Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896)

Φωτογραφία

Ὁ Γεώργιος Βιζυηνὸς γεννήθηκε στὸ χωριὸ Βιζύη ἢ Βιζὼ τῆς Θρᾴκης τὸ 1849. Τὸ πραγματικό του ὄνομα ἦταν Γεώργιος Σύρμας. Ποιητής, πεζογράφος καὶ λόγιος. Τραγικὴ φυσιογνωμία, γεννήθηκε σὲ μία πολὺ φτωχὴ οἰκογένεια, ποὺ τὴν χτύπησε ὁ θάνατος. Ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα στὸ χωριό του μὲ πολλὲς διακοπές. Σὲ ἡλικία 10 ἐτῶν ἄρχισε ἡ περιπέτεια τῆς ζωῆς του: μαθητευόμενος ράφτης στὴν Πόλη, ὕστερα προστατευόμενος ἑνὸς πλούσιου ἔμπορου στὴν Κύπρο, 19-20 ἐτῶν καλογεροπαῖδι, προστατευόμενος τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Β´, 23 ἐτῶν ἱεροσπουδαστὴς στὴ Χάλκη (ὅπου τὸ 1873 δημοσίευσε τὴν πρώτη του ποιητικὴ συλλογή, μὲ τίτλο Ποιητικὰ πρωτόλεια). Τὸ 1874 ἔρχεται γιὰ λίγο στὴν Ἀθήνα ὅπου καὶ θριαμβεύει, βραβευόμενος σὲ δυὸ διαγωνισμούς, ἕναν ποιητικό, μὲ τὴ συλλογή του «Βοσπορίδες αὖρες» καὶ ἕνα θεατρικό, μὲ τὸ ἔργο του «Κόδρος». Κατόπιν τὸ (1875-78) σπουδαστὴς φιλολογίας καὶ φιλοσοφίας στὴ Γερμανία (μὲ ὑποτροφία τοῦ ζάπλουτου Γεωργίου Ζαρίφη). Ἐκεῖ σπούδασε μὲ διάσημους καθηγητές, ὅπως ὁ Λότσε, ὁ Βούντ, ὁ Τσέλερ κ.ἄ. Ἡ διαμονή του στὸ ἐξωτερικὸ συνεχίστηκε, μὲ διακοπές, μέχρι τὸ 1884: τὸ 1881 πῆρε τὸ διδακτορικό του δίπλωμα στὴ Γερμανία, τὸ 1882 ἔμεινε στὸ Παρίσι, ὅπου γνωρίστηκε μὲ τὸν Δημήτριο Βικέλα, τὴν Ἰουλιέτα Λαμπέρ-Ἀντὰμ κ.ἄ. καὶ τὸ 1883 βρέθηκε στὸ Λονδίνο, ὅπου σχετίστηκε μὲ τὸν πρεσβευτὴ Πέτρο Βράιλα Ἀρμένη καὶ δημοσίευσε τὰ μέχρι τότε ποιήματά του μὲ τὸν τίτλο Ἀτθίδες Αὔραι. Τὸ 1884 πέθανε ὁ προστάτης του Ζαρίφης καὶ ὑποχρεώθηκε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀθήνα, ὅπου μόλις κατόρθωσε νὰ διοριστεῖ καθηγητὴς γυμνασίου. Στὸ μεταξὺ εἶχε γίνει γνωστὸς ὡς λαμπρὸς διηγηματογράφος καὶ δοκιμιογράφος καὶ ἔχει γράψει σχολικὰ βιβλία ψυχολογίας καὶ λογικῆς. Τώρα πιὰ ἦταν προσωπικότητα.

Τὰ ποιήματά του βραβεύτηκαν δυὸ φορὲς σὲ πανεπιστημιακοὺς διαγωνισμοὺς καὶ τὰ διηγήματά του δημοσιεύονταν στὸ ἐγκυρότερο περιοδικό, τὴν Ἑστία. Τὸ 1885 ἐξελέγη ὑφηγητὴς τῆς φιλοσοφίας μὲ τὸ ἔργο του Ἡ φιλοσοφία τοῦ καλοῦ παρὰ Πλωτίνῳ. Ἀλλὰ δὲν πρόλαβε νὰ γίνει καθηγητής, καθὼς ἡ μοῖρα τὸν χτύπησε σκληρά. Τὸ 1892 προσβλήθηκε τὸ μυαλό του καὶ κατέληξε στὸ Δρομοκαΐτειο τῆς Ἀθήνας, ὅπου ὕστερα ἀπὸ τέσσερα χρόνια ἐγκλεισμοῦ, πέθανε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1896, ἀφοῦ μπόρεσε ἀκόμα καὶ μέσ᾿ ἀπὸ τὴ φυλακὴ τοῦ διανοητικοῦ σκότους, νὰ ἐξακοντίσει μερικὲς θαυμάσιες λάμψεις λυρικῶν ἐμπνεύσεων.

Ὁ Βιζυηνὸς ἔχει μία παιδικὴ ψυχή, γεμάτη νοσταλγία, λυρικὴ διάθεση, ἁβρὴ μελαγχολία, τρυφερότητα καὶ πόνο. Νοσταλγεῖ, ὅπως ὁ Παπαδιαμάντης, τὰ παιδικά του χρόνια, τὴ χαροκαμένη μάνα του, τὸ φτωχικό του σπίτι, τὸ χωριὸ τοῦ Βιζύη, τὴ Θρᾴκη γενικά, τὴν Πόλη τῶν θρύλων. Καὶ ἡ ποίησή του ἀντλεῖ τὰ θέματά της ἀπὸ αὐτὴ τὴ νοσταλγικὴ παρηγοριά. Ἀλλοῦ αὐτοβιογραφεῖται, ἀλλοῦ ἠθογραφεῖ τὶς λαϊκὲς παραδόσεις τοῦ τόπου τοῦ (γράφει παραλογές, μπαλάντες, «βαλλίσματα», ὅπως τὰ ἀποκαλοῦσε ὁ ἴδιος), ἀλλοῦ ἐκφράζει τὴν πίστη του στὴ Μεγάλη Ἰδέα καὶ ἄλλοτε γράφει δροσερὰ παιδικὰ ποιήματα. Ἀρκετοὶ στίχοι του μᾶς συγκινοῦν καὶ σήμερα. Πρέπει ὅμως νὰ ἐκτιμήσουμε τὴ συμβολή του, μὲ τὰ μέτρα τῆς ἐποχῆς του. Ἐνῷ ξεκίνησε ἀπὸ τὴ φαναριώτικη ποίηση τῆς Πόλης (ὁ Ἠλίας Τανταλίδης ἦταν δάσκαλος καὶ προστάτης του) καὶ βρῆκε τὸν στόμφο καὶ τὴ ρητορεία τῶν Φαναριωτῶν στὴν Ἀθήνα (Θ. Ὀρφανίδης, Παράσχος, Ἀλέξανδρος Ραγκαβῆς, Ἄγγελος Βλάχος, πανεπιστημιακὸς διαγωνισμός), ὁ ἴδιος ἔδειξε τὴ γνήσια εὐαισθησία του μὲ νέο τρόπο: στροφὴ πρὸς τὴ λαϊκὴ παράδοση μὲ τὴν ἐπίδραση τοῦ μεγάλου Νικόλαου Πολίτη, στίχος λιτός, ἁπλός, δροσερός, εἰλικρινής, ἁπλούστερη καθαρεύουσα καὶ ὕστερα στροφὴ πρὸς τὴ δημοτική. Ἀλλὰ ἡ ἐπίδραση ποὺ δέχτηκε ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ 1880 δὲν ὁλοκληρώθηκε (τὸ ἴδιο ποὺ ἔγινε μὲ τὸν Ἀ. Προβελέγγιο, τὸν Γ. Στρατήγη καὶ ἄλλους ποιητὲς καὶ πεζογράφους).

Στὴν ποίησή του ἐξάλλου εἶναι ἑλλαδικός, φωτεινός, ἀλλοῦ εὐαίσθητος καὶ ἀλλοῦ παιγνιώδης. Ἡ ποιητικὴ παραγωγή του περιλαβαίνεται στὶς συλλογὲς «Ποιητικὰ πρωτόλεια» (1873), «Βοσπορίδες αὔραι» (πῆρε τὸ α´ βραβεῖο στὸ Βουτσιναϊο διαγωνισμό, ἀλλὰ δὲν ἐκδόθηκε σὲ βιβλίο), «Ἀτθίδες αὔραι» (1884). Ἐπιλογὴ τῶν ποιημάτων αὐτῶν, μαζὶ μὲ νεώτερα ποιήματα, ἐκδόθηκε μετὰ θάνατον, τὸ 1916 ἀπὸ τὸν οἶκο Φέξη. Ἀνάμεσα στὰ ποιήματά του ἀρκετὰ καὶ ἀπὸ τὰ καλύτερα, εἶναι ποιήματα γιὰ παιδιά, ἀπὸ τὰ καλύτερα ποὺ γράφτηκαν ἴσαμε σήμερα. Ἂν μὲ τὴν ποίησή του ἔμεινε στὸ μεταίχμιο, μεταξὺ τῆς παλιᾶς καὶ τῆς νέας Ἀθηναϊκῆς Σχολῆς, μὲ τὰ διηγήματά του, στὰ ὁποῖα δέχτηκε τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδραση τοῦ Βικέλα (Λουκῆς Λάρας, Παπα-Νάρκισσος κ.ἄ.) ἔγινε ὁ πατέρας τοῦ ἑλληνικοῦ διηγήματος. Οἱ παιδικές του ἀναμνήσεις τοῦ ἔδωσαν θέματα γιὰ ἠθογραφίες καὶ ἡ γνωριμία του μὲ τὴν ψυχολογία, μὲ τὸ ρεαλιστικὸ καὶ ψυχολογικὸ μυθιστόρημα τῆς σύγχρονής του Εὐρώπης καὶ μὲ τὸ ἔργο τοῦ Ἴψεν τὸν ὤθησε καὶ τὸν βοήθησε νὰ γράψει ἠθογραφικὰ διηγήματα μὲ ψυχογραφικὴ δύναμη. Βέβαια, καὶ ἐδῶ αὐτοβιογραφήθηκε. Ἀλλὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀφηγηματική του τέχνη, εἶχε καὶ τὴ δύναμη νὰ παρατηρεῖ τοὺς ἀνθρώπους μὲ σιγουριά, νὰ τοὺς ἐρευνᾷ βαθύτερα, νὰ διαγράφει τοὺς χαρακτῆρες τους καὶ νὰ τοὺς κάνει μία ψυχολογικὴ ἀνάλυση ποὺ ἀκόμα καὶ σήμερα θέλγει. Ἐδῶ δὲν ἔχουμε πρωτόλεια, γράφει μὲ ἀσφάλεια, ὅπως ἕνας ὥριμος τεχνίτης. Ἡ καθαρεύουσά του εἶναι δουλεμένη καὶ ζωντανή, ἐνῷ οἱ διάλογοι γράφονται στὴ δημοτική. Κρῖμα, ποὺ ἐνῷ τὸν συγκίνησε ἡ δημοτικὴ (ἀπόδειξη τὸ χαριτωμένο ἀφήγημά του Διατὶ ἡ μηλιὰ δὲν ἔγινε μηλέα) δὲν μπόρεσε νὰ ὑπερνικήσει τὸν γλωσσικὸ διχασμό. Ὁπωσδήποτε τὰ διηγήματά του Τὸ ἁμάρτημα τῆς μητρός μου, Ποῖος ἦταν ὁ φονεὺς τοῦ ἀδελφοῦ μου, Αἱ συνέπειαι τῆς Παλαιᾶς ἱστορίας, Τὸ μόνον τῆς ζωῆς τοῦ ταξείδιον καί, κυρίως, τὸ καλύτερό του Μοσκὼβ Σελὴμ θεωροῦνται σημαντικότατα ἔργα τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας. Σημαντικὰ ἐπίσης εἶναι τὰ δοκίμιά του γιὰ τὸν Πλωτίνο, τὸν Ἴψεν, τὶς μπαλάντες κ.ἄ.

Τρέλα ἢ μιὰ ξέφρενη ἀθῳότητα; Ὁ Γεώργιος Βιζυηνὸς ὑπῆρξε ὁ θεμελιωτὴς τοῦ ἑλληνικοῦ διηγήματος. Παρέλαβε ρομάντσα καὶ ταξιδιωτικὲς ἐντυπώσεις τῆς ἐποχῆς του καὶ παρέδωσε στοὺς ἐπιγόνους του ἕνα ἔργο διαποτισμένο ἀπὸ βαθὺ στοχασμό, μεγαλοφυῆ σύλληψη καὶ σύνθεση χαρακτήρων καί, κυρίως, ποιητικὴ ἀνάπλαση ἰσχυρῶν βιωμάτων. Ἐξόριστός της ἐποχῆς του, ὡς εἴθισται μὲ τοὺς μεγάλους δημιουργούς, αὐτοὺς ποὺ ἀσυνείδητα διασαλεύουν τὴν τάξη τῶν πραγμάτων, ὁ Βιζυηνός μας εἰσάγει στὸν κόσμο τῆς παραμυθίας του. Ἐδῶ ὁ παράδεισος καὶ ἡ κόλαση συνορεύουν, σχεδὸν ἐπικαλύπτονται, σὰν δυὸ ἐπαρχίες μιᾶς ἀδιαίρετης ἐπικράτειας, τῆς ζωῆς. Δὲν παίρνει ἀπὸ λόγια ἡ ζωή, δὲν χειραγωγεῖται, ἀρνεῖται νὰ πειθαρχήσει στὶς ὀρέξεις μας καὶ μοιραῖα ἐπιβάλλεται κραδαίνοντας τὰ ἀδυσώπητα ὅπλα της: τὸ ἀναπάντεχο καὶ τὸ ἀναπόφευκτο. ... Τὸ ἔργο τοῦ Βιζυηνοῦ περιέχει ὅλο αὐτὸ τὸ βουητὸ τῆς ζωῆς, ὅλες τὶς κυμάνσεις καὶ τὴν κουζουλάδα της. Παρατηρεῖ παθιασμένα ὁ Γ.Β. καὶ ἐπικοινωνεῖ πυρετικὰ μὲ ὅ,τι τὸν περιβάλλει καὶ ἐνῷ οἱ ἥρωές του ἔχουν ἠθικὸ ἀνάστημα αὐτὸς δὲν καταδέχεται νὰ ἠθικολογήσει. Διακατέχεται ἀπὸ τὸ θαῦμα τῆς πραγματικότητας ὁ Βιζυηνὸς καὶ αὐτὸ τὸ θαῦμα τὸ κουβαλάει σὰν τραῦμα καὶ παράσημο μαζί. ...Ἔπασχε ἀπὸ τὴ λαμπρὴ ἀθῳότητα τοῦ Γιωργῆ θὰ μποροῦσα νὰ συνοψίσω ἐγώ, ὁ διὰ βίου θαυμαστὴς καὶ ἀναγνώστης του. Κίμων Ρηγόπουλος

Πηγή: www.nektarios.gr

ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ

Η ΜΑΝΑ

Φουρτούνιασεν ἡ θάλασσα καὶ βουρκωθῆκαν τὰ βουνά!
Εἶναι βουβὰ τ’ ἀηδόνια μας καὶ τὰ οὐράνια σκοτεινά,
κι ἡ δόλια μου ματιὰ θολή,
Παιδί μου, ὥρα σου καλή!

Εἶν’ ἡ καρδιά μου κρύσταλλο καὶ τὸ κορμί μου παγωνιά,
σαλεύει ὁ νοῦς μου σὰ δεντρί, ποὺ στέκει ἀντίκρυ στὴ χιονιὰ
καὶ εἶναι ξέβαθο πολύ.
Παιδί μου, ὥρα σου καλή!

Βουΐζει τὸ κεφάλι μου, σὰν τοῦ χειμάρρου τὴ βοή!
Ξεράθηκαν τὰ χείλη μου καὶ μοῦ ἐκόπηκ’ ἡ πνοὴ
σ’ αὐτὸ τὸ ὕστερο φιλί.
Παιδί μου, ὥρα σου καλή!

Νά σὲ παιδέψ’ ὁ πλάστης μου, καταραμένη ξενιτιά!
Μᾶς παίρνεις τὰ παιδάκια μας καὶ μᾶς ἀφήνεις στὴ φωτιά,
καὶ πίνουμε τόση χολή,
ὅταν τὰ λέμε «ὥρα καλή»!

ΤΟ ΠΑΙΔΙ

Φυσᾶ βοριάς, φυσᾶ θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή,
μὲ παίρνουν, μάνα, σὰ φτερό, σὰν πεταλούδα τρυφερὴ
καὶ δὲν μπορῶ νὰ κρατηθῶ,
Μάνα, μὴν κλαῖς, θὰ ξαναρθῶ.

Βογγοῦν τοῦ κόσμου τὰ στοιχειά, σηκώνουν κῦμα βροντερό˙
θαρρεῖς ἀνάλιωσεν ἡ γῆ καὶ τρέχ’ ἡ στράτα σὰ νερό,
κι ἐγὼ τὰ κύματ’ ἀκλουθῶ,
Μάνα, μὴν κλαῖς, θὰ ξαναρθῶ.

Ὅσες γλυκάδες καὶ χαρὲς μᾶς περιχύνει ὁ ἐρχομός,
τόσες πικράδες καὶ χολὲς μᾶς δίνει ὁ μαῦρος χωρισμός!
Ὤχ! ἂς μποροῦσα νὰ σταθῶ.
Μάνα, μὴν κλαῖς, θα ξαναρθῶ.

Πλάκωσε γύρω καταχνιὰ κι ἦρθε στὰ χείλη μου ἡ ψυχή!
Δῶσ’ με τὴν ἅγια σου δεξιά, δῶσ’ με συντρόφισσαν εὐχὴ
νὰ μὲ φυλάη, μὴ χαθῶ.
Μάνα, μὴν κλαῖς, θὰ ξαναρθῶ.

«Ἀτθίδες Αὖραι», 1884, Γεώργιος Βιζυηνός

Πηγή: Νεοελληνικά Ἀναγνώσματα Γ’ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ (1966)
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

3 Σχόλια

  1. Ο/Η Ἑλλήνων Φῶς λέει:

    ''Αχ ψυχή μου,τίποτα δεν είδες στην ζωή σου...τίποτα.''

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *