ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ

Καθολικό μονής Οσίου Λουκά

Ἄνεμος, ἄνεμος χαρᾶς μὲ ζώνει, μὲ κυκλώνει,
ἄνεμος σεῖ τὰ σπλάχνα μου, στὰ στήθη μου σκιρτᾶ,
κι ὅπως νερῶνε βροντισμός, κι ὡς τοῦ πλατάνου οἱ κλώνοι
ἀχολογᾶνε γύρα μου, κι ὡς πέλαο τὰ σπαρτὰ

τὰ κυματίζει μιὰ πνοὴ κι ἀκρούρανα τὰ σμίγει
ἀνεβοκατεβαίνοντας χωρὶς ἀναπαμό,
μιὰ πνοή, ἡ πνοή της, μὲ φωτάει, μὲ ζώνει, μὲ τυλίγει
τὸν ἄμετρο τῆς γνώρας σου, ὦ Ἀγάπη, λυτρωμό!

Τί, καθὼς σέρνει ὁ ποταμὸς τῶν ἀνέμων τὰ χνούδια
τοῦ σπόρου ποὺ φορτώσανε τὰ δέντρα —θεία πνοή—,
ἀγάλλομαι ὅλος, τ' ἅγια Σου ξεχύνοντας τραγούδια,
νὰ νιώθω πὼς ἀκέριο μου τὸ πνέμα ἀνθορροεῖ...

Μιὰν ὥρα, κι ὅλα γύρα μου θὰ ρέψουνε τὰ φύλλα,
τὸ ξέρω, στὸν ἀθάνατο ποὺ μοῦ φυσάει σκοπό.
Μά, στὴ λαμπρὴ τὰ μάτια μου ποὺ κλείνει ἀνατριχίλα,
μὲς στὴν πηγὴ τοῦ δάκρυου μου χωρίζω ἕνα καρπό...

Κ' ἐκεῖ ποὺ κάθομαι ψηλά, γαλήνιος, κι ὡριμάζω
τὸ νόημα, φέρνει ὁ ἄνεμος θαμποὺς κυματισμοὺς
καμπάνας μέσ' ἀπ' τὰ χωριά, λογιάζω κι ἀπεικάζω
ποὺ κράζει γιὰ τῆς Χάρης της τοὺς θείους Χαιρετισμούς...

Ὅλα ὡς ν' ἀνοίγοντ' ἄξαφνα μὲ τ' ἄκουσμα τὰ φρένα,
πηγὴ ὁ ἀχὸς στὴ μέση τους κι ἀδιάκοπα σκιρτᾶ,
σήμαντρα, πλάτανοι, νερά, ὅλα μιλοῦν σὰν ἕνα,
ἡ Ἑλλάδα ποὺ τὴ Χάρη της ξυπνάει καὶ χαιρετᾶ...

Στεριές, νησιὰ καὶ πέλαγα, μιὰ Κόρη καὶ μιὰ Μάννα,
ἡ Ἑλλάδα, στὴν ἀθάνατη γονατιστὴ πλαγιὰ
ποὺ τρέμει μπρός της ἡ ἄβυσσο, ἀκούοντας τὴν καμπάνα,
τὰ θεώρατα τὰ μάτια σου στυλώνει, Παναγιά!

Μικρὴ παιδούλα Σὲ κοιτᾶ· καὶ Σὲ κοιτάζει κόρη·
καὶ Σὲ κοιτάζει ὁλόμεστη γυναίκα φωτεινή·
καὶ Σὲ κοιτάζει ἅμα κρατεῖς στὸ χέρι Σου τὸ δόρυ,
κ' εἶναι πολέμου σάλπιγγα στὰ χείλη Σου ἡ φωνή!

Καὶ Σὲ κοιτάει στὸ μέτωπο· καὶ Σὲ κοιτάει στὰ χέρια·
τὸ μέτωπό Σου σκέπει τὸ τοῦ μαντιλιοῦ ἡ σκεπή·
κ' εἶναι τὰ χέρια Σου γυμνὰ σὰν τὰ μεγάλα ἀστέρια·
στὰ χέρια Σου εἶν' ἡ δύναμη, ἡ ἀγρύπνια, ἡ προκοπή!

Καὶ Σὲ κοιτάει στὰ γόνατα· καὶ Σὲ κοιτάει στὰ στήθια·
τὰ γόνατά Σου εἶναι σμιχτά, τῆς ἀρετῆς θρονί...
Κι ἀπὸ τὰ στήθια Σου ἄσωτος τρέχει κρουνὸς ἡ ἀλήθεια·
ἡ ἀγάπη τρέχει ἀστέρευτη μὲ τὴν ὑπομονή...

Καὶ Σὲ κοιτάει στὰ κράσπεδα· καὶ Σὲ κοιτάει στὰ πόδια·
σὰν τὰ δικά της πέλαγα τὰ κράσπεδά Σου ἀνθοῦν...
Κ' εἶναι βουνό, στὰ πόδια Σου, τὰ μῆλα καὶ τὰ ρόδια·
ὅλ' οἱ καρποὶ στὰ πόδια Σου, γιὰ νὰ φανερωθοῦν!

Ὅλ' οἱ καρποὶ στὰ πόδια Σου· κι αὐτὴ μαζί τους εἶναι,
καθὼς Ἐσὺ σὰν ἔστεκες μπροστὰ στὴν Κιβωτό...
Μάννα· λογάριασε καλά, καὶ ζύγιασε, καὶ κρίνε
καὶ γράψ' Ἐσὺ τῆς μοίρας της τὸ νέο κατεβατό!



Πηγή: «Νέα Εστία», τχ. 611, 1952
Φωτογραφία: Καθολικό μονῆς Ὁσίου Λουκᾶ, https://el.wikipedia.org/

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *