Θύμησες της Ελένης Βικτωρίδου-Καρεφυλλίδου: Κυριάκος Μάτσης

Της Μαρίας Καρεφυλλίδου-Ιωάννου
© 2013

Πλησιάζει η 55η επέτειος του θανάτου του ήρωα Κυριάκου Μάτση. Η επιθυμία, που πάντα είχα, να γράψω με την μητέρα μου αυτά που έζησαν με τον πατέρα μου, τα χρόνια που ατρόμητα και με απόλυτη μυστικότητα έκρυβαν τον ήρωα στο πατρικό μας, εκεί στην Τουρκοκρατημένη σήμερα Κερύνεια μας, μεγαλώνει. Εδώ και αρκετά χρόνια, θες είναι οι αρρώστιες της, θες είναι η πίκρα και η απογοήτευση μ’ όλα αυτά που συνέβησαν και συμβαίνουν σ’ αυτό τον τόπο και η κατοχή που όλο και παγιώνεται, ελάχιστα αναφέρεται στις λαμπρές εκείνες μέρες.

Ελένη Βικτωρίδου-Καρεφυλλίδου

Παρ’ όλα αυτά αποφασίζω ότι, τώρα επ’ ευκαιρία της επετείου αυτής, θα πρέπει να δοκιμάσω να την πείσω να γράψουμε αυτά που έζησαν τότε με τον πατέρα μου. Θέλω πολύ να ξυπνήσω μέσα της την θαρραλέα μάνα και σύζυγο που με περισσό πατριωτισμό και ταπεινότητα υπηρέτησε την πατρίδα και να αναπτερώσω το ηθικό της. Άλλωστε μ’ αυτή τη ιστορία γαλουχηθήκαμε με το αδελφό μου Χρίστο. Μας τα διηγούνταν με τον πατέρα μου για χρόνια μετά τον αγώνα. Τους ακούγαμε με προσοχή και θαυμασμό και μας έκαναν πάντα να αισθανόμαστε περήφανοι για τους γονιούς μας.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την έκπληξη και το δέος που νοιώσαμε σαν μας πήρε την πρώτη φορά απ’ το χέρι ο πατέρας μου και μας έδηξε το κρησφύγετο Το αναρρίγημα μας, όταν είδαμε τα προσωπικά αντικείμενα του μεγάλου αυτού ήρωα. Τον πολυγράφο, τα παπούτσια, τον αναπτήρα, τα τσιγάρα και τα περιοδικά με λυμένα απ’ τον ίδιο σταυρόλεξα. Αυτή η εικόνα, μαζί με το περήφανο ύφος των γονιών μου και την λάμψη στο πρόσωπο του αγαπημένου μου αδελφού, μένουν πάντοτε ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη μου.

Της ζήτησα λοιπόν να μου τα ξαναδιηγηθεί, όπως τότε. Την είδα ανήσυχη και τρομαγμένη.

«Ότι κι αν προσπαθήσουμε να πούμε για το Μάτση θάναι λίγο, η πέννα μας θάναι πολύ φτωχή και εμείς ένα τίποτε για να εξυμνήσουμε το μεγαλείο του» μου έλεγε και μου ξανάλεγε. Την καθησύχασα λέγοντας της ότι, δεν θα γράψουμε λογοτεχνικό ή ιστορικό δοκίμιο αλλά τα βιώματά της καρδιάς και της ψυχής της και ότι, είναι αυτά που θα μετρήσουν και όχι η συγγραφική μας φλέβα.

«Μα στο πέρασμα των χρόνων Μαρία μου σβυστήκανε απ’ τη μνήμη μου σαν κεριά ή ξεθωριάσανε πολλές θύμησες, αφού ανακατεύτηκαν με πολλά της καρδιάς μου μαχαιρώματα. Θα τα καταφέρω;» αναρωτιόταν.

Την καθησύχασα; «Μην ανησυχείς. Θα βοηθώ κι’ εγώ μ’ αυτά που θυμάμαι. Άλλωστε κάποτε έγραψες και μερικά πράγματα για κάποιους ιστορικούς που σου τα ζήτησαν. Θα ανατρέξουμε και σ’ αυτά. Έλα ας κάνουμε μια προσπάθεια για χάρη των εγγονιών και των δισέγγονων σου.»

Τελικά πείστηκε, και αργά-αργά, σηκώσαμε μαζί τις βαριές σκονισμένες κουρτίνες του παρελθόντος. Κοιτάξαμε χρόνια πίσω, αφού καταφέραμε να περάσουμε απ’ τις συμπληγάδες της προσφυγιάς, της καταφρόνεσης, τον σκληρό αγώνα επιβίωσης και την συντριβή της για το χαμό του Χρίστου μας τον Ιούλιο του 1974 και τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα μου στις 13 Αυγούστου 1973; και σταθήκαμε στο δοξασμένο έπος της Κύπρου 1955-1959.

Έγραφα όσα μου έλεγε, τα διαβάζαμε, τα μελετούσαμε και σιγά-σιγά την έκανα να ξανανιώσει περήφανη για τους λεβέντες της. Τον άντρα της και το γιό της. Χάρηκα αφάνταστα όταν την είδα να συνεργάζεται τόσο και όταν αυθόρμητα άρχισε να ξεσκονίζει τα συρτάρια της και να μου δίνει ότι δικές της, απόλυτα προσωπικές, χειρόγραφες σημειώσεις είχε. Συναρμολογήσαμε ξανά το σπασμένο μωσαϊκό, και ξαναδώσαμε ‘Στ’ όνειρα φτερά’.

Όταν μιλούσε για κείνα τα δοξασμένα χρόνια, έβλεπα να ξεπετάγονται απ’ τα κουρασμένα της μάτια οι γνώριμες σπίθες ‘της μάνας αγωνίστριας’ όπως τότε μου ήμουν μικρή και με μάγευε με τις διηγήσεις της για τη λαμπρή εκείνη εποχή. Αισθάνθηκα ότι, αυτό που έκανα ήτανε απόλυτα ορθό.

Έτσι, σήμερα, 55 σχεδόν χρόνια μετά τον ηρωικό του θάνατο, μεταφέρω σε σας ‘με δέος και με φόβο’ αυτά που μου διηγήθηκε η μητέρα μου σχετικά με όσα βιώσαν με τον πατέρα μου και τη γιαγιά Μαρία, τις λαμπρές εκείνες μέρες, έτσι όπως νομίζω θα τα έγραφε κι αυτή αν μπορούσε.

Η μητέρα μου διηγείται

Αψηφώντας κινδύνους και συνέπιες γιατί πιστεύαμε με όλη την καρδιά μας στον αγώνα της ΕΟΚΑ 55-59, η οικογένεια Καρεφυλλίδη ήτανε απ’ τους πρώτους που μυήθηκαν στην οργάνωση. Ο Ανδρέας ήτανε της Π.Ε.ΚΑ. Μέρος της δράσης του ήταν να μεταφέρει με το αυτοκίνητό του καταζητούμενους. Ο αδελφός του Νίκος ήτανε της ομάδας κρούσεως. Από το κατάστημα των «Αδελφών Καρεφυλλίδη», (έτσι ήταν γνωστό το μαγαζί μας στη γωνία οδού Ελλάδος και Κατσελλή), διανέμετο και η αλληλογραφία όλης της επαρχίας.

Ανδρέας Καρεφυλλίδης

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το ρίγος του ενθουσιασμού που διέτρεξε πέρα για πέρα το κορμί μου, μα συνάμα και το βάρος της ευθύνης που αισθάνθηκα, σαν έδωσα μετά και εγώ τον όρκο της ΕΟΚΑ. Μέρος της δράσης που μου ανατέθηκε ήταν η μεταφορά και διανομή φυλλαδίων στην Εκκλησία και στην προκυμαία. Τα μετέφερα, ως επί τω πλείστο κρυμμένα στο καροτσάκι των παιδιών μου. Θυμάμαι όμως ότι ήρθαν και στιγμές που αναγκάστηκα εκ των πραγμάτων να κρύψω σ’ αυτό και όπλο.

Έως τις 4/10/56 τομεάρχης της Επαρχίας Κερύνειας ήτανε ο Θάσος Σοφοκλέους. Μετά τη σύλληψη του, ανέλαβε ο Κυριάκος Μάτσης και μετά τον ηρωικό του θάνατό, ο Άντης Σωτηριάδης (ο οποίος παρέμεινε Τομεάρχης μέχρι το τέλος του Αγώνα). Όλοι έμεναν κατά καιρούς και για αρκετά μεγάλα χρονικά διαστήματα στο σπίτι μας, στην οδό Ελλάδος αρ. 130Β, στην καρδιά της πόλης.

Πριν τον ερχομό του Μάτση ως Τομεάρχη στην Κερύνεια μας προηγηθήκαν τα γνωστά γεγονότα:
Απαγωγή του Άγγλου J. A. Cremer στις 2/8/56.
Επίθεση στον Αστυνομικό Σταθμό Κερύνειας στις 8/9/56. Θυμάμαι μάλιστα ότι, περιθάλψαμε στο σπίτι μας πληγωμένους από αυτή την επίθεση. Ήταν οι Γιώργος Σφογγαράς και Τάκης Μάζιος. Τους φρόντισε ο θείος μου, ιατρός Σπύρος Χαραλαμπίδης.

Στις 13/9/56 γίνεται η απόδραση του Κυριάκου Μάτση, μαζί με έξι άλλους αγωνιστές, απ’ τα κρατητήρια της Κοκκινοτριμιθιάς.

Στις αρχές του Νοεμβρίου '56, όταν ο Μάτσης είχε αναλάβει ποια τα καθήκοντα του Τομεάρχη της Επαρχίας Κερύνειας, άρχισε να έρχεται και στο κατάστημά μας. Οι Άγγλοι πελάτες του χαμογελούσανε ευγενικά. Αν κανένας δικός μας γνωστός ή φίλος τον κοιτούσε περίεργα τον συστήναμε "Παραγγελιοδόχο".

Όταν μιλούσε μαζί σου, το βλέμμα του σε σκλάβωνε απ' την πρώτη στιγμή. Βλέμμα αετού και έξυπνο. Σε κοίταζε στα μάτια και διάβαζε την καρδιά σαν ανοικτό βιβλίο. Καταλάβαινε αν ήσουν τίμιος και ειλικρινής. Σ’ έκανε να νοιώθεις περήφανος για τον όρκο πούδωσες. Αγνός, με μια σπίθα που σου την μετέδιδε αμέσως αλλά και καλός χριστιανός. Ακούραστος, ενθουσιώδης. Τα βασανιστήρια που πέρασε αφήσανε σημάδια μα ποτές δεν λύγισε.

Συνήθιζε να κάθεται στο γραφείο του καταστήματος και να διαβάζει τις εφημερίδες ή την αλληλογραφία που κατέφθανε εκεί απ’ όλα τα μέρη της επαρχίας μας. (Παραλήπτης της αλληλογραφίας ήταν ο αδελφός του Ανδρέα, Νίκος. Την δίπλωνε αριστοτεχνικά και την έκρυβε σ’ ένα μουσικό κουτί που είχε στη βάση του μυστική κρύπτη. Το κουτί αυτό το φυλάγαμε πάντοτε, κενό ή γεμάτο, στην βιτρίνα του καταστήματος!)

Στις 6/2/57 οι Άγγλοι των Ειδικών Υπηρεσιών, αφού μπλόκαραν το κατάστημα μας, συνέλαβαν τους αδελφούς Καρεφυλλίδη. Αναζητούσαν είπαν “correspondence” (αλληλογραφία). Στις έρευνες που ακολούθησαν άνοιξαν κουτιά, ερμάρια, βιτρίνες και έσπασαν σκόπιμα πολλά πράγματα. Κάποια στιγμή μου ζήτησαν να τους δώσω το κουτί της βιτρίνας. Επιστρατεύοντας τότε όλο μου το θάρρος τους είπα θυμωμένη: «Τα σπάσατε όλα, σπάστε κι εκείνο να ευχαριστηθείτε». Οι στρατιώτες τότε κοντοστάθηκαν και ως δια μαγείας τερμάτισαν την έρευνα. Όταν έφυγαν έκρυψα το κουτί χωρίς να το ανοίξω. Σε λίγες μέρες ήρθε στην Κερύνεια σταλμένη από την Οργάνωση η Αλίκη Στρογγυλού, το άνοιξε. Ήταν γεμάτο αλληλογραφία! Την πήρε και την κατέστρεψε.

Για τον Ανδρέα δεν προέκυψαν ενοχοποιητικά στοιχεία κι έτσι τον άφησαν ελεύθερο στις 3/4/57. Δυστυχώς δεν συνέβηκε το ίδιο και με τον Νίκο. Τον κράτησαν στα κρατητήρια μέχρι το τέλος του Αγώνα και υπέστη πολλά βασανιστήρια.

Ο Μάτσης σταμάτησε να έρχεται στο μαγαζί μια κι αυτό ήταν πια πολύ επικίνδυνο. Ως ένδειξη, μάλιστα, εκτίμησης και εμπιστοσύνης προς την οικογένεια αναθέτει να κατασκευαστεί κρησφύγετο στο σπίτι μας. Παρόλο που το ένα μας σπίτι, με πρόσοψη την οδό Ελλάδος, τόχαμε ενοικιασμένο σε Άγγλο αξιωματικό, δεν διστάσαμε στιγμή. Το δεχτήκαμε με χαρά και νιώσαμε συνάμα τιμή και περηφάνια.

Το κρησφύγετο κατασκευάστηκε από το φίλο εργολάβο οικοδομών Ανδρέα Καλλή, που ήταν και αυτός μέλος της Οργάνωσης. Ένα ξύλινο ερμάρι εφαρμόστηκε στο βάθος του διαδρόμου όπου είχαμε το εικονοστάσι του σπιτιού μας, μεταξύ των δύο σπιτιών μας, αφήνοντας πίσω του ένα λαξεμένο κενό, δηλαδή μια κρύπτη. Το κάτω μέρος του ερμαριού φτιάχτηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να ανοίγει μυστικά και να μπαίνεις στην κρύπτη. Παραδίπλα, αριστερά βρισκόταν η κάμαρη που θα έμενε ο Μάτσης και δεξιά η τραπεζαρία. Στο κρησφύγετο κατέφευγε μόνο όταν υπήρχε κίνδυνος παίρνοντας μαζί του και τον πολυγράφο που είχαμε για τύπωμα των φυλλαδίων. Το μυστικό αυτό καταφύγιο και την διαμονή του Μάτση στο σπίτι μας, καθώς και το πραγματικό του όνομα, εκτός από εμάς και τη μητέρα μου γνώριζαν η εξαδέλφη μου Ρήνα Χαραλαμπίδου-Κατσελλή και ο Ανδρέας Καλλής.

Όσο για τις συναντήσεις του με τρίτα άτομα, διευθετούνταν είτε στο πατρικό αγρόκτημα της Ρήνας που ευρίσκετο πιο πάνω από μας, είτε στο σπίτι της Ελένης Σπύρου λίγο πιο κάτω στην οδό Ελλάδος, είτε στην Θέρμια, στο σπίτι της αδελφής και του γαμβρού του Ανδρέα, Χρύσως και Γιώργου Χ΄΄ Γεωργίου (όπου ξέμενε συχνά), ή σε άλλα σπίτια συναγωνιστών που δεν γνωρίζαμε. Τακτική να μη ρωτάμε για λόγους μυστικότητας και ασφάλειας.

Κοντά μας δέχθηκε μόνο τους Ανδρέα Κατσελλή και Μιχαλάκη Φυσεντζίδη από την Κερύνεια και τον Δημητράκη Πατσαλίδη από τη Θέρμια. Κανείς ποτέ δεν διανοήθηκε ότι το καταφύγιο και η διαμονή του ήτανε το σπίτι μας, στην καρδιά της Κερύνειας!

Όταν ήθελε να ξυριστεί ή να κουρευτεί πήγαινε αργά το βράδυ στο αμέσως πιο πέρα (από της αδελφής μου) σπίτι, του Γιάννη Καλυβίτη, που τόσο αυτός όσο και η γυναίκα του και τα παιδιά τους ήτανε μέλη της Οργάνωσης.

Τα βράδια που έφευγε για συναντήσεις ή άλλες αποστολές, αγωνιούσαμε πολύ μέχρι να επιστρέψει. Τα περιβόλια, που απλώνονταν πίσω και δίπλα στο σπίτι μας ήτανε μεν καλή διαδρομή, συνάμα όμως περιέκλειαν και πολλούς κινδύνους.

Όσο αφορά στις μετακινήσεις του με το αυτοκίνητο μας παίρναμε πάντα και τα παιδιά μαζί μας. Αν συναντούσαμε ‘μπλόκο’ στην ερώτηση ‘που πάτε’ λέγαμε ότι, παίρνουμε βόλτα τα παιδιά. Αφού μας κοιτάζανε καλά-καλά μας αφήνανε να περάσουμε.

Η Μαρία και ο Χρίστος Καρεφυλλίδης.

Αγαπούσε πολύ τα παιδιά μας. Η Μαρία ήταν τότε 6-7 και ο Χρίστος 3-4 χρόνων. Σαν η νύκτα έπεφτε βαθιά και αυτά κοιμόντουσαν, τα χάιδευε απαλά. Ένα βράδυ σαν χάιδευε τον Χρίστο αυτός ξύπνησε και λέει: «Μπαμπά ποιος είναι;» Ο Ανδρέας μ’ ένα σάλτο βρέθηκε μπροστά στο Μάτση και αυτός απομακρύνθηκε. Τούπε «Εγώ γιέ μου». «Όχι μπαμπά» απαντά, «το ρολόι στο χέρι του δεν έμοιαζε με το δικό σου.»

Μια άλλη μέρα, όταν σχόλασε η Μαρία, βρήκε ανοικτό το παράθυρο του. (Ο ‘Νίκος’ έλειπε.) Βλέπει πάλι το ρολόι του (που τόχε ξεχάσει) και με ρώτησε: «ποιανού είναι αυτό;» Απάντηση: «Είναι του μαγαζιού, χάλασε και θα το δώσουμε για επιδιόρθωση.»

Άλλη φορά πάλι ο Χρίστος έβαλε φωτιά στα ρούχα του ερμαριού για νάλθει η πυροσβεστική, το ντριγκ-ντριγκ όπως την έλεγε, μια και ήθελε πολύ ναρθεί και καμιά φορά στο σπίτι μας.
Λαχτάρες πολλές με τα παιδιά!

Μετά το ανθρωπομάζωμα στις 21/7/58 συλλαμβάνεται ο Ανδρέας για δεύτερη φορά. Όταν απολύθηκε περί τα μέσα Αυγούστου βρίσκει τον Κυριάκο στο σπίτι μας. Γνωστοί και φίλοι πηγαινοέρχονταν για να δουν τον Ανδρέα, που βγήκε από τις φυλακές και να μάθουν νέα. Έρχεται και το ζεύγος Ανδρέα Μιτσίδη να τον δει και φέρνει μαζί τους και το βρέφος τους, την μικρή τους κόρη Ελένη. Την παίρνω κρυφά στον Κυριάκο να τη δει. Την αγκάλιασε σφικτά και μούπε «αν δεν ζω σαν μεγαλώσει να της πεις ότι την κράτησα κάποτε εγώ».

H καθημερινότητα της ζωής μας κυλούσε σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Με τον Ανδρέα πηγαίναμε κάθε ημέρα στο κατάστημα και μετά στο σπίτι. Τα βράδια ο Ανδρέας πήγαινε καφενείο ή λέσχη. Όταν εμείς λείπαμε φύλακας άγγελός του ήτανε η μαμά Μαρία Χαραλαμπίδου-Βικτωρίδου. Προσεχτική και λιγομίλητη, τον άφηνε να τριγυρίζει τις κάμαρες στη γαλήνη του άδειου σπιτιού. Καθισμένος στην κάμαρα του, να διαβάζει την αλληλογραφία από τον Τομέα του, να γράφει διαταγές, να μελετά, να προγραμματίζει. Να λύνει σταυρόλεξα ή να γράφει ποιήματα και προσωπικές επιστολές. Να έρχεται η Ρήνα, να φέρνει επιστολές, να βγάζουν φυλλάδια.

Όταν σχόλναγαν τα παιδιά και έβγαιναν στην αυλή, του άρεσε να τα παρακολουθεί απ’ τις γρίλιες του παραθύρου του να παίζουν, με τις ξαδέλφες τους και τις συμμαθήτριες τους, αμέριμνα στην αυλή που χώριζε το δικό μας σπίτι και της αδελφής μου, ή να τρέχουνε ακούραστα στην πίσω μεριά, στα περβόλια με τις λεμονιές και τα τόσα άλλα δέντρα. Χαμογελούσε ευχαριστημένος ίσως να ονειρευότανε ότι κάποια μέρα θάκανε κι αυτός μια οικογένεια. Μια φορά μάλιστα ντυμένος γριά βγήκε σ’ ένα μπαλκονάκι στην πίσω μεριά και παρακολουθούσε από κοντά το παιγνίδι τους.

Τα βράδια, σαν η νύκτα άπλωνε το μαύρο της βελούδο και τέλειωνε τις επιστολές και τις γραπτές αναφορές του ερχόταν και καθότανε μαζί μας στην τραπεζαρία, όταν ο Ανδρέας επέστρεφε από το καφενείο ή τη λέσχη.

Μας δίδασκε να παίζουμε σκάκι και γελούσε με την απειρία και τις λανθασμένες μας κινήσεις. Μας έλεγε: "Σαν μάθει το γαϊδούρι μου και σεις θα μάθετε. Αν ζούσε ο Αυξεντίου με μια κίνηση θα σάρωνε και μένα".

Ανασκοπούσαμε τα γεγονότα της ημέρας και τις εξελίξεις. Ρωτούσε τον Ανδρέα πώς ο κόσμος σχολίαζε στα καφενεία και στις λέσχες τη διανομή φυλλαδίων και τις βομβιστικές ενέργειες εναντίον των Άγγλων.

Μιλούσαμε και για διάφορα άλλα θέματα, όπως ποίηση, φιλοσοφία και φιλολογία. Ανακαλύπταμε όλο και περισσότερο τις αρετές, τους στοχασμούς και τα οράματά του διανοουμένου αυτού μεγάλου Αγωνιστή της ΕΟΚΑ. Πόσο στ’ αλήθεια ποθούσε τη Λευτεριά! Πόσο πίστευε, ως το τελευταίο του μεδούλι, στον αγώνα γι αυτήν!

«Βρόντημα δόνησε τα σωθικά
από το σάλεμα των ιδεών σου
και ανατάραζε την ψυχή
το γοργοκτύπημα των φτερών σου Άστραμα φώτισε το μυαλό
από το πέρασμα της ματιάς σου
και αντιφέγγισε την καρδιά
το στραφτοκόπημα της θωριάς σου».
(Κυριάκος Μάτσης)

Αν και η ζωή ενός καταζητούμενου και προπάντων ενός τομεάρχη ήτανε ιδιαίτερα σκληρή, δεν λύγισε ποτέ o ‘Αητός του Πενταδακτύλου’. Διορατικός, απλός μα και δυναμικός. Με πηγαίο ηγετικό χάρισμα και λιονταρίσια καρδιά έφερνε εις πέρας και τις πιο δύσκολες αποστολές.

Σαν βγήκε η διαταγή για να φοράμε ‘αλατζιές’ το εννοούσε ο Κυριάκος. Στα τσάγια, στις επισκέψεις και στους περιπάτους μας, έπρεπε να φοράμε φορέματα μόνο από αυτό το ύφασμα.

Η ψυχή του όμως ήταν μαλαματένια γεμάτη αγάπη για τον πλησίον και συνάνθρωπό του, για τους συνεργάτες και συναγωνιστές του.

Το καταμαρτυρούν άλλωστε και οι επιστολές του.

Το ολοκαύτωμα του Λιοπετρίου στις 2/9/58 τον πόνεσε πολύ. Όταν το πληροφορήθηκε με βουρκωμένα μάτια και βουβό πόνο γράφει σε λίγα λεπτά:

«Κι από τ’ αμάραντα τα λούλουδα
κι από τα μαραμένα
στεφάνι πα στο μνήμα σας
θα πλέξω, παλληκάρια.
Έχουν κι αυτά την ευωδιά
έχουν και κειά τη χάρη,
μοιάζουνε με τα θρύψαλα
που στα ερείπια βρίσκεις
σα θύμησες και σαν παλμό
δροσοσταλίδες του όμορφου.
Κυνηγητές σταθήκατε, ω αθάνατοι,
και των αμάραντων
κι αυτών που μάραναν
τα χέρια του δυνατού.
Δώσατε στ' όνειρο φτερό,
άτρομα παλληκάρια,
λεβεντομάνων βύζαγμα
θεριέματ' άγριας λάβας
τρανής γενιάς καμάρια.»

Με πόνο, συγκίνηση μα και συνάμα θαυμασμό γι’ αυτούς που πέσανε, μας το διάβασε το ίδιο βράδυ.

Το παραμικρό τον συγκινούσε, το έκανε ποίημα, επιστολή. Στην λεβέντική καρδιά του χωρούσε και η ευγένεια και η καλοσύνη και το θάρρος και η πίστη. Δεν ανεχότανε όμως το ψέμα και την αδιακρισία. Σαν έδινε στη μάνα μου ή σ’ εμένα να κάψουμε επιστολές, τον νοιώθαμε ότι μας παρακολουθούσε διακριτικά απ’ το παράθυρο, για να βεβαιωθεί αν αυτό εκτελείτο χωρίς προηγουμένως να τις ανοίξουμε ή να τις διαβάσουμε.

Οι μέρες περνούσανε. Η παρουσία του γέμιζε όλο και πιο πολύ τη ζωή μας. Σαν κάτι όμως αόρατο και σκοτεινό νοιώθαμε ότι πλανιόταν γύρω μας. Ίσως μας φόβιζε η σκέψη μήπως τα ποιήματα του ήταν μάντεις κακών ή προαισθήματα θανάτου. Κι αυτό το αισθανθήκαμε εντονότερα όταν σίμωνε το Φθινόπωρο του 58 και για ένα λουλούδι που του προσφέραμε έγραψε αυθόρμητα:

«Λουλούδια πα στο μνήμα μου
να σπείρεις θέλεις, τώρα
που των ιδεών το άνθισμα
θάφτηκε μέσ' το χώμα;
Σπείρε τα.
Πιο δυνατά θα πεταχτούν
και πι' όμορφα θα λάμπουν
σαν απ' το χέρι σου, κυρά,
καλή φροντίδα θάβρουν.

Κι όσο φουντώνει η φυλλωσιά
και πιο πολύ φυτρώνει
τόσο και πιο πολύ βαθειά
η ρίζα των θ' απλώνει,
ώσπου να φτάσει στο κορμί
κάτω που θα σαπίζει
πιο περισσά για να τραφεί
και πιο πολύ ν' ανθίζει.»

Τα κακά προαισθήματα μας γιγάντωναν. Παρά την δύναμη και το περίσσιο του θάρρος διαβλέπαμε στο βλέμμα του την περίσκεψη και την ανησυχία.

Ξαφνικά έρχεται μια διαταγή να φύγει αμέσως. Σκυθρωπιάσαμε.
«Μη λυπάστε» μας λέει «Θα πάω κάπου μακριά να λύσω κάποιες διαφορές ανταρτών και θα επιστρέψω’’. (Φάνηκε μετά, ότι αυτό το κάπου, ήτανε στο Δίκωμο.)

Η μαμά του εύχεται με την ήρεμη φωνή της: «Σαν λευτερωθούμε να γίνεις αρχηγός».
Της απαντά με το αγέρωχο του ύφος: «Θεία Μαρία, άσε το τιμόνι τότες σε άξιους και πεπειραμένους αρχηγούς εγώ θα πάω, αν ζήσω, πίσω στην δουλειά μου, αλλά την κάμαρη αυτή τη εθέλω».
Τον ζυγώνει τότε η μαμά και με τρεμάμενα χέρια του δίνει ένα μικρό εικόνισμα της παναγιάς λέγοντας του σιγανά: «Νίκο, παιδί μου, ας σε φυλάει σε κάθε σου βήμα».
«Ποτέ μου δεν παίρνω από κανένα δώρο» της απαντά συγκινημένος «αλλά από εσένα θα την πάρω, θεία Μαρία».
Έχοντας σφικτά στο στήθος του την εικονίτσα πήγε και κλείστηκε στην κάμαρά του.

Αργά το βράδυ μας έδωσε να διαβάσουμε αυτό:

«Μου χάρισες, καλή μου δέσποινα,
της Παναγιάς την εικονούλα
και μούπες:
Πάντα στις δύσκολες στιγμές
κοντά της κυνηγούσα
τη λύτρωση να βρω.
Γοργόκλιναν τα πόδια μου
μπροστά της γονατόντας
μαζί με το μυαλό.
Έτσι και συ παιδάκι μου
σύρνε σ' αυτήν το βήμα
σε κάθε σου σκοπό.
Ζήτα σ' αυτήν παρηγοριά
σαν σε κτυπά η συμφορά
σε κάθε σου καιρό".
Και τώρα, Παναγίτσα μου,
να την ψυχή γυμνή
γέρνει μπροστά Σου ταπεινή
σαν το χαμένο ναυαγό
που στον πλατύ ωκεανό
τη σωτηρία αναζητεί.»

(Την παναγίτσα που τούδωσε η μαμά μου την πήρε μαζί του. Μετά μάθαμε όμως ότι, στον δρόμο για το Δίκωμο, την ξέχασε σ’ άλλο χωριό και αργότερα, οι οικοδεσπότες που τον φιλοξένησαν, την έδωσαν στον επόμενο τομεάρχη Άντη Σωτηριάδη και μας την έφερε. Τώρα την έχει ο αδελφός του, Γιαννάκης Μάτσης. Πόσο στ’ αλήθεια θάθελα να την είχα σαν κληρονομιά για τα παιδιά και τα εγγόνια μου, έτσι, ως ένα ιερό ενθύμιο και μόνο μιας αξέχαστης και λαμπρής πτυχής εκείνου του μεγάλου αγώνα).

Σαν η νύκτα προχωρούσε και το σκοτάδι απλωνόταν για καλά, άνοιξε σιγά-σιγά το παράθυρο. Το ασημένιο φεγγάρι από ψηλά έριχνε τις ακτίνες του, η ώρα έφτασε, η σιωπή έλεγε πολλά. Άφωνοι απ’ τον επικείμενο χωρισμό ο Ανδρέας και εγώ, τον κοιτάζαμε δακρυσμένοι. Τότε γυρίζει λέγοντάς μας συγκινημένος: «Εύχομαι τα παιδιά σας να γίνουνε αντάξια των γονιών τους». (Τόγραψε και στο γράμμα που μας έστειλε μετά και απευθύνετο στη "Γαληνή", όπως με αποκαλούσε).

Η ματιά του σκοτεινιάζει πιότερο και με περισυλλογή συνεχίζει. «Να ξέρετε, καλοί μου, ότι αν δεν γίνει η ένωσης τώρα ή κάτι συναφές, εσείς που πιστά υπηρετείτε αυτό τον αγώνα, μετά θα ντρέπεστε να λέτε ότι είσαστε στην ΕΟΚΑ». (Λόγια προφητικά).

Μετά το βλέμμα του έλαμψε και πάλι και μας ρωτά: «Αλήθεια, πόσο χρόνων ήτανε ο Χριστός όταν τον Σταυρώσανε; Τριαντατριών δεν ήτανε; Κι εγώ πηγαίνω για θάνατο».
Βλέποντας όμως το ξάφνιασμα και τα βουρκωμένα μας μάτια μας λέει: «Ξεχάστε το. Δεν σας έχω πει ότι η καμαρούλα αυτή είναι δικιά μου και θα παραθερίζω εδώ;»

Έφυγε αφήνοντας πίσω του σφίξιμο στις καρδιές μας και απέραντο πόνο. (Λίγες μέρες μετά πήραμε γράμμα του με πολλές ευχές και ευχαριστίες. Μακάρι να το είχα για να το έδιδα στην κόρη μου και την οικογένεια της. Ουδέποτε στα 16 χρόνια που ακολούθησαν μέχρι την εισβολή το δείξαμε πουθενά, ούτε και θέλαμε να κομπάσουμε για το ότι κάναμε. «Ου περί χρημάτων ή δόξας τον αγώνα ποιούμαστε αλλά περί Αρετής». Αυτό πιστεύαμε πάντα με τον Ανδρέα.)

Από τα μέσα του Νοεμβρίου αρχίζουν τα κέρφιου και οι έρευνες στην πόλη μας. Καταλάβαμε ότι οι Άγγλοι τον αναζητούσανε. Πού να ήτανε άραγε; Η ψυχή μας σφιγγότανε.

Στις 19/11/1958 κέρφιου και πάλι. Καθισμένοι το βράδυ δίπλα στο σπίτι της αδελφής μου, ο Ανδρέας κι εγώ, ακούγαμε τα νέα. Ακούσαμε για τον ηρωικό θάνατο του ΑΕΤΟΥ ΤΟΥ ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΥ. Πόνεσε η Ψυχή μας. Ένα βλέμμα πονεμένο ανταλλάξαμε. Μιλιά ότι τον ξέραμε. Καληνυχτίσαμε και φύγαμε για το σπίτι κι αφήσαμε τα δάκρυα να τρέξουνε, καυτά. Τόπαμε της μαμάς κι αυτή, με θολωμένα απ' τα δάκρυα μάτια, έτρεξε στο διάδρομο με το εικονοστάσι, δίπλα στην κάμαρα του "Νίκου". Άναψε κερί και ένα καντήλι που έκαιγε για σαράντα μέρες.

Ήρθε στο νου μας η πρώτη μας γνωριμία και το κάθε τί που μας συνέδεσε δύο ολάκερα χρόνια και αυθόρμητα σιγομουρμούρισα τους στίχους του εθνικού μας ποιητή:

«Λευτεριά για λίγο πάψε
να κτυπάς με το σπαθί
τώρα σίμωσε και κλάψε
εις του Μάτση το κορμί.»

Την άλλη μέρα, όταν το κέρφιου ήρθη, για μια περίπου ώρα, πήγα να ψωνίσω τρόφιμα. Ο κόσμος δεν μιλούσε για τίποτε άλλο παρά για το θάνατο του ήρωα. Παρόλη τη ρημαγμένη μου ψυχή, ατάραχα, δείχνοντας παντελή άγνοια, ρώτησα: «Μα ποιος ήτανε αυτός;» Και κάποιος μου είπε: «Καημένη, που να ξέρεις εσύ. Ήτανε ο Τομεάρχης της Κερύνειας!!!»

Κυριάκο, ήσουνα πάντα έτοιμος για το θάνατο. Θυμάμαι ότι ως Ποιητής της αρετής που ήσουν είχες σημειώσει κάπου, εκεί στο γραφείο της κάμαρας που τόσο αγάπησες:

«Έκλεξε όσο ημπορείς τον τρόπο του θανάτου σου. Ένας ωραίος θάνατος είναι συνήθως η ευγενεστέρα πράξης της ζωής». Σιδηρά Διαθήκη του Δηκητρακόπουλου.

Ο πικραμένος επίλογος της μητέρας μου.

Όταν σταμάτησε τη διήγηση της γύρισε κουρασμένα και μου είπε:

Εκείνο τον παγερό Νοέμβρη του 1958 Μαρία μου, που βροντοφώναξε ο Κυριάκος το «Μολών Λαβέ», το αίμα του πότισε τις ρίζες του Πενταδακτύλου, ρίγησε το βουνό και βρόντηξε. Που νάξερε όμως ότι, μετά από δεκάξι ολόκληρα χρόνια, άλλα παλληκάρια, μπολιασμένα απ’ αυτόν και τους άλλους ήρωες του αγώνα, προδομένα και εγκαταλελειμμένα, θα πότιζαν και πάλι με το αίμα τους τις βουνοπλαγιές του βουνού μας.

Έστω κι αν τυπικά το σώμα του Κυριάκου είναι σήμερα εκεί, στα φυλακισμένα μνήματα, η ψυχή του λαβωμένη πλανιέται στους τόπους που τόσο αγάπησε και αντρίκεια περπάτησε και που με την πειστική ευφράδεια του έκανε όσους τον γνώρισαν να πιστέψουν και νάναι περήφανοι για τον ιερό αγώνα 55-59. Σπαράζει η ψυχή του για την ανείπωτη τραγωδία του '74. Για τον προδομένο Πενταδάκτυλο. Για τους λεβέντες που χαθήκανε και που, για μας που μείναμε, έγινε πόνος βαρύς και αβάσταχτος. «Στο μετερίζι του βουνού τα γόνα τους έτριξαν» και «Βαφτιστήκανε και στο αίμα και στα παθήματα και στα κοφτερά στουρνάρια».

Περάσανε από τότε 55 σχεδόν χρόνια και αυτός έμεινε αθάνατος.

«Φεύγουν γλυκειές οι ώρες.» Εμένα με σμίλεψε και με χάραξε ο χρόνος μετά από τα τόσα χρόνια κατοχής.

Με πόνο στη ψυχή μου μα και με περηφάνια φέρνω σαν γλυκεία αύρα, σαν ζέφυρο, τις αναμνήσεις εκείνης της εποχής και με τυλίγουν. Αν ήταν μαζί μας κόρη μου τ’ αγαπημένα μας πρόσωπα, θάταν πιο απαλές για μας οι μέρες της προσφυγιάς.

Πολλές φορές στρέφω το βλέμμα στον σκλαβωμένο μας Πενταδάκτυλο και λέω:

Καημένε Πενταδάκτυλε προδομένος τώρα και ποδοπατημένος κάτω απ’ την ανελέητη μπότα του τούρκου κατακτητή, δίκαια με τη γέρικη απαλάμη σου ανοικτή, μας μουντζώνεις όλους.

Πού νάξερε αλήθεια Μαρία μου ο Μάτσης όταν γελώντας με ρωτούσε:

«Ελένη προς τα που έχει τα δάκτυλα του ανοικτά το ωραίο βουνό σας; Προς την Κερύνεια ή προς την άλλη μεριά;»

Καημένε ‘Νίκο’, ‘Μιλτιάδη’ ‘Κυριάκο’:

Πούσαι αλήθεια να μας πεις λεβέντικα: «Ελεημοσύνη, ένα σπαθί, πριν φέξει τείνε παίρνω».

Τότες ίσως θα ησυχάσεις σαν πούμε κι εμείς ξανά:

Μέριασε Πενταδάκτυλε να δούμε την Κερύνεια.
Στη γη όπου ο Αητός άφησε το κορμί του
Κι’ όπου αλίμονο, χρόνια μετά, πάλι με προδοσία
Πολλοί λεβέντες χάθηκαν για την ελευθερία
--------

Ξαφνικά μεταφέρεται στην πραγματικότητα. Σκυθρωπιάζει. Σκύβει το κεφάλι και μουρμουρίζει:

Δεν τρέφω Μαρία μου ψευδαισθήσεις, ξέρω ότι αυτό δεν θα αξιωθώ να το δω ούτε και θα γίνει ποτέ. Θα κλείσω τα μάτια μου και δεν θα ξαναβρεθώ στη Κερύνεια μας. Άλλωστε τι τα θες ο τόπος είναι οι άνθρωποι του κι αυτοί ένας-ένας φεύγουν μαζί με τις ελπίδες τους … «σαν μια σειρά από κεριά σβησμένα» και πολύ «γρήγορα τα σβηστά κεριά πληθαίνουν».



Πηγή: Cyprus History Notch

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *