, ἀφῆστε με νὰ σὰς δείξω τί ἀνακάλυψα...».

Τὸ Σμῆνος θαρρεῖς πὼς ἦταν πέτρινο.

«Δὲν ἀνήκεις πιὰ στὴν Ἀδελφότητα» φώναξαν ὅλα μαζί, καὶ μονομιᾶς ἔκλεισαν τ᾿ αὐτιά τους καὶ τοῦ γύρισαν τὶς πλάτες.

Ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος πέρασε τὶς ὑπόλοιπές του μέρες μόνος, ἀλλὰ πέταξε μακριά, πιὸ μακριὰ ἀπ᾿ τοὺς Πέρα Βράχους. Ἦταν θλιμμένος ὄχι ἀπὸ μοναξιά, ἀλλὰ γιατί οἱ γλάροι ἀρνήθηκαν νὰ πιστέψουν στὸ μεγαλεῖο τῆς πτήσης ποὺ τοὺς περίμενε· ἀρνήθηκαν ν᾿ ἀνοίξουν τὰ μάτια τους καὶ νὰ δοῦν.

Κάθε μέρα μάθαινε περισσότερα. Ἔμαθε πὼς μία βουτιὰ μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήσει ν᾿ ἀνακαλύψει τὰ σπάνια καὶ νόστιμα ψάρια ποὺ κολυμποῦσαν κοπαδιαστὰ δέκα πόδια κάτω ἀπ᾿ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ὠκεανοῦ: δὲ χρειαζόταν πιὰ ψαρόβαρκες καὶ μπαγιάτικο ψωμὶ γιὰ νὰ ἐπιζήσει. Ἔμαθε νὰ κοιμᾶται στὸν ἀέρα, ἀκολουθώντας νυχτερινὴ πορεία πάνω στὸ θαλασσινὸ ἀγέρι καὶ καλύπτοντας ἑκατὸ μίλια ἀπ᾿ τὸ ἡλιοβασίλεμα ὡς τὰ ξημερώματα. Μὲ τὸν ἴδιο ἐσωτερικό του ἔλεγχο, πετοῦσε μέσ᾿ ἀπὸ βαριὰ θαλασσινὴ ὁμίχλη κι᾿ ἀνέβαινε ἀκόμα πιὸ ψηλὰ στὸν ἀστραφτερὸ καθαρὸ οὐρανό... ἐνῶ τὴν ἴδια ὥρα ὅλοι οἱ ἄλλοι γλάροι στέκονταν στὴ στεριὰ μέσα στὴν καταχνιὰ καὶ τὴ βροχή. Ἔμαθε νὰ πετάει μὲ τοὺς ἀψηλοὺς ἀνέμους βαθιὰ πάνω ἀπ᾿ τὴ στεριά, νὰ βρίσκει ἐκεῖ γιὰ νὰ τραφεῖ νόστιμα ἔντομα.

Ὅ,τι εἶχε κάποτε ἐλπίσει νὰ προσφέρει στὸ Σμῆνος τὸ κέρδιζε τώρα μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του· ἔμαθε νὰ πετάει, καὶ δὲ μετάνοιωσε γιὰ τὸ τίμημα ποὺ χρειάστηκε νὰ πληρώσει. Ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ἀνακάλυψε πὼς ἡ πλήξη κι᾿ ὁ φόβος κι᾿ ὁ θυμὸς εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ἡ ζωὴ ἑνὸς γλάρου εἶναι τόσο σύντομη, κι᾿ ὅταν αὐτὰ χάθηκαν ἀπ᾿ τὴ σκέψη του, ἔζησε μιὰ πραγματικὰ μακριὰ κι᾿ εὐχάριστη ζωή.

Ἔφτασαν τ᾿ ἀπόγευμα, τότε, καὶ βρῆκαν τὸν Ἰωνάθαν νὰ γλιστράει γαλήνιος καὶ μόνος στὸν ἀγαπημένο του οὐρανό. Οἱ δυὸ γλάροι ποὺ φάνηκαν στὰ φτερά του ἦσαν καθάριοι σὰν ἀστροφεγγιὰ καὶ τὸ φεγγοβόλημά τους ἦταν ἁπαλὸ καὶ φιλικὸ στὸν ἀέρα τῆς βαθιᾶς νύχτας. Ὅμως πιὸ ὄμορφη ἀπ᾿ ὅλα ἦταν ἡ δεξιοσύνη μὲ τὴν ὁποία πετοῦσαν, καθὼς οἱ ἄκρες ἀπ᾿ τὶς φτεροῦγες τους κουνοῦσαν σταθερὰ καὶ μὲ ἀκρίβεια λίγους πόντους μόλις ἀπ᾿ τὶς δικές του.

Δίχως νὰ πεῖ λέξη, ὁ Ἰωνάθαν τοὺς ἔβαλε σὲ δοκιμασία, μιὰ δοκιμασία ποὺ κανένας γλάρος δὲν εἶχε περάσει ποτέ. Ἔστριψε τὶς φτεροῦγες του, κι ἀνάκοψε σιγὰ-σιγὰ τὴν ταχύτητα σ᾿ ἕνα μίλι τὴν ὥρα, σχεδὸν ἀκίνητος. Τὰ δυὸ ἀστραφτερὰ πουλιὰ ἀνάκοψαν μαζί του, ὁμαλά, στὴν ἴδια πάντα ἀπόσταση. Ἤξεραν πῶς νὰ πετοῦν ἀργά.

Δίπλωσε τὰ φτερά του, ἔκανε μιὰ τούμπα κι᾿ ἀφέθηκε σὲ μιὰ κατάδυση μ᾿ ἑκατὸν ἑβδομήντα μίλια τὴν ὥρα. Ἔπεσαν μαζί του, ἄσπρες γραμμὲς σ᾿ ἀλάνθαστο σχηματισμό.

Τελικὰ ἔκανε τὴν ἀνάδυση στὴν ἴδια αὐτὴ ταχύτητα καὶ συνέχισε ἴσια πάνω μιὰ μακριὰ ὄρθια πτήση. Κινήθηκαν μαζί του χαμογελώντας.

Συνῆλθε μόλις ἔφτασε σὲ πτήση μὲ σταθερὸ ὕψος καὶ πέρασαν λίγες στιγμὲς πρὶν μιλήσει. «Πολὺ καλά», εἶπε, «ποιοὶ εἴσαστε;».

«Εἴμαστε ἀπ᾿ τὸ Σμῆνος σου, Ἰωνάθαν. Εἴμαστε ἀδέλφια σου». Τὰ λόγια ἦταν ξεκάθαρα καὶ ἤρεμα. «Ἤρθαμε νὰ σὲ πᾶμε ψηλότερα, νὰ σὲ πᾶμε σπίτι».

«Σπίτι δὲν ἔχω. Σμῆνος δὲν ἔχω. Εἶμαι ἕνας Ἀπόβλητος. Καὶ πετοῦμε τώρα στὴν κορφὴ τοῦ Ἀέρα τοῦ Μεγάλου Βουνοῦ. Λιγοστὲς ἑκατοντάδες πόδια ἀκόμα κι᾿ ὕστερα δὲ θὰ μπορῶ νὰ σηκώσω τὸ γέρικο τοῦτο κορμὶ πιὸ ψηλά».

«Κι᾿ ὅμως μπορεῖς, Ἰωνάθαν. Γιατί ἔμαθες. Ἕνα σχολειὸ τελείωσε κι᾿ ἦρθε ἡ ὥρα ν᾿ ἀρχίσει ἕνα ἄλλο».

Καθὼς τὸν εἶχε φωτίσει ὅλη του τὴ ζωή, ἔτσι ἡ κατανόηση ἄστραψε κείνη τὴ στιγμὴ γιὰ τὸν Ἰωνάθαν Γλάρο. Εἶχαν δίκιο. Μποροῦσε νὰ πετάξει πιὸ ψηλά, κι᾿ εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νὰ πάει σπίτι.

Ἔριξε μιὰ τελευταία ματιὰ στὸν οὐρανό, πέρα στὴ θαυμάσια ἀσημένια χώρα ὅπου τόσα εἶχε μάθει.

«Εἶμαι ἕτοιμος», εἶπε τελικά. Κι᾿ ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ἀνυψώθηκε μὲ τοὺς δυὸ φωτεροὺς γλάρους γιὰ νὰ χαθεῖ σ᾿ ἕνα τέλειο σκοτεινὸ οὐρανό.

Μέρος Δεύτερο

Ὥστε λοιπὸν αὐτὸς εἶναι ὁ παράδεισος, σκέφτηκε καὶ χαμογέλασε μὲ τὸν ἑαυτό του. Δὲν ἦταν βέβαια πολὺ εὐλαβικὸ τὸ νὰ μελετᾷς τὸν παράδεισο τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ πετᾶς γιὰ νὰ τὸν φτάσεις.

Καθὼς ἐρχόταν ἀπ᾿ τὴ Γῆ, πάνω ἀπ᾿ τὰ σύννεφα καὶ σὲ στενὸ σχηματισμὸ μὲ τοὺς δυὸ λαμπεροὺς γλάρους, εἶδε πὼς καὶ τὸ δικό του σῶμα γινόταν φωτερὸ ὅπως τὸ δικό τους. Εἶναι ἀλήθεια πὼς βρισκόταν ἐκεῖ ὁ ἴδιος νέος Ἰωνάθαν Γλάρος, αὐτὸς ποὺ εἶχε πάντα ζήσει πίσω ἀπ᾿ τὰ χρυσαφένια μάτια του· ἡ ἐξωτερική του ὅμως ὄψη εἶχε ἀλλάξει.

Τὸ ἔνιωθε σὰ σῶμα γλάρου, ἀλλὰ πετοῦσε κιόλας πολὺ καλύτερα ἀπ᾿ ὅσο εἶχε ποτὲ πετάξει τὸ παλιό του σῶμα. Γιὰ φαντάσου, σκέφτηκε, μὲ τὴ μισὴ προσπάθεια, θὰ πετύχω διπλάσια ταχύτητα, θὰ διπλασιάσω τὴν ἐπίδοση τῆς καλύτερής μου μέρας στὴ γῆ.

Τὰ φτερά του λαμπύριζαν τώρα μὲ μιὰ φωτεινὴ λευκότητα, καὶ οἱ φτεροῦγες του ἦταν λεῖες καὶ τέλειες λὲς κι ἦταν φύλλα γυαλισμένο ἀσῆμι. Ἄρχισε, ὅλος χαρά, νὰ τὰ γνωρίζει, νὰ βάζει δύναμη στὰ καινούργια του φτερά.

Πετώντας διακόσια πενῆντα μίλια τὴν ὥρα ἔνιωσε πὼς πλησίαζε τὴ μέγιστη ταχύτητα πτήσης σὲ σταθερὸ ὕψος. Στὰ διακόσια ἑβδομῆντα τρία, νόμισε πὼς πετοῦσε ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσε κι᾿ ἔνιωσε μιὰ λαφριὰ ἀπογοήτευση. Ὑπῆρχε κάποιο ὅριο στὸ τί μποροῦσε τὸ καινούργιο σῶμα, καὶ μολονότι ἦταν πολὺ ἀνώτερο ἀπ᾿ τὴν παλιά του ἐπίδοση πτήσης σταθεροῦ ὕψους, ἦταν καὶ πάλι ἕνα ὅριο, ποὺ θὰ χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ τὸ ξεπεράσει. Στὸν παράδεισο, σκέφτηκε, δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν ὅρια.

Τὰ σύννεφα ξάνοιξαν, οἱ συνοδοί του φώναξαν, «Χαρούμενες προσγειώσεις, Ἰωνάθαν», καὶ χάθηκαν στὸν οὐρανό.

Πετοῦσε πάνω ἀπὸ μιὰ θάλασσα, πρὸς μιὰ δαντελωτὴ ἀκτή. Ἐλάχιστοι γλάροι ἔκαναν ἀσκήσεις μὲ τὰ ἀνοδικὰ ρεύματα στοὺς ἀπότομους βράχους. Πέρα μακριὰ στὰ βορεινά, στὴν ἄκρη τοῦ ὁρίζοντα, πετοῦσαν μερικοὶ ἀκόμα. Καινούργια θεάματα, καινούργιες σκέψεις, καινούργια ἐρωτήματα. Γιατί τόσοι λίγοι γλάροι; Ὁ παράδεισος θὰ ἔπρεπε νὰ μυρμηγκιάζει γλάρους! Καὶ γιατί εἶμαι, ξαφνικά, τόσο κουρασμένος; Ὑποτίθεται πὼς οἱ γλάροι στὸν παράδεισο δὲν κουράζονται καὶ δὲν κοιμοῦνται ποτέ.

Ποῦ τ᾿ ἄκουσε αὐτό; Ἡ ἀνάμνηση τῆς ζωῆς του στὴ Γῆ ἄρχισε νὰ σβήνει. Ἡ Γῆ ἦταν ἕνας τόπος ὅπου ἔμαθε πολλὰ πράγματα, εἶναι ἀλήθεια, ἀλλὰ οἱ λεπτομέρειες ἄρχιζαν νὰ θολώνουν— θυμόταν κάτι γιὰ τὸν ἀγῶνα γιὰ τὸ φαγητό, πὼς ἦταν Ἀπόκληρος.

Δώδεκα γλάροι ἀπ᾿ τὴν ἀκτή ἦρθαν νὰ τὸν συναντήσουν, δίχως κανένας τους ν᾿ ἀρθρώσει λέξη. Ἔνιωσε μόνο πὼς ἦταν εὐπρόσδεκτος καὶ πὼς ἦταν σὰν στὸ σπίτι του. Ἦταν μιὰ μεγάλη μέρα τῆς ζωῆς του, μιὰ μέρα ποὺ τὸ ξημέρωμά της δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ τὸ θυμηθεῖ.

Γύρισε γιὰ νὰ προσγειωθεῖ στὴν παραλία, χτυπώντας τὰ φτερά του γιὰ νὰ σταματήσει λίγα ἑκατοστὰ στὸν ἀέρα, καὶ νὰ σταθεῖ ὕστερα ἁπαλὰ στὴν ἄμμο. Προσγειώθηκαν κι᾿ οἱ ἄλλοι γλάροι, ἀλλ᾿ οὔτε ἕνας τους δὲν φτερούγισε οὔτε τόσο δά. Πετιόντουσαν στὸν ἄνεμο, μὲ ὀρθάνοιχτές τὶς λαμπρὲς φτεροῦγες τους, κι᾿ ὕστερα μὲ κάποιο τρόπο ἄλλαζαν τὴν κλίση τῶν φτερῶν τους, ὥσπου νὰ σταματήσουν τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τὰ πόδια τους ἄγγιζαν τὴ γῆ. Ἦταν μιὰ κίνηση μὲ θαυμάσιο ἔλεγχο, ὅμως ὁ Ἰωνάθαν ἦταν τώρα πολὺ κουρασμένος γιὰ νὰ τὴ δοκιμάσει. Ὄρθιος ἐκεῖ στὴν παραλία, πάντα δίχως νὰ λεχθεῖ τὸ παραμικρό, ἀποκοιμήθηκε.

Τὶς μέρες ποὺ ἀκολούθησαν, ὁ Ἰωνάθαν ἀντιλήφθηκε πὼς σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο μποροῦσε νὰ μάθει γιὰ τὸ πέταγμα τόσα, ὅσα εἶχε μάθει στὴν περασμένη τοῦ ζωή. Ἀλλὰ μὲ μιὰ διαφορά. Ὑπῆρχαν ἐδῶ γλάροι ποὺ σκέφτονταν ὅπως ἐκεῖνος. Γιὰ τὸν καθένα τους, τὸ πιὸ σημαντικὸ πρᾶγμα ἦταν νὰ προοδεύσουν καὶ νὰ φτάσουν τὴν τελειότητα σ᾿ ὅ,τι ἀγάπησαν περισσότερο στὴ ζωή, κι᾿ αὐτὸ ἦταν τὸ πέταγμα. Ἦταν ὑπέροχα πουλιὰ ὅλα τους, καὶ πραγματοποιοῦσαν τὶς ἀσκήσεις τους ὧρες ὁλόκληρες καθημερινά, δοκιμάζοντας τὴν πιὸ τολμηρὴ ἀεροναυτική.

Γιὰ πολὺ καιρό, ὁ Ἰωνάθαν ξέχασε τὸν κόσμο ἀπ᾿ ὅπου εἶχε ἔρθει, τὸν τόπο ἐκεῖνο ὅπου οἱ γλάροι στὸ Σμῆνος ζοῦσαν μὲ τὰ μάτια κλειστὰ μπροστὰ στὴ χαρὰ τῆς πτήσης, χρησιμοποιώντας τὰ φτερά τους μόνο σὰ μέσα με σκοπὸ νὰ βρίσκουν τροφὴ καὶ νὰ τσακώνωνται ποιὸς θὰ τὴν ἁρπάξει. Ὅμως ποῦ καὶ ποῦ, γιὰ μιὰ στιγμὴ μόλις, θυμόταν.

Τὸ θυμήθηκε μιὰ φορὰ ποὺ εἶχε βγεῖ μὲ τὸν ἐκπαιδευτή του, καθὼς ξαπόσταιναν στὴν παραλία ὑστερ᾿ ἀπὸ μιὰ σειρὰ περιστροφὲς μὲ διπλωμένα τὰ φτερά.

«Ποῦ εἶναι ὅλος ὁ κόσμος, Σάλλιβαν;» ρώτησε σιωπηλά, ἀπόλυτα ἐξοικειωμένος τώρα μὲ τὴν ἁπλὴ τηλεπάθεια ποὺ χρησιμοποιοῦσαν αὐτοὶ οἱ γλάροι ἀντὶ γιὰ στριγγλιὲς καὶ ρεκάσματα. «Γιατί δὲν εἴμαστε περισσότεροι ἐδῶ; Ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου ἦρθα ὑπῆρχαν...».

...«Χιλιάδες, πολλὲς χιλιάδες γλάροι. Τὸ ξέρω». Ὁ Σάλλιβαν κούνησε τὸ κεφάλι του. «Ἡ μόνη ἀπάντηση ποὺ βρίσκω, Ἰωνάθαν, εἶναι πὼς εἶσαι στ᾿ ἀλήθεια ἀπ᾿ τὰ πουλιὰ ποὺ ξεχωρίζουν, ἕνα στὸ ἑκατομμύριο. Οἱ περισσότεροι ἐρχόμαστε ἐδῶ πάρα πολὺ ἀργά. Περάσαμε ἀπὸ ἕναν κόσμο σὲ ἄλλο ποὺ ἦταν σχεδὸν ἀπαράλλαχτος, ξεχνώντας ἀμέσως ἀπὸ ποῦ εἴχαμε ἔρθει, δίχως νὰ νοιαζόμαστε γιὰ ποῦ πηγαίναμε, ζώντας στιγμὴ τὴ στιγμή. Φαντάστηκες ποτὲ πόσες ζωὲς πρέπει νὰ περάσαμε πρὶν κἂν νὰ διαβλέψουμε πρώτη φορὰ τὴ σκέψη πὼς ἡ ζωὴ προσφέρει πολλὰ περισσότερα ἀπ᾿ τὸ φαγητό, τοὺς τσακωμοὺς ἢ τὴ δύναμη στὸ Σμῆνος; Χίλιες ζωές, Ἴων, δέκα χιλιάδες ζωές! Κι᾿ ὕστερα ἄλλες ἑκατὸ ζωὲς ὥσπου ν᾿ ἀρχίσουμε νὰ μαθαίνουμε πὼς ὑπάρχει κάτι ποὺ λέγεται τελειότητα, κι᾿ ἄλλα ἑκατὸ χρόνια γιὰ νὰ καταλάβουμε πὼς σκοπὸς στὴ ζωή μας εἶναι ν᾿ ἀνακαλύψουμε αὐτὴ τὴν τελειότητα καὶ νὰ τὴν ἀναδείξουμε. Ὁ ἴδιος κανόνας ἰσχύει, φυσικά, καὶ γιὰ μᾶς τώρα: διαλέγουμε τὸν ἑπόμενό μας κόσμο μέσα ἀπὸ τὰ ὅσα μαθαίνουμε σὲ τοῦτον. Ἂν δὲ μάθεις κάτι, τότε ὁ ἑπόμενος θὰ εἶναι ὅμοιος μὲ τοῦτον, μὲ τοὺς ἴδιους φραγμοὺς καὶ τὰ ἴδια ἀσήκωτα βάρη ποὺ θὰ πρέπει νὰ ξεπεράσεις».

Ἅπλωσε τὰ φτερά του καὶ στράφηκε ἀπέναντι στὸν ἄνεμο. «Ἐσὺ ὅμως, Ἴων», εἶπε, «ἔμαθες τόσα πολλὰ μονομιᾶς, ὥστε δὲ χρειάστηκε νὰ περάσεις χίλιες ζωὲς γιὰ νὰ φτάσεις σὲ τούτη».

Σὲ μιὰ στιγμὴ βρέθηκαν πάλι σὲ πτήση, στὶς ἀσκήσεις τους. Οἱ περιστροφὲς σὲ σχηματισμὸ ἦταν δύσκολες, γιατί στὸ ἀντίστροφο μισὸ ὁ Ἰωνάθαν ἔπρεπε νὰ σκέφτεται ἀνάποδα, ἀντιστρέφοντας τὴν κλίση τῶν φτερῶν του σὲ ἀπόλυτα ἁρμονικὴ ἀκρίβεια μὲ τὸν ἐκπαιδευτή του.

«Ἄλλη μιὰ δοκιμή» εἶπε ὁ Σάλλιβαν ξανὰ καὶ ξανά: «Ἄλλη μιὰ δοκιμή». Καὶ τελικὰ «Αὐτὸ εἶναι». Κι᾿ ἄρχισαν ἐξάσκηση στὶς ἐξωτερικὲς περιστροφές.

Ἕνα βράδυ, οἱ γλάροι ποὺ δὲν εἶχαν βραδυνὴ πτήση στέκονταν μαζὶ στὴν ἄμμο βουτηγμένοι στὶς σκέψεις τους. Ὁ Ἰωνάθαν μάζεψε ὅλο του τὸ θάρρος καὶ περπάτησε κοντὰ στὸ Γέροντα γλάρο πού, καθὼς ἔλεγαν, θὰ ἔφευγε σύντομα ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο. «Τσιάνκ» εἶπε, λίγο νευρικά. Ὁ γερογλάρος τὸν κοίταξε μὲ καλοσύνη. «Ναί, γιέ μου;». Ἀντὶ τὰ χρόνια νὰ ἔχουν ἐξασθενήσει τὸ Γέροντα, τοῦ εἶχαν προσδώσει δύναμη· μποροῦσε νὰ παραβγεῖ στὸ πέταγμα κάθε γλάρο στὸ Σμῆνος, κι εἶχε μάθει τεχνικὲς ποὺ οἱ ἄλλοι μόνο σιγὰ-σιγὰ τὶς ἀνακάλυπταν.

«Τσιάνκ, ὁ κόσμος τοῦτος δὲν μπορεῖ νά ῾ναι ὁ παράδεισος, ἔτσι δὲν εἶναι;».

Ὁ Γέροντας χαμογέλασε στὸ φεγγαρόφωτο. «Μαθαίνεις πάλι, Ἰωνάθαν Γλάρε», εἶπε.

«Μὰ τότε τί συμβαίνει ἀπὸ δῶ καὶ πέρα; Ποῦ πηγαίνουμε; Δὲν ὑπάρχει τόπος ποὺ νά ῾ναι παράδεισος;». «Ὄχι, Ἰωνάθαν, δὲν ὑπάρχει τέτοιος τόπος. Ὁ παράδεισος δὲν εἶναι τόπος καὶ δὲν εἶναι χρόνος. Παράδεισος εἶναι τὸ νὰ εἶσαι τέλειος». Ἔμεινε γιὰ λίγο σιωπηλός. «Εἶσαι πολὺ γρήγορος γλάρος, ἔτσι δὲν εἶναι;».

«Ναί... μ᾿ ἀρέσει ἡ ταχύτητα», εἶπε ὁ Ἰωνάθαν ἔκπληκτος ἀλλὰ καὶ περήφανος ποὺ ὁ Γέροντας τὸ εἶχε προσέξει.

«Θ᾿ ἀρχίσεις νὰ πλησιάζεις τὸν παράδεισο, Ἰωνάθαν, τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ πλησιάσεις τὴν τέλεια ταχύτητα. Κι᾿ αὐτὸ δὲν σημαίνει νὰ πετᾶς χίλια μίλια τὴν ὥρα, ἢ ἕνα ἑκατομμύριο, ἢ νὰ πετᾶς μὲ τὴν ταχύτητα τοῦ φωτός. Γιατί ὁ κάθε ἀριθμὸς εἶναι ἕνα ὅριο καὶ ἡ τελειότητα δὲν ἔχει ὅρια. Ἡ τέλεια ταχύτητα, γιέ μου, εἶναι τὸ νὰ βρίσκεσαι ἐκεῖ».

Δίχως καμμιὰ προειδοποίηση ὁ Τσιὰνκ ἐξαφανίστηκε καὶ ξαναφάνηκε σ᾿ ἕνα κλάσμα τῆς στιγμῆς στὴν ἄκρη τοῦ νεροῦ πενῆντα πόδια πιὸ πέρα. Ὕστερα ἐξαφανίστηκε καὶ πάλι καὶ στάθηκε, στὸ ἴδιο χιλιοστό τοῦ δευτερολέπτου, στὸν ὦμο τοῦ Ἰωνάθαν. «Εἶναι πολὺ διασκεδαστικό», εἶπε.

Ὁ Ἰωνάθαν σάστισε. Ξέχασε νὰ ρωτήσει γιὰ τὸν παράδεισο. «Πῶς τὸ καταφέρνεις αὐτό; Πῶς νιώθεις; Πόσο μακριὰ μπορεῖς νὰ πᾶς;».

«Μπορεῖς νὰ πᾶς σ᾿ ὅποιο τόπο καὶ σ᾿ ὅποιο χρόνο θέλεις», εἶπε ὁ Γέροντας. «Ἐγὼ πῆγα σ᾿ ὅποιο τόπο καὶ σ᾿ ὅποιο χρόνο μπόρεσα νὰ σκεφτῶ». Κοίταξε πέρα στὴ θάλασσα. «Εἶναι παράξενο. Οἱ γλάροι ποὺ περιφρονοῦν τὴν τελειότητα γιὰ χάρη τοῦ ταξιδιοῦ πηγαίνουν... πουθενά, μὲ καθυστέρηση. Ὅσοι ἐγκαταλείπουν τὰ ταξίδια γιὰ χάρη τῆς τελειότητας πηγαίνουν παντοῦ, στὴ στιγμή. Θυμήσου, Ἰωνάθαν, ὁ παράδεισος δὲν εἶναι ἕνας τόπος ἢ ἕνας χρόνος, γιατί ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος εἶναι πράγματα δίχως κανένα νόημα. Ὁ παράδεισος εἶναι...».

«Μπορεῖς νὰ μοῦ μάθεις νὰ πετάω ἔτσι;», Ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ριγοῦσε μὲ τὴ σκέψη πὼς θὰ κατακτοῦσε ἕνα καινούργιο ἄγνωστο.

«Φυσικά, ἂν θέλεις νὰ μάθεις».

«Θέλω. Πότε μποροῦμε ν᾿ ἀρχίσουμε;».

«Θὰ μπορούσαμε ν᾿ ἀρχίσουμε τώρα, ἂν θέλεις».

«Θέλω νὰ μάθω νὰ πετάω ἔτσι», εἶπε ὁ Ἰωνάθαν, κι᾿ ἕνα παράξενο φῶς γυάλισε στὰ μάτια του. «Πές μου τί νὰ κάνω».

Ὁ Τσιὰνκ μίλησε ἀργὰ καὶ παρακολουθοῦσε τὸν νεώτερο γλάρο μὲ ἔντονη προσήλωση. «Γιὰ νὰ πετάξεις μὲ τὴν ταχύτητα τῆς σκέψης, δηλαδὴ ὁπουδήποτε», εἶπε, «πρέπει ν᾿ ἀρχίσεις γνωρίζοντας πὼς ἔχεις κιόλας φτάσει...».

Τὸ κόλπο, σύμφωνα μὲ τὸν Τσιάνκ, ἦταν νὰ πάψει ὁ Ἰωνάθαν νὰ βλέπει τὸν ἑαυτό του φυλακισμένο σ᾿ ἕνα περιορισμένο σῶμα μὲ ἄνοιγμα φτερῶν ἕνα μέτρο καὶ ἐπίδοση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ προγραμματιστεῖ σὲ διάγραμμα. Τὸ κόλπο ἦταν νὰ ξέρει πὼς ἡ πραγματική του φύση ζοῦσε, μὲ τὴν τελειότητα ἑνὸς ἄγραφου ἀριθμοῦ, παντοῦ καὶ ταυτόχρονα, πέρ᾿ ἀπ᾿ τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο.

Ὁ Ἰωνάθαν δούλευε ἐντατικά, σκληρά, κάθε μέρα, ἀρχίζοντας πρὶν ἀκόμα βγεῖ ὁ ἥλιος καὶ τελειώνοντας μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Καὶ παρ᾿ ὅλες τὶς προσπάθειές του δὲ μετακινήθηκε οὔτε ἕνα φτερὸ μακριὰ ἀπὸ τὴ θέση του.

«Ξέχνα τὴν πίστη!». Ὁ Τσιὰνκ τοῦ τὸ 'λεγε ξανὰ καὶ ξανά. «Δὲν σοῦ χρειάστηκε πίστη γιὰ νὰ πετάξεις, χρειάστηκε νὰ καταλάβεις τὸ πέταγμα. Τὸ ἴδιο καὶ τώρα... γιὰ ξαναπροσπάθησε...».

Καὶ τότε μιὰ μέρα ὁ Ἰωνάθαν, καθὼς στεκόταν στὴν ἀκτή, μὲ κλειστὰ τὰ μάτια, συγκεντρωμένος, ἀντιλήφθηκε ἀστραπιαῖα γιὰ τί πρᾶγμα τοῦ μιλοῦσε ὁ Τσιάνκ. «Μά, εἶναι ἀλήθεια! Εἶμαι ἕνας τέλειος, ἀπεριόριστος γλάρος!». Ἔνιωσε ἕνα μεγάλο ξάφνιασμα χαρᾶς.

«Αὐτὸ εἶναι!», εἶπε ὁ Τσιάνκ, καὶ ἡ φωνή του σήμαινε νίκη.

Ὁ Ἰωνάθαν ἄνοιξε τὰ μάτια του. Στεκόταν μόνος με τὸ Γέροντα σὲ μιὰ ὁλότελα διαφορετικὴ ἀκτή - μὲ δέντρα ὡς κάτω στὴν ἄκρη τῆς θάλασσας καὶ δυὸ κίτρινους ἥλιους νὰ τριγυρίζουν πάνω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι του.

«Ἐπιτέλους, τὸ βρῆκες», εἶπε ὁ Τσιάνκ, «ὁ χειρισμὸς ὅμως πρέπει ἀκόμα νὰ δουλευτεῖ λίγο...».

Ὁ Ἰωνάθαν τὰ ῾χε χαμένα. «Ποῦ βρισκόμαστε;».

Ὁ Γέροντας δὲν εἶχε ἐντυπωσιαστεῖ ἀπ᾿ τὸ παράξενο περιβάλλον καὶ δὲν ἔδωσε σημασία στὴν ἐρώτηση. «Βρισκόμαστε σὲ κάποιο πλανήτη —εἶναι φῶς φανάρι— ποὺ ἔχει πράσινο οὐρανὸ κι ἕνὰ διπλὸ ἀστέρι γιὰ ἥλιο».

Ὁ Ἰωνάθαν ἔβγαλε μιὰ κραυγὴ χαρᾶς, κι᾿ ἦταν ἡ πρώτη του φωνὴ ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε ἀφήσει τὴ Γῆ.

«ΓΙΝΕΤΑΙ!»

«Μὰ φυσικά, γίνεται, Ἴων», εἶπε ὁ Τσιάνκ. «Πὰντα γίνεται ὅταν ξέρεις τί κάνεις. Ἂς δοῦμε τώρα τὸ χειρισμό...».

Ὅταν ἐπέστρεψαν, ἦταν πιὰ νύχτα. Οἱ ἄλλοι γλάροι κοίταζαν τὸν Ἰωνάθαν μὲ σεβασμὸ στὰ χρυσαφένια μάτια τους, γιατί τὸν εἶχαν δεῖ νὰ ἐξαφανίζεται ἀπ᾿ τὸ σημεῖο ὅπου ἦταν ριζωμένος τόσην ὥρα.

Δὲν ἄντεξε τὰ συγχαρητήριά τους οὔτε λεπτό. «Ἐγὼ εἶμαι νεοφερμένος ἐδῶ! Τώρα μόλις ἀρχίζω! Ἐγὼ ἔχω νὰ μάθω ἀπὸ σᾶς!».

«Ἔχω κάποιες ἀμφιβολίες γι᾿ αὐτό, Ἴων», εἶπε ὁ Σάλλιβαν, ποὺ στεκόταν πλάι. «Νιώθεις λιγότερο φόβο νὰ μάθεις ἀπ᾿ ὅσους γλάρους εἶδα τὰ τελευταῖα δέκα χιλιάδες χρόνια». Τὸ Σμῆνος ἔμεινε σιωπηλό, καὶ ὁ Ἰωνάθαν κουνήθηκε στὴ θέση του ἀμήχανα. «Μποροῦμε ν᾿ ἀρχίσουμε δουλειὰ μὲ τὸ χρόνο, ἂν θέλεις», εἶπε ὁ Τσιάνκ, «ὥσπου νὰ μπορέσεις νὰ πετάξεις στὸ παρελθὸν καὶ στὸ μέλλον. Καὶ τότε θὰ 'σαι ἕτοιμος ν᾿ ἀρχίσεις τὸ πιὸ δύσκολο, τὸ πιὸ δυνατό, τὸ πιὸ διασκεδαστικὸ ἀπ᾿ ὅλα. Θὰ 'σαι ἕτοιμος ν᾿ ἀρχίσεις νὰ πετᾶς ψηλὰ καὶ νὰ ξέρεις τὸ νόημα τῆς καλοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης».

Πέρασε ἕνας μῆνας, ἢ κάτι ποὺ φάνηκε περίπου σὰ μῆνας, κι᾿ ὁ Ἰωνάθαν ἔμαθε μὲ τρομαχτικὸ ρυθμό. Πάντα μάθαινε γρήγορα ἀπ᾿ τὴν καθημερινὴ ἐμπειρία, καὶ τώρα ὄντας ὁ ξεχωριστὸς μαθητὴς τοῦ ἴδιου τοῦ Γέροντα, ἀφομοίωνε καινούργιες ἰδέες λὲς κι ἦταν ἕνας ἀεροδυναμικὸς φτερωτὸς ὑπολογιστής. Μὰ τότε ἦρθε ἡ μέρα ποὺ ἐξαφανίστηκε ὁ Τσιάνκ. Μιλοῦσε ἥσυχα μὲ ὅλους, προτρέποντας τοὺς γλάρους νὰ μὴν πάψουν ποτὲ νὰ μαθαίνουν καὶ νὰ ἐξασκοῦνται καὶ νὰ πασχίζουν νὰ καταλάβουν περισσότερα πράγματα γιὰ τὴν τέλεια ἀόρατη ἀρχὴ ὅλης τῆς ζωῆς. Καὶ τότε, καθὼς μιλοῦσε, τὰ φτερά του ἔγιναν ὅλο καὶ πιὸ φωτερὰ καὶ τελικὰ ἔγιναν τόσο λαμπερὰ ποὺ κανένας γλάρος δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ τὸν κοιτάξει.

«Ἰωνάθαν» εἶπε, κι᾿ αὐτὰ ἦταν τὰ τελευταῖα του λόγια «μὴ πάψεις νὰ δουλεύεις πάνω στὴν ἀγάπη».

Ὅταν μπόρεσαν νὰ ξανακοιτάξουν, ὁ Τσιὰνκ εἶχε χαθεῖ.

Καθὼς οἱ μέρες περνοῦσαν, ὁ Ἰωνάθαν πρόσεξε πὼς συχνὰ ἡ σκέψη του πήγαινε πίσω στὴ Γῆ ἀπ᾿ ὅπου εἶχε ἔρθει. Ἂν γνώριζε ὅταν βρισκόταν ἐκεῖ ἕνα δέκατο μόλις, ἕνα ἑκατοστὸ ἔστω, ἀπ᾿ ὅσα γνώριζε ἐδῶ, πόσο περισσότερο νόημα θά ῾χε ἡ ζωή. Στάθηκε στὴν ἄμμο κι᾿ ἄρχισε ν᾿ ἀναρωτιέται μήπως ὑπῆρχε κανένας γλάρος ἐκεῖ κάτω ποὺ ἴσως ἀγωνιζόταν νὰ ξεφύγει ἀπ᾿ τοὺς φραγμούς, νὰ δεῖ τὸ νόημα τῆς πτήσης πέρα ἀπ᾿ τὸν ἁπλὸ τρόπο μετακίνησης γιὰ νὰ βουτήξει ἕνα ξεροκόμματο ἀπὸ μιὰ βάρκα μὲ κουπιά. Ἴσως μάλιστα νὰ ὑπῆρχε κάποιος ποὺ θὰ τὸν εἶχαν κηρύξει Ἀπόβλητο, ἂν εἶχε πεῖ κατάμουτρα στὸ Σμῆνος τὴν ἀλήθεια. Κι᾿ ὅσο ὁ Ἰωνάθαν συνέχιζε νὰ ἀσκεῖται στὰ μαθήματά του καλοσύνης, κι᾿ ὅσο δούλευε γιὰ νὰ μάθει τὴν φύση τῆς ἀγάπης, ὅλο καὶ περισσότερο ἤθελε νὰ γυρίσει πίσω στὴ Γῆ. Γιατί, παρ᾿ ὅλο τὸ μοναχικό του παρελθόν, ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἦταν γεννημένος νὰ γίνει ἐκπαιδευτής, κι᾿ ὁ δικός του τρόπος νὰ δείξει τὴν ἀγάπη ἦταν νὰ δίνει κάτι ἀπ᾿ τὴν ἀλήθεια ποὺ εἶχε ἀνακαλύψει σ᾿ ἕνα γλάρο ποὺ ἀναζητοῦσε μόνο νὰ τοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νὰ δεῖ μόνος του τὴν ἀλήθεια.

Ὁ Σάλλιβαν, μὲ πεῖρα τώρα σὲ πτήσεις μὲ ταχύτητα σκέψης καὶ ποὺ βοηθοῦσε τοὺς ἄλλους νὰ μάθουν, παρέμεινε σκεφτικός.

«Ἴων, ἤσουν Ἀπόβλητος μιὰ φορά. Γιατί πιστεύεις πὼς ἕνας ἀπ᾿ τοὺς γλάρους τοῦ καιροῦ σου θὰ σ᾿ ἀκούσει τώρα; Ξέρεις τὴν παροιμία, κι᾿ εἶναι ἀληθινή: «Βλέπει μακρύτερα κεῖνος ὁ γλάρος ποὺ πετάει ψηλότερα». Οἱ γλάροι ἀπ᾿ ὅπου ἔρχεσαι στέκονται πάνω στὸ χῶμα, καὶ κρώζουν καὶ τσακώνονται μεταξύ τους. Βρίσκονται χίλια μίλια μακριὰ ἀπ᾿ τὸν παράδεισο — καὶ λὲς πὼς θέλεις νὰ τοὺς δείξης τὸν παράδεισο ἀπὸ κεῖ ποὺ στέκονται! Ἴων, δὲν μποροῦν νὰ δοῦν οὔτε τὶς ἄκρες ἀπ᾿ τὶς φτεροῦγες τους! Μεῖνε ῾δῶ. Βοήθησε τοὺς νέους γλάρους ἐδῶ, αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται ἀρκετὰ ψηλὰ γιὰ νὰ καταλάβουν τί ἔχεις νὰ τοὺς πεῖς». Ἔμεινε γιὰ λίγο σιωπηλός, κι ὕστερα εἶπε: «Σκέψου ἂν ὁ Τσιὰνκ εἶχε γυρίσει πίσω στοὺς δικούς του παλιοὺς κόσμους! Ποῦ θὰ βρισκόσουν σήμερα;».

Τὸ τελευταῖο ἐπιχείρημα ἦταν τὸ ἀποφασιστικὸ κι ὁ Σάλλιβαν εἶχε δίκιο. Βλέπει μακρύτερα κεῖνος ὁ γλάρος ποὺ πετάει ψηλότερα.

Ὁ Ἰωνάθαν ἔμεινε καὶ δούλεψε μὲ τὰ καινούργια πουλιὰ ποὺ κατέφθασαν, κι᾿ ἦταν ὅλα πολὺ ἔξυπνα μὲ γρήγορη ἀντίληψη στὰ μαθήματά τους. Ὅμως, ἡ παλιὰ αὐτὴ ἔγνοια τοῦ ξανάρθε καὶ δὲν μποροῦσε νὰ μὴ σκέφτεται πὼς ἴσως ὑπῆρχαν ἕνα-δυὸ γλάροι πίσω στὴ Γῆ ποὺ θὰ μποροῦσαν, κι᾿ αὐτοί, νὰ μάθουν. Πόσα περισσότερα δὲ θὰ ἤξερε τώρα ἂν ὁ Τσιὰνκ εἶχε ἔρθει κοντά του τὴ μέρα ποὺ τὸν κήρυξαν Ἀπόβλητο.

«Σάλλι, πρέπει νὰ γυρίσω πίσω», εἶπε στὸ τέλος. «Οἱ μαθητές σου τὰ καταφέρνουν καλά. Μποροῦν νὰ σὲ βοηθήσουν νὰ προχωρήσεις τοὺς νεοφερμένους».

Ὁ Σάλλιβαν ἀναστέναξε, ἀλλὰ δὲν ἀντιμίλησε. Εἶπε μόνο: «Νομίζω πὼς θὰ μοῦ λείψεις, Ἰωνάθαν».

«Σάλλι, ντροπή!», τοῦ εἶπε ὁ Ἰωνάθαν ἐπιτιμητικά, «μὴν εἶσαι κουτός! Τί προσπαθοῦμε νὰ μάθουμε κάθε μέρα; Ἂν ἡ φιλία μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ πράγματα σὰν τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο, τότε ὅταν τελικὰ ξεπεράσουμε τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο, θά ῾χουμε κατάστρεψει τὴν ἴδια τὴν ἀδελφοσύνη! Ὅμως ἂν ξεπεράσουμε τὸ χῶρο, δὲ θὰ μᾶς ἀπομένει παρὰ τὸ Ἐδῶ. Ἂν ξεπεράσουμε τὸ χρόνο, δὲ θὰ μᾶς ἀπομένει παρὰ τὸ Τώρα. Καὶ καταμεσῆς στὸ Ἐδῶ, καὶ στὸ Τώρα δὲ νομίζεις πὼς θὰ βλεπόμαστε οἱ δυό μας ποῦ καὶ ποῦ;».

Ὁ Σάλλιβαν Γλάρος γέλασε ἄθελά του. «Τρελὸ πουλί» εἶπε μὲ καλοσύνη. «Ἂν ὑπάρχει κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ δείξει σὲ κάποιον στὴ Γῆ πῶς νὰ βλέπει χίλια μίλια μακριά, αὐτὸς θά ῾ναι ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος». Κοίταξε τὴν ἄμμο. «Γεια χαρά, φίλε μου, Ἴων».

«Γεια χαρά, Σάλλι, θὰ ξανασυναντηθοῦμε». Καὶ μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Ἰωνάθαν κράτησε στὴ σκέψη του μιὰ εἰκόνα ἀπὸ τὰ μεγάλα Σμήνη γλάρων στὴν ἀμμουδιὰ μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, καὶ ἤξερε μὲ ἀσκημένη ἄνεση πὼς δὲν ἦταν φτερὸ καὶ κόκκαλο ἀλλὰ μιὰ τέλεια ἰδέα τῆς λευτεριᾶς καὶ τῆς πτήσης, ποὺ τίποτα δὲν τὴν περιόριζε.

Ὁ Φλέτσερ Λὺντ Γλάρος ἦταν ἀκόμα ἀρκετὰ νέος, ἀλλὰ ἤξερε κιόλας πὼς σὲ κανένα πουλὶ δὲν εἶχε ποτὲ φερθεῖ τόσο σκληρὰ ἕνα Σμῆνος οὔτε μὲ τόση ἀδικία.

«Δὲ μὲ νοιάζει τί λένε», σκέφτηκε μὲ θυμὸ καὶ ἡ ματιά του ἄναψε καθὼς πέταξε πρὸς τοὺς Πέρα Βράχους. «Τὸ πέταγμα κρύβει τόσα ἄλλα πράγματα ἔξω ἀπὸ τὸ φτερούγισμα ἀπὸ τόπο σὲ τόπο! Ἀκόμα κι ἕνα... ἕνα... κουνούπι τὸ καταφέρνει αὐτό! Ἀρκεῖ μιὰ μικρὴ περιστροφὴ γύρω ἀπ᾿ τὸ Γέροντα, γιὰ χάζι, καὶ νά... γίνομαι Ἀπόβλητος! Εἶναι λοιπὸν τυφλοί; Δὲ σκέφτονται τὴ δόξα μας, ὅταν θὰ μάθουμε πραγματικὰ νὰ πετοῦμε;

»Δὲ μὲ νοιάζει τί λένε. Θὰ τοὺς δείξω ἐγὼ τί σημαίνει πέταγμα! Θὰ γίνω πραγματικὰ Ἀπόβλητος, ἂν ἔτσι τοὺς ἀρέσει. Καὶ θὰ τοὺς κάνω νὰ μετανοιώσουν...».

Ἡ φωνὴ μπῆκε μέσα στὸ ἴδιο του τὸ κεφάλι, καὶ μολονότι ἦταν φωνὴ πολὺ ἁπαλή, τὸν ξάφνιασε τόσο, ποὺ ἔχασε τὴν ἰσορροπία του καὶ σκόνταψε στὸν ἀέρα.

«Μὴ γίνεσαι τόσο σκληρὸς μαζί τους, Φλέτσερ Γλάρε. Ὅταν σὲ διώχνουν οἱ ἄλλοι γλάροι κάνουν κακὸ μόνο στὸν ἑαυτό τους, καὶ κάποια μέρα θὰ τὸ καταλάβουν καὶ κάποια μέρα θὰ δοῦν ὅ,τι βλέπεις ἐσύ. Συγχώρα τους καὶ βοήθα τους νὰ καταλάβουν».

Πλάι του, δυὸ ἑκατοστὰ ἀπ᾿ τὴ δεξιὰ ἄκρη τῆς φτερούγας του πετοῦσε ὁ πιὸ λαμπερὸς ἄσπρος γλάρος στὸν κόσμο, γλιστρώντας δίχως κόπο, δίχως νὰ κουνάει ἕνα φτεράκι του, μὲ ταχύτητα ποὺ ἦταν ἡ ἀνώτατη ἐπίδοση τοῦ Φλέτσερ.

Γιὰ μιὰ στιγμὴ ὁ νεαρὸς γλάρος ἔνιωσε τὸ χάος μέσα του.

«Τί συμβαίνει; Μήπως τρελάθηκα; Μήπως πέθανα; Τί ῾ναι αὐτό;».

Χαμηλὴ καὶ γαλήνια, ἡ φωνὴ συνέχισε μέσα στὴ σκέψη του, γυρεύοντας μίαν ἀπάντηση.

«Φλέτσερ Λὺντ Γλάρε. Θέλεις νὰ πετάξεις;».

«ΝΑΙ, ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΤΑΞΩ!».

«Φλέτσερ Λὺντ Γλάρε, θέλεις τόσο πολὺ νὰ πετάξεις, ὥστε νὰ συγχωρέσεις τὸ Σμῆνος καὶ νὰ μάθεις, καὶ νὰ γυρίσεις πίσω κάποια μέρα καὶ νὰ δουλέψεις γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσεις νὰ μάθουν;».

Ἦταν ἀδύνατο νὰ πεῖς ψέματα σ᾿ αὐτὸ τὸ ὑπέροχο ἄξιο πλάσμα, ὅσο κι ἂν ὁ Φλέτσερ Λὺντ ἦταν ἕνα πολὺ περήφανο καὶ βαθιὰ πληγωμένο πουλί.

«Θέλω», εἶπε ἀπαλά.

«Τότε Φλέτς», τοῦ εἶπε τὸ λαμπερὸ πλάσμα, κι ἡ φωνὴ ἦταν γεμάτη καλοσύνη, «ἂς ἀρχίσουμε μὲ τὴν πτήση σταθεροῦ ὕψους...».

Μέρος Τρίτο

Ὁ Ἰωνάθαν πετοῦσε ἀργὰ σὲ κύκλους πάνω ἀπ᾿ τοὺς Πέρα Βράχους, παρακολουθώντας. Αὐτὸς ὁ κάπως ζόρικος νέος, ὁ Φλέτσερ Γλάρος, ἦταν ἕνας σχεδὸν τέλειος ἱπτάμενος μαθητής. Ἦταν δυνατὸς καὶ λαφρὺς καὶ γρήγορος στὸν ἀέρα, εἶχε ὅμως καὶ κάτι πολὺ πιὸ σημαντικό: τὴν φλογερὴ διάθεση νὰ μάθει νὰ πετάει.

Τούτη τὴ στιγμὴ κατέφθανε ἕνα ἀπροσδιόριστο σταχτὶ σχῆμα πού ῾βγαινε βουίζοντας ἀπὸ μιὰ κατάδυση, καὶ προσπερνοῦσε σὰν ἀστραπὴ τὸν ἐκπαιδευτή του μὲ ταχύτητα ἑκατὸν πενήντα μίλια τὴν ὥρα. Ἔστριψε ἀπότομα πρὸς τὰ πάνω δοκιμάζοντας ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν ἀνοδικὴ πτήση μὲ δεκαέξη ἀργὲς περιστροφές, φωνάζοντας τοὺς ἀριθμοὺς δυνατά:

«.. . ὀκτώ.. . ἐννέα... δέκα... κοίτα Ἰωνάθαν χάνω ταχύτητα... ἕντεκα... θέλω ἕνα καλὸ ἀπότομο σταμάτημα σὰν τὸ δικό σου... δώδεκα... νὰ πάρει ἡ ὀργὴ δὲν τὰ καταφέρνω... δεκατρία... αὐτοὶ οἱ τρεῖς τελευταῖοι πόντοι... δίχως... δεκατέσσερ... ἄαχ!».

Ἡ στροφὴ τοῦ Φλέτσερ δίχως ταχύτητα, στὴν κορφή, γινόταν ἀκόμα χειρότερη ἀπ᾿ τὸ θυμό του καὶ τὴ μανία του γιὰ τὴν ἀποτυχία. Ἔπεσε πισώπλατα, κουτρουβάλησε, τσακίστηκε ἄγρια σὲ μίαν ἀνάποδη περιστροφὴ καὶ ξαναβρῆκε τὸν ἑαυτό του λαχανιασμένος, ἑκατὸ πόδια πιὸ χαμηλὰ ἀπ᾿ τὴ θέση τοῦ ἐκπαιδευτή του.

«Χάνεις τὸν καιρό σου μαζί μου, Ἰωνάθαν. Εἶμαι χαζός! Εἶμαι βλάκας! Δοκιμάζω καὶ ξαναδοκιμάζω, ἀλλὰ δὲν θὰ τὰ καταφέρω ποτέ!».

Ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος τὸν κοίταξε ἀπὸ ψηλὰ καὶ κούνησε τὸ κεφάλι του. «Νά ῾σαι βέβαιος! Δὲ θὰ τὰ καταφέρεις ποτὲ ὅταν κόβεις τόσο ἀπότομα. Ἔχασες σαράντα μίλια στὸ ξεκίνημα, Φλέτς! Πρέπει νὰ πηγαίνεις μαλακά! Σταθερὰ ἀλλὰ μαλακά, μὴ τὸ ξεχνᾷς!».

Ἀφέθηκε νὰ πέσει στὸ ὕψος τοῦ νεώτερου γλάρου. «Ἂς τὸ δοκιμάσουμε τώρα μαζί, σὲ σχηματισμό. Καὶ πρόσεξε τὴ στροφὴ πρὸς τὰ πάνω. Νὰ τὴν ἀρχίσεις μαλακά, μὲ ἄνεση». Σὲ τρεῖς μῆνες ὁ Ἰωνάθαν εἶχε ἄλλους ἕξη μαθητές. Ὅλοι τους Ἀπόβλητοι, ἀλλὰ καὶ γεμάτοι περιέργεια γι᾿ αὐτὴν τὴν παράξενη καινούργια ἰδέα: ἡ πτήση γιὰ τὴ χαρὰ τῆς πτήσης.

Κι ὡστόσο, τοὺς ἦταν πιὸ εὔκολο νὰ ἀσκοῦνται σὲ δύσκολες ἐπιδόσεις παρὰ νὰ καταλαβαίνουν τὸ σκοπὸ ποὺ κρυβόταν πίσω ἀπὸ τὸ πέταγμα. «Ὁ καθένας μας εἶναι, στ᾿ ἀλήθεια, μιὰ ἰδέα τοῦ Μεγάλου Γλάρου, μιὰ ἀπεριόριστη ἰδέα λευτεριᾶς», τοὺς ἔλεγε ὁ Ἰωνάθαν, τ᾿ ἀπογεύματα στὴν παραλία «καὶ ἡ πτήση μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια εἶναι ἕνα βῆμα γιὰ νὰ πλησιάσουμε τὴν ἔκφραση τῆς πραγματικῆς μας φύσης. Κάθε τί ποὺ μᾶς περιορίζει πρέπει νὰ τὸ ἀποβάλουμε. Κι᾿ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ ἀσκήσεις σὲ μεγάλη ταχύτητα, σὲ μικρὴ ταχύτητα, καὶ οἱ ἀκροβασίες...».

... Καὶ τοὺς μαθητές του τοὺς ἔπαιρνε ὁ ὕπνος, ἀποκαμωμένοι καθὼς ἦταν ἀπ᾿ τὶς πτήσεις τῆς μέρας. Ἀγαποῦσαν τὴν ἄσκηση, γιατί εἶχε ταχύτητα καὶ ἀγωνία καὶ γιατί ἔτρεφε τὴν πεῖνα τους γιὰ μάθηση ποὺ φούντωνε στὸ κάθε μάθημα. Οὔτε ἕνας ὅμως, οὔτε κἂν ὁ Φλέτσερ Λὺντ Γλάρος, δὲν ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ πιστέψει πὼς τὸ πέταγμα μὲ τὶς ἰδέες μποροῦσε νὰ εἶναι τόσο πραγματικὸ ὅσο τὸ πέταγμα μὲ τὰ φτερὰ καὶ μὲ τὸν ἄνεμο.

«Ὅλο σας τὸ σῶμα, ἀπὸ τὴν ἄκρη τῆς μιᾶς φτερούγας σας στὴν ἄλλη», τοὺς ἔλεγε ἄλλοτε πάλι ὁ Ἰωνάθαν, «δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἴδια σας ἡ σκέψη, σ᾿ ἕνα σχῆμα ποὺ σᾶς εἶναι ὁρατό. Σπάστε τὰ δεσμὰ τῆς σκέψης σας, καὶ τότε, ταυτόχρονα, θὰ σπάσετε τὰ δεσμὰ τοῦ σώματος σας...». Ὅπως ὅμως κι᾿ ἂν τό ῾λεγε, ἀκουγόταν πάντα σὰν κάτι εὐχάριστα φανταστικό, καὶ τοὺς χρειάζονταν κι᾿ ἄλλα τέτοια γιὰ ν᾿ ἀποκοιμηθοῦν.

Ἕνα μῆνα μόλις ἀργότερα ὁ Ἰωνάθαν εἶπε πὼς εἶχε ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ γυρίσουν στὸ Σμῆνος.

«Δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι!» εἶπε ὁ Ἐρρίκος Καλβῖνος Γλάρος. Καὶ δὲν θὰ μᾶς δεχτοῦν! Εἴμαστε Ἀπόβλητοι! Δὲν μποροῦμε νὰ πᾶμε μὲ τὸ ζόρι σ᾿ ἕναν τόπο ὅπου δὲ μᾶς θέλουν, δὲ γίνεται!».

«Εἴμαστε λεύτεροι νὰ πᾶμε ὅπου μᾶς ἀρέσει καὶ νὰ μείνουμε αὐτὸ ποὺ εἴμαστε», ἀπάντησε ὁ Ἰωνάθαν κι᾿ ἀνασηκώθηκε ἀπ᾿ τὴν ἄμμο καὶ στράφηκε ἀνατολικά, πρὸς τὴν πατρικὴ γῆ τοῦ Σμήνους.

Οἱ μαθητὲς στάθηκαν γιὰ λίγο τρομαγμένοι, γιατί ὁ Νόμος τοῦ Σμήνους ὁρίζει πὼς ἕνας Ἀπόβλητος ποτὲ δὲν ἐπιστρέφει. Κι᾿ ὁ Νόμος δὲν παραβιάστηκε οὔτε μιὰ φορὰ σὲ δέκα χιλιάδες χρόνια. Ὁ Νόμος ἔλεγε μεῖνε· ὁ Ἰωνάθαν ἔλεγε πήγαινε· κι᾿ εἶχε κιόλας διασχίσει ἕνα μίλι θάλασσα. Ἂν περίμεναν κι᾿ ἄλλο, θὰ 'φτανε στὸ ἐχθρικὸ Σμῆνος μόνος του.

«Ἀκοῦστε, ἐμεῖς δὲ χρωστᾶμε ὑπακοὴ στὸ Νόμο ἀφοῦ δὲν εἴμαστε πιὰ μέλῃ τοῦ Σμήνους. Ἔτσι δὲν εἶναι;», εἶπε ὁ Φλέτσερ κάπως ἄτολμα. «Κι᾿ ἔπειτα, ἂν γίνει καυγάς, θά ῾μαστε πολὺ πιὸ χρήσιμοι ἐκεῖ παρὰ ἐδῶ».

Κι᾿ ἔτσι πλησίασαν πετώντας ἀπ᾿ τὰ δυτικὰ κεῖνο τὸ πρωινό, οἱ ὀκτὼ σ᾿ ἕνα διπλὸ πρισματικὸ σχηματισμό, μὲ τὶς ἄκρες ἀπ᾿ τὶς φτεροῦγες τους σχεδὸν ν᾿ ἀγγίζουν. Ἔφτασαν πάνω ἀπ᾿ τὴν Ἀκτὴ τοῦ Συμβουλίου τοῦ Σμήνους μὲ ταχύτατα ἑκατὸν τριάντα πέντε μίλια τὴν ὥρα, μὲ τὸν Ἰωνάθαν ἐπικεφαλῆς, τὸν Φλέτσερ νὰ πετάει ἤρεμα στὸ δεξί του φτερό, καὶ τὸν Ἐρρῖκο Καλβῖνο ν ἀγωνίζεται θαρραλέα ἀριστερά του. Ὕστερα ὅλος ὁ σχηματισμὸς ἔγειρε ἀργὰ δεξιὰ καθὼς τὸ κάθε πουλὶ ἔκανε ἀνάποδη στροφὴ γιὰ νὰ βρεθοῦν ξανὰ στὸ ἴδιο ὕψος κι᾿ ὁ ἀέρας χτυποῦσε ἀπάνω τους σκληρά.

Οἱ στριγγλιὲς καὶ οἱ κρωγμοὶ τῆς καθημερινῆς ζωῆς στὸ Σμῆνος κόπηκαν ξαφνικά, θαρρεῖς πὼς ὁ σχηματισμὸς ἦταν ἕνα τεράστιο μαχαῖρι, κι᾿ ὀχτὼ χιλιάδες μάτια γλάρων κοίταζαν προσηλωμένα. Τὸ καθένα ἀπ᾿ τὰ ὀκτὼ πουλιά, μὲ τὴ σειρά του στράφηκε ἀπότομα πρὸς τὰ πάνω σὲ ἀκροβατικὴ περιστροφὴ κι ἔκανε ὁλόκληρη βόλτα γιὰ νὰ καταλήξει σχεδὸν ἀκίνητο καὶ νὰ σταθεῖ πάνω στὴν ἄμμο.

Ὕστερα, λὲς κι αὐτὸ συνέβαινε κάθε μέρα, ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἄρχισε τὴν κριτική του γιὰ τὴν πτήση.

«Πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα», εἶπε μ᾿ ἕνα δυσαρεστημένο χαμόγελο, «ἀργήσατε ὅλοι κάπως νὰ πάρετε τὴ θέση σας στὸ σχηματισμό...»

Κάτι σὰν ἀστραπὴ διαπέρασε τὸ Σμῆνος. Οἱ γλάροι αὐτοὶ εἶναι Ἀπόβλητοι! Καὶ ξαναγύρισαν!

Κι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ! Οἱ προβλέψεις τοῦ Φλέτσερ γιὰ μάχη διαλύθηκαν μέσα στὴ σύγχυση τοῦ Σμήνους.

«Ναί, φυσικά, ἔχεις δίκιο, εἶναι Ἀπόβλητοι», εἶπε ἕνας ἀπ᾿ τοὺς νεώτερους γλάρους, «ὅμως, τί ῾ναι τοῦτο φίλε; Ποῦ μάθανε νὰ πετοῦν ἔτσι;».

Χρειάστηκε σχεδὸν μιὰ ὥρα γιὰ νὰ περάσει ἡ Ἐντολὴ τοῦ Γέροντα σ᾿ ὅλο τὸ Σμῆνος: Ἀγνοεῖστε τους. Ὁ γλάρος ποὺ μιλάει σ᾿ ἕναν Ἀπόβλητο εἶναι κι᾿ αὐτὸς Ἀπόβλητος. Ὁ γλάρος ποὺ κοιτάζει ἕναν Ἀπόβλητο, παραβαίνει τὸ Νόμο τοῦ Σμήνους.

Πλάτες μὲ σταχτιὰ φτερὰ στράφηκαν ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ ἀπέναντι στὸν Ἰωνάθαν, ἐκεῖνος ὅμως δὲ φάνηκε νὰ τὸ πρόσεξε. Πραγματοποίησε τὶς ἀσκήσεις του ἀκριβῶς πάνω ἀπ᾿ τὴν Ἀκτὴ τοῦ Συμβουλίου καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἄρχισε νὰ πιέζει τοὺς μαθητές του ὡς τὰ ὅρια τῆς ἱκανότητάς τους.

«Μάρτιν Γλάρε!», φώναξε στὴν ἄλλη ἄκρη τ᾿ οὐρανοῦ. «Λὲς πὼς ξέρεις νὰ πετᾶς μὲ χαμηλὴ ταχύτητα. Δὲν ξέρεις τίποτα ἂν δὲν τὸ ἀποδείξεις! ΠΕΤΑ!».

Κι᾿ ἔτσι ὁ μικρὸς Μάρτιν Γουίλλιαμ Γλάρος, καθὼς βρέθηκε ἀπρόσμενα κάτω ἀπὸ τὰ πυρὰ τοῦ ἐκπαιδευτῆ του, ξεπέρασε, ἔκπληκτος τὸν ἑαυτό του κι᾿ ἔγινε ἄσσος στὶς πτήσεις μὲ μικρὴ ταχύτητα. Μὲ τὸ πιὸ ἁπαλὸ ἀγέρι μποροῦσε νὰ κυρτώνει τὰ φτερά του γιὰ ν᾿ ἀνασηκωθεῖ, δίχως τὸ παραμικρὸ φτερούγισμα, ἀπ᾿ τὴν ἄμμο ὡς τὰ σύννεφα καὶ πίσω πάλι.

Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Τσάρλς Ρόλαντ Γλάρος πέταξε ὡς τὸν Ἀέρα τοῦ Μεγάλου Βουνοῦ σὲ ὕψος εἴκοσι τέσσερεις χιλιάδες πόδια, κατέβηκε γαλάζιος ἀπ᾿ τὴν παγερὴ ἀραιὴ ἀτμόσφαιρα, ἔκπληκτος κι᾿ εὐτυχισμένος, ἀποφασισμένος νὰ πετάξει ἀκόμα πιὸ ψηλὰ τὴν ἐπαύριο.

Ὁ Φλέτσερ Γλάρος, ποὺ ἄγαπουσε τὶς ἀκροβασίες ὅσο κανένας ἄλλος, πέτυχε ἐπιτέλους τὴν ἀνοδική του πτήση μὲ δεκαέξη ἀργὲς περιστροφὲς καὶ τὴν ἑπομένη ὁλοκλήρωσε τὴν ἐπίδοσή του μὲ τρεῖς τοῦμπες μὲ τὰ φτερά του ν᾿ ἀστράφτουν κάτασπρες ἡλιαχτίδες πάνω σὲ μίαν ἀμμουδιὰ ὅπου κάμποσα μάτια τὸν κοίταζαν στὰ κλεφτά.

Κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ ὁ Ἰωνάθαν ἦταν ἐκεῖ στὸ πλευρὸ τοῦ κάθε μαθητῆ, γιὰ νὰ τοῦ δείξει, γιὰ νὰ τὸν συμβουλέψει, πιέζοντάς τον περισσότερο, καθοδηγώντας τον. Πετοῦσε μαζί τους διασχίζοντας τὴ νύχτα, τὰ σύννεφα καὶ τὴ θύελλα, καὶ τὸ χαιρόταν, ἐνῶ τὸ Σμῆνος κούρνιαζε στριμωγμένο μίζερα στὴ γῆ.

Ὅταν τέλειωναν τὶς πτήσεις τους οἱ μαθητὲς ξεκουράζονταν στὴν ἄμμο καὶ ταυτόχρονα ἄκουγαν πιὸ προσεχτικὰ τὸν Ἰωνάθαν. Εἶχε κάτι παλαβὲς ἰδέες ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τὶς καταλάβουν, ἀλλὰ εἶχε κι᾿ ἄλλες σωστὲς ποὺ τὶς καταλάβαιναν.

Σιγὰ-σιγά, μέσα στὴ νύχτα, ἕνας ἄλλος κύκλος σχηματίστηκε γύρω ἀπ᾿ τὸν κύκλο τῶν μαθητῶν — ἕνας κύκλος ἀπὸ περίεργους γλάρους ποὺ ἄκουγαν γιὰ ὦρες στὸ σκοτάδι, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς δὲ θὰ ἔβλεπαν κανένα καὶ δὲ θὰ τοὺς ἔβλεπε κανεὶς καὶ χάνονταν πρὶν ξημερώσει.

Ἕνα μῆνα μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ ὁ πρῶτος γλάρος τοῦ Σμήνους πέρασε τὴ διαχωριστικὴ γραμμὴ καὶ ζήτησε νὰ μάθει νὰ πετάει. Μ᾿ αὐτή του τὴν ἐνέργεια ὁ Τέρενς Λόουελ Γλάρος ἔγινε πουλὶ καταδικασμένο, ὀνομάστηκε Ἀπόβλητος· κι᾿ ἔγινε ὁ ὄγδοος μαθητὴς τοῦ Ἰωνάθαν.

Τὴν ἑπομένη νύχτα ἔφτασε ἀπὸ τὸ Σμῆνος ὁ Κὲρκ Μάϋναρτ Γλάρος, περπατώντας μπατάλικα στὴν ἄμμο, σέρνοντας τὸ ἀριστερό του φτερό, κι ἔπεσε ἐξαντλημένος στὰ πόδια τοῦ Ἰωνάθαν. «Βοήθησέ με» εἶπε ἀχνά, μιλώντας ὅπως μιλοῦν οἱ ἑτοιμοθάνατοι. «Περισσότερο ἀπὸ κάθε τί ἄλλο στὸν κόσμο θέλω νὰ πετάω...».

«Ἔλα λοιπόν», εἶπε ὁ Ἰωνάθαν. Ἀνέβα μαζί μου μακριὰ ἀπ᾿ τὴ γῆ, καὶ θ᾿ ἀρχίσουμε».

«Μὰ δὲν καταλαβαίνεις. Τὸ φτερό μου. Δὲν μπορῶ νὰ κουνήσω τὸ φτερό μου».

«Μάϋναρτ Γλάρε, εἶσαι λεύτερος νὰ εἶσαι ὁ ἑαυτός σου, ὁ ἀληθινὸς ἑαυτός σου, ἐδῶ καὶ τώρα, καὶ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ στὸ δρόμο σου. Εἶναι ὁ Νόμος τοῦ Μεγάλου Γλάρου, ὁ Νόμος ποὺ Εἶναι».

«Θέλεις νὰ πεῖς πὼς μπορῶ νὰ πετάξω;».

«Λέω πὼς εἶσαι λεύτερος».

Ἔτσι ἁπλὰ καὶ γρήγορα, ὁ Κὲρκ Μάϋναρτ Γλάρος ἄνοιξε τὰ φτερά του, δίχως κόπο, κι᾿ ἀνασηκώθηκε στὸ μαῦρο ἀέρα τῆς νύχτας. Τὸ Σμῆνος ξύπνησε ξαφνικὰ μὲ τὴ φωνή του, ὅσο πιὸ δυνατὰ μποροῦσε νὰ φωνάξει, ἀπὸ πεντακόσια πόδια ψηλά: «Μπορῶ νὰ πετάξω! Ἀκοῦστε! ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΕΤΑΞΩ!». Τὰ ξημερώματα ὡς χίλια πουλιὰ στέκονταν ἔξω ἀπ᾿ τὸν κύκλο τῶν μαθητῶν, κοιτάζοντας περίεργα τὸ Μάϋναρτ. Δὲν τοὺς ἔνοιαζε ἂν θὰ τοὺς ἔβλεπαν ἢ ὄχι, κι᾿ ἄκουγαν, προσπαθώντας νὰ καταλάβουν τὸν Ἰωνάθαν Γλάρο.

Μιλοῦσε γιὰ πολὺ ἁπλὰ πράγματα — πὼς εἶναι σωστὸ γιὰ ἕνα γλάρο νὰ πετάει, πὼς ἡ λευτεριὰ εἶναι ἡ πραγματικὴ φύση τῆς ὕπαρξής του, πὼς ὅ,τι ἐναντιώνεται σ᾿ αὐτὴ τὴ λευτεριὰ πρέπει νὰ τὸ ἀπορρίπτει, κι᾿ ἂν ἀκόμα εἶναι κάθε μορφῆς τύπος, ἢ προκατάληψη ἢ περιορισμός.

«Νὰ τὸ ἀπορρίπτουμε», ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ ἀπ᾿ τὸ πλῆθος, «ἀκόμα κι᾿ ἂν εἶναι ὁ Νόμος τοῦ Σμήνους;».

«Ὁ μόνος ἀληθινὸς νόμος εἶναι ὁ νόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ λευτεριά», εἶπε ὁ Ἰωνάθαν. «Ἄλλος νόμος δὲν ὑπάρχει».

«Καὶ πῶς περιμένεις νὰ πετάξουμε ἐμεῖς ὅπως πετᾶς ἐσύ;», ἀκούστηκε μιὰ ἄλλη φωνή. «Ἐσὺ εἶσαι ξεχωριστὸς καὶ προικισμένος καὶ θεϊκός, πάνω ἀπὸ τ᾿ ἄλλα πουλιά».

«Κοίτα τὸν Φλέτσερ! τὸν Λόουελ! Τὸν Τσάρλς Ρόλαντ! τὸν Τζούντη Λῆ! Μήπως εἶναι κι᾿ αὐτοὶ ξεχωριστοὶ καὶ προικισμένοι καὶ θεϊκοί; Δὲν ἔχουν τίποτα περισσότερο ἀπὸ σᾶς, δὲν ἔχουν τίποτα περισσότερο ἀπὸ μένα. Ἡ μόνη διαφορά, ἡ μόνη βασική, διαφορά, εἶναι πὼς ἄρχισαν νὰ καταλαβαίνουν τί πραγματικὰ εἶναι, κι᾿ ἄρχισαν νὰ ἐξασκοῦνται σ᾿ αὐτό».

Οἱ μαθητές του, ἐκτὸς ἀπ᾿ τὸν Φλέτσερ, κουνήθηκαν ἀμήχανα. Δὲν εἶχαν ἀντιληφθεῖ πὼς αὐτὸ ἔκαναν ὡς τώρα.

Τὸ πλῆθος μεγάλωνε κάθε μέρα, ἐρχόταν νὰ ρωτήσει, νὰ λατρέψει, νὰ χλευάσει.

«Λένε στὸ Σμῆνος πὼς ἂν δὲν εἶσαι Γιὸς τοῦ ἴδιου τοῦ Μεγάλου Γλάρου», εἶπε ὁ Φλέτσερ ἕνα πρωὶ στὸν Ἰωνάθαν ὕστερ᾿ ἀπὸ τὶς ἀσκήσεις σὲ Ἀνώτατες Ταχύτητες, «τότε βρίσκεσαι χίλια χρόνια μπροστὰ ἀπ᾿ τὴν ἐποχή σου».

Ὁ Ἰωνάθαν ἀναστέναξε. Αὐτὸ εἶναι τὸ τίμημα τῆς παρανόησης, σκέφτηκε. Σὲ ἀποκαλοῦν διάβολο ἢ σὲ ἀποκαλοῦν θεό. «Ἐσὺ τί λές, Φλέτσερ; Βρισκόμαστε ἄραγε μπροστὰ ἀπ᾿ τὴν ἐποχή μας;».

Μακριὰ σιωπή. «Νὰ σοῦ πῶ, πτήσεις τέτοιου εἴδους ἦταν πάντοτε διαθέσιμες ἐδῶ γιὰ νὰ τὶς μάθει ὅποιος ἤθελε νὰ τὶς ἀνακαλύψει· αὐτὸ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐποχή μας. Ἴσως βρισκόμαστε πιὸ μπροστὰ ἀπ᾿ τὴ μόδα. Πιὸ μπροστὰ ἀπ᾿ τὸν τρόπο ποὺ πετοῦνε οἱ περισσότεροι γλάροι».

«Αὐτὸ εἶναι σημαντικό», εἶπε ὁ Ἰωνάθαν καὶ κύλησε γιὰ νὰ πετάξει γιὰ λίγο ἀνάποδα. «Αὐτὸ εἶναι πολὺ καλύτερο ἀπ᾿ τὸ νὰ βρισκόμαστε μπροστὰ ἀπ᾿ τὴν ἐποχή μας».

Συνέβηκε μιὰ βδομάδα μόλις ἀργότερα. Ὁ Φλέτσερ δίδασκε τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς πτήσης μὲ μεγάλη ταχύτητα σὲ μιὰ τάξη ἀπὸ νέους μαθητές. Ἄρχιζε μόλις τὴν ἀνάδυση μιᾶς κάθετης πτήσης ἀπὸ ἑφτὰ χιλιάδες πόδια — μιὰ μακριὰ σταχτιὰ γραμμὴ σὰ βολίδα, λίγους πόντους πάνω ἀπ᾿ τὴν ἀμμουδιὰ — ὅταν ἕνα νεαρὸ πουλὶ στὴν πρώτη του δοκιμὴ γλίστρησε στὴν τροχιά του καλώντας τὴ μητέρα του. Μὲ μόλις ἕνα δέκατο τοῦ δευτερολέπτου στὴ διάθεσή του γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὸ νεαρό, ὁ Φλέτσερ Λὺντ Γλάρος ἔκανε μιὰ κίνηση ἀριστερά, μὲ ταχύτητα πάνω ἀπὸ διακόσια μίλια τὴν ὥρα, κι᾿ ἔπεσε πάνω σ᾿ ἕνα πελώριο γρανιτένιο βράχο.

Εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς ὁ βράχος ἦταν μία τεράσπα σκληρὴ πόρτα ποὺ ὁδηγοῦσε σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο. Ἕνα ξέσπασμα φόβου καὶ ζαλάδας καὶ μαυρίλας, κι᾿ ὕστερα βρέθηκε ἀκυβέρνητος σ᾿ ἕνα παράξενο, πολὺ παράξενο οὐρανό, μιὰ νὰ ξεχνάει, μιὰ νὰ θυμᾶται, καὶ πάλι νὰ ξεχνάει· φοβισμένος καὶ μελαγχολικὸς καὶ λυπημένος... τρομερὰ λυπημένος.

Ἡ φωνὴ τὸν πλησίασε ὅπως τὴν πρώτη μέρα ποὺ συνάντησε τὸν Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρο.

«Τὸ κόλπο, Φλέτσερ, εἶναι νὰ προσπαθοῦμε νὰ ξεπεράσουμε τοὺς περιορισμούς μας μὲ τὴ σειρά, ὑπομονετικά. Ἡ πτήση μέσα ἀπ᾿ τὸ βράχο εἶναι κάτι ποὺ τὸ ἀντιμετωπίζουμε λίγο ἀργότερα στὸ πρόγραμμά μας».

«Ἰωνάθαν!».

«Γνωστὸς καὶ ὡς Γιὸς τοῦ Μεγάλου Γλάρου», ὁ ἐκπαιδευτής τοῦ εἶπε ξερά.

«Ματὶ κάνεις ἐδῶ; Τὰ βράχια! Δὲν εἶμαι... δέν... πέθανα».

« Ὢ! Φλέτς, ἔλα τώρα. Σκέψου. Ἂν μοῦ μιλᾷς αὐτὴ τὴ στιγμή, τότε εἶναι φανερὸ πὼς δὲν πέθανες· ἔτσι δὲν εἶναι; Αὐτὸ ποὺ κατόρθωσες νὰ κάνεις ἦταν ν᾿ ἀλλάξεις κάπως ἀπότομα τὸ ἐπίπεδο τῆς συνείδησής σου. Τώρα θὰ διαλέξεις ἐσύ. Μπορεῖς νὰ παραμείνεις ἐδῶ καὶ νὰ μάθεις σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο - ποὺ εἶναι ἀρκετὰ ψηλότερο, ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, ἀπ᾿ τὸ ἐπίπεδο ποὺ ἄφησες - ἢ μπορεῖς νὰ γυρίσεις πίσω καὶ νὰ ἐξακολουθήσεις νὰ δουλεύεις μὲ τὸ Σμῆνος. Οἱ Γέροντες ἔλπιζαν πὼς θὰ συνέβαινε κάποια καταστροφὴ καὶ ξαφνιάστηκαν ποὺ τοὺς ἐξυπηρέτησες τόσο εὔκολα».

«Θέλω νὰ γυρίσω πίσω στὸ Σμῆνος, φυσικά. Μόλις ἄρχισα μὲ τὴν καινούργια ὁμάδα!».

«Πολὺ καλά, Φλέτσερ. Θυμᾶσαι τί λέγαμε γιὰ τὸ σῶμα μας, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἴδια ἡ σκέψη...;».

Ὁ Φλέτσερ τίναξε τὸ κεφάλι του κι᾿ ἅπλωσε τὰ φτερά του κι᾿ ἄνοιξε τὰ μάτια του ἐκεῖ στὴ βάση τοῦ βράχου, καταμεσῆς σ᾿ ὅλο τὸ συγκεντρωμένο Σμῆνος. Ἀκούστηκε μία μεγάλη χλαλοὴ ἀπὸ κρωγμοὺς καὶ στριγγλιὲς τοῦ πλήθους μόλις κουνήθηκε.

«Εἶναι ζωντανός! Αὐτὸς ποὺ ἦταν νεκρὸς ζεῖ!»

«Τὸν ἄγγιξε μὲ τὴν ἄκρη τῆς φτερούγας του! Τὸν ἔφερε πίσω στὴ ζωή! Ὁ Γιὸς τοῦ Μεγάλου Γλάρου!».

«Ὄχι! Τὸ ἀρνιέται! Εἶναι ὁ διάβολος! ΔΙΑΒΟΛΟΣ! Ἦρθε νὰ διαλύσει τὸ Σμῆνος!».

Ἦταν τέσσερεις χιλιάδες γλάροι στὸ πλῆθος, φοβισμένοι ἀπ᾿ ὅ,τι εἶχε συμβεῖ καὶ ἡ κραυγὴ «ΔΙΑΒΟΛΟΣ» πέρασε μπροστά τους ὅπως ὁ ἄνεμος στὸ φουρτουνιασμένο ὠκεανό. Μάτια παγερά, ράμφη κοφτερά, πλησίαζαν γιὰ νὰ καταστρέψουν.

«Θὰ αἰσθανόσουν καλύτερα, ἂν φεύγαμε, Φλέτσερ;», ρώτησε ὁ Ἰωνάθαν.

«Μὰ τὴν ἀλήθεια, δὲν θά ῾χα ἀντίρρηση...».

Τὴν ἴδια στιγμὴ βρέθηκαν νὰ στέκωνται μαζὶ μισὸ μίλι μακριά, καὶ τ᾿ ἀστραφτερὰ ράμφη τοῦ ὄχλου ἔκλεισαν τὸ κενό.

«Γιατί ἄραγε», ἀναρωτήθηκε γεμάτος ἀπορία ὁ Ἰωνάθαν, «τὸ πιὸ δύσκολο πρᾶγμα στὸν κόσμο εἶναι νὰ πείσεις ἕνα πουλὶ πὼς εἶναι λεύτερο, καὶ πὼς μπορεῖ νὰ τ᾿ ἀποδείξει μόνο του ἂν ἀσκηθεῖ γιὰ λίγο; Γιατί πρέπει νά ῾ναι τόσο δύσκολο;».

Ὁ Φλέτσερ ἔπαιζε ἀκόμα τὰ μάτια ἀπ᾿ τὴν ξαφνικὴ ἀλλαγὴ τοῦ τοπίου.

«Τί ἔκανες τώρα μόλις; Πῶς φτάσαμ᾿ ἐδῶ;».

«Εἶπες πὼς ἤθελες νὰ ξεφύγεις ἀπ᾿ τὸν ὄχλο, ὄχι;».

«Ναί! ὅμως πῶς κατάφερες...».

«Ὅπως κάθετι ἄλλο, Φλέτσερ. Μὲ τὴν ἄσκηση».

Ὡς τὸ ξημέρωμα τὸ Σμῆνος εἶχε ξεχάσει τὴν παραφροσύνη του, ὄχι ὅμως κι ὁ Φλέτσερ. «Ἰωνάθαν, θυμᾶσαι τί εἶπες πρὶν ἀπὸ καιρό, ν᾿ ἀγαπᾶμε τὸ Σμῆνος τόσο ὥστε νὰ γυρνᾶμε πίσω γιὰ νὰ τὸ βοηθήσουμε νὰ μάθει;»

«Βέβαια».

«Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω πῶς κατορθώνεις ν᾿ ἀγαπᾷς ἕναν ὄχλο ἀπὸ πουλιὰ ποὺ προσπάθησαν πρὶν ἀπὸ λίγο νὰ σὲ σκοτώσουν».

«Ὤ! Φλέτς, δὲν τ᾿ ἀγαπᾷς αὐτό! Δὲν ἀγαπᾶς, φυσικά, τὸ μῖσος καὶ τὴν κακία. Πρέπει ν᾿ ἀσκηθεῖς καὶ νὰ βλέπεις τὸν πραγματικὸ γλάρο, τὴν καλοσύνη μέσα στὸν καθένα τους, καὶ νὰ τοὺς βοηθήσεις νὰ τὴν δοῦν κι οἱ ἴδιοι. Αὐτὸ ἐννοῶ ὅταν λέω ἀγάπη. Εἶναι μεγάλο κέφι, ὅταν βρεῖς τὸ κόλπο γιὰ νὰ τὸ πετύχεις.

»Θυμᾶμαι, λόγου χάρη, ἕνα ἄγριο νέο πουλί, τὸ λέγαν Φλέτσερ Λὺντ Γλάρο. Εἶχε μόλις γίνει ἀπόβλητος, ἕτοιμος νὰ πολεμήσει τὸ Σμῆνος ὡς τὸ θάνατο, ξεκινώντας νὰ χτίσει τὴ δικιά του πικρὴ κόλαση μακριὰ στοὺς Πέρα Βράχους. καὶ νά, σήμερα χτίζει, ἀντίθετα, τὸ δικό του παράδεισο καὶ καθοδηγεῖ ὁλόκληρο τὸ Σμῆνος σ᾿ αὐτὴ τὴν κατεύθυνση».

Ὁ Φλέτσερ στράφηκε στὸν ἐκπαιδευτή του καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ φάνηκε τρόμος στὸ μάτι του. «Ἐγὼ νὰ καθοδηγῶ; Τί θὲς νὰ πεῖς ἐγὼ νὰ καθοδηγῶ; Ἐκπαιδευτὴς εἶσαι ἐσύ. Δὲν θὰ μποροῦσες νὰ φύγεις!».

«Δὲ θὰ μποροῦσα; Δὲ νομίζεις πὼς ἴσως ὑπάρχουν ἄλλα σμήνη, ἄλλοι Φλέτσερ, ποὺ χρειάζονται ἕναν ἐκπαιδευτὴ περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο τοῦτο τὸ Σμῆνος ποὺ βρίσκεται κιόλας στὸ δρόμο του πρὸς τὸ Φῶς;».

«Ἐγώ; Μὰ Ἴων, ἐγὼ εἶμαι ἕνας κοινὸς γλάρος καὶ σὺ εἶσαι...».

«... ὁ μόνος Γιὸς τοῦ Μεγάλου Γλάρου, ὑποθέτω;». Ὁ Ἰωνάθαν ἀναστέναξε καὶ κοίταξε πέρα στὴ θάλασσα. «Δὲ μὲ χρειάζεσαι ἄλλο πιά. Χρειάζεται νὰ ἐξακολουθεῖς ν᾿ ἀποκαλύπτεις τὸν ἑαυτό σου, λίγο παραπάνω κάθε μέρα, ἐκεῖνον τὸν ἀληθινό, τὸν ἀπεριόριστο Φλέτσερ Γλάρο. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ ἐκπαιδευτής σου. Πρέπει νὰ τὸν καταλαβαίνεις καὶ ν᾿ ἀσκεῖσαι μ᾿ αὐτόν».

Μιὰ στιγμὴ ἀργότερα τὸ σῶμα τοῦ Ἰωνάθαν κυμάτιζε στὸν ἀέρα, ἀσπρογυάλιζε κι ἄρχισε νὰ γίνεται διάφανο. «Μὴν τοὺς ἀφήσεις νὰ διαδίδουν κουτὲς φῆμες γιὰ μένα, ἢ νὰ μὲ κάνουν θεό, Σύμφωνοι Φλέτς; Εἶμαι γλάρος. Μ᾿ ἀρέσει νὰ πετάω, Ἴσως...».

«ΙΩΝΑΘΑΝ!»,

«Καημένε Φλέτς. Μὴ πιστεύεις ὅ,τι λένε τὰ μάτια σου. Δείχνουν μόνο τοὺς περιορισμούς. Νὰ κοιτάζεις τὴν κατανόησή σου, ν᾿ ἀνακαλύπτεις ὅ,τι γνωρίζεις ἤδη, καὶ θὰ δεῖς πῶς πρέπει νὰ πετᾶς».

Τὸ ἀσπρογυάλισμα σταμάτησε. Ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος εἶχε ἐξαφανιστεῖ στὸν ἀέρα.

Ὕστερα ἀπὸ λίγο, ὁ Φλέτσερ Γλάρος σύρθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ στάθηκε ἀπέναντι σὲ μιὰ ἐντελῶς καινούργια ὁμάδα μαθητές, ποὺ ἀνυπομονοῦσαν γιὰ τὸ πρῶτο τους μάθημα.

«Πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα», εἶπε βαριά, «πρέπει νὰ καταλάβετε πὼς ἕνας γλάρος εἶναι μία ἀπεριόριστη ἰδέα τῆς λευτεριᾶς, ἕνα ὁμοίωμα τοῦ Μεγάλου Γλάρου κι ὅλο σας τὸ σῶμα, ἀπ᾿ τὴν ἄκρη τῆς μιᾶς φτερούγας σας στὴν ἄλλη, δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἴδια σας ἡ σκέψη».

Οἱ νεαροὶ γλάροι τὸν κοίταξαν εἰρωνικά. Τί μας λέει, σκέφτηκαν, αὐτὸ δὲν εἶναι κανόνας ἀκροβασίας.

Ὁ Φλέτσερ ἀναστέναξε καὶ ξανάρχισε. «Χμ! Ἄ!,.. πολὺ καλά», εἶπε καὶ τοὺς κοίταξε μὲ αὐστηρὸ μάτι. «Ἂς ἀρχίσουμε μὲ πτήσεις σταθεροῦ ὕψους». Καὶ καθὼς τό ῾λεγε, κατάλαβε μονομιᾶς πὼς ὁ φίλος του μὲ ἀπόλυτη εἰλικρίνεια δὲν ἦταν πιὸ θεϊκὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Φλέτσερ.

«Δίχως περιορισμούς, Ἰωνάθαν;» σκέφτηκε. «Τότε λοιπὸν δὲν ἀπέχει πολὺ ὁ καιρὸς ὅταν θὰ φανερωθῶ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸν ἀέρα στὴ δικιά σου παραλία, νὰ σοῦ δείξω ἕνα δυὸ πράγματα γιὰ τὶς πτήσεις».

Καὶ μολονότι προσπάθησε νὰ φανεῖ αὐστηρὸς στοὺς μαθητές του, ὁ Φλέτσερ Γλάρος τοὺς εἶδε ξαφνικὰ ὅλους ὅπως πραγματικὰ ἦταν, γιὰ μιὰ μόνο στιγμή, κι ὄχι μόνο του ἄρεσε ἀλλὰ ἀγαποῦσε αὐτὸ ποὺ εἶδε. «Δίχως περιορισμούς, Ἰωνάθαν;» σκέφτηκε καὶ χαμογέλασε. Τὸ δικό του κυνήγι τῆς μάθησης εἶχε ἀρχίσει.


Πηγή: Νεκτάριος


Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *