ΟΡΤΑΚΙΟΪ ΒΙΘΥΝΙΑΣ
Ὑπῆρχε στήν πεδιάδα τῆς Βιθυνίας, στό Σαγγάριο ποταμό, τό 1640, ἡ κωμόπολη Κυβέλεια. Οἰ κάτοικοί της ἦταν Χριστιανοί καί συνεχῶς κατεδιωκόμενοι ἀπό τούς Τούρκους. Ἡ Κυβέλεια καταστράφηκε ἀπό πλημμύρα τοῦ ποταμοῦ ἐνῶ οἱ κάτοικοι διασκορπίστηκαν σέ διάφορα μέρη. Οἱ περισσότεροι, ἔχοντας τόν τρόμο τῶν Τούρκων ὁδηγό τους, κατέφυγαν στήν ἐνδοχῶρα, ἀναζητώντας ἀσφάλεια μέσα στήν πυκνή βλάστηση καί τά πανύψηλα δέντρα. Ἀπέναντι στόν Ὄλυμπο τῆς Προῦσσας ἔχτισαν μέ ὑποτυπώδη ὑλικά τά σπίτια τους καί ὀνόμασαν τό μικρό χωριό τους, Ὀρτάκιοϊ.
Γιά μερικούς αἰῶνες, οἱ κάτοικοι γλύτωσαν ἀπό τίς ὀρδές τῶν Τούρκων. "Μετά ἀπό αἰῶνες ἦρθε πάλι νά πληρώσουμε μέ ἄφθονο αἷμα αὐτό πού εἶχαν ἀποφύγει οἱ πρόγονοί μας, ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοι τους, τά παιδιά τους."
Ὁ συγγραφέας τοῦ ἱστορικοῦ κειμένου, Χρῆστος Χατζηγεωργίου, σώθηκε ἐκ θαύματος ἀπό τή σφαγή καί φθάνοντας στήν Ἑλλάδα συνέταξε τό βιβλίο - μαρτυρία. Ὁ λόγος του εἶναι γλαφυρός μ΄ ἔντονο συναισθηματισμό, ἀποτέλεσμα τῶν θηριωδιῶν πού ἔζησε. Ἀπό τίς πρῶτες σελίδες, μέ συστολή, ζητάει συγγνώμη ἀπό τόν ἀναγνώστη καί τόν παρακαλεῖ νά μήν μελετήσει ἐπιπόλαια τό βιβλίο του ἀλλά μέ προσοχή γιά νά δεῖ τίς συνθῆκες διαβίωσης τῶν προγόνων μας καί τό πῶς τούς ἀντιμετώπισαν οἱ "βάρβαροι ἐχθροί τοῦ Ἑλληνικοῦ καί Χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας".
Τό Ὁρτάκιοϊ μεγάλωσε, ἐπεκτάθηκε, προόδευσε καί ἔφτασε σέ οἰκονομικό ἐπίπεδο ἐμπορικῆς καί βιομηχανικῆς πόλης (ἐργοστάσια βυρσοδεψίας, μεταξουργίας, ἐμπορικά καταστήματα). Σέ κοινωνικό ἐπίπεδο, εἶχε πολλά σχολεῖα, παρθεναγωγείο, καί τήν μεγάλη Χριστιανική Ἐκκλησία Ἅγιος Γεώργιος. Στό ἐμπορικό παζάρι πού γινόταν, συγκεντρώνονταν ἔμποροι ἀπ΄ ὅλες τίς γύρω περιοχές, τόσο Ἕλληνες ὅσο καί Τούρκοι. "Τό Ὀρτάκιοϊ ἔγινε ξακουστό σ' ὅλη τήν Περιφέρεια τῆς Βιθυνίας".
Ὁ κίνδυνος καταδίωξης πού εἶχαν ἀποφύγει φτιάχνοντας τό χωριό τους ένδότερα, ἐπανῆλθε μαζί μέ τήν πρόοδο καί τήν ἀνάπτυξη. "Τότε οἱ Τούρκοι δέν κατεδίωκαν τούς Ἀρμενέους καί σκέφτηκαν γιά νά μήν κινδυνεύουν μέ κάποιο τρόπο ν΄ ἀλλάξουν τά ἐπίθετά τους σέ Ἀρμένικα καί νά συνηθίσουν νά μιλοῦνε ἀρμένικα.".
Μέχρι τό 1914 τό Ὀρτάκιοϊ καί τά γειτονικά χωριά ἀποτελοῦνταν ἀπό 25.000 κατοίκους (Ἕλληνες καί Ἀρμένιους). Οἱ πρῶτοι διωγμοί, δυσοίωνοι καί γιά τό μέλλον τῶν Ἑλλήνων, ξεκίνησαν κατὰ τῶν Ἀρμενίων, τό 1914. Πέρασαν τέσσερα χρόνια μέ ἔντονη τήν ἀγωνία γιά τό τελεσίγραφο πού θὰ ἐρχόταν καί στούς ἐναπομείναντες, Ἕλληνες.
Ἦταν Μάρτης τοῦ 1919, παραμονές τῆς Λαμπρῆς. Ἐκεῖνο τόν μῆνα ἄρχισαν οἱ διαδόσεις ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἑτοιμάζονταν γιά ἐπίθεση. Πάγωσε ὅλο τό Ὀρτάκιοϊ μαζί μέ τά γειτονικά χωριά. Σταμάτησαν ὅποιες προετοιμασίες γιά τίς καλλιέργειες, γιά τίς περίλαμπρες γιορτές πού ἀκολουθοῦσαν τό χαρμόσυνο γεγονός τῆς Λαμπρῆς καί ξεκίνησε μιά πυρετώδης προετοιμασία προάσπισης τῆς ζωῆς τους καί τῆς προγονικῆς γῆς τους.
Ξημερώματα τῆς τρίτης μέρας μετά τή Λαμπρή ξεκίνησαν οἱ πρῶτοι πυροβολισμοί...
"... μετά ἀπό αἰῶνες τό πληρώσαμε εἰς τούς βαρβάρους καί αἱμοχαρεῖς Τούρκους, τούς ὀνομάζω βαρβάρους καί αἱμοχαρεῖς διότι δέν μπορῶ νά ἐννοήσω μέ τί καρδιά καί ψυχή κατασφάζουν τούς συνανθρώπους τους χωρίς νά κάνουν διάκριση ἀπό μωρά μέχρι γρηές καί γέροντες καί νά τούς ἐξοντώνουν. Δέν μπορῶ νά κρατήσω τούς λυγμούς καί τά δάκρυά μου, ὅταν πιάνω τήν πέννα γιά νά γράψω αὐτήν τήν ἱστορία πού ἔζησα πραγματικά καί πού κάθε σελίδα ποτίστηκε ἀπό μαῦρα δάκρυα πού ἔπεφταν ἀπό τά μάτια μου.".
Δόθηκε ἐντολή ν΄ ἀποχωρήσουν οἱ κάτοικοι ἀπό τό χωριό. Ὁ στρατός τους μέ κανόνια καί μυδραβιοβόλα ἦταν ἤδη καθ΄ ὁδόν. Ἔντρομοι οἱ κάτοικοι συγκεντρώθηκαν σέ χωράφια ἔξω ἀπό τό Ὀρτάκιοϊ κι ἀφοῦ ἐπιθεωρήθηκαν ἀπό τόν στρατό, κατέφθασε ὁ ἀρχηγός τους, πάνω σέ ἄσπρο ἄλογο, ἐμφανῶς ἀγριεμένος καί γεμᾶτος μῖσος γιά αὐτή τήν ἀπροστάτευτη μᾶζα ἀνθρώπων. Μίλησε στόν πιό σεβάσμιο τοῦ χωριοῦ, τόν Παπᾶ - Ἄγγελο. Τόν ἱερέα τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Σέ αὐτή τήν χρονική στιγμή τῆς ἱστορίας οἱ Τοῦρκοι ἔδωσαν ἐντολή νά ἐγκαταλείψουν οἱ κάτοικοι τόν τόπο τους ὅπως οἱ Ἀρμένιοι λίγα χρόνια πρίν. Ἄλλοι ἀπομακρύνθηκαν πολύ καί δέν ξαναγύρισαν καί ἄλλοι φιλοξενήθηκαν γιά λίγες μέρες σέ κοντινά χωριά. Μετά ἀπό ἐντολή τοῦ Στρατηγείου, ὅτι ἦταν ἐλεύθεροι νά γυρίσουν πίσω, ξεκίνησαν μέ φόβο γιά τήν ἐπιστροφή τους. "Ὅταν εἰσήλθαμε μέσα εἴδαμε πώς εἶχαν κάψει σχεδόν τό ἕν τέταρτο τοῦ χωριοῦ. Προχωρῶντας στό ἐσωτερικό δεξιά κι ἀριστερά ἔβλεπες σκοτωμένους γέρους καί γρηές... τούς σκότωσαν καί τούς πέταξαν ἔξω ἀπό τά σπίτια τους... Δέν εἴχαν ἀφήσει οὔτε μαγαζιά οὔτε σπίτια. Σέ διάστημα τριῶν ἡμερῶν ὅλα τά εἴχανε ρημάξει...".
Γιά σαράντα μέρες περίπου ὑπῆρξε ἠρεμία...Ξημερώματα πάλι ἀκούστηκαν πυροβολισμοί. "Πανηκοβληθήκαμε πάλι γιατί δέν ξέραμε περί τίνος πρόκειται... Μοῦ εἶπαν πώς ἔχουνε ἔρθει πάλι (οἱ Τοῦρκοι καί πιάνουν) ὅπου βροῦν τόν κοσμάκη. Ξαφνικά βλέπω εἰς τήν ἀπέναντι συνοικία καμμιά δεκαριά ἀντάρτες ὁπλισμένους μέχρι τά νύχια καί νά ἔρχωνται πρός τόν μαχαλά μας.". Τρόμος, οὐρλιαχτά, αἷματα παντοῦ, ἐρείπια, φωτιές... μέχρι καί τά ζῶα ἔνιωσαν τόν τρόμο τοῦ θανάτου! "Πιάστον νά τον δέσωμε καί νά τόν σφάξωμε τόν Γκιαούρη!... Καί μιά βλέπω νά τούς ἐρευνοῦν ὅλους μικρούς καί μεγάλους, μετά τούς πῆγαν εἰς ἕνα σημεῖον καί τούς ἔσφαξαν ὅλους ἄνδρες καί γυναῖκες. Ἦταν μιά οἰκογένεια ἀποτελούμενη ἀπό δυό γυναῖκες, ἕναν ἄνδρα καί τέσσερα παιδιά καί ὀνομάζονταν ΙΩΣΗΦΙΔΗ.".
Σφαγιάστηκαν 25.000 Χριστιανοί ἀπό τό Ὀρτάκιοϊ, Χουδίο καί τά περἰχωρα τῆς Βιθυνίας κατά τό ἔτος 1919. Μεγάλος ἀριθμός ἐξισλαμίσθηκε βιαίως καί μερικοί, μέσα σ΄ αὐτούς κι ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου, σώθηκαν ταξειδεύοντας μέ προορισμό τή μητέρα Ἑλλάδα.
Πηγή: ΤΟ ΟΡΤΑΚΙΟΪ ΒΙΘΥΝΙΑΣ ΑΙ ΣΦΑΓΑΙ & Η ΞΕΘΕΜΕΛΙΩΣΙΣ ΑΥΤΩΝ
~ Είς μνήμην τῆς προγιαγιᾶς μου, Ἐλένης Τσερλίδου, πού μοῦ ἔμαθε νά μαζεύω καί νά κάνω τουρσί, ἀγριοσπάραγγα καί κάπαρη καί τοῦ παπποῦ μου, Παναγιῶτη Νικολαϊδη, πού ἀκόμη καί τίς τελευταῖες ὥρες ἑν ζωῆ ἡ ψυχή του βρισκόταν "ἀπέναντι".~
Χρύσα Νικολοπούλου/Ἑλλήνων Φῶς