Από τη «Δίκη» του Κάφκα στο σήμερα
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Η «Δίκη» του Κάφκα είναι ίσως το βαθύτερο πολιτικό μυθιστόρημα της παγκόσμιας λογοτεχνικής παραγωγής. Ο Κ. κατηγορείται τελείως παράλογα από τους ανθρώπους του κράτους για ένα αδίκημα που δεν διευκρινίζεται ποτέ. Άνθρωποι της αστυνομίας εισβάλλουν στο σπίτι του, τον απειλούν, τον αναστατώνουν, τον οδηγούν στο τμήμα και τελικά του ανακοινώνουν ότι θα δικαστεί κι ότι πρέπει να βρει έναν καλό δικηγόρο. Ο Κ. εντελώς ανίσχυρος μπροστά στον ακατανόητο κυκεώνα απευθύνεται σ’ έναν καταξιωμένο δικηγόρο. Προσπαθεί να μάθει για τι πράγμα κατηγορείται. Ο δικηγόρος αναλαμβάνει να ξεκαθαρίσει το κουβάρι, προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες, αλλά τελικά αδυνατεί να βοηθήσει τον Κ. Βρισκόμαστε μπροστά στον σκοτεινό, καφκικό κόσμο του παραλόγου, όπου όλα κινούνται αποκλειστικά στα πλαίσια του ακατανόητου. Μπροστά σε απροσπέλαστα βουνά γραφειοκρατίας και απροσδιόριστους κρατικούς μηχανισμούς που σταδιακά συνθλίβουν τον Κ. σ’ ένα ντελίριο ασυνεννοησίας και ανολοκλήρωτων διαδικασιών. Μπροστά σ’ ένα κράτος – τέρας που καταβροχθίζει τους πολίτες προβάλλοντας το αδιευκρίνιστο ως μοναδική προοπτική. Και κάπως έτσι ενσαρκώνεται ο φόβος. Ο απόλυτος φόβος που φτάνει στην παράνοια. Ο ασφυκτικότερος εφιάλτης. Τι κράτος είναι αυτό; Για τι πολίτευμα μιλάμε;Ο κρατικός ολοκληρωτισμός διαγράφεται αργά και μεθοδικά σαν προμελετημένο έγκλημα που όμως δεν θα εκπληρωθεί ακαριαία, αλλά θα παρατείνεται στο χρόνο αόριστα, σαν αιωνιότητα. Οι διαρκείς ελπίδες που αφήνει στο θύμα είναι το κερασάκι μιας ολοκάθαρης σαδιστικής φάρσας. Γιατί το θύμα οφείλει να ελπίζει μέχρι το τέλος, αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να γίνει ανεξέλεγκτο. Το σκοτάδι που σκεπάζει τα πάντα και η ξεκάθαρα οργανωμένη άγνοια του θύματος είναι η επιβολή του τρόμου που γίνεται επιστήμη. Γιατί το άγνωστο είναι πάντα πιο τρομαχτικό. Γιατί η γνώση δημιουργεί την ανεπιθύμητη οικειότητα της διεκδίκησης. Ο Κ. δεν πρέπει να μάθει ποτέ γιατί κατηγορείται, γιατί αν το μάθει θα ξεκινήσει προσπάθειες αντιμετώπισης κι αυτό απέχει ένα βήμα απ’ τον ηρωισμό. Μόνο το άγνωστο καθηλώνει. Μόνο το άγνωστο μπορεί να μετατρέψει το παράλογο σε λογικό. Μόνο το άγνωστο εξασφαλίζει την καθημερινή ανασφάλεια και την πρόσκαιρη ελπίδα, δηλαδή τη μέγιστη υποταγή.
Η ελπίδα λειτουργεί τόσο πολύπλοκα πάνω στον ανθρώπινο ψυχισμό που μπορεί να συμβιβάσει όλες τις αντιφάσεις. Να εκλογικεύσει και τους πιο μεγάλους παραλογισμούς. Ο Κ. ουσιαστικά ξέρει ότι είναι χαμένος από την αρχή. Συνειδητοποιεί ότι το τέλος πλησιάζει μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα και ταυτόχρονα ελπίζει. Ελπίζει γιατί όλα είναι τόσο παράλογα που φυσικά αποκλείεται να υλοποιηθούν. Εξάλλου λαμβάνει και τις μικροδιαβεβαιώσεις του από το δικηγόρο κι από άλλους μικροϋπαλλήλους του κράτους. Και κάπως έτσι βιώνει τη μεγαλύτερη αντίφαση, το μέγιστο παραλογισμό που προσπαθεί να εκλογικεύσει. Γνωρίζοντας καθαρά το θάνατο κάθε μακροπρόθεσμης ελπίδας, τρέφεται με τις αυταπάτες της εφήμερης ελπίδας. Κι εδώ δεν μιλάμε για τον θανατοποινίτη που ελπίζει κάθε μέρα να αναβληθεί η εκτέλεση για αύριο. Μιλάμε για κάτι βαθύτερο και κραυγαλέο. Μιλάμε για το καταπραϋντικό που κάνει τους ανθρώπους να ανέχονται τα πάντα καθώς οδηγούνται στην καταστροφή την οποία γνωρίζουν εκ των προτέρων. Όπως ο φορέας της θανατηφόρας αρρώστιας που ξέρει το τέλος αλλά νιώθει ευτυχής που για δυο μέρες δεν είχε τα συμπτώματα. Κι αυτό δεν είναι θέμα συνείδησης, ότι δηλαδή ευχαριστιέται δυο μέρες χωρίς ενδεχόμενους πόνους, αλλά κρυφής ελπίδας, ότι δηλαδή στο βάθος ίσως και να τη γλυτώσει.
Κι εδώ ακριβώς βρισκόμαστε στην ολοκληρωτική μετατροπή του ανθρώπου σε κατσαρίδα. Του ανθρώπου που ξέρει ότι η μοναδική του ανέλπιδη ελπίδα είναι η υποταγή. Του ανθρώπου που δεν πρέπει να προκαλεί γιατί το τέλος διαρκώς έπεται και διαρκώς μπορεί να αποφευχθεί. Του ανθρώπου που επί της ουσίας απαρνιέται κάθε του δικαίωμα αναζητώντας την επιβίωση του οίκτου που μόνο η υπακοή μπορεί να εξασφαλίσει. Του ανθρώπου που μεταβάλλει την παθητικότητα σε μοναδική επιλογή και που εντέχνως του εμφυτεύεται η μηδαμινότητα ως μοναδική συνείδηση. Ο Κ. παλεύει να βγάλει άκρη με τα ανεξιχνίαστα κρατικά γρανάζια που τον συνθλίβουν, χωρίς τελικά να διεκδικήσει ποτέ ανθρώπινη μεταχείριση, γιατί ποτέ δεν κατορθώνει να υψώσει τη φωνή του. Η οργή που κατά διαστήματα τον κυριεύει είναι μάλλον κωμική σε σχέση με την τραγωδία που υπομένει. Η αρχική ανεπαρκής αντίσταση που δείχνει στους εκπροσώπους αυτού του οργανωμένου μηχανισμού (αστυνομικοί – ανακριτής) διαρκώς εξασθενεί μπροστά στα ανίκητα βουνά του παραλόγου. Σταδιακά γίνεται πιο συνεργάσιμος, πιο λογικός προς τους απάνθρωπους κρατικούς όρους. Γίνεται αναβλητικός. Ακόμα και το δικηγόρο, που, σε τελική ανάλυση, δεν τον βοηθά σε τίποτε, αδυνατεί να τον απολύσει. Σχεδόν από την αρχή θέλει να απαλλαχτεί από αυτόν και συνεχώς μετατοπίζει το θέμα στο μέλλον με παιδαριώδεις προφάσεις. Η παρωδία της ανάκρισης του Κ. δεν είναι συγκλονιστική μόνο ως λογοτεχνική σύλληψη ή απόδοση ή μέσο συναισθηματικής έξαρσης, αλλά κυρίως ως μηχανισμός ψυχικής εξουδετέρωσης. Το παντελώς κατευθυνόμενο ακροατήριο που ουρλιάζει κάτω από τα νεύματα του ανακριτή και η όλη ατμόσφαιρα αρένας που δημιουργείται είναι η οριστική ματαίωση του Κ. Οι προσπάθειές του να επικαλεστεί την ελάχιστη λογική είναι καταδικασμένες από θέση αρχής και φυσικά ερμηνεύονται ως ανεπίτρεπτο θράσος που του στερεί όλα τα δικαιώματα των ανακρίσεων. Μπαίνοντας για τα καλά στο μηχανισμό αντιλαμβάνεται ότι οι υπόδικοι είναι χιλιάδες. Τρομοκρατημένοι κι άβουλοι στοιβάζονται στους διαδρόμους του δικαστηρίου σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Ολοκληρωτικά έρμαια του τμηματάρχη και του κλητήρα και του ανακριτή και του οποιουδήποτε υπαλλήλου, παντελώς ανυπεράσπιστοι μπροστά στην ολοφάνερα προδιαγεγραμμένη συντριβή και την ανέλπιδη ελπίδα που ολοένα και φθίνει, αλλά ποτέ δεν εξαντλείται. Και είναι απολύτως φανερό ότι ποτέ δεν θα διεκδικήσουν τη δύναμή τους. Ότι ποτέ δεν θα συσπειρωθούν ορθώνοντας ανάστημα. Ότι ο φόβος και ο παραλυτικός κρατικός μηχανισμός τους έχουν ευνουχίσει. Η συντριβή του ανθρώπου από το κράτος είναι η δημιουργία του ανθρώπου κατσαρίδα και η υιοθέτηση της κατσαριδοσυμπεριφοράς είναι η αποδοχή του ρόλου. Κι αυτή είναι η ουσία του εφιάλτη. Γι’ αυτό όλα είναι δοσμένα με τρόπο ονειρικό. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται καμιά λογική αλληλουχία. Γιατί ο εφιάλτης δεν χρειάζεται να έχει λογική, μόνο να επιβάλλεται. Και το ερώτημα πλανάται χωρίς να διατυπώνεται. Είναι ο κρατικός ολοκληρωτισμός που μετέτρεψε τους ανθρώπους σε κατσαρίδες ή είναι οι άνθρωποι αυτοί που εκκόλαψαν το τερατώδες κράτος; Τελικά και «Η Δίκη» και «Ο Πύργος», αλλά και «Η Αμερική» είναι το ίδιο βιβλίο της ατολμίας του ανθρώπου κατσαρίδα. «Η Μεταμόρφωση» είναι το συμπληρωματικό εγχειρίδιο που εισάγει επίσημα τον άνθρωπο κατσαρίδα ως ψυχολογικό όρο.
Αν εξετάσουμε το μεγαλείο του Κάφκα από καθαρά λογοτεχνική σκοπιά επισημαίνοντας την εξαιρετική ατμόσφαιρα ή την αμεσότητα των διαλόγων ή τις άρτιες περιγραφές ή οτιδήποτε τέτοιο τότε απλώς το εγκλωβίζουμε σε λογοτεχνικούς όρους που τελικά χάνουν κάθε σημασία. Γιατί ο Κάφκα ξεπερνά όλα τα λογοτεχνικά όρια παίρνοντας διαστάσεις κοινωνιολογικής μελέτης, αφού καταδεικνύει, σαν σε εργαστήριο, όχι μόνο τη διαστρέβλωση της εξουσίας που μετατρέπεται από συμβιωτική συνθήκη σε δυναστικό μηχανισμό, αλλά και την ίδια την ανθρώπινη ψυχολογία που, σχεδόν μαθηματικά, υποκύπτει στον παράλογο τρόμο της διαρκούς ακαθόριστης απειλής και στον κυκεώνα της γραφειοκρατικής ακαμψίας. Η επικαιρότητα του Κάφκα, με τον ολοκληρωτικό φόβο της οικονομικής κατάρρευσης μέσα από επιτηδευμένα ακατανόητους οικονομικούς μηχανισμούς, τη χυδαία τηλεοπτική καταστροφολογία, την τρομολαγνεία και τον πανικό των ανθρώπων που τελικά προθυμοποιούνται να θυσιάσουν κάθε δικαίωμα στα πλαίσια της αποφυγής των χειρότερων αποδεικνύει ότι ο Κ. δεν είναι και τόσο μακρινός. Όμως η μετατροπή του πολίτη σε Κ. διαλύει, εξ’ ορισμού, κάθε έννοια δημοκρατίας.
Πηγή: Ερανιστής