Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: «Ἐλᾶτε, πάρτε τὴν εὐχή, καὶ νά ᾽στε μονοιασμένοι»

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης νεκρός. Σκίτσο φιλοτεχνημένο εκ του φυσικού από τον καλλιτέχνη P. Bonirote, 1843. «.... η λύπη και τα δάκρυα ήσαν το φαινόμενον όλης της πόλεως κατά την 4 Φεβρουαρίου, καθ’ ην ελήφθη η προτομή του νεκρού δια γύψου και ειργάσθησαν δια την εικόνα του τρεις ζωγράφοι ...» Εφημερίδα ΑΙΩΝ, Τετάρτη, 10 Φεβρουαρίου 1843. Συλλογή Χαρακτικών Ε.Ι.Μ. Πηγή: Εθνικό Ιστορικό Μουσείο
Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος- Κιλκὶς

«Κολοκοτρώνης πέθανε στὸ γάμο τοῦ Κολίνου
τὸ θάνατο γνώρισε, πού ᾽θέλε ν’ ἀποθάνη
καὶ τοῦ Γενναίου μίλησε, καὶ τοῦ Κολίνου λέγει:
Ποῦ εἶσαι, Γενναῖε στρατηγέ, Κολίνο σπουδασμένε!
Ἐλᾶτε, πάρτε τὴν εὐχή, μὲ τριγυρίζει ὁ Χάρος.
Σώπα, πατέρα, μὴν τὸ λές, μὴ λὲς πὼς θὰ πεθάνης
κι ἔχουμ’ ὀχτροὺς καὶ χαίρονται καὶ φίλους καὶ λυπᾶνται.
Ἐλᾶτε, πάρτε τὴν εὐχή, καὶ νά ᾽στε μονοιασμένοι»
«Ἅπαντα Κολοκοτρωναίων, τόμ. Α σελ. 74, ἔκδ. ΙΔΕΒ»

Ἂς θυμηθοῦμε ὅτι σὰν σήμερα ἐκοιμήθη ὁ ἀπελευθερωτής μας. Δημοσιεύω ἕνα παλιότερο κείμενο, εὐλαβικὸ μνημόσυνο στὸν Γέρο τοῦ Μοριᾶ. Τώρα ποὺ μᾶς βρῆκε τὸ κακὸ καὶ θόλωσε ὁ νοῦς μας, ὁ λόγος τοῦ ἥρωα εἶναι στύλος καὶ ἑδραίωμα.

Τὴν Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου τοῦ 1843, κλείνει τὰ μάτια του στὴν Ἀθήνα, τὸ ζωντανὸ Εἰκοσιένα, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὁ Ἕλληνας ἥρωας μὲ τὴν σημαντικότερη θέση στὸ εἰκονοστάσι τοῦ Γένους. Τὸ νὰ θέλεις νὰ πλέξεις «τὸν ἐπιτάφιον στέφανον αὐτοῦ ἀνάγκη νὰ περιλάβης τὸν μέγαν Ἑλληνικὸν Ἀγώνα», ὅπως ἀναφώνησε ὁ Σοῦτσος κατὰ τὸ ξόδι του.

Θα συλλέξουμε, στὸ παρὸν κείμενο, ὅσα σπουδαῖα καὶ τιμαλφῆ εἶπε ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ γιὰ τὴν Παιδεία καὶ τὰ παιδιά. Θὰ σκύψουμε κάτω, ὄχι ἀπὸ τὴν πένα, αὐτὴν δὲν τὴν κάτεχε, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἀπροσκύνητο σπαθί του.
«Κάλλιο γιὰ τὴν πατρίδα
κανένας νὰ χαθεῖ
ἢ νὰ κρεμάσει φούντα
γιὰ ξένον στὸ σπαθί», ἔλεγε ὁ Ρήγας καὶ σημειώνει ὁ Κολοκοτρώνης στὰ ἀπομνημονεύματά του, διὰ χειρὸς Τερτσέτη.
«Ἐφύλαξα πίστιν εἰς τὴν παραγγελίαν τοῦ Ρήγα. Καὶ ὁ Θεὸς μὲ ἀξίωσε καὶ κρέμασα φούντα εἰς τὸ Γένος μου ὡς στρατιώτης του. Χρυσὴ φούντα δὲν ἐστόλισε ποτὲ τὸ σπαθί μου, ὅταν ἔπαιρνα δούλευσιν εἰς ξένα κράτη».

Ἀπὸ τὸν ἐξαίσιο λόγο τοῦ Κολοκοτρώνη στὴν Πνύκα, τὸ 1838, ἐνώπιον ὅλης τῆς τότε Ἀθήνας, θὰ ἐρανιστοῦμε τὶς περισσότερες σκέψεις του. Ξεκινῶ ἀπὸ τὸν ἐπίλογο, ὅπου διαβάζω τοῦτα τὰ λόγια: «Ἐγώ, παιδιά μου, κατὰ κακή μου τύχη ἐξ αἰτίας τῶν περιστάσεων ἔμεινα ἀγράμματος, καὶ διὰ τοῦτο σᾶς ζητῶ συγχώρησι, διότι δὲν ὁμιλῶ καθὼς οἱ δάσκαλοί σας». Τί μεγαλειῶδες μάθημα, ἐλεγκτικὸ πολλὲς φορὲς γιὰ μᾶς τοὺς δασκάλους! Τὰ παιδιὰ τὰ διδάσκεις μὲ ταπείνωση καὶ ὄχι ταπεινώνοντάς τα. Πόσες φορὲς μπαίνουμε στὴν τάξη, παραφουσκωμένοι ἀπὸ ἔπαρση καὶ ἀλαζονεία, ἐξουδενώνοντας τοὺς μαθητές μας, γιατί ἀδυνατοῦν νὰ παρακολουθήσουν τὶς ὑψηλόφρονες φλυαρίες μας. Καὶ ὅμως «ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῖ» κατὰ τὸν ἀπ. Παῦλο. Καὶ χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει ὁ ἀνυπερήφανος ἥρωας ἐπαναλαμβάνει λόγια του ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, γιατί τὰ λιοντάρια τοῦ Εἰκοσιένα ἦταν πνευματικοπαίδια του.

Τὸ τρομερὸ καριοφίλι εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸ πετραχήλι, γι’ αὐτὸ ἡ Ἐπανάσταση τοῦ ’21, ἦταν ἁγιασμένη, ὅπως γράφει ὁ Κόντογλου. Ἔλεγε ὁ ἅγιος, ὅταν ἔστηνε τὸν σταυρό του σ’ ἕναν τόπο: «Καὶ ὄχι μόνον δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σᾶς διδάξω, ἀλλὰ μήτε τὰ ποδάρια σας νὰ φιλήσω. Διότι ὁ καθένας ἀπὸ λόγου σας εἶναι τιμιώτερος ἀπ’ ὅλον τὸν κόσμον». (ἐπ. Αὐγουστίνου Καντιώτη, «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός», σελ. 101).

«Εἰς ἐσᾶς μένει νὰ ἰσάσετε καὶ νὰ στολίσετε τὸν τόπο, ὅπου ἠμεῖς ἐλευθερώσαμεν, καί, διὰ νὰ γίνη τοῦτο, πρέπει νὰ ἔχετε ὡς θεμέλια τῆς πολιτείας τὴν ὁμόνοια, τὴν θρησκεία καὶ τὴν φρόνιμον ἐλευθερία». Ποιά εἶναι τὰ θεμέλια τῆς πολιτείας, πῶς ἰσάζετε καὶ στολίζετε; Μὲ τὰ μεγάλα ἔργα, τὶς πανάκριβες ἐπαύλεις καὶ τὶς τενεκεδοκρόταλες δόξες καὶ λόξες; Ὄχι, μὲ τὴν ὁμόνοια, γιατί ἀκόμη καὶ σήμερα δὲν ἐπουλώθηκαν καὶ εἶναι «θυμωμένες» οἱ πληγὲς τῶν ἐμφυλίων. Βλέποντας ὁ Κολοκοτρώνης τὸ μεγάλο κακό, ποὺ γινόταν ἀπὸ τὴν «δολερὴ διχόνοια», τὸ 1824 – ἀφοῦ σκοτώθηκε ὁ σπουδαῖος γιός του Πάνος- παραδόθηκε καὶ τὸν «ἔκλεισαν» στὴν Ὕδρα. Ἦρθε ὁ Ἰμπραήμ καὶ τὸν ἀναζήτησαν. Στὸ Ἀνάπλι, ποὺ ἐπέστρεψε, εἶπε: «Πρὶν ἔβγω στὸ Ἀνάπλι, ἔριξα στὴ θάλασσα τὰ πικρὰ τὰ περασμένα, κάνετε κι ἐσεῖς τὸ ἴδιο! Στὸ δρόμο ποὺ περνούσαμε νά ᾽ρθουμε στὴν ἐκκλησιά, εἶδα νὰ σκάβουν κάτι ἄνθρωποι. Ρώτησα καὶ μοῦ ᾽πανε πὼς γιὰ νὰ βροῦνε κρυμμένο θησαυρό. Ἐκεῖ, στὸ λάκκο μέσα, ρίχτε κι ἐσεῖς τὰ μίση τὰ δικά σας. Ἔτσι θὰ βρεθεῖ κι ὁ χαμένος θησαυρός!».

Ἡ θρησκεία, ἡ πίστη τῶν πατέρων ἡμῶν, ἡ ἁγία μας Ὀρθοδοξία, εἶναι λιθάρι ριζιμιό του Γένους, διότι «ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἅρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ Πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ Πατρίδος», ὅπως κανοναρχεῖ τοὺς νέους λίγο ἐνωρίτερα. Ἂν ὁ τωρινὸς “πρωθυπουργὸς” τῆς Ἑλλάδας, (μὲ πολλὴ δυσκολία τὸ γράφω), διάβαζε στὰ ἐφηβικά του χρόνια τὸν Κολοκοτρώνη ἢ τὸν Μακρυγιάννη καὶ ὄχι τὸν Λένιν καὶ τὶς μαρξιστικὲς τιποτολογίες καί… ὀζωδίες, θὰ εἶχε ἄλλη γνώμη γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν πίστη μας. Ἀλλὰ «τίς ἐκ τῶν ἀρχόντων (σσ. τῶν τελευταίων δεκαετιῶν) ἐπίστευσε» ποτὲ στὸν Χριστό; Τὴν πατρίδα μας τὴν ἀπελευθέρωσαν ἥρωες, Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι. Ὅταν τοῦ Κολοκοτρώνη τοῦ διάβασαν τὴν ἀπόφαση θανάτου στὸ δικαστήριο τῆς ντροπῆς τῶν Βαυαρῶν, εἶπε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Τὸ εἶπε μὲ φωνὴ ἄτρεμη καὶ ἔκαμε τὸ σταυρό του.

Στὴ μάχη τοῦ Σαραβαλίου, τὸ 1821, ὁ Ἀνδρ. Ζαΐμης εἶχε καταφύγει στὴ μονὴ Ὀμπλού. Ὁ Κολοκοτρώνης τὸν ὀνείδιζε μὲ τὶς λέξεις: «κὺρ Ἀνδρέα, κὺρ Ζαΐμη, τοῖς ἐλάφοις ὄρη τὰ ὑψηλὰ καὶ πέτρα τοῖς λαγωοῖς καταφυγή». Ἀγράμματος μέν, ἀλλὰ γνώριζε τὸ Ψαλτήρι, γιατί λειτουργοῦνταν συχνὰ καὶ ὄρθρου βαθέος καὶ ὄχι δύο λεπτὰ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπόλυση, ὅπως οἱ σημερινὲς ποικιλώνυμες ἀσημαντότητες.
Μιλᾶ ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ γιὰ τὴν «φρόνιμον ἐλευθερίαν», γιατί ὑπάρχει καὶ ἡ ἄφρων, ἡ ἀσυδοσία, ἡ ἀτιμωρησία.

Πολύτιμες, μεταξένιες καὶ οἱ παρακάτω παραινέσεις τοῦ γερο-Κολοκοτρώνη, ἡ ἄγρυπνη συνείδηση τοῦ Γένους. Οὔτε Εὐρωπαίους παιδαγωγοὺς διάβασε οὔτε γνώση τῶν σύγχρονών του «ρευμάτων» εἶχε. Γνώριζε ὅμως τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση καὶ βίωνε τὰ καθαρὰ ἤθη τοῦ Γένους, τὴν ἠθική τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ ζοῦσε ἀπὸ μικρός. Ὁ λόγος του μᾶς θυμίζει τοὺς δικαίους στρατηγοὺς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἦσαν στὴν ὑπηρεσία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.

Διαβάζω καὶ ἀγαλλιῶ: «Παιδιά μου νὰ μὴν ἔχετε πολυτέλεια, νὰ μὴν πηγαίνετε εἰς τοὺς καφενέδες καὶ τὰ μπιλιάρδα. Νὰ δοθῆτε εἰς τὰς σπουδάς σας, καὶ καλλίτερα νὰ κοπιάσετε ὀλίγον δύο καὶ τρεῖς χρόνους καὶ νὰ ζήσετε ἐλεύθεροι εἰς τὸ ἐπίλοιπο τῆς ζωῆς σας, παρὰ νὰ περάσετε τέσσαρους πέντε χρόνους τὴ νεότητά σας καὶ νὰ μείνετε ἀγράμματοι. Νὰ σκλαβωθῆτε εἰς τὰ γράμματά σας. Νὰ ἀκούετε τὰς συμβουλὰς τῶν διδασκάλων καὶ γεροντοτέρων, καί, κατὰ τὴν παροιμία, μύρια ἤξευρε καὶ χίλια μάθανε. Ἡ προκοπή σας καὶ ἡ μάθησή σας νὰ μὴν γίνη σκεπάρνι μόνο διὰ τὸ ἄτομό σας, ἀλλὰ νὰ κυττάζη τὸ καλὸ τῆς Κοινότητος, καὶ μέσα εἰς τὸ καλὸ αὐτὸ  εὑρίσκεται καὶ τὸ δικό σας». Ἡ μόνη σκλαβιὰ ποὺ μᾶς  ἁρμόζει, λέει ὁ Κολοκοτρώνης, εἶναι στὰ γράμματα.  Σὲ ποιά ὅμως γράμματα; «Στὰ γράμματα ποὺ διαβάζουνε/οἱ ἀγράμματοι κι ἁγιάζουνε» (Ἐλύτης), τὰ γράμματα τῶν Πατέρων, τῶν ἁγίων, τῶν μεγάλων φιλοσόφων της ἀρχαιότητας, τοὺς ὁποίους ζωγράφιζε ἡ Ἐκκλησία μας στοὺς νάρθηκες τῶν μοναστηριῶν.

Νὰ κλείσω μ’ αὐτὸ ποὺ ἐντόπισα στὶς ὑποσημειώσεις τῆς «Διηγήσεως Συμβάντων» τοῦ Τερτσέτη. Ἕνας Ἰταλὸς περιηγητὴς ὀνόματι Πέκιο, συναντᾶ τὸν φυλακισμένο στὴν Ὕδρα, στὸ μοναστήρι τοῦ προφήτη Ἠλία, Κολοκοτρώνη. Ἡ συζήτηση ἔφτασε στὶς νίκες τοῦ Μπραΐμη. Τοῦ λέει ὁ στρατηγός: «Ἠξεύρεις τί ἔφερε τὴν νίκη τῶν Αἰγυπτίων; Ἡ ἑνότης τῆς πολεμικῆς δυνάμεως, ἐνῶ οἱ Ἕλληνες ἀφανίζονται ἀπὸ τὴν μανίαν τοῦ νὰ θέλουν νὰ καπιτανεύουν, χωρὶς τὴν ἀπαιτούμενην ἐμπειρίαν». Θὰ φθάναμε σὲ κρίσεις καὶ προδοσίες, ἂν «καπιτάνευαν» ἔμπειροι, μὲ τὰ ἀρώματα τῆς καθ᾽ ἡμᾶς ἀνατολῆς μεγαλωμένοι, καὶ ὄχι  μνημονιακοὶ λακέδες καὶ πειθήνια ἐνεργούμενα τοῦ Βερολίνου;


Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία


Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *