ΣΑΝ ΕΠΙΛΟΓΟΣ - Μαρμάρων παράπονα

Ναὸς τοῦ Ποσειδῶνα

Χιλιάδες χρόνια πέρασαν, κ' ἐμεῖς ἀκόμα, συλλογισμένα, ξαφνισμένα, καὶ περίλυπα, κατάβαθα μέσα στὰ στέρνα τῶν βουνῶν μας.

Ἄναρχα κι ἀτελείωτα μάρμαρα, ποὺ ἔχουμε τὴν καλλονὴ τῶν κρίνων, χωρὶς νἄχουμε τῶν κρίνων τὸ λιγόζωο, ἄξια λουλούδια τῆς ἀττικῆς γῆς, καταφρονοῦμε τὴ διαβατικὴ εὐκολόσβυστη πρασινάδα, κι ἀντιφεγγίζουμε στὴν ὄψη μας ὅλη τὴν ἀκράτητη φεγγοβολιὰ τοῦ ἥλιου τοῦ πατέρα μας, ἀλύγιστα ζευγαρωμένη μὲ τὴ θεία σκληρότητα τῶν ἀθανάτων.

Μᾶς λέει ὁ ἀρχαῖος τραγουδιστής: Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζούσανε στὸ χρυσὸ καιρό, ὅταν ὁ θάνατος τοὺς ἔπαιρνε, τοὺς ἔκανε ὁ θάνατος ἥρωες καὶ ἡμίθεους. Ἔτσι καὶ ἀπὸ μᾶς κάθε φορὰ ποὺ μᾶς ξερρίζωνε ἀπὸ τὴ γεννήτρα μας πηγὴ ὁ πολύτεχνος νοῦς, τὸ στιβαρὸ τἀρματωμένο χέρι, φυτρώνανε σὲ μιὰν ἄλλη ὑπέρτερη ζωὴ οἱ Παρθενῶνες καὶ οἱ Ἀπόλλωνες. Ἄν μποροῦσε τὴ δικὴ μας δόξα νὰ τὴν αἰστανθῇ κανένας βιβλικὸς προφήτης, ἐμᾶς θὰ μᾶς ὠνόμαζε «περιούσιον λαὸν τοῦ Κυρίου». Ποτὲ δὲ σημάδεψε εὐγενικώτερα ἡ μοῖρα ὄντα, σὰν ἐμᾶς, μὲ τὴ σφραγίδα τῶν Πολύκλειτων καὶ τῶν Πραξιτέληδων.

Αἰῶνες θὰ πέρασαν ἀπὸ τότε. Τὸ πόδια ποὺ γενναῖα ἀνέβαιναν ὡς ἐδῶ πέρα γιὰ νὰ μᾶς εὕρουν, καὶ τὰ χέρια ποὺ γέρνανε γιὰ νὰ μᾶς πάρουν καὶ οἱ πνοὲς ποὺ μᾶς μαλάζαν, καὶ οἱ πλάστες ποὺ μᾶς δίναν τὴ θεία μορφή, τὸ θάμα τῶν αἰώνων, καὶ τὴν ψυχὴ τὴν πάγκαλη, ἀραιώναν, λιγόστευαν, μακραίναν, ἀγάλια ἀγάλια, ὅσο ποὺ τὰ πόδια ἐκεῖνα καὶ τὰ χέρια καὶ οἱ πνοὲς καὶ οἱ πλάστες ἀποσβύσανε σὰ σύγνεφα καὶ περάσανε σὰν ὄνειρα.

Καὶ εἴπαμε: κοιμήσου πάλι μέσα μας ἄνεργη μέσα σὲ μιὰν ἀδούλευτη καὶ ἀπρόσωπην ὕλη, κοιμήσου, σκόρπιος ὄγκος καὶ τεράστιος καὶ ἀχρησίμευτος, ὦ δύναμη τῶν ἀσύγκριτων ὡραιοτήτων ἐδῶ πέρα, ἡ ἀληθινώτερη ἀλήθεια ἐδῶ πέρα, ποὺ εἶσαι κάτι παραπάνω ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα. Ποιὸς ξέρει πότε θἄρθῃ ὁ Νοῦς νὰ σὲ ξαναξυπνήσῃ; Μιὰ Ἑλλάδα εἴταν ἐδῶ γύρω μας, καὶ μέσα στὴν Ἑλλάδα τῆς Ἑλλάδας, μέσα στὴ μητρόπολη τῆς Ἰδέας ποὺ Ἀθήνα κράζονταν, πηγαίναμε, ἀναστημένα στὴ ζωὴ τὴν ὑπερτέλεια, ἀντριάντες καὶ ναοὶ καὶ ἀγάλματα, τρίγλυφα καὶ μετόπες καὶ κιονόκρανα καὶ βωμοὶ καὶ ἀνάγλυφα καὶ κολῶνες καὶ ρόδακες, καὶ τάφοι καὶ θέατρα, θεοὶ καὶ ἡμίθεοι, ἥρωες, νίκες, καρυάτιδες, βασιλιάδες καὶ πολέμαρχοι, φιλόσοφοι καὶ τραγουδιστάδες, ὀλυμπιονίκες, παλληκάρια, λυγερές. Πολιτεῖες ὁλόκληρες, σοφὰ ὠργανωμένες, ἐμεῖς εἴμαστε, καὶ κόσμιοι ἀκέριοι, ποὺ δὲν εἴχαμε κι ἄλλο σκοπὸ κανένα· σκοπός μας εἴταν ἡ Ἰδέα, ἀπὸ ἄπιαστο καὶ ἄϋλο φάντασμα σαρκωμένη, καρφωμένη σὰν ἄνθισμα ἀπριλιάτικο ὑπέρτατο· εἴταν ἡ Ἰδέα καμωμένη Καλλονή.

*

Καὶ ὅπως ἐμεῖς τὰ μάρμαρα εἴχαμε ἀπομείνει σὰ λησμονημένος ἀργὸς κι ἄπλαστος ὄγκος, ἔτσι γύρω καὶ ἡ πατρίδα μας, τέτοιος ὄγκος εἶχε ἀπομείνει. Ὁ ἀέρας, ὁ οὐρανός, ἡ γῆ, ὁ ἄνθρωπος, ἡ ψυχή, τὰ ἴδια πάντα, ὅμως ἀκινητούσανε νεκρά, καὶ μοιάζανε σὰν ἄλλα, σὰν ξένα. Ἀπὸ τὴν ὕλη ἔλειπεν ἡ μορφή, ἀπὸ τὴ δύναμη κ' ἡ ἐνέργεια, ἀπὸ τὴν ψυχὴ τὸ Πνέμα. Ὅλα εἴτανε σὰν ἐμᾶς τὰ μάρμαρα. Καὶ στοχαστήκαμε: Καθὼς ἐμεῖς λιθάρια τώρα ἀξεχώριστα, ἀξεδιάλεχτα μέσα στοῦ βουνοῦ τὰ ἔγκατα, ὅμως δὲ χάσαμε τὴν ἱερὴ συνείδηση τοῦ ξεπεσμοῦ μας, μήτε τὴν ἐλπίδα τῆς ἀνάστασης, μήτε τὴ λαχτάρα τοῦ ξαναγυρισμοῦ (γιατὶ τίποτε ἐδῶ πέρα δὲ μένει πάντα πίσω, τίποτε δὲν τραβάει ὅλο μπροστά, ὅλα γύρες φέρνουν, ὅλα παραδέρνουνε σ' ἕνα αἰώνιο ἀνεβοκατέβασμα, ὅλα ξαναγυρίζουν!), καθὼς ἐμεῖς, ἔτσι καὶ τὰ στοιχεῖα καὶ τὰ πράγματα γύρω μας κ' ἐπάνω καὶ στὰ πόδια μας, ἔτσι καὶ ὁ ἀέρας καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ ψυχὴ μιὰ μέρα θὰ ξαναγεννήσουν καὶ τὸ Πνέμα καὶ τὴν Τέχνη, τὴν Ἱστορία καὶ τὴν Ἀθήνα, τὴν Ἑλλάδα, τὴν πατρίδα μας.

*

Καὶ ἦρθε μιὰ στιγμὴ ποὺ ἀνατριχιάσαμε ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη ὥς τὰ τρίσβαθα τοῦ εἶναι μας ἀπὸ ἀνατρίχιασμα ὑπερκόσμιο, καὶ εἴπαμε: Νά ἡ ὥρα! Σαλπίσματα γρικήσαμε πολεμιστήρια, καὶ ὕστερα νίκης ἀλαλάσματα. Ἁλυσίδες σπάσαν, ἔρχουνται οἱ ἐλεύτεροι! οἱ ἐλεύτεροι! Ἀκούγαμε: ξαναγίνετ' ἡ Ἑλλάδα, ξαναχτίζετ' ἡ Ἀθήνα. Νέα λόγια, καὶ νέα ὀνόματα, καὶ νέα φορέματα, καὶ νέα πρόσωπα, καὶ νέοι τρόποι, καὶ νέα φερσίματα. Ὅμως τὰ νέα τοῦτα ἴσα ἴσα μᾶς χαροποιούσαν καὶ μᾶς δυναμώνανε. Γιατὶ ἄν ξαναγυρίζουν ὅλα, τίποτε δὲν ξαναγυρίζει ἴδιο καὶ ἀπαράλλαχτο· στὰ ἴδια καὶ στὰ ἀπαράλλαχτα εἶναι ὁ πάγος καὶ ὁ θάνατος. Στὸ κάτι τι ποὺ ἀλλάζει κρύβεται ἡ ζωὴ καὶ τὸ ξανάνθισμα ἐνεργεῖ καὶ τὸ ξανάρχισμα. Εἴδατε ποτέ σας παιδὶ ἀπαράλλαχτο μὲ τὸν πατέρα μόνο ἤ μὲ τὴ μητέρα του; Καὶ πῶς νὰ εἶναι τὸ ἴδιο ἀφοῦ κρατάει μέσα στὸ αἷμα του κληρονομιὲς ἀπὸ λογῆς λογῆς προγόνους!

Ὦ θεοί! δὲ βάσταξε ἡ χαρά μας. Μία θανάσιμη ἀνατριχίλα, ὕστερ' ἀπὸ τοῦ θριάμβου τὸ ἀνατρίχιασμα, πέρα καὶ πέρα σφάζει μας. Ἀπροσδόκητο ἀποκάρωμα δένει τοὺς νέους τριγύρω μας, ὕστερ' ἀπὸ τὸν ἀγώνα κατὰ τῶν τυρράνων· ὕστερ' ἀπὸ τὸ ἐλεύτερο ξημέρωμα θαμπώνεται ἡ ματιά τους, τρικλίζει τὸ βῆμα τους. Δὲν ἔχουν τὴ συνείδηση τὴ φωτεινὴ τοῦ ἔργου τους καὶ τοῦ προορισμοῦ τους. Παραστρατίζουν· χάσαν τὸ δρόμο τους. Τὰ χέρια τους δουλεύουν, δὲν τὰ ὁδηγεῖ ὁ νοῦς. Ἡ ὡραία γλῶσσα ἡ ὁλοζώντανη, ἡ σοφὰ ἀλλασμένη ἀπὸ τοὺς καιρούς, γίνετ' ἕνας ψόφιος παπαγαλισμός. Καὶ τὸ χειρότερο: Ντρέπουνται, τὄχουνε γιὰ κακὸ πὼς εἶναι ἄλλοι, πὼς εἶναι ν έ ο ι. Θέλανε νὰ εἶναι οἱ ἴδιοι, θέλανε νὰ εἶναι οἱ ἀ ρ χ α ῖ ο ι. Δὲν καταλαβαίνουν πὼς ἡ ἀ ρ χ α ι ο τ η ς ποὺ ποθοῦν, θὰ χυνότανε μιὰ μέρα ἀπὸ τὴν ἀλλιώτικη, ἀπὸ τὴν ἀνεξάρτητη κι ἀπὸ τὴν αὐτεξούσια τὴ νιότη τους. Καταφρόνεσαν τὴ γλῶσσα τους, καὶ τὴν ὀμορφιὰ τὴν ἁλυσόδεσαν καὶ τὴ ρίξανε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ τὴν πνίξουν. Καλὰ ποὺ ἡ ὀμορφιὰ εἶναι θεὰ καὶ δὲ φοβᾶται ἀπὸ θάνατο. Ἀντὶ νὰ γυρέψουν πῶς νὰ χτίσουνε καινούργιου Παρθενῶνες, καταγίνουνται τώρα στὰ στερεώματα καὶ στὰ μπαλώματα τῶν παλιῶν.

*

Ὦ! κἄν ἐμᾶς νὰ μᾶς ἀφήναν ἥσυχα! Ρίχτηκαν καὶ καταπάνω μας. Καλήτερα οἱ αἰῶνες τῆς σκλαβιᾶς καὶ τῆς ἀκινησίας! Μᾶς εἴχανε ξεχάσει τότε. Κοιμούμαστε μ' ἕνα ὄνειρο. Τώρα μᾶς ξυπνοῦν, κάθε λίγο καὶ λιγάκι, χίλια χέρια καὶ χίλια σύνεργα, γιὰ νὰ μᾶς μαγαρίσουν, καὶ γιὰ νὰ μᾶς ρεζιλέψουν. Ἀσκημονοῦν ἐπάνω μας. Οἱ βάρβαροι κυβερνᾶν ἐδῶ πέρα. Ὁ Πέρσης ἁπλώθηκε στὴν Ἑλλάδα. Ὁ Σκύθης δασκαλεύει τὴν ἱερὴ τέχνη στὴ γῆ τῶν Ἀθηνῶν.

Ἀκόμη καρτεροῦμε νὰ ξαναγίνουμε Ἀπόλλωνες καὶ Νίκες, ἥρωες καὶ θριαμβευτές, ναοὶ καὶ σύμβολα τῆς ζωῆς καὶ τῆς Καλλονῆς. Τοῦ κάκου. Τὰ ἴδια εἴμαστε. Δὲν εἶναι τὰ ἴδια τὰ χέρια, οἱ πνοές. Ἔλειψε τὸ Πνέμα. Κάθε χτύπος ποὺ μᾶς ξερριζώνει ἀπὸ τὴ μάννα μας, ἀντὶ νὰ εἶναι μήνυμα περήφανο, καὶ σύνθημα χαρᾶς, τί σπαραγμὸς γιὰ μᾶς καὶ τί μαρτύριο ἀνεκλάλητο!

Ἀντὶ νὰ μᾶς μεταχειρίζουνται, γιὰ νὰ ἐκφράσουν ὅ,τι πιὸ πολύτιμο, καὶ πιὸ ἀκριβό, καὶ πιὸ σημαντικό, μᾶς κάμανε στὰ χέρια τους μιὰν ὕλη ταπεινὴ καὶ πρόστυχη γιὰ τὸ κάθε χτίσμα τους. Ἔτσι κ' οἱ εὐγενικοὶ κ' οἱ ἀρχοντικοὶ πολεμιστάδες, τὸν παλαιὸ καιρό, ἄν τύχαινε νὰ σκλαβωθοῦνε στὸν πόλεμο, ζοῦσαν ὕστερα δοῦλοι μέσα στοὺς δούλους.

Καὶ τώρα βγαίνουν ἀπὸ μᾶς τὰ σπίτια, τὰ σπίτια τὰ περισσὰ καὶ τὰ δυσκολομέτρητα, τὰ πλούσια μνήματα καὶ τὰ λιγοστὰ τἀγάλματα.

*

Ἄλλὰ τὰ σπίτια συμβολίζουν τὴ χάρη ἐκείνη τὴ μισή, τὴν ἀκαθάριστη, τὴν ἀχαραχτήριστη, τὴν ἀνακατωμένη μὲ τὰ πεζότερα καὶ μὲ τὰ ὑλικώτερα τοῦ κόσμου. Σπίτια βαριὰ καὶ κλειστὰ καὶ λυπητερά, μὲ ὅλη τὴ φεγγόβολη ἀσπράδα τους, μὲ ὅλους τοὺς ρυθμοὺς ἀπάνω τους, ἤ μὲ ρυθμὸ κανένα, παράτονα, παράταιρα, χαρὲς τοῦ μαγαζάτορα ποὺ ἁπλώνει τὶς βιτρίνες του, τοῦ κάθε Σάϋλωκ ἰδανικά.

Μὰ τὰ μνήματα στυλώνουνται ἀπὸ μᾶς βαριὰ καὶ πανάθλια, καὶ ἀθανασία προσφέρουν εὔκολη κ' ἐλεεινὴ στοὺς ξυπασμένους καὶ τοὺς ἀρχοντοχωριάτες κ' εὔγλωττα παρασταίνουν ὅλη τὴ γύμνια τῆς ζωῆς, μὲ τὰ πολυτελῆ τους τὰ στολίσματα, καὶ ὅλη τὴ φτώχια τῆς Ἰδέας, μὲ τὰ σκαλίσματά τους τὰ χοντροπελέκητα. Μ α υ σ ω λ ε ῖ ο ν ὡς τὰ σύγνεφα γιὰ τὸ δεῖνα ποὺ τὴ ζωή του ἔζησε σαράφης σκυφτὸς ἀπάνω ἀπὸ τὴν κάσσα του! Μιὰ φορὰ κι ἀπὸ τὴν ὕλη μας ξεφύτρωσ' ἕν' ἀγριεμένο λιοντάρι. Νομίζετε πὼς τὸ στυλώσαν ἀπάνω στὸν τάφο τοῦ Ἀγαμέμνονα ἤ τοῦ Κατσώνη; Ὄχι. Γιὰ τὸ μνῆμα εἴταν ἑνὸς μπακάλη ποὺ θὰ θησαύρισε.

*

Καὶ τὰ λιγοστὰ τἀγάλματα, κ' ἐκεῖνα πληρωμένα εἶναι. Μόνος ὁ πλοῦτος δίνει δικαίωμα στὴ δόξα καὶ στὴν ὡραιότητα. Ποῦ εἶναι ἡ μαρμαροσκάλιστη Ἐθνική σας Ἱστορία, Ἕλληνες; Ποῦ εἶναι τὰ μεγάλα θριαμβευτικὰ μνημεῖα, παρμέν' ἀπὸ τὴ νέα ἱστορία σας, ποῦ εἶναι τὰ Πάνθεα καὶ οἱ Ἐλευτερίες σας, οἱ δόξες σας καὶ οἱ ἥρωές σας, οἱ Φωκάδες σας καὶ οἱ Βουλγαροχτόνοι σας, οἱ αὐτοκράτορες καὶ οἱ ἀρματωλοί σας, οἱ Κωσταντίνοι σας καὶ οἱ Καραΐσκοι σας, οἱ Καποδίστρηδες καὶ οἱ Σολωμοί σας;

Εἶναι κάποιες εὐγνωμοσύνες καὶ κάποια ἰδανικὰ ποὺ βαραίνουν περισσότερο κι ἀπ' ὃλα τὰ ἑκατομμύρια τοῦ κάθε φιλάνθρωπου καὶ τοῦ κάθε φιλογενέστατου. Πρῶτα ἀπ' ὅλα γιὰ κεῖνα πρέπει νὰ εἶναι τὰ μαρμαροχάραχτα μνημεῖα καὶ τἀγάλματα.

Σὲ κανέναν ἄλλο τόπο, ὀϊμένα! δὲν ταιριάζει, ὅπως ταιριάζει ἐδῶ πέρα ὁ στίχος τοῦ ξένου ποιητῆ· «Τὸν κόσμο κυβερνᾶ ἡ Ἀσκήμια ἡ ἀκάθαρτη!» Κ' ἐμεῖς τὰ μάρμαρα πονοῦμε. Μόνο ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου μαρμάρωσε.

1901



Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος ΣΤ΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
Φωτογραφία: Ναὸς τοῦ Ποσειδῶνα, Σούνιο, πηγή: https://gr.pinterest.com/

Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *