«...ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΟΥΚ ΕΛΑΣΣΩ ΠΑΡΑΔΩΣΩ»

Πώς ο διαχρονικός ελληνικός στρουθοκαμηλισμός, αλλά και η απουσία οράματος μας οδήγησαν στις Πρέσπες

Από τον
Δημήτρη Γαρούφα*

Ο τιμώμενος στα Σκόπια ως εθναπόστολος του «μακεδονισμού» Κρίστε Μισίρκοφ, αμέσως μετά την «επανάσταση του Ιλιντεν», την οποία ο ίδιος χαρακτήρισε έμμεσα επανάσταση Βουλγάρων, έγραφε στο βιβλίο του με τίτλο «Μακεδονικές υποθέσεις», που κυκλοφόρησε το 1903, ότι πρέπει οι Σλάβοι που ζουν στη Μακεδονία να ξεκόψουν από τις βουλγαρικές ρίζες, να υιοθετήσουν τη διάλεκτο που ομιλείται στην περιοχή Μοναστηρίου - Περλεπέ, να την ονομάσουν «μακεδονική γλώσσα» και να αγωνιστούν για δημιουργία συνείδησης «μακεδονικού έθνους», λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «αυτό που δεν υπάρχει σήμερα δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει αύριο».

Δεν χρειάστηκε παρά μόνο λίγες δεκαετίες -σε συνδυασμό με την ολιγωρία και τα εγκληματικά λάθη των ελληνικών κυβερνήσεων- ώσπου να αναλάβει ο Τίτο την υλοποίηση αυτού του σχεδίου, για να δημιουργηθεί «μακεδονική συνείδηση» σε Σλάβους που ζούσαν σε τμήμα της Μακεδονίας. Βεβαίως, η προσπάθεια από τον Τίτο έγινε με στόχο να υφαρπάξει από την Ελλάδα τη Μακεδονία και να την κάνει τμήμα μιας βαλκανικής ομοσπονδίας που ονειρευόταν. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, χρησιμοποιήθηκαν ποικίλα μέσα. Ενδεικτικά μόνο, όσον αφορά τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν, αναφέρω ότι τον Απρίλιο του 1947 δημεύτηκαν τα κοπάδια των 3.500 χιλιάδων Ελλήνων Σαρακατσάνων που ζούσαν στα Σκόπια και οι ίδιοι υποχρεώθηκαν σε μετακίνηση βορειότερα των συνόρων και αλλαγή ονοματεπωνύμων, με μετατροπή του ονόματος του πατρός σε επώνυμο με την προσθήκη της κατάληξης «-έφσκι» και υποχρεωτική εκμάθηση της δήθεν «μακεδονικής γλώσσας».

Και οι μεν Σαρακατσάνοι αντέδρασαν και γι’ αυτό τους «διευκόλυναν» φεύγοντας για την Ελλάδα την περίοδο 1956-1968, χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθούν οι ελληνικές κυβερνήσεις για τη διαδικασία «μακεδονοποίησης» που υπέστησαν άλλες πληθυσμιακές ομάδες, και, αντίθετα, η ελληνική κυβέρνηση το 1959 υπέγραψε σύμβαση δικαστικής συνεργασίας με τη Γιουγκοσλαβία, με την οποία δυστυχώς δέχτηκε ότι τα επιμέρους ομόσπονδα κράτη που αναφέρονται ονομαστικά (δηλαδή και η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας) θα μπορούν με την ονομασία τους να αλληλογραφούν απευθείας με την Ελλάδα.

Αυτή η ατολμία και ο στρουθοκαμηλισμός των ελληνικών κυβερνήσεων, οι οποίες, λέγοντας ότι «για εμάς είναι ανύπαρκτο ζήτημα», νόμιζαν ότι λύνεται το πρόβλημα, συνεχίστηκε και μετά το 1990 και γι’ αυτό φτάσαμε εδώ όπου φτάσαμε.

Θα αναρωτηθούν κάποιοι: Μα τι θα μπορούσαμε να κάνουμε; Απαντώ ότι πολλά θα μπορούσαν να γίνουν και πολλά να αλλάξουν, αν ο πολιτικός μας κόσμος είχε όραμα και βούληση. Για να γίνει αντιληπτό πόσα μπορούν να γίνουν, ας μου επιτραπεί να αναφέρω μόνο την περίπτωση της Βιολέτας Σμυρνιού-Παπαθανασίου, η οποία, ως πρόεδρος του Συλλόγου Μοναστηριωτών Θεσσαλονίκης, με θάρρος και στόχο τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού ίδρυσε πολιτιστικούς συλλόγους και φροντιστήρια ελληνικής γλώσσας, που λειτουργούν και σήμερα, σε 11 πόλεις της FYROM, στα οποία φοιτούν κάθε χρόνο 1.200 παιδιά. Παράλληλα, έφερνε για σπουδές στο ΑΠΘ παιδιά από τα Σκόπια και ίδρυσε σύλλογο αποφοίτων ελληνικών πανεπιστημίων στο Μοναστήρι. Η Βιολέτα Παπαθανασίου, η Βιολέτα μας, όπως την αποκαλούσαν τα χιλιάδες παιδιά που μάθαιναν ελληνικά σε αυτά τα φροντιστήρια, έφυγε από τη ζωή και κηδεύτηκε στη Θεσσαλονίκη την Πέμπτη 10/1/2019, παρουσία πλήθους πολιτών (και από τα Σκόπια..), αλλά με χαρακτηριστική την απουσία του πολιτικού κόσμου (με εξαίρεση έναν βουλευτή), ίσως γιατί ήταν ενταγμένη στο έθνος κι όχι σε πολιτικά κόμματα.

Δεν έχει νόημα να αναφερθώ και πάλι στο γεγονός ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μια ετεροβαρής συμφωνία εις βάρος του Ελληνισμού. Δεν έχει νόημα να ξαναπώ ότι πρώτη φορά, κόντρα στην ιστορική αλήθεια, η Ελλάδα αναγνωρίζει ότι η ομιλούμενη στα Σκόπια βουλγαροσλαβική διάλεκτος είναι «μακεδονική γλώσσα» και έμμεσα ότι οι Σλάβοι των Σκοπίων αποτελούν «μακεδονική εθνότητα». Αυτή η συμφωνία βελτιώθηκε λίγο με κάποιες αλλαγές που έγιναν στο Σύνταγμα των Σκοπίων με πίεση βουλευτών αλβανικής καταγωγής, που αρνούνται να αναγνωριστούν ως «μακεδονική εθνότητα», ενώ η ελληνική πλευρά δίνει την εντύπωση ότι με σκυμμένο το κεφάλι υπέγραψε μια συμφωνία που υπαγορεύτηκε από υπερδύναμη, εξυπηρετώντας δικά της γεωπολιτικά σχέδια.

Με την επικύρωση και την υλοποίηση της συμφωνίας είναι βέβαιο ότι, κατά τη λαϊκή έκφραση, θα τρίζουν τα κόκαλα του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ένωσαν τους Ελληνες για την προς Ανατολάς πορεία, θα τρίζουν τα κόκαλα του Αριστοτέλη, των Μακεδόνων, που, ως Ελληνες, επαναστάτησαν το 1821 στη Χαλκιδική και την επόμενη χρονιά στη Νάουσα, των χιλιάδων αγωνιστών που κράτησαν ελληνική τη Μακεδονία. Για τους σημερινούς Ελληνες πολιτικούς έχω να πω ότι ήρθε η ώρα να πουν το μεγάλο «ΝΑΙ» ή το μεγάλο «ΟΧΙ». Αλλά τη στιγμή που θα ψηφίζουν, να θυμούνται ότι πατρίδα δεν είναι μόνο το έδαφος, αλλά και η γλώσσα, και η Ιστορία, και η ονομασία, και ότι από τα βάθη της Ιστορίας η εντολή στον καθένα μας είναι «και την πατρίδα ουκ ελάσσω παραδώσω».

*Δικηγόρος, πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης


Πηγή: δημοκρατία


Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *