ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ

***

Εἴμαστε λαὸς διανοητικὸς· δὲν εἲμαστε λαὸς μουσικός. Στοχαστικοί, ὄχι ὀνειροπλέχτες. Ὁ Παρθενώνας λογικὴ σὲ μάρμαρο. Δὲ λέω καλά, Ρενάν; δὲ λέω σωστά, Boutmy; Δυὸ Ζακυνθιανὲς ἀδερφάδες ποὺ περάσανε δοῦλες σπίτι μου μοῦ τἀποδείξανε καθαρώτερα κι ἀπὸ κάθε σοφοῦ ἐπιχείρημα. Ξέραν ἕνα σωρὸ στίχους τῆς πατρίδας του. Μὰ τοὺς τραγουδοῦσαν ἀπαίσια. Μὰ τοὺς ἀπαγγέλναν ἐξαίσια.

***

—Ν' ἀπαγγείλω ποίημα; Τί λόγος! Ὁ κόσμος σας δὲν εἶναι σὲ κατάσταση νὰ θελήσῃ νὰ μὲ καταλάβῃ. Ἂλλοι, ἀπὸ πρόληψη, κι ἄλλοι, ἁπλούστερα, ἀπὸ κουταμάρα, παίρνουνε στὴ θάλασσά μου γιὰ ξέρα καὶ τὸν ἀφρό. Ἂν τύχῃ νἀκούσουνε στιχουργημένο ἀπὸ μένα κανένα κοινὸ λυρικὸ τόπο μεγάλης γενικῆς ἔννοιας θὰ κάνουν σὰ νἀκοῦνε τὴ φαινομενολογία τοῦ Ἕγελου. Μὲ τὸ δίκιο τους. Ἂν τοὺς διαβάσω κανένα μου τραγούδι σὲ μιὰ παιδούλα μαυρομάτα, ἁπλὸ καὶ καθαρὸ ὅσο παίρνει, μὰ πάντα ποιητικό, δηλαδή κάπως, καὶ πάντα, σχετικὰ μὲ τὸ πεζὸ τὸ λόγο, ἀποσκεπαστό, θὰ γουρλώνουνε τὰ μάτια καὶ θὰ ρωτᾶν ποιὰ εἶν' αὐτὴ ἡ παιδούλα, τί εἶδος αἴνιγμα νὰ εἶναι, καὶ τί θέλω νὰ πῶ μὲ τὰ μαῦρα μάτια! Ποίημα βγαλμένο ἀπὸ μιὰ συγκινητικὴ περιπέτεια τῆς ἴδιας μου ζωῆς τὸ πήρανε σὰ γεννημένο ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν Ἑνεάδων τοῦ Πλωτίνου. Κάποιο ἄλλο πάλε, μυστηριακὸ κάπως τραγούδι μου, ὀνομασμένο «Μέδουσα», μὰ ποὺ ἔδειχνε κινημένο ἀπὸ κάποιο πάθος πολὺ πεσιμιστικὸ ὥστε νὰ εἰπωθῇ καθαρώτερα, τὸ πήρανε πὼς γράφτηκε ἀπὸ τὴν ἀφορμὴ κάποιου φίλου μου ποιητῆ ποὺ τὰ εἶχε βάλει μ' ἐμένα τὶς μέρες ἐκεῖνες. Ἡ τελευταία μου παρουσίαση —ἀναγκαστικὴ—μὲ τὸν κόσμο, τούτη: Διάβασα κάτι, σὰν ἐπικὸ κατάλογο τῶν πολεμικῶν κατορθωμάτων τοῦ Βουλγαροχτόνου στὴ Μακεδονία. Ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴ «Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ». Μακεδονία—Βούλγαρος—Βουλγαροχτόνος, εἶναι μαζὶ καὶ θέματα δημοσιογραφικά, στὴν ἡμερησία διάταξη. Καὶ ὅμως νομίζω πὼς οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀκροατές μου—ἡ σάλα γεμάτη ἀπὸ τὸ ἀφρόγαλα τοῦ λεγομένου καλοῦ κόσμου—δὲν κατάλαβαν τίποτε. Κάποια κύρια ἱστορικὰ ὀνόματα σλάβων καὶ βυζαντινῶν καπετανέων τὰ πήρανε κάποιοι γιὰ προσηγορικὰ καὶ ρωτούσανε τί θὰ εἰποῦν. Καὶ τὸ ποίημα καθαρώτατης μορφῆς. Μιὰ μεταφορὰ στὴν ποίηση μιᾶς σελίδας ἀπὸ τὴν Ἱστορία τοῦ Παπαρρηγοπούλου.— Αὐτὸ μοῦ ἔλειπε τώρα, νὰ βροντοφωνῶ στίχους ἀπὸ βήματα συλλόγων, σὰ στὴ μακάρια ἐποχὴ ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια ποὺ εἶχε καταντήσ' ἡ ποίηση μιὰ πολιτικὴ ρητορική, καὶ κάτι πιὸ ξεπερασμένο ἀκόμα.

***

Τὸ Εἰκοσιένα. Ἔχουμε ὡς τὴν ὥρα τὴν ἱστορία του; Φοβᾶμαι πὼς ὄχι. Τὴ μυθολογία του; φοβᾶμαι πὼς ναί.

***

Περιφρονοῦσα τοὺς πολιτικούς. Ἄδικο εἶχα. Ὄσο σπουδάζω γύρω στοὺς φυσικοὺς νόμους, τόσο στοχάζομαι πὼς πρέπει νὰ τοὺς τιμήσω τοὺς πολιτικούς. Ἡ πολιτικὴ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἰδέα ποὺ ἐφαρμόζει τὸ νόμο τὸ μεγάλο τῆς «κυριαρχίας τοῦ δυνατώτερου» μὲ τὰ μέσα ἢ τῆς ἀφομοίωσης ἢ τοῦ ἀφανισμοῦ ποὺ λειτουργοῦνε παντοῦ, καὶ πρῶτ' ἀπ' ὅλα στὴν ἱστορία. «Ἡ πολιτικὴ τῆς φύσης», ὅρος τῶν κοινωνιολόγων. Καὶ τὰ φυσσικὰ πολιτεύονται σὰν τὸ Βίσμαρκ καὶ σὰν τὸν Πλατούτσα.

***

Ἀνίσως καὶ ζοῦσα στἀρχαῖα χρόνια, ὁ ποιητής μου μπορεῖ νὰ εἴταν ὁ Πλάτων· μὰ ὁ φιλόσοφος μου βέβαια ὁ Ἀριστοτέλης ἢ ὁ Δημόκριτος.

***

Ἔξαφνα, ὅταν λέω πὼς θαυμάζω τὸν Καραϊσκάκη καὶ θέλω νὰ γιομίσω τὸ τραγούδι μου μὲ τὴ ζωή του, δὲ θὰ πῇ τοῦτο, καθὼς θέλετε σχολαστικὰ νὰ τὸ ἐξηγήσετε, πὼς συλλογίζομαι, λογαριάζω, ξέρω γὼ τὶ κάνω, ἐπηρεάζομαι, φεύγω ἀπὸ τὸ φυσικό μου , κυνηγῶ θέματα ἔξω ἀπὸ τὴ ζωή μου, δὲν ἔχω εἰλικρίνεια, ρητοτεύω, καὶ τέτοια. Θὰ πῇ πὼς ἔχω κάτι μέσα μου, μέσα στῆς ψυχῆς μου τὰ βαθιά, κάτι τι διαφορετικὸ ἀπὸ τὴ ζωή μου· ἒχω μέσα στὴν ψυχή μου κάτι τι σὰν ἡρωϊκὸ ποὺ μοιάζει σὰ νὰ εἶναι ἀδέρφι τοῦ Καραϊσκάκη. Κι ὅσο κι ἂν εἶναι ἡ ζωούλα μου μιὰ καθαρὴ ἀντίθεση τῆς ζωῆς τοῦ ἥρωα. Δὲν κρίνονται πάντα οἱ ἄνθρωποι σύμφβωνα μὲ τὰ ἔργα τους· εἶναι κάποιοι στοχασμοὶ ποὺ βαραίνουν ἴσα μὲ πράξεις. Κ' εἶναι κάποιοι ἄνθρωποι ποὺ δὲ μοιάζουν μὲ τὴ ζωή τους. Ζητῆστε τους μέσα στὴν ψυχή τους. Ἐ γ ώ! Σοῦ λέει ἕνας ποιητὴς καὶ τὸ ἐγώ του στέκεται λεῦγες μακρυὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ξένο δραματικὸ παιγνίδι. Ἐ κ ε ῖ ν ο ς! Σοῦ κράζει ὁ ποιητής, κι ὁ ἐκεῖνος εἶναι ἡ προσωπίδα τοῦ ἰδίου τοῦ ἑαυτοῦ του. Καταλάβατε;

***

Οἱ Ρωμιοί· τὸ στοιχεῖο τους. Ἔμποροι καὶ ποιητές. Ἀπ' αὐτοὺς κρέμεται ἡ Ρωμιοσύνη. Τὸ ξανάνθισμα καὶ τὸ μεγάλωμά της. Τὸ παραστράτισμα τοῦ ἐμπόρου, ὁ πολιτευόμενος· ποὺ τὴν ἔχει τὴν πολιτικὴ ἐπάγγελμά του. Τὸ παραστράτισμα τοῦ ποιητῆ, ὁ ρήτορα τοῦ συλλαλητηρίου. Ὅλα τἄλλα ἔρχονται παρακατιανά.

***

Δὲν εἴχαμ' ἐμεῖς τὰ σκοτάδια τοῦ μεσαίωνα ποτέ. Ἀπόδειξη ὁ βυζαντινισμός. Ἄγνωστη σ' ἐμᾶς ἡ κόλαση. Μὰ γιὰ τοῦτο κι ὁ παράδεισος τῆς Ἀναγέννησης. Καὶ ποῦ βρισκόμαστε; Στὸ καθαρτήριο.

***

Σὺμφωνοι, φίλε Νιρβάνα! Πρῶτα ἡ γ ν ώ σ η, καὶ οἱ γνώσεις ὕστερα. Μὰ στοὺς γνωστικοὺς ἀνάμεσα βασιλεύει ἐκεῖνος ποὺ γ ν ω ρ ί ζ ε ι. Τὸ ρῆμα τοῦτο κλεῖ μέσα του καὶ τὰ δυό, ἀξεχώριστα· γνώση καὶ γνώσεις. Τὰ μεγαλύτερα κακά γίνοταν, γίνονται καὶ θὰ γίνονται ἀπὸ τὴν ἀμάθεια.

***

Κάτι μοῦ λέει μέσα μου: Ἔξω ἀπὸ τὴν κοινωνία δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος· ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ τὴν κοινωνία· ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶο κοινωνικό. Κ' ἕν' ἄλλο κάτι μοῦ λέει μέσα μου: ὅ,τι ἁγνότερο κι ὅ,τι βαθύτερο κατέχει ὁ ἄνθρωπος τὸ αἰσθάνεται σὲ κάποιες στιγμὲς γοργὲς ἐλεύθερες, κατὰ πλάτος καὶ βάθος ἀτομικές, ὁλότελα δικές του, ὁλότελα λυτρωμένες ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ γύρω του, ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ἐπιρροή. Πολλὲς φορὲς ὑποψιάζομαι πὼς ὁ ἡρωϊκὸς ἄνθρωπος εἶν' ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ κρατεῖ τὸ ἐγώ του ἀνεπηρέαστο ἀπὸ κάθε τι ποὺ σημαδεύει πὼς ἄλλος ἄνθρωπος ὑπάρχει καὶ ζῇ στὸ πλάϊ μας, σὲ κάποια κοινωνία πλατιὰ ἢ στενή, καὶ μᾶς μαγνητίζει. Ὁ ἥρωας τοῦτος μπορεῖ, σὲ στιγμές, ποὺ ὁ κόσμος ὁλόγυρά του φτερώνεται ἀπὸ κάποιο ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ καὶ ρίχνεται στὴ φωτιὰ γιὰ κάποια ἰδέα, μπορεῖ νὰ δείχνεται ἀδιάφορος, καὶ χωρὶς καρδιά καὶ γνώμη. Καὶ ἀντίθετα: ἐκεῖνος ποὺ φαντάζει σὰν ἥρωας μπροστά μας, ἕτοιμος νὰ θυσιάσῃ τὰ πάντα, καὶ πρῶτ' ἀπ' ὅλα τὸν ἑαυτό του, μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ὁ ἴ δ ι ο ς, ὁ καθάριος ἀνεξάρτητος κι ὁ ἀκέριος ἀληθινός, καθὼς θὰ εἴταν, ἀνίσως εἰχε τὴ δύναμη νὰ τὸ κρατήσῃ τὸ ἐγώ του τὸ οὐσιαστικὸ ἀπείραχτο ἀπὸ τὶς προσβολὲς τῶν κοινωνικῶν πυρετῶν τριγύρω του, ἡρωϊκώτερος τότε. Ὦ τῶν ἀνθρώπινων κόμποι και μαλλιοτραβήματα!

***

Δὲν βγαίνει ἀπὸ τὴν εἰλικρίνειαν ἡ ὀμορφιά, ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ βγαίνει πάντα μιὰ εἰλικρίνεια.

***

Ἡ σκλαβιά. Μὴ σᾶς τρομάζει ἡ ἰδέα. Οἱ ἀξίες ἀναποδογυρίζονται, ὄχι μονάχα γιὰ νὰ πέσουν ἀπὸ τὸ ὕψος τους, μὰ καὶ γιὰ νὰ ξαναϋψωθοῦν ὕστερ' ἀπὸ τὸ πέσιμό τους, μεταχειρισμένες σὲ νοήματα πρωτόφαντα. Μόνο νὰ στοχαστῆτε πὼς ὁ Ἡρακλῆς ἔκαμε τὰ δώδεκα τεράστια κατορθώματά του σ κ λ ά β ο ς, προστατευόμενος. Σύμβολο ποὺ μᾶς ὑποβάλλει περισσότερα κι ἀπ' ὃλες τὶς θεωρίες τοῦ κόσμου. Ἀπαντώντας κάποτε σὲ χαιρετισμό τῶν νέων τῆς «Φοιτητικῆς Συντροφιᾶς», σημείωνα: «Καὶ γιὰ νὰ εἴσαστε ἀληθινώτερα ἐλεύθεροι, μὴ φοβηθῆτε νὰ γίνεστε ὑπομονετικοί, ὑποτακτικοί, καὶ σκλάβοι. Ἐλευθεριὰ καὶ σκλαβιὰ σὲ μιὰν ἀνώτερη ζώνην ἰδεολογική, συμπληρώνουν ἡ μιὰ κατάσταση τὴν ἄλλη, καὶ καταντοῦνε συνώνυμα».



Πηγή: Πεζοὶ δρόμοι Α', Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Ι΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *