Η Μάχη της Κρήτης: Ένας αντίλογος στις αναθεωρητικές θέσεις του Χάιντς Ρίχτερ, Μέρος Α’
«Η μάχη της Κρήτης, την εποχή που διεξήχθη, υπήρξε μοναδική από πολλές απόψεις. Τίποτα όμοιο με αυτή δεν είχε συμβεί έως τότε.»
Winston Churchill
γράφει ο Κλεάνθης
Εισαγωγή
Ως «Μάχη της Κρήτης» είναι γνωστή μια σειρά αεροναυτικών και χερσαίων συγκρούσεων που έλαβαν χώρα τον Μάιο του 1941 στη νήσο Κρήτη μεταξύ των Γερμανών που επεδίωκαν να την καταλάβουν και των δυνάμεων της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και της Ελλάδας που την υπεράσπιζαν. Η μάχη ήταν ιστορική και είχε ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μεταξύ αυτών και τη μαζική συμμετοχή του πληθυσμού στις μάχες κατά του εισβολέα.
Το ιστολόγιο «Βελισάριος» τιμά την επέτειο της Μάχης με ένα κείμενο που δεν θα κάνει μία ακόμη ανασκόπηση των γνωστών γεγονότων εκείνων των ημερών, αλλά θα ασχοληθεί με ένα ζήτημα που απασχόλησε πρόσφατα την κοινή γνώμη. Σκοπός του κειμένου που ακολουθεί είναι η διατύπωση ενός αντίλογου στην ατεκμηρίωτη και προκλητική απόπειρα αναθεώρησης των καθιερωμένων που επιχειρεί ο καθηγητής Χάιντς Ρίχτερ στο πολύκροτο βιβλίο του για τη Μάχη.
Το βιβλίο του Γερμανού ιστορικού Χάιντς Ρίχτερ (Heinz Richter) «Η Μάχη της Κρήτης« (Εκδόσεις Γκοβόστη, 2011, τίτλος γερμανικού πρωτοτύπου: «Επιχείρηση Ερμής: Η Κατάκτηση της Νήσου Κρήτης τον Μάιο του 1941») εξιστορεί τη Μάχη της Κρήτης από γενική ιστορική άποψη, αφιερώνοντας σημαντικό μέρος του στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, ιδίως από την οπτική γωνία της γερμανικής πλευράς. Επιπλέον, το βιβλίο ασχολείται με το θέμα των ευθυνών των αντιπάλων, τόσο σε ό,τι αφορά το πολιτικό επίπεδο της σύγκρουσης όσο σε ό,τι αφορά τα εγκλήματα πολέμου που διεπράχθησαν κατά τις επιχειρήσεις.
Η ελληνική έκδοση του βιβλίου απέκτησε ευρεία δημοσιότητα στην Ελλάδα λόγω της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε στον συγγραφέα για «άρνηση εγκλημάτων του ναζισμού σε βάρος του κρητικού λαού με υβριστικό περιεχόμενο» και της συνακόλουθης δίκης στο Πρωτοδικείο Ρεθύμνου. Η δίκη κατέληξε στην αθώωση του Ρίχτερ επί τη βάσει της απόφανσης του δικαστηρίου περί αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 2 του Νόμου 4285/14 στο οποίο είχε βασιστεί η άσκηση της ποινικής διώξεως, χωρίς η απόφαση του δικαστηρίου να αποφανθεί για την ουσία των όσων αναφέρονται στο επίμαχο βιβλίο.
Αποτελεί πεποίθησή μας ότι το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου -τηρουμένων στοιχειωδών κανόνων- είναι απαραβίαστο, και ότι οποιοσδήποτε, και κατά μείζονα λόγο οι ιστορικοί επιστήμονες, θα πρέπει να απολαμβάνουν το δικαίωμα να εκφράζουν και να δημοσιοποιούν τις απόψεις τους ελεύθερα. Ως εκ τούτου, είμαστε κατ’ αρχήν αντίθετοι στην άσκηση ποινικής διώξεως κατά του συγγραφέως.
Ταυτόχρονα, αποτελεί επίσης πεποίθησή μας πως οτιδήποτε δημοσιεύεται, υπόκειται σε κριτική. Υπό αυτή την έννοια και για να θέσουμε ευθύς εξ αρχής το ζήτημα, το βιβλίο «Η Μάχη της Κρήτης» του Ρίχτερ αποτελεί, ειδικά για το ελληνικό κοινό, μια απόπειρα αναθεώρησης της κρατούσας άποψης που προκάλεσε δικαιολογημένες αντιδράσεις (αναφέρομαι στις κόσμιες) στην Ελλάδα.
Κατ’ αρχάς το βιβλίο, σε γενικές γραμμές, δεν αποκρύπτει τα ιστορικά γεγονότα αλλά στην ανάλυσή του σχετικά με τα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος μεροληπτεί σχεδόν απροκάλυπτα. Προσδίδει υπερβολικές διαστάσεις σε σχετικά μεμονωμένα περιστατικά προκειμένου να τα εξισώσει με μείζονα και τεκμηριωμένα γερμανικά εγκλήματα πολέμου, παρουσιάζει ουσιώδη στοιχεία της Μάχης με τρόπο ώστε να «προκύψουν» ατεκμηρίωτα συμπεράσματα και αναφέρεται με προδήλως υποτιμητικό τρόπο στους πολίτες της Κρήτης που υπεράσπισαν το νησί τους δίπλα στις τακτικές δυνάμεις του Ελληνικού Κράτους και των Συμμάχων τους. Γενικά αναφέρεται παραπειστικά στις συνθήκες της Μάχης ώστε να αποδώσει στις δύο «ξένες» αντίπαλες πλευρές της Μάχης, τους Βρετανούς και -κυρίως- τους Γερμανούς, τη διεξαγωγή ενός γενικά «ιπποτικού» πολέμου, τον οποίο υποτίθεται ότι αμαύρωσε η «άγρια και πρωτόγονη» συμμετοχή των γηγενών Κρητών πολιτών που υποκινήθηκαν σε αυτή από ξένους. Αν και αποδίδει έτσι μέρος των ευθυνών και στον Βρετανικό παράγοντα, συνολικά επιχειρεί να εξισώσει τον ιστορικό θύτη με το ιστορικό του θύμα ώστε να αναδείξει τους γερμανούς αλεξιπτωτιστές ως πολεμιστές που όπως λέει «έδωσαν το καλύτερο που μπορούσαν και ρίσκαραν την ζωή τους χωρίς να έχουν συνείδηση των κινήτρων» και τελικά να τους αθωώσει από τις κατηγορίες εγκλημάτων, για τα οποία ισχυρίζεται ότι φταίνε πρωτίστως οι Κρήτες άτακτοι.
Στο κείμενο που θα ακολουθήσει, θα επισημάνω τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει το ιστορικό υλικό με τρόπο ώστε να αποδίδονται οι ευθύνες στους Κρήτες ατάκτους και τελικά, όπως προαναφέρθηκε, να φτάσει στην ηθική απαλλαγή των γερμανικών δυνάμεων από τα εγκλήματα που διέπραξαν. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι αναφορές τόσο του συγγραφέα όσο και ο αντίλογός μου δεν αφορούν στο αντάρτικο που παρουσιάστηκε στην Κρήτη κατά την διάρκεια της Κατοχής, αλλά την ίδια τη Μάχη της Κρήτης.
Οι Βασικές Αναθεωρητικές Θέσεις του Βιβλίου «Η Μάχη της Κρήτης»
Στο βιβλίο του Ρίχτερ και κυρίως στα τελικά του συμπεράσματα σε ότι αφορά στην σύγκρουση του πληθυσμού με τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, εμφανίζονται οι εξής βασικές θέσεις:
- Υποστηρίζεται ότι η συμμετοχή Κρητών πολιτών στη Μάχη της Κρήτης ήταν κυρίως αποτέλεσμα της υποκίνησής τους από τις Βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες, και ιδιαίτερα στη δράση του Βρετανού πράκτορα της Special Operations Executive (S.O.E – Υπηρεσία Ειδικών Επιχειρήσεων) Τζων Πέντλμπερυ (John Pendlebury).
- Χαρακτηρίζεται η συμμετοχή των Κρητών πολιτών σε μάχες ως «ανταρτοπόλεμος», και οι Κρήτες πολίτες ως «αντάρτες» και όχι «άτακτοι», διαστρέβλωση που, όπως θα εξηγηθεί, έχει ιδιαίτερη σημασία.
- Υποστηρίζεται ότι οι Κρήτες άτακτοι, τουλάχιστον στη μεγάλη πλειοψηφία τους, απέφευγαν τις μάχες κατά των Γερμανικών δυνάμεων και κυρίως επιδίδονταν στην εξόντωση «αβοήθητων» και τραυματιών Γερμανών, κι εν συνεχεία σκύλευαν τα πτώματά τους. Αυτή η -προφανώς προσβλητική για τους Κρητικούς- κατηγορία που βασικά παραποιεί τα γεγονότα, αποτυπώνεται στο βιβλίο ως το γενικό συμπέρασμα για τους Κρήτες ατάκτους.
- Υποστηρίζεται ότι αυτή η «εγκληματική», όπως χαρακτηρίζεται, δράση των Κρητών ατάκτων υπήρξε μια παραφωνία σε έναν γενικά «ιπποτικό» αγώνα που διεξήχθη μεταξύ των δυνάμεων της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και των Γερμανικών δυνάμεων – ενώ στις τακτικές Ελληνικές δυνάμεις γίνεται φευγαλέα αναφορά.
- Υποστηρίζεται ότι αυτή η «εγκληματική», όπως χαρακτηρίζεται, δράση των Κρητών ατάκτων υπήρξε το κύριο αίτιο που εν συνεχεία, μετά τη Μάχη, προκάλεσε τα εγκλήματα της γερμανικής πλευράς, ως αναπόφευκτη, εύλογη, και, αποδεκτή κατά την εποχή εκείνη, ανταπόδοση.
- Υποστηρίζεται ότι τα εγκλήματα πολέμου της Γερμανικής πλευράς υπήρξαν περιορισμένα, μεμονωμένα και τους έχει αποδοθεί αδικαιολόγητη έκταση και προβολή, ενώ η ηγεσία των Γερμανών αλεξιπτωτιστών προσπάθησε να τα περιορίσει.
- Τέλος, μια παράλειψη στο βιβλίο του Ρίχτερ είναι τόσο ουσιώδης που φαίνεται να αποτελεί θέση του συγγραφέα. Ενώ το βιβλίο ασχολείται ιδιαίτερα με το ζήτημα των ευθυνών, δεν υπάρχει η εύλογη αναγνώριση ότι το 1941 οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις υπήρξαν στην περίπτωση της Ελλάδος γενικά και της Κρήτης ειδικά, ένας απρόκλητος επιτιθέμενος που κατέκτησε τη Χώρα, φέροντας έτσι την βασική ευθύνη για τις όποιες συνέπειες. Ιδιαίτερα για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό η καίρια αυτή παράλειψη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την καταστροφή που συνολικά προκάλεσε η γερμανική επίθεση, είναι προκλητική.
Στο κείμενο που ακολουθεί, θα εξηγηθεί αναλυτικά ότι οι θέσεις αυτές είναι ανακριβείς και προκύπτουν από μεθοδευμένη παρουσίαση γεγονότων, ατεκμηρίωτες αναφορές, λάθη και παραλείψεις που δεν δικαιολογούνται σε σύγγραμμα πανεπιστημιακού συγγραφέα.
Συγκεκριμένα, θα εξηγηθεί ότι:
- Η σχεδόν πάνδημη συμμετοχή των Κρητών στη Μάχη της Κρήτης αποτέλεσε αφ’ ενός τη φυσική εκδήλωση της μακράς και, κατά το 1941, ζώσας πολεμικής παράδοσης των Κρητών στην αντίσταση εναντίον ξένων κατακτητών, αφ’ ετέρου αποτέλεσμα της εγκληματικής επίθεσης που δέχτηκε η Κρήτη στο πλαίσιο της απρόκλητης γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα, ενώ ο ρόλος της βρετανικής S.O.E. και του πράκτορα Πέντλμπερυ ήταν πρακτικά ελάχιστης σημασίας.
- Οι Κρήτες πολίτες κατά τη Μάχη της Κρήτης αποτελούσαν ατάκτους στρατιώτες του Ελληνικού Κράτους και όχι (ακόμη) αντάρτες, γεγονός με νομική και ιστορική σημασία, όπως θα εξηγηθεί.
- Οι Κρήτες άτακτοι λάμβαναν μέρος στις κρίσιμες πολεμικές επιχειρήσεις με εξαιρετική γενναιότητα και τις επηρέασαν κατά ουσιώδη τρόπο.
- Οι μεταξύ Γερμανών και Βρετανών, Αυστραλών και Νεοζηλανδών συγκρούσεις δεν υπήρξαν τόσο «ιπποτικές» όσο ισχυρίζεται ο συγγραφέας, με προφανή σκοπό να τις αντιδιαστείλει προς τα «εγκλήματα» των Κρητών. Μεμονωμένες ακρότητες που κατά τη διάρκεια της Μάχης σημειώθηκαν εκ μέρους των Κρητών ήταν αναλογικά μάλλον μικρότερης έκτασης από ευρύτερες ακρότητες και παραβιάσεις των κανόνων του πολέμου που σημειώθηκαν τόσο από τους Γερμανούς και τους Βρετανούς στις μεταξύ τους συγκρούσεις όσο από Γερμανικής πλευράς έναντι των Κρητών πολιτών.
- Τα εγκλήματα των Γερμανικών δυνάμεων κατά των Κρητών πολιτών αμέσως μετά τη Μάχη δεν υπήρξαν «αντίποινα για εγκληματική δράση» των τελευταίων, αλλά εγκλήματα πολέμου που οφείλονταν περισσότερο στην οργή των γερμανικών δυνάμεων για τις δυσχέρειες και τις απώλειες που υπέστησαν από ένα αντίπαλο που σύμφωνα με τις προβλέψεις και τις αντιλήψεις τους, δεν θα έπρεπε να έχει εμφανιστεί στη Μάχη. Έτσι, η επίκληση «εγκλημάτων» που είχαν τελεστεί από τους Κρήτες άτακτους υπήρξε κατά βάση προσχηματική.
- Τα εγκλήματα των Γερμανικών δυνάμεων έναντι του κρητικού πληθυσμού τόσο κατά την διάρκεια όσο και αμέσως μετά τη Μάχη της Κρήτης -και πριν την έναρξη του αντάρτικου- υπήρξαν εκτεταμένα και με βάση διαταγές της ηγεσίας τους.
Για τους λόγους αυτούς, η προσπάθεια που γίνεται στο βιβλίο του Ρίχτερ ώστε τελικά να δικαιολογηθούν τα γερμανικά εγκλήματα πολέμου στην Κρήτη με πρόσχημα τα «εγκλήματα» των θυμάτων τους είναι τόσο ατεκμηρίωτη που θίγει δικαιολογημένα τους Κρητικούς που αισθάνονται υπερήφανοι για τους αγώνες τους αλλά και γενικά τους Έλληνες.
Προκαταρκτική Παρατήρηση: η Ελληνική Συμμετοχή στη Μάχη της Κρήτης
Η συμμετοχή ελληνικών δυνάμεων στην Μάχη της Κρήτης αφορούσε κατ’ αρχάς τακτικά στρατεύματα που δημιουργήθηκαν εκ των ενόντων λίγο πριν την κατάληψη της Ελλάδος από τους Γερμανούς και εστάλησαν βιαστικά στην Κρήτη όπου ανασυγκροτήθηκαν. Αυτά ήταν 8 -ελλιπέστατα από κάθε πλευρά- τάγματα νεοσυλλέκτων (επισήμως «Συντάγματα») και 3 έμπεδα τάγματα ακόμα μικρότερης ισχύος. Οι δυνάμεις αυτές επανδρώνονταν από στρατευσίμους προερχόμενους κατά κύριο λόγο από την ήδη κατακτημένη ηπειρωτική χώρα (Μακεδονία, Θράκη κλπ), ενώ η ηγεσία τους σε μεγάλο βαθμό ήταν αξιωματικοί κρητικής καταγωγής. Επιπλέον, εστάλησαν μικρές δυνάμεις της Βασιλικής Χωροφυλακής και κυρίως η Σχολή Χωροφυλακής, που ήταν και η μόνη κάπως καλά οπλισμένη ελληνική μονάδα στο Νησί. Τέλος, άξια ιδιαίτερης αναφοράς είναι η παρουσία επίσης της Ιης Τάξης της Σχολής Ευελπίδων που αποφάσισε με πρωτοβουλία των ιδίων των Ευελπίδων να μεταβεί εθελοντικά στην Κρήτη για να πολεμήσει.
Διευκρινίζεται εδώ ότι η συνθηκολόγηση του Αντιστράτηγου Τσολάκογλου στην Ήπειρο την 21-23 Απριλίου 1941 αφορούσε και δέσμευε μόνο τις δυνάμεις Ηπείρου και Μακεδονίας και όχι το σύνολο του Ελληνικού Στρατού, για το οποίο άλλωστε δε διέθετε καμία εξουσία ή εξουσιοδότηση.
Οι τακτικές Ελληνικές δυνάμεις, παρά τις πολύ μεγάλες ελλείψεις τους σε κάθε τομέα, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην Μάχη της Κρήτης. Ο Ρίχτερ αναφέρεται ελάχιστα σε αυτές, με πλέον χαρακτηριστική την παράλειψη αναφοράς των ελληνικών δυνάμεων στην απόκρουση της γερμανικής επίθεσης στο Ηράκλειο την 21η Μαΐου 1941. Κατ’ εξαίρεση αναφέρει την εξαιρετική δράση του 8ου Τάγματος Νεοσυλλέκτων στον Αλικιανό Χανίων, του οποίου άλλωστε ο αγώνας στην Μάχη της Κρήτης έχει επισύρει τα εγκωμιαστικά σχόλια της σχετικής διεθνούς βιβλιογραφίας – πλην της γερμανικής.
Εκτός όμως των τακτικών δυνάμεων, στην Μάχη της Κρήτη συμμετείχε και σημαντικό μέρος του πληθυσμού, παρόλο που δεν διέθετε παρά ελάχιστα όπλα και παρ’ όλο που οι Κρήτες στρατεύσιμης ηλικίας που πολεμούσαν στο Μέτωπο της Αλβανίας με την Vη Μεραρχία του Ελληνικού Στρατού, βρίσκονταν αποκλεισμένοι στην ηπειρωτική χώρα. Η συμμετοχή του πληθυσμού στη μάχη αφορούσε κυρίως την συγκρότηση και δράση πολυάριθμων και μικρών κατά βάση ομάδων, στις οποίες συμμετείχαν ακόμα και γυναίκες, γέροντες και παιδιά. Οι σχετικές προετοιμασίες είχαν ξεκινήσει από τον Δεκέμβριο του 1940 στα πλαίσια μιας ευρύτερης προσπάθειας του Υπουργείου Στρατιωτικών για όλη την Ελλάδα να συγκροτηθεί Πολιτοφυλακή από άνδρες παλαιοτέρων κλάσεων. Για την Κρήτη προβλεπόταν η συγκρότηση αποσπασμάτων από 3.150 άνδρες που αργότερα μειώθηκαν σε 1.500. Η ευθύνη της οργάνωσης και μερικώς της στελέχωσης ανετέθη στην Χωροφυλακή ενώ ο οπλισμός που απουσίαζε τελείως (ο Ελληνικός Στρατός είχε μεγάλη έλλειψη) θα χορηγείτο από τους Βρετανούς που είχαν και στρατιωτικές δυνάμεις στο νησί.
Τελικώς η εξεύρεση οπλισμού απεδείχθη ανυπέρβλητο εμπόδιο, γεγονός που μαζί με τις απαιτήσεις για την άμυνα της Ελλάδος έναντι της Γερμανίας τον Απρίλιο του 1941 και εν συνεχεία την κατάρρευση, δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση της συγκρότησης της Πολιτοφυλακής. Στις αρχές Μαΐου 1941, οι κρατικές υπηρεσίες στην Κρήτη εξέδωσαν εκ νέου διαταγές για τη συγκρότηση «Λόχων Πολιτοφυλάκων» με σκοπό μεταξύ άλλων και την «αποφυγήν ενδεχομένης ενέργειας αλεξιπτωτιστών«. Σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης είχε διαταχθεί «η απόκρουσης αυτής δια παντός μέσου και πάσης θυσίας«. Οι αρχηγοί ομάδων και διμοιριών θα ήταν «παλαιοί Οπλαρχηγοί» και οι διοικητές των Λόχων Πολιτοφυλακής θα ήταν αξιωματικοί, όμως το κυριότερο ζήτημα παρέμεινε η έλλειψη οπλισμού.
Οι πολιτοφύλακες τελικά βρέθηκαν μέσα στις ομάδες ατάκτων ποικίλης σύνθεσης και οργάνωσης με τις οποίες ξεκίνησε η μάχη. Η ηγεσία των ομάδων περιελάμβανε παλαιούς καπετάνιους, έφεδρους και μόνιμους αξιωματικούς στρατού και χωροφυλακής, ακόμα και ηγούμενους και αρχιμανδρίτες – μάλιστα η παρουσία μάλιστα ιερωμένων στις ένοπλες ομάδες προξένησε μεγάλη εντύπωση στους γερμανούς στρατιωτικούς. Σε δύο-τρεις από τις δεκάδες περιπτώσεις, οι αρχηγοί σωμάτων ήταν άγγλοι αξιωματικοί. Οι περισσότερες ομάδες ήταν αρχικά εξοπλισμένες πρόχειρα, με πολύ παλαιά όπλα (γκράδες, κυνηγητικά όπλα κλπ) και γεωργικά εργαλεία, αλλά πολύ γρήγορα εξοπλίστηκαν με κυριευμένα γερμανικά όπλα. Επίσης, άλλα τμήματα του πληθυσμού παρείχαν κάποια στοιχειώδη υποστήριξη -κυρίως σε τρόφιμα και μεταφορές- για τους Έλληνες μαχητές, τακτικούς και ατάκτους.
Όπως είναι φυσικό οι ομάδες Κρητών ατάκτων συνεργάστηκαν στενά με τις τακτικές ελληνικές μονάδες που άλλωστε είχαν σε σημαντικό βαθμό στελεχωθεί με κρητικούς αξιωματικούς μιας και οργανώθηκαν στην Κρήτη. Στενότατη ήταν επίσης η σύνδεση των συμμετασχόντων πολιτών με τα τοπικά τμήματα της Βασιλικής Χωροφυλακής, μια στρατιωτική σε κάποιο βαθμό υπηρεσία με μεγάλη παράδοση στην Κρήτη. Άλλωστε η ευθύνη αρχικά της πολιτοφυλακής είχε ανατεθεί στην Χωροφυλακή.
Οι θέσεις και η κριτική του Ρίχτερ για αυτή τη μεγάλη συμμετοχή πολιτών σε μάχες εναντίον του γερμανού εισβολέα, καθώς και η «κατανόηση» που τελικά δείχνει στα σκληρά γερμανικά αντίποινα, αποτελούν και το πλέον επίμαχα για το ελληνικό κοινό στοιχεία του βιβλίου του.
Στη συνεχεία θα εξεταστούν αναλυτικά οι επίμαχες θέσεις του συγγραφέα σχετικά με τη Μάχη της Κρήτης.
Σημείο 1ο: Τα αίτια της συμμετοχής των Κρητών πολιτών στη Μάχη της Κρήτης
Ο συγγραφέας προκειμένου να ερμηνεύσει την ευρεία συμμετοχή Κρητών πολιτών στη Μάχη της Κρήτης την αποδίδει κυρίως στην υποκίνησή τους από τις Βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες, και ιδιαίτερα στη δράση του Βρετανού πράκτορα της Special Operations Executive (S.O.E–Υπηρεσίας Ειδικών Επιχειρήσεων) Πέντλμπερυ (John Pendlebury).
Προκειμένου να «αποδείξει» ότι η στάση αυτή των Κρητών δεν καθορίστηκε απλώς από την φιλοπατρία τους, ο Ρίχτερ αντιπαραβάλει το παράδειγμα των Σέρβων, οι οποίοι κατά τον Β’ Π.Π. είχαν ένα από τα μεγαλύτερα ανταρτικά κινήματα της Ευρώπης. Διαπιστώνοντας ότι ακόμη και στη Σερβία, οι παρτιζάνοι συγκροτήθηκαν και ξεκίνησαν τη δράση τους πολλούς μήνες μετά την κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας, ενώ οι Κρητών «αντάρτες» συμμετείχαν αμέσως στην μάχη της Κρήτης, συμπεραίνει ότι οι τελευταίοι προφανώς είχαν οργανωθεί εκ των προτέρων. Η «οργάνωση» αυτή αποδίδεται κυρίως στην καθοριστική εμπλοκή του βρετανικού παράγοντα ο οποίος αφ’ ενός προπαγάνδισε στον πληθυσμό μια αγγλόφιλη στάση, αφ’ ετέρου προετοίμασε την ενεργό συμμετοχή των πολιτών χρησιμοποιώντας ελληνομαθείς Άγγλους πράκτορες.
Η ερμηνεία αυτή του Ρίχτερ που αποδίδει τη συμμετοχή των κατοίκων της Κρήτης στην αντίσταση κατά της Γερμανικής εισβολής κυρίως σε ξένους πράκτορες, ηθελημένα ή αθέλητα, αγνοεί βασικά δεδομένα. Ας τα δούμε:
α. Κατ’ αρχάς, ο συγγραφέας δείχνει να αγνοεί ότι στην Κρήτη υπήρχε μια μακρότατη παράδοση συγκρότησης ομάδων ατάκτων που πολεμούσαν τους κατακτητές του νησιού και αργότερα τους εχθρούς της Ελλάδος, παράδοση η οποία το 1941 δεν είναι μακρινή θεωρητική ανάμνηση αλλά ζώσα και ακμαία πραγματικότητα. Στην Κρήτη του 1941, μεγάλο μέρος των ανδρών άνω των 45 ετών, εκτός από τις πολεμικές εμπειρίες των πολέμων μέχρι και το 1922, είχε συμμετάσχει (ώς πρωτοπόροι μάλιστα) και στα πολυάριθμα ένοπλα σώματα του Μακεδονικού Αγώνα. Αργότερα 3.550 Κρήτες εθελοντές (πέραν των επιστρατευμένων τακτικών μονάδων) μετείχαν στα 77 ένοπλα σώματα στα οποία έδρασαν ώς «πρόσκοποι» κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Η τόσο μαζική συμμετοχή Κρητών σε ένοπλα σώματα ήταν εκπληκτική αν σκεφτούμε ότι όλα αυτά γίνονταν μακριά από το νησί τους, ενώ η Κρήτη είχε ήδη απελευθερωθεί και δεν ανήκε ακόμα επίσημα στο Ελληνικό Κράτος. Βέβαια η μαχητική παρουσία Κρητών ατάκτων των ετών 1903-1912 ήταν η άμεση συνέχεια της παραδοσιακής συμμετοχής πολιτών στον αγώνα εναντίον των Οθωμανών, ειδικά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η Κρήτη βρισκόταν σχεδόν μονίμως σε επαναστατική έγερση. Έτσι, το 1941 οι μεγαλύτεροι σε ηλικία Κρήτες είχαν λάβει μέρος στις ένοπλες επαναστάσεις του 1895-97 και στο κίνημα του 1905 για την Απελευθέρωση και την Ένωση με την Ελλάδα.
Η Κρήτη λοιπόν, δεν ήταν απλώς μία από τις περιοχές του Ελληνισμού με ισχυρότατη πολεμική παράδοση, όπως η Μάνη, η Ρούμελη, ο Πόντος, το Σούλι κλπ, αλλά είναι μία περιοχή που το 1941 η παράδοση αυτή, για ιστορικούς λόγους, δεν έχει ξεθωριάσει αλλά παραμένει ζωντανό βίωμα του πληθυσμού, ενώ στο νησί υπάρχουν και δραστηριοποιούνται παλαιοί εμπειρότατοι πολεμιστές όπως ο Παύλος Γύπαρης κλπ. Με απλά λόγια, στην Κρήτη ο κόσμος είναι πολύ πιο έτοιμος από οπουδήποτε αλλού στην Ελλάδα ή στην Ευρώπη να λάβει αυθόρμητα τα όπλα, χωρίς να περιμένει να οργανωθεί από κρατικές αρχές. Προετοιμασίες υπήρξαν, αλλά αυτές ανταποκρίνονταν στην πηγαία επιθυμία για συμμετοχή ενός πληθυσμού που καθόλου δεν χρειαζόταν υπόδειξη για κάτι τέτοιο.
β. Κατά δεύτερον, όταν ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με δυσπιστία την ετοιμότητα των Κρητών να συμμετάσχουν άμεσα στην άμυνα του νησιού τους τον Μάιο του 1941, υπονοεί ότι μέχρι τότε το νησί ζούσε σε ειρηνική περίοδο και δε θα μπορούσε να περιπέσει σε πολεμικό πυρετό τόσο γρήγορα. Κι αυτό, γιατί στο βιβλίο του Ρίχτερ ο πόλεμος για τους Κρητικούς φαίνεται να ξεκινά τον Μάιο του ’41.
Έτσι, όμως ο συγγραφέας φαίνεται να αγνοεί ότι και η Κρήτη βρίσκεται σε πόλεμο με τους Ιταλούς συμμάχους των Γερμανών από τον Οκτώβριο του 1940 και φυσικά με τους ίδιους τους Γερμανούς από τις αρχές του Απριλίου του 1941. Εκτός από βαρείες ανθρώπινες απώλειες που υπέφεραν στο Αλβανικό Μέτωπο με την V Μεραρχία Κρητών και τις υλικές ελλείψεις που ο πόλεμος έχει επιφέρει στο νησί, οι Κρητικοί από τα τέλη Απριλίου 1941 δεν είχαν πλέον νέα και από τα στρατευμένα παιδιά και τα αδέρφια τους. Η τύχη της πλειοψηφίας της νεολαίας του νησιού που υπηρετούσε με την V Μεραρχία αγνοείτο, καθώς αυτή ήταν αποκλεισμένη από τους Γερμανούς εισβολείς στα ηπειρωτικά. Όλες σχεδόν οι οικογένειες υπέφεραν γιατί είχαν στενούς συγγενείς στην εν πολλοίς «χαμένη» Μεραρχία και βέβαια δεν χρειαζόταν αγγλική προπαγάνδα για να αναγνωρίσουν τους Γερμανούς ως βασικούς υπευθύνους για αυτό.
Ο συγγραφέας επιλέγει ακόμα να αγνοήσει ότι για τη άμυνα της Κρήτης, ακόμη και μετά την αναχώρηση της Vης Μεραρχίας, καταβάλλεται προσπάθεια οργάνωσης της από τον χειμώνα του 1940 από την Ελληνική Κυβέρνηση. Αν και αναφέρεται ακροθιγώς η προσπάθεια οργάνωσης πολιτοφυλακής από την ελληνική κυβέρνηση από τον Ιανουάριο του 1941, δεν αναφέρονται βασικές πτυχές του θέματος, όπως οι διαταγές του Γενικού Επιτελείου στις αρχές του 1941 για την στελέχωση της πολιτοφυλακής και την κατασκευή κυανών διακριτικών, οι διαταγές της νέας στρατιωτικής Διοίκησης Κρήτης τον Μάιο του 1941 επίσης για την πολιτοφυλακή, ή οι -διαφωτιστικές για το επικρατούν πνεύμα- ομιλίες του πρωθυπουργού Τσουδερού στους Κρήτες κλπ.
Με άλλα λόγια, η άμεση εμπλοκή των Κρητών πολιτών στην άμυνα του νησιού δεν είναι »περιέργως ξαφνική» τον Μάιο του 1941, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, αλλά έχει ξεκινήσει μήνες πριν και στα πλαίσια του ΄΄Πολέμου της Ελλάδος΄΄ 1940-1941.
γ. Κατά τρίτον, όταν ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με έκπληξη και «καχυποψία» τα κίνητρα της συμμετοχής των Κρητών πολιτών στις μάχες εναντίον των Γερμανών, επιλέγει να αγνοήσει ότι με την έναρξη της γερμανικής επιθέσεως, οι Κρήτες πολίτες έχουν υποστεί οι ίδιοι τόσο σφοδρές επιθέσεις από την επιτιθέμενη Γερμανική Αεροπορία (Luftwaffe – Λουφτβάφε) ώστε ακόμη κι αν κάποιοι αμφιταλαντεύονταν, προφανώς έπαψαν να διστάζουν.
Πράγματι από τις 14 Μαΐου 1941 η Λουφτβάφε άρχισε σειρά σφοδρών βομβαρδισμών εναντίον στρατιωτικών στόχων στο νησί, με τις πόλεις όπως Χανιά και Ηράκλειο να περιλαμβάνονται στους στόχους. Αν και ο πληθυσμός δεν ήταν προσχεδιασμένος στόχος, οι «παράπλευρες» απώλειες ήταν μοιραίες. Τα γερμανικά αεροσκάφη προσπαθούσαν όλη την μέρα και κάθε μέρα από τις 14 Μαΐου να αναγνωρίσουν και να πετύχουν, με τα πενιχρά μέσα της εποχής, στρατιωτικούς κατά βάση στόχους στις ευρύτερες περιοχές των αεροδρομίων, λιμένων και πόλεων όπως Μάλεμε, Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου κλπ. Όπως έχει καταγραφεί, επειδή τα συμμαχικά στρατεύματα ήταν καλά καμουφλαρισμένα, στην πράξη τα αεροπλάνα άνοιγαν πυρ σε οτιδήποτε εκινείτο, ειδικά στην ύπαιθρο. Όπως ήταν επόμενο πολλοί άμαχοι έχασαν την ζωή τους στην ύπαιθρο από τέτοιες επιθέσεις και το σύνολο αυτών να βρίσκεται συνεχώς υπό απειλή. Λόγω των βομβαρδισμών, σημαντικό μέρος του άμαχου πληθυσμού αναγκάστηκε καταφύγει σε σπηλιές στο ύπαιθρο ή σε σκοτεινές στοές των παλαιών ενετικών φρουρίων, υποφέροντας από έλλειψη τροφίμων και υποδομών κάθε είδους. Η φήμη της Λουφτβάφε ότι συχνά ισοπέδωνε πόλεις (Ρότερνταμ 1940, Λονδίνο 1940-41, Βελιγράδι 1941) αύξανε δικαιολογημένα τον φόβο των αμάχων.
Με άλλα λόγια ο κρητικός πληθυσμός ήδη υπέφερε σε ολοένα αυξανόμενο βαθμό ως θύμα της γερμανικής επίθεσης πριν ακόμα από την ρίψη των αλεξιπτωτιστών. Το ότι αυτό δεν ήταν βασικός στόχος του εισβολέα ελάχιστη σημασία είχε αφού ήταν ο κύριος υπεύθυνος. Η παράλειψη του Ρίχτερ να εκτιμήσει ότι συνολικά η γερμανική επίθεση κατά της Κρήτης είχε ως θύμα τον άμαχο πληθυσμό πριν ακόμα από την χερσαία επίθεση της 20ης Μαΐου 1941, είναι λοιπόν ουσιώδης.
Με την έναρξη και των χερσαίων επιχειρήσεων την 20 Μαΐου 1941 και μέχρι την λήξη της, οι πόλεις άρχισαν να βομβαρδίζονται αδιακρίτως και τα προβλήματα επιβίωσης των κατοίκων να μεγιστοποιούνται. Ειδικά οι επανειλημμένοι βομβαρδισμοί των Χανίων και του Ηρακλείου κατέστρεψαν μεγάλο μέρος τού οικοδομικού ιστού. Τουλάχιστον το 60% των σπιτιών στο Ηράκλειο έπαθαν ζημιές ή κατεστράφησαν, το 40% των σπιτιών στα Χανιά που δεν έγιναν μάχες ευρέθησαν »μερικώς ή ολικώς καταστρεμμένα».
Αξιοσημείωτος πάντως είναι ο ουδέτερος και ψυχρός τρόπος με τον οποίο ο Ρίχτερ αναφέρει τους βομβαρδισμούς ως απλά περιστατικά – πράγμα που δεν ισχύει όταν σε άλλα σημεία αναφέρεται στα παθήματα, πραγματικά η φανταστικά, των Γερμανών στρατιωτικών. Ιδού η περιγραφή του για τον βομβαρδισμό του Ηρακλείου την 25 Μαΐου: «Στο Ηράκλειο η μέρα άρχισε με μια επίθεση της Λουφτβάφε στην πόλη«. Για τον βομβαρδισμό επίσης του Ηρακλείου την προηγούμενη μέρα 24 Μαΐου γράφει απλώς: «Το πρωί της 24 Μαΐου άρχισε ο βομβαρδισμός της πόλης του Ηρακλείου από τα αεροσκάφη του 8ου Αεροπορικού Σώματος ο οποίος διήρκεσε έως το απόγευμα«.
Το τι σήμαιναν όμως για τους κατοίκους του νησιού τέτοιοι βομβαρδισμοί, το καταλαβαίνουμε καλύτερα από άλλους ιστορικούς της Μάχης της Κρήτης, όπως οι Μπήβορ και Στιούαρτ που αναφέρουν π.χ. τις μαρτυρίες συμμάχων στρατιωτικών, αυτοπτών μαρτύρων στο βομβαρδισμό των Χανίων την 24 Μαΐου. Μαρτυρίες όπως αυτή: «ολόκληρα τα Χανιά φαίνονταν να φλέγονται…. οι χωρικοί είχαν συγκεντρωθεί και κοίταζαν σιωπηλοί το ολοκαύτωμα. Τα Χανιά ήταν η μόνη πόλη που γνώριζαν πολλοί από αυτούς….. μερικοί έσφιγγαν τις γροθιές τους και καταριόνταν τους Γερμανούς». Για το Ηράκλειο, μια -γερμανική αυτή την φορά- περιγραφή αμέσως μόλις η πόλη έπεσε στα γερμανικά χέρια, αναφέρει: «Ολόκληρες σειρές σπιτιών έχουν γκρεμιστεί και συντρίμμια πάχους αρκετών μέτρων καλύπτουν τον δρόμο. Υπάρχει μια εικόνα καταστροφής..» (Fritz Scheuering από το «SPRUN UBER KRETA»)
Αμέσως μετά από τον βομβαρδισμό του Ηρακλείου την 24 Μαΐου, «ένα γερμανικό αεροπλάνο έριξε φυλλάδια με τα οποία οι γερμανικές δυνάμεις απειλούσαν με αντίποινα τον άμαχο πληθυσμό σε περίπτωση που αυτός καταστρατηγούσε το δίκαιο του πολέμου» (sic). Ο Ρίχτερ το αναφέρει και δείχνει να μην αντιλαμβάνεται την ειρωνεία του πράγματος.
Συνοψίζοντας λοιπόν τα προαναφερθέντα, ο Ρίχτερ στο βιβλίο του δείχνει να μην αντιλαμβάνεται την κατάσταση που επικρατεί στην Κρήτη το 1941 ενώ παρουσιάζει τους Κρητικούς αποκομμένα από κύρια γεγονότα της εποχής.
δ. Κατά τέταρτον, η σημασία της δράσης του πράκτορα Πέντλμπερυ λαμβάνει εξωφρενικές διαστάσεις για να εξηγήσει πράγματα που δεν έχουν καμία ανάγκη από τη δράση του Πέντλμπερυ για να εξηγηθούν.
Ο Τζων Πέντλμπερυ ήταν ένας ελληνομαθής Άγγλος αρχαιολόγος που προπολεμικά εργάστηκε για χρόνια στην Κνωσό και από τον Ιούνιο του 1940 ξαναβρέθηκε στην Κρήτη ως πράκτορας μιας πρώιμης μορφής της αγγλικής υπηρεσίας SOΕ. Ο Πέντλμπερυ, χάρη στην εκκεντρικότητα, τον ρομαντισμό και τη γνώση και την αγάπη που είχε για τους Κρητικούς ήταν κι ο ίδιος αγαπητός στους ντόπιους, ενώ μερικοί θα περίμεναν ίσως από αυτόν, ως άγγλος αξιωματικός, να βοηθήσει και στην πιο μεγάλη τους έλλειψη: τα όπλα.
Ο ίδιος ο Πέντλμπερυ, χωρίς να έχει κάποια σημαντική εξουσία και βοήθεια από την βρετανική και ελληνική διοίκηση, προσπάθησε μέσω προσωπικών επαφών, κυρίως με κάποια δυναμικά στοιχεία στην περιοχή του Ηρακλείου, να φτιάξει ένα αντιστασιακό δίκτυο για την περίπτωση που οι Γερμανοί κατακτούσαν την Κρήτη. Άλλωστε τόσο οι στόχοι της SOE όσο και οι γνώσεις και οι δεξιότητες των άγγλων πρακτόρων σχετίζονταν με ικανότητες αντάρτικων επιχειρήσεων (εκρηκτικά, κρυψώνες, σαμποτάζ, καλυμμένες επικοινωνίες, κλπ) και όχι με την προετοιμασία άμεσης σύγκρουσης πολιτών με τακτικά στρατεύματα. Οι επιδιώξεις όμως αυτές της SOE και οι δεξιότητες των πρακτόρων της είχαν ελάχιστη σημασία στη Μάχη της Κρήτης, όπου οι ομάδες ατάκτων ενεπλάκησαν σε μάχες τακτικής τύπου «περιπόλων μάχης», οδομαχίες και ενέδρες και όχι σε σαμποτάζ, συλλογή πληροφοριών κλπ.
Είναι πιθανό ο Πέντλμπερυ να είχε διατυπώσει προσωπικές απόψεις και προτάσεις και για τη συμμετοχή πολιτών στις επικείμενες μάχες. Όμως αυτό ήταν επίσημη θέση του Ελληνικού Στρατού με τη συγκρότηση πολιτοφυλακής, ενώ ευρύτατη συζήτηση και ενέργειες για το θέμα ήδη γινόταν στο νησί από τις αρχές του 1941. Στο θέμα αυτό ο Πέντλμπερυ ελάχιστα είχε να προσφέρει: τίποτα από όπλα -που ήταν το βασικό ζητούμενο- και ελάχιστα από γνώσεις και πολεμική εμπειρία. Είναι αμφίβολο αν είχε δει ποτέ του έστω μια μάχη, τη στιγμή που το νησί έβριθε από ντόπιους που είχαν «φάει τις μάχες με το κουτάλι» τόσο με τακτικά στρατεύματα όσο και με άτακτα σώματα. Οι επαφές του Πέντλμπερυ με δύο-τρεις καπετάνιους στην περιοχή του Ηρακλείου δεν σημαίνει βέβαια ότι αυτοί δεν θα πολεμούσαν αν δεν υπήρχε αυτός, για να μην αναφερθούμε καν στις άλλες περιοχές.
Ας δούμε το θέμα λίγο πιο αναλυτικά: Το πρώτο που πρέπει να έχει κανείς υπόψη του αναφορικά με την συμμετοχή των Κρητών πολιτών στη Μάχη είναι ότι αυτή ήταν μια μαζική στάση του πληθυσμού και δεν περιορίστηκε στη συγκρότηση ορισμένων ένοπλων ομάδων. Σε ολόκληρο το εύρος της Μάχης, οπουδήποτε σχεδόν ερρίφθησαν γερμανοί αλεξιπτωτιστές, Κρήτες πολίτες που μερικές φορές περιελάμβαναν ακόμα και ιερωμένους, γυναίκες εφήβους και γέροντες, κινήθηκαν εναντίον τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι λίγο πριν και αμέσως μόλις ξεκίνησε η ρίψη των αλεξιπτωτιστών, στρατιωτικές εγκαταστάσεις στις πόλεις όπως Φρουραρχεία, σταθμοί Χωροφυλακής και αποθήκες υλικών, πολιορκήθηκαν από πολίτες που απαιτούσαν όπλα. Αν σκεφτούμε ότι το μαχητικότερο στοιχείο της κοινωνίας, η νεολαία, έλειπε στα ηπειρωτικά στρατευμένη με την V Μεραρχία, και ότι δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου όπλα, τότε η μαζική συμμετοχή σχεδόν άοπλων αμάχων στην Μάχη προφανώς δεν μπορεί παρά να οφείλεται κυρίως σε εγγενή στοιχεία της κοινωνίας αυτής και όχι σε ξένο «δάκτυλο». Την καλύτερη ίσως περιγραφή για την μαζικότητα του φαινομένου έκανε ένας άνθρωπος που μάλιστα δεν βοήθησε αυτή την συμμετοχή. Ο Ανώτατος Διοικητής των Συμμαχικών δυνάμεων στην Κρήτη Νεοζηλανδός υποστράτηγος Φράιμπεργκ (Bernard Freyberg) δήλωσε μεταπολεμικά: «Η πραγματικότητα ήταν ότι ολόκληρος ο πληθυσμός της Κρήτης ήθελε να πολεμήσει, ουδεμία αμφιβολία έχω ότι αν είχαμε καιρό, θα ηδυνάμεθα να συγκεντρώσουμε και εκπαιδεύσουμε δύο πλήρεις μεραρχίας».
Ο Ρίχτερ σε κάποιο σημείο παραδέχεται μεν ότι «τις παραμονές της γερμανικής επίθεσης, στην Κρήτη είχε προετοιμαστεί ένα είδος «παλλαϊκού ξεσηκωμού», αλλά δεν εξηγεί πως τέτοια φαινόμενα καθολικής (πληθυσμιακά – γεωγραφικά) έκτασης, μπορεί να καταφέρει ένας ξένος πράκτορας, χωρίς μάλιστα σοβαρές εξουσίες και χωρίς την στήριξη του αγγλικού συμμαχικού στρατού, όπως ισχυρίζεται ο Ρίχτερ ότι πέτυχε ο Πέντλμπερυ. Οι προσωπικές γνωριμίες προφανώς δεν είναι δυνατό να κάλυπταν όλη την κοινωνία και οι συμπάθειες πολύ λίγο καθορίζουν την δυναμική της. Ο Μπήβορ, ο συγγραφέας που έκανε ευρύτερα γνωστό τον Πέντλμπερυ, με την έμφαση βέβαια που περιγράφει οτιδήποτε βρετανικό στην Μάχη, ήταν οξυδερκέστερος στην κατανόηση των άλλων στοιχείων που διέθετε η κρητική κοινωνία της εποχής και αντιστάθηκε και δεν απέδωσε την οργάνωση του «πόλεμου των ανταρτών» συνολικά στον άγγλο αρχαιολόγο – πράκτορα Πέντλμπερυ.
Τα ίδια τα επιχειρήματα του Ρίχτερ προκειμένου να «χρεώσει» συνολικά την συμμετοχή των Κρητών ατάκτων στην Μάχη «στους πράκτορες της SOE και κυρίως στον Πέντλμπερυ», όπως αναφέρει, είναι γενικολογίες καθώς δεν οδηγούν στο συμπέρασμα αυτό. Πουθενά στο βιβλίο δεν τεκμηριώνεται ο υποτιθέμενος κυρίαρχος ρόλος των βρετανών πρακτόρων στη συγκρότηση και δράση των Κρητών ατάκτων. Υπάρχει μόνο κάποια παραπομπή στο κείμενο σε μια «αντικειμενική (κατά τον Ρίχτερ) εργασία των γερμανών Hunger και Stassl« που συντάχθηκε στον πόλεμο και αναφέρει 3-4 συνεργάτες που «στρατολογούσαν αντάρτες» αλλά, ακόμα και αν παραβλέψουμε το προφανές ζήτημα της αντικειμενικότητας που τίθεται, κανένα πειστικό στοιχείο της δεν παρατίθεται στο βιβλίο που να κλείνει το κενό της τεκμηρίωσης. Γενικότερα, κατάλληλες περιγραφές δίδονται έτσι ώστε η δράση του Πέντλμπερυ να προβληθεί και μεγεθυνθεί τόσο, ώστε τελικά να φανεί ότι οι Κρήτες πείστηκαν να πολεμήσουν κυρίως από πράκτορες. Ιδού μια ενδεικτική παράγραφος στο σχετικό κεφάλαιο, όπου ο Ρίχτερ «εξηγεί» την δράση του Πέντλμπερυ:
«Ο Πέντλμπερυ μιλούσε στα χωριά με τους ηλικιωμένους, οι οποίοι είχαν πολεμήσει εναντίον των Οθωμανών. Πολλούς από αυτούς τους γνώριζε από την εποχή των πεζοποριών του. Επικαλούνταν την αγάπη τους για την ελευθερία και τον πατριωτισμό τους, δεδομένου και ότι μιλούσε την κρητική διάλεκτο, οι ντόπιοι τον εμπιστεύονταν και ήταν πρόθυμοι να αντισταθούν. Αν έπειθε τους καπετάνιους, είχε με το μέρος του όλη την ομάδα. Οι αντιδράσεις των κατοίκων του Ομαλού, των Ανωγείων, και της Νίδας ήταν εντυπωσιακές. Σε ένα γράμμα προς την γυναίκα του (σ.σ. ο Πέντλμπερυ) έγραψε: «Οι Κρήτες τρέφουν απεριόριστα φιλικά αισθήματα για την Αγγλία».
Η παραπάνω παράγραφος είναι ένα δείγμα του πως ένα ιστορικό γεγονός, (εδώ οι ομιλίες του Πέντλμπερυ σε ορισμένους κύκλους Κρητών), υποστηρίζεται ατεκμηρίωτα ότι παράγει αυτόματα ένα ιστορικό αποτέλεσμα (εδώ την απόφαση γενικά των Κρητών πολιτών να πολεμήσουν). Η πρόθεση και η προσπάθεια του Πέντλμπερυ σε αυτή την επιχειρηματολογία οδηγούν, άγνωστο πως, στο αποτέλεσμα (οι Κρήτες συμμετέχουν στις μάχες). Αυτό όμως, καθώς και οι συναφείς περιγραφές, δεν αποτελούν τεκμηρίωση. Παρομοίως γίνεται στο βιβλίο μια ασαφής αναφορά σε στοιχεία του ημερολογίου του Πέντλμπερυ από τον Απρίλιο του 1941 για ετοιμασίες αντίστασης, -όταν σημειωτέον στο νησί ήδη γίνονταν σχετικές ενέργειες- αλλά και πάλι καμιά τεκμηρίωση της πειθούς του.
Συνολικά στο βιβλίο, παρά την πολυσέλιδη αναφορά στη δράση του Πέντλμπερυ, δεν υπάρχει καμιά σοβαρή ένδειξη ότι οι Κρήτες είχαν κάποιες αμφιβολίες για την στάση τους και ήταν ακριβώς η πειθώ και οι ενέργειες του άγγλου πράκτορα που έπεισε τους περισσότερους.
Μάλιστα ο ίδιος ο Ρίχτερ σε κάποιο σημείο του βιβλίου του παραδέχεται ότι «οι Κρητικοί δεν αμφιταλαντευτήκαν στην απόφασή τους να υπερασπίσουν το νησί τους«, που είναι και η επικρατούσα αντίληψη στην διεθνή βιβλιογραφία. Το πως τελικά ο Ρίχτερ καταλήγει στο συμπέρασμά ότι ο πόλεμος των «αγρίων ανδρών», όπως τους χαρακτηρίζει, προετοιμάστηκε από πράκτορες παραμένει άγνωστο.
Ενώ λοιπόν στο βιβλίο, η ανάλυση της δημιουργίας ένοπλης αντίστασης πολιτών περιορίζεται στην περιγραφή της όποιας δράσης του Πέντλμπερυ και των συνθηκών του θανάτου του (που καλύπτουν τα 9/10 του ειδικού κεφαλαίου για την συγκρότηση των «ανταρτών»), οι αντίστοιχες ελληνικές προσπάθειες έχουν ισχνή παρουσία. Αν και υπάρχει μια απλή αναφορά στις προσπάθειες της Ελληνικής Κυβέρνησης να συγκροτήσει πολιτοφυλακή από τον Ιανουάριο του 1941, παραλείπονται σημαντικές πτυχές του θέματος. Τέτοιες -ενδεικτικά- είναι οι διαταγές του Γενικού Επιτελείου στις αρχές του 1941 για την πολιτοφυλακή (στελέχωση, κατασκευή κυανών διακριτικών κλπ), οι -διαφωτιστικές για το πνεύμα που επικρατεί- ομιλίες του πρωθυπουργού Τσουδερού στους Κρήτες, οι διαταγές της νέας στρατιωτικής Διοίκησης Κρήτης τον Μάιο του 1941 επίσης για την πολιτοφυλακή, η οργανωτική δράση στο νησί πολύ έμπειρων πολεμιστών όπως ο Παύλος Γύπαρης και φυσικά οι ζυμώσεις που συμβαίνουν στις τοπικές κοινωνίες του πληθυσμού εν όψει της γερμανικής εισβολής.
Σημείο 2: «Ανταρτοπόλεμος», «αντάρτες» και άτακτοι
Ο συγγραφέας συστηματικά στο βιβλίο του βιβλίου χαρακτηρίζει τη συμμετοχή των Κρητών πολιτών σε μάχες ως «ανταρτοπόλεμο», και τους Κρήτες πολίτες ως «αντάρτες» και όχι «ατάκτους» στρατιώτες του Ελληνικού κράτους[1]. Η επιλογή του όρου έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση και ερμηνεία των γεγονότων, έτσι η διαστρέβλωση αυτή είναι δύσκολο να έγινε εκ παραδρομής. Μάλιστα, είναι μια σύγχυση που μάλλον εισάγει ο συγγραφέας, από την οποία όμως φαίνεται ότι δεν έπασχαν οι Γερμανικές δυνάμεις που επετέθησαν στο νησί. Στα συμπεράσματά του λοιπόν ο συγγραφέας αναφέρει:
Οι αντάρτες είχαν ελάχιστο οπλισμό και λίγες φορές ενεπλάκησαν σε κανονικές μάχες. Οι περισσότεροι από αυτούς, οι «ελεύθεροι σκοπευτές» όπως αποκαλούνταν [..][2]
Προκύπτει, δηλαδή, ότι οι γερμανοί στρατιωτικοί της εποχής τους αποκαλούσαν προφανώς «francs–tireurs«[3] , κάτι που αναφέρεται και στον Beevor, ενώ ο όρος «αντάρτες»[4] είναι πιθανότατα «πρωτοβουλία» του Ρίχτερ. Γιατί έχει σημασία αυτή η μεταβολή; Η μεταβολή έχει διττή σημασία: αφ’ ενός νομική, αφ’ ετέρου ιστορική.
Από νομικής απόψεως, ο όρος «αντάρτης», στις διάφορες εκδοχές του, αναφέρεται σε ενόπλους που αναπτύσσουν δράση σε κατεχόμενη χώρα. Αντιθέτως, οι «άτακτοι» είναι πολίτες που μάχονται μεν εκτός του πλαισίου των ενόπλων δυνάμεων της χώρας τους, αλλά βοηθώντας τον «νόμιμο» στρατό της χώρας του στον «νόμιμο» πόλεμό του, ενώ το βασικό τους τυπικό πρόβλημα είναι ότι δεν είναι επίσημα ενταγμένοι στον κρατικό μηχανισμό. Με άλλα λόγια, οι άτακτοι όπως οι Κρήτες δεν προσπαθούν να ανατρέψουν την «εγκατεστημένη τάξη πραγμάτων» αλλά αντίθετα να την διατηρήσουν, βοηθώντας το στρατό της χώρας τους που συνεχίζει τον πόλεμο. Ο Ρίχτερ στο βιβλίο του προσπαθεί να μεταθέσει τους Κρήτες ατάκτους στην κατηγορία των «ανταρτών» μια κατηγορία με πολύ ασθενέστερη νομική προστασία και με διάφορους συνειρμούς για τους αναγνώστες, που όμως δεν ισχύουν στην περίπτωση της Μάχης της Κρήτης η οποία διεξάγεται σε κανονική περίοδο πολέμου. Όπως έχει επισημανθεί προηγουμένως, τον Μάιο του 1941 το Ελληνικό κράτος είναι σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Γερμανία, η δε συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου δεσμεύει μόνον τις Ελληνικές Δυνάμεις στην Ήπειρο και τη Μακεδονία.
Από νομικής πλευράς οι Κρήτες άτακτοι βρίσκονταν σε κατηγορία εμπολέμου σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης της Χάγης του 1907, δηλαδή την ισχύουσα στη Μάχη της Κρήτης (Παράρτημα στη Σύμβαση IV της Χάγης του 1907, Κανονισμοί σχετικά με τον σεβασμό των Νόμων και των Εθίμων του κατά Ξηράν πολέμου, Μέρος I: Σχετικά με τους Εμπολέμους, Κεφάλαιο I: Χαρακτηρισμός ως Εμπολέμων – Κανονισμοί)
Άρθρο 2: Οι κάτοικοι μιας περιοχής που δεν έχει κατακτηθεί και οι οποίοι, με την προσέγγιση του εχθρού, λαμβάνουν αυθόρμητα όπλα για να αντισταθούν στα εισβάλοντα στρατεύματα χωρίς να έχουν τον χρόνο να οργανωθούν σύμφωνα με το Άρθρο 1[5], θα θεωρούνται εμπόλεμοι εάν φέρουν τα όπλα εμφανώς και εάν σέβονται τους νόμους και τα έθιμα του πολέμου.
Αυτή είναι η περίπτωση συμμετοχής Κρητών πολιτών στην Μάχη της Κρήτης και είναι ένα λάθος του συγγραφέα που δύσκολα μπορεί να έγινε «τυχαία».
Τα λάθη του συγγραφέα γύρω από τα ισχύοντα της εποχής επιτείνονται όταν προσπαθεί να επικαλεστεί γενικότερα το ισχύον δίκαιο στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προφανώς για να αμβλύνει τις εντυπώσεις για τα γερμανικά αντίποινα. Έτσι, στη σελίδα 420 του βιβλίου αναφέρει ότι «τα αντίποινα ήταν συνηθισμένα την εποχή εκείνη για όλους τους στρατούς». Για να το υποστηρίξει αυτό, παρατίθεται δήλωση του Πάττον πριν την απόβαση στη Σικελία «θα σκοτώσουμε τους πολίτες που είναι τόσο ανόητοι ώστε να πολεμήσουν εναντίον μας«, άλλες απειλές εκτελέσεως ομήρων του Γαλλικού στρατού το 1945, μαζί με προβλέψεις περί αντιποίνων του βρετανικού και του αμερικανικού στρατιωτικού δικαίου κατά τον Β’ ΠΠ. Δεν παρατίθεται όμως καμιά συμμαχική ενέργεια πλην των απειλών. Ο συγγραφέας, δηλαδή, αναμιγνύει μία δήλωση (και όχι ενέργεια) που απειλούσε με θάνατο (με θάνατο στο πλαίσιο της μάχης, και όχι με εκ των υστέρων εκτελέσεις) τους ενδεχόμενους Ιταλούς francs tireurs, επίσης απειλές του Γαλλικού στρατού (αλλά όχι εκτελέσεις), μαζί με προβλέψεις του στρατιωτικού δικαίου των Συμμάχων περί αντιποίνων για παραβιάσεις του δικαίου του πολέμου από αντιπάλους – όχι για ατάκτους ή αμάχους, όπως ο συγγραφέας σκόπιμα δίνει την εντύπωση.
Με απλά λόγια, ο συγγραφέας προσπαθεί –προφανώς όχι κατά λάθος– να πείσει ότι κατά τη διάρκεια του Β’ Π.Π. όλοι οι αντίπαλοι προέβαιναν ή, εν πάση περιπτώσει, δικαιολογούσαν αντίποινα έναντι «ανταρτών», ή εξ αιτίας της δράσης ανταρτών, ενώ στην πραγματικότητα:
α. οι Κρήτες που πολεμούσαν δεν ήταν αντάρτες
β. τα αντίποινα δεν ήταν κοινή πρακτική (δεν είναι, παραδείγματος χάριν, γνωστές εκτελέσεις αμάχων από μέρους των Συμμάχων – ο Πάττον απειλούσε ότι «θα σκοτώσουμε τους πολίτες που είναι τόσο ανόητοι ώστε να πολεμήσουν εναντίον μας«)
γ. το δίκαιο του πολέμου δικαιολογούσε αναλογικά αντίποινα έναντι αντιπάλου που παραβίαζε το δίκαιο του πολέμου, ανεξαρτήτως του αν ήταν τακτικός, άτακτος ή αντάρτης και μόνον (και στον βαθμό) που αυτό θα απέτρεπε περαιτέρω παραβίαση του δικαίου του πολέμου. Αυτά όμως δεν ίσχυαν στην περίπτωση των εκδικητικών γερμανικών αντιποίνων μετά τη λήξη της Μάχης.
Από ιστορικής πλευράς, η σύγχυση μεταξύ των όρων στο βιβλίο είναι επίσης σημαντική γιατί οι γερμανοί είχαν πρόσφατες ιστορικές εμπειρίες και παρόμοιες αντιδράσεις. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι στην Κρήτη «για πρώτη φορά από την εποχή του Wellington στην Ισπανία του 1808, εφαρμόστηκε πάλι ο ασύμμετρος πόλεμος με τρομακτικές συνέπειες για τον άμαχο πληθυσμό«, κάτι βέβαια που δεν ισχύει.
Πράγματι, ο όρος «guerilla» (κατά κυριολεξία: «μικρός πόλεμος») που μέχρι σήμερα αποδίδει την έννοια του «αντάρτη» προέρχεται από την ισπανική αντίσταση στην ναπολεόντεια εισβολή και κατοχή (1807-1814), που ήταν μια μνημειώδης περίπτωση ανταρτοπολέμου. Όμως ο Ρίχτερ επιλέγει να ξεχάσει από πού προέρχεται ο όρος «francs tireurs» που κυρίως χρησιμοποίησαν οι Γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις για να χαρακτηρίσουν τους Κρήτες ατάκτους. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να χαρακτηρίσει τους γάλλους ατάκτους που επιτίθεντο εναντίον του Γερμανικού Στρατού (του Πρωσικού και των συμμάχων του Βαυαρών κλπ) στον Γαλλο-πρωσσικό πόλεμο του 1870-71 μαζικά και πίσω από τις γραμμές του. Οι άτακτοι αυτοί ήταν Γάλλοι πολίτες που προπολεμικά ανήκαν σε σκοπευτικές λέσχες οι οποίες και αποτελούσαν πυρήνες παραστρατιωτικών σωμάτων που προετοιμάζονταν προπολεμικά εν όψει της γερμανικής απειλής προμηθευόμενοι όπλα – ο αριθμός τους έφτανε στις 57.000. Οι άτακτοι αυτοί στην πλειοψηφία τους δεν ενσωματώθηκαν στον γαλλικό στρατό, και προκάλεσαν μεγάλες δυσκολίες στον γερμανικό στρατό, παρεμποδίζοντας της επικοινωνίες του και καθηλώνοντας στα μετόπισθεν πολύ σημαντικές δυνάμεις. Όπως είναι… αναμενόμενο, ο Γερμανικός Στρατός καταδίωξε με αγριότητα τους francs tireurs, δεν τους αναγνώριζε το δικαίωμα του εμπολέμου και συστηματικά τους εκτελούσε με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς δίκη.
Το ίδιο σημειώθηκε και πάλι στον επόμενο πόλεμο, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη δράση ατάκτων πολιτών και πάλι με την ονομασία «francs tireurs» (δηλαδή «ελεύθεροι σκοπευτές»). Πρωταγωνιστής υπήρξε και πάλι ο Γερμανικός Στρατός, αυτή τη φορά κατά την εισβολή τόσο στη Γαλλία όσο και στο Βέλγιο. Κατά την εισβολή, οι Γερμανοί αντιμετώπισαν και πάλι γάλλους και βέλγους ένοπλους πολίτες οι οποίοι αντιστέκονταν στην εισβολή χωρίς να είναι οργανωμένοι στις Ένοπλες Δυνάμεις ή σε κάποια πολιτοφυλακή της πατρίδας τους. Εξ αιτίας των απωλειών που οι francs tireurs τους δημιούργησαν κατά την εισβολή, οι Γερμανοί τους αντιμετώπισαν με αγριότητα που έμεινε παροιμιώδης, ενώ ταυτόχρονα και για την υπόλοιπη διάρκεια του Α’ ΠΠ έλαβαν δρακόντεια μέτρα για να καταστείλουν τη δράση τους. Η στάση των Γερμανών απέναντι στους francs tireurs υπήρξε ένα από τα στοιχεία που τους στιγμάτισαν στην κοινή γνώμη των συμμάχων κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ο Στρατάρχης Λούντεντορφ, ηγετική μορφή του Γερμανικού Στρατού κατά τον Α’ ΠΠ, στα απομνημονεύματά του μετά τον πόλεμο επιχείρησε να δικαιολογήσει την αγριότητα των μέτρων που έλαβε η γερμανική πλευρά. Η απάντηση στα γραφόμενα στο βιβλίο του Λούντεντορφ, από τον G. K. Chesterton που έγραψε το 1919 στα «Νέα του Λονδίνου», είναι ενδεικτική:
«Είναι εκπληκτικό το πόσο άτεχνοι είναι οι Πρώσοι σε αυτού του είδους τα πράγματα. Ο Λούντεντορφ δε μπορεί να είναι χαζός, σε κάθε περίπτωση όχι στο επάγγελμά του, γιατί τα στρατιωτικά του μέτρα ήταν συχνά πολύ αποτελεσματικά. Αλλά χωρίς να είναι χαζός όταν εφαρμόζει τα μέτρα του, γίνεται ένας τελείως μακάβριος κι αξιοθρήνητος ανόητος όταν πάει να τα δικαιολογήσει. Γιατί, στην πράξη, δε θα μπορούσε να έχει επιλέξει ένα πιο ατυχές παράδειγμα. Ένας άτακτος («franc–tireur«) οπωσδήποτε δεν είναι ένα πρόσωπο που μπορεί ποτέ να προκαλέσει αποστροφή σε οποιονδήποτε στρατιώτη. Ένας άτακτος σε καμία περίπτωση δεν είναι ένας τύπος για τον οποίο το στρατιωτικό πνεύμα θα ένοιωθε οποιαδήποτε πικρία. Δεν είναι ένας ύπουλος ή βάρβαρος ή φανταστικά διαβολικός εχθρός. Αντιθέτως, ο «άτακτος» είναι άνθρωπος για τον οποίον οποιοσδήποτε γενναιόδωρος στρατιώτης θα ένοιωθε θλίψη, όπως θα ένοιωθε και για έναν έντιμο αιχμάλωτο. Τι είναι ένας «άτακτος»; Ένας «άτακτος» είναι ένας ελεύθερος άνθρωπος που πολεμάει για να υπερασπιστεί το κτήμα του ή την οικογένειά του έναντι ξένων εισβολέων, αλλά που τυγχάνει να μη διαθέτει κάποια συγκεκριμένα διακριτικά ή ιματισμό που έχουν καταλογογραφηθεί από την Πρωσία το 1870. Με άλλα λόγια, ένας «άτακτος» είμαι εγώ, ή εσείς, ή οποιοσδήποτε άλλος υγιής άνθρωπος που όταν δέχτηκε επίθεση, έτυχε να κατέχει ένα όπλο ή ένα πιστόλι, αλλά δεν έτυχε να κατέχει ένα συγκεκριμένο πηλίκιο ή ένα συγκεκριμένο παντελόνι. Η διάκριση δεν ενέχει κανένα απολύτως ηθικό στοιχείο˙ είναι μόνον μία χοντροκομμένη και πρόσφατη τυπική διάκριση που κάνει η στρατοκρατία του Πότσδαμ.»
Συνεπώς, η θέση του Ρίχτερ ότι δράση παρόμοια με αυτή των Κρητών ατάκτων έλαβε χώρα στην Ευρώπη για πρώτη φορά μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους είναι ανακριβής και, υποπτεύεται κανείς, όχι εξ αιτίας της ιστορικής άγνοιας του συγγραφέα. Το ότι ο δράστης των προηγουμένων ηθικών ακροτήτων ήταν και πάλι ο Γερμανικός στρατός, μάλλον έπαιξε ρόλο στο λάθος αυτό.
Σημείο 3: Η κρίσιμης σημασίας συμβολή των Κρητών ατάκτων
Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι Κρήτες άτακτοι, τουλάχιστον στη μεγάλη πλειοψηφία τους, «απέφευγαν τις κατά μέτωπον αντιπαραθέσεις με τους ικανούς αλεξιπτωτιστές και επιδίδονταν σε μάχες με άντρες που είχαν αποκοπεί από τις μονάδες τους, με αβοήθητους και τραυματίες, ακολούθως σκύλευαν τα πτώματα«. Αυτή η -προφανώς προσβλητική για τους Κρητικούς- κατηγορία που βασικά παραποιεί τα γεγονότα, διατυπώνεται από τον Ρίχτερ ως το γενικό συμπέρασμα για τους Κρήτες ατάκτους.
Κατ’ αρχάς, από στρατιωτικής απόψεως, η μομφή περί της «αποφυγής των κατά μέτωπον αντιπαραθέσεων» είναι σχεδόν ερασιτεχνική. Στον πόλεμο είναι κανόνας κάθε πλευρά να προσβάλει τον αντίπαλο κυρίως όπου αυτός είναι αδύνατος και μάλιστα οι καλύτεροι δάσκαλοι αυτού του κανόνα ήταν οι Γερμανοί. Αυτό όμως αποτελεί απλώς θέμα τακτικής. Στη Μάχη της Κρήτης, τέτοια τακτική αποφυγής της μετωπικής αντιπαράθεσης εφάρμοζαν, παρεμπιπτόντως, και οι άριστα εξοπλισμένοι και οργανωμένοι γερμανοί Ορεινοί Κυνηγοί της 5ης Μεραρχίας έναντι των Νεοζηλανδών αντιπάλων τους, ώστε να χτυπήσουν δια υπερκεράσεως τα αδύνατα πλευρά της Συμμαχικής διάταξης.
Ωστόσο αυτή η τακτική δεν σημαίνει καθόλου ότι οι άτακτοι απέφευγαν γενικά τις μάχες, όπως υπονοεί ο Ρίχτερ. Αυτό μάλιστα που έχει σημασία είναι η συμμετοχή στις κρίσιμες μάχες που έκριναν το τελικό αποτέλεσμα και αυτές ήταν περισσότερο του πρώτου 48ώρου (μετά οι γερμανοί είχαν αποφασιστικό πλεονέκτημα). Σε κάθε περίπτωση ας δούμε βασικές πτυχές της συμμετοχής των Κρητών ατάκτων στη Μάχη:
Α. Στη δυτικότερη περιοχή των μαχών, στο Καστέλι Κισσάμου, την 20 Μαΐου άτακτοι Κρήτες βοηθούν το Ελληνικό 1ο Τάγμα Νεοσυλλέκτων να εξοντώσει το Απόσπασμα Μύρμπε. Ο Ρίχτερ δεν δέχεται την ουσιαστική συμβολή τους εκεί, γράφοντας ότι το απόσπασμα εξοντώθηκε μόνο από τις ελληνικές τακτικές δυνάμεις, όμως η ΔΙΣ βεβαιώνει την συμμετοχή των ατάκτων στην μάχη, ο δε Ρίχτερ δεν εξηγεί που οφείλεται την διαφοροποίηση του. Η μαχητικότητα πάντως των εκεί άτακτων επιβεβαιώνεται σαφώς και από το ότι συνέχισαν να συμπλέκονται με νέες γερμανικές δυνάμεις (95οΤάγμα Ορεινού Μηχανικού) που κατέφτασαν τις επόμενες μέρες στην περιοχή, ακόμα και μετά την κατάληψη από αυτές του Καστελίου κατά την έκτη μέρα της Μάχης και την υποχώρηση του εκεί Ελληνικού τάγματος. Χρειάστηκε μάλιστα μέχρι και η δράση των 2 ελαφρών γερμανικών αρμάτων που αποβιβάστηκαν εκεί την 8η μέρα, στις 27 Μαΐου! Σύμφωνα με τον Beevor, αυτή η συνέχιση των μαχών από τους ατάκτους είχε σαν αποτέλεσμα την καθυστέρηση αποβίβασης -με σχεδία- των ελαφρών γερμανικών αρμάτων, τα οποία αλλιώς θα δυσχέραιναν πολύ την ομαλή υποχώρηση της Νεοζηλανδικής μεραρχίας στα Σφακιά. Επιπλέον μια πιο δραστήρια συμμαχική διοίκηση από την υπάρχουσα θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί αυτή την ελληνική επιτυχία προς την κατεύθυνση του Μάλεμε που ήταν κοντά.
Β. Στο Μάλεμε, παρά την απουσία τακτικών ελληνικών μονάδων με τις οποίες συνήθως συνεργάζονταν, ομάδες Κρητών ατάκτων στις 20 Μαΐου συνεπλάκησαν αμέσως με τμήματα τριών από τα τέσσερα τάγματα που αποτελούσαν το επιτεθέν εκεί Σύνταγμα Εφόδου Αλεξιπτωτιστών. Ειδικά για τη γερμανική δύναμη στην οποία κυρίως οφείλεται η κατάληψη του αεροδρομίου Μάλεμε κατά το πρώτο 24ωρο της Μάχης (δηλ. το 2ο και 4ο Τάγμα Εφόδου), δύο περίπου λόχοι της δύναμης της ενεπλάκησαν σε μάχες μόνο με ατάκτους, ένα αξιοσημείωτο ποσοστό από την συνολική δύναμη των 2 ταγμάτων που όπως είπαμε έκριναν -μαζί με την νεοζηλανδική αδράνεια- και το τελικό αποτέλεσμα της Μάχης.
Γ. Στην περιοχή Χανίων, ομάδες ατάκτων κατείχαν θέσεις στην περιοχή Αλικιανού, στο νότιο άκρο της συμμαχικής διάταξης που κάλυπτε προς νότο τα Χανιά-Σούδα, συμπληρώνοντας το εκεί αμυνόμενο και απομονωμένο ελληνικό 8ο Τάγμα Νεοσυλλέκτων. Εναντίον της τοποθεσίας αυτής επετέθη αρχικά το 7ο Τάγμα Μηχανικού Αλεξιπτωτιστών με ισχυρή εγγύς υποστήριξη της αεροπορίας, αλλά οι επιθέσεις αποκρούστηκαν. Η ενεργός άμυνα αυτού του νοτίου πλευρού συνεχίστηκε και τις 5 επόμενες μέρες, όσο τελικά χρειάστηκε ώστε να μην επιτραπεί η γρήγορη επιτυχία στην υπερκέραση που προσπάθησε από εκεί η 5η Ορεινή Γερμανική Μεραρχία με το 85οΣύνταγμα Ορεινών Κυνηγών. Οι συμμαχικές δυνάμεις (Νεοζηλανδική Μεραρχία) που στο μεταξύ είχαν ηττηθεί στον τομέα Μάλεμε, κατάφεραν έτσι να διαφύγουν προς νότο από τον διαμορφούμενο γερμανικό κλοιό. Ασφαλώς μερίδιο της επιτυχίας αυτής ανήκει στα άτακτα τμήματα που βοήθησαν το απομονωμένο στον Αλικιανό και ελλιπέστατο από κάθε άποψη –πλην μαχητικότητας- 8ο Τάγμα Νεοσυλλέκτων. Η πολύ σημαντική ελληνική άμυνα στον Αλικιανό επισημαίνεται όλως ιδιαιτέρως από τη διεθνή βιβλιογραφία (περιλαμβανομένου του Ρίχτερ) και η αναφορά πάντοτε αφορά ΚΑΙ τους Κρήτες ατάκτους της περιοχής.
Δ. Στην περιοχή Ρεθύμνου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η ΔΙΣ, ομάδες Κρητών ατάκτων «.. εξώρμησαν για την προάσπισιν της πόλεως, ακόμα και γέροντες, παρέχοντες γενναία βοήθεια στα μαχόμενα τακτικά τμήματα«. Τα τακτικά αυτά τμήματα ήταν το Έμπεδον Τάγμα Ρεθύμνου και η πειθαρχημένη Σχολή Χωροφυλακής που ανάγκασε με αντεπιθέσεις το επιτιθέμενο γερμανικό τάγμα (3ο/2ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών) να μεταπέσει σε άμυνα. Μετά την απόκρουση της αρχικής γερμανικής επίθεσης, ηπόλη έμεινε μέχρι τέλους της Μάχης στα ελληνικά χέρια, ενώ την 21 Μαΐου ο τοπικός διοικητής Αντ/χης Campell συνεχάρη τα ελληνικά τμήματα: «..οι Αυστραλοί (σ.σ. 2/1, 2/11 αυστραλιανά Τάγματα) αναφέρουν ότι είναι υπερήφανοι πολεμούντες παρά το πλευρόν των Κρητών και των Ελλήνων. Θερμά συγχαρητήρια για την επιτυχία σας..».
Ε. Στην περιοχή Ηρακλείου ομάδες Κρητών ατάκτων είχαν αναπτυχθεί στην ευρύτερη περίμετρο της περιοχής πόλεως Ηρακλείου και αεροδρομίου, ελέγχοντας και τις προσβάσεις προς το εσωτερικό. Στις 20 Μαΐου, στα ανατολικά της πόλης απόσπασμα του 1/1ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών που προσπάθησε να κινηθεί προς νότο, εξοντώθηκε από ενέδρες ατάκτων. Δυτικά της πόλεως Ηρακλείου το 2ο τάγμα/ 2ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών ενεπλάκη επίσης με ομάδες ατάκτων και δεν μπόρεσε να μετάσχει στις προσπάθειες κατάληψης της πόλης από άλλο γερμανικό τάγμα (3ο/1ου) την 20-21 Μαΐου. Αυτή η τελευταία γερμανική μονάδα με μια τολμηρή ενέργεια την δεύτερη μέρα της Μάχης εισήλθε στο Ηράκλειο μέχρι το κέντρο του αλλά τελικά αποκρούστηκε και αναγκάστηκε να υποχωρήσει εκτός της πόλης. Η βοήθεια άτακτων τμημάτων που γνώριζαν άριστα την πόλη ήταν σημαντική στις οδομαχίες που διεξήχθησαν. Η πόλη τελικά παρέμεινε σε ελληνικά χέρια μέχρι το τέλος της μάχης.
Γενικότερα, αν λάβουμε υπόψη την χαώδη διαφορά εξοπλισμού και υποστήριξης μεταξύ ατάκτων και γερμανών, αντί της ιδιαίτερα μειωτικής θέσης του Ρίχτερ, θα συμφωνήσουμε με τον Μπήβορ: η διάθεση προς μάχη των Κρητών «πλησίαζε πολλές φορές τα όρια της αυτοκτονίας«.
Απολύτως ενδεικτικό είναι και ένα εκπληκτικό περιστατικό που έλαβε χώρα την 22 Μαΐου. Δύναμη από ένα γερμανικό τάγμα αλεξιπτωτιστών (2ο/3ου Συν/τος) κατόπιν επίθεσης κατέλαβε ένα σημαντικό λόφο στην περιοχή Γαλατά Χανίων. Μετά από λίγο εναντίον του λόφου εκδηλώθηκε μια αντεπίθεση όχι από κάποια συμμαχική τακτική μονάδα αλλά από ένα άτακτο σύνολο ελλήνων νεοσυλλέκτων και ντόπιων αμάχων που περιελάμβανε γυναίκες και παιδιά, ένας μάλιστα άγγλος αυτόπτης μάρτυρας σημείωσε ότι ένας από τους επιτιθέμενους κράδαινε ένα κυνηγητικό όπλο που στην άκρη του είχε δέσει ένα… κουζινομάχαιρο. Η απίθανη αυτή αντεπίθεση πέτυχε και το γερμανικό τμήμα υποχώρησε από τον λόφο.
Τέλος να σημειώσουμε σχετικά ότι ο μαχητικός ξεσηκωμός του κρητικού πληθυσμού ασφαλώς βοήθησε και το ηθικό των ελληνικών τακτικών δυνάμεων ώστε συνολικά και αυτές να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην Μάχη της Κρήτης. Οι περισσότεροι από τους νεοσύλλεκτους που επάνδρωσαν τα ελληνικά τάγματα ήταν νεαροί από τη σκλαβωμένη πια ηπειρωτική Ελλάδα, χωρίς νέα από τους δικούς τους, με το μέλλον της γενέτειρας τους σκοτεινό, ενώ οι ίδιοι ήταν σχεδόν ανεκπαίδευτοι και με ελάχιστο οπλισμό. Σύμφωνα με όλους τους κανόνες οι άνδρες αυτών των «μονάδων» λογικά θα είχαν πολύ χαμηλό ηθικό, αλλά η εικόνα των χωρικών που απαιτούσαν όπλα για να πολεμήσουν ήταν προφανώς ευεργετική για το φρόνημά τους.
Σε ό,τι αφορά τώρα τον ισχυρισμό του συγγραφέα ότι οι Κρήτες άτακτοι στρέφονταν εναντίον των «αποκομμένων, αβοήθητων και τραυματιών» που αναφέρονται συγκεχυμένα -μάλλον για λόγους εντύπωσης-, θα πρέπει να διακριθούν οι τρεις αυτές κατηγορίες: οι «αποκομμένοι» αλεξιπτωτιστές εναντίον των οποίων στρέφονταν οι Κρήτες δεν ήταν οπωσδήποτε «αβοήθητοι και τραυματίες» αλλά αποτελούσαν σημαντικούς στόχους, γιατί αλλιώς ενώνονταν με τις μονάδες τους ενισχύοντας τες. Επιπλέον, όσοι από αυτούς ήταν εντός της συμμαχικής διάταξης, κάτι σύνηθες στην αρχή της Μάχης, παρεμπόδιζαν την -πρωτόγονη γενικά- συμμαχική επικοινωνία δια συνδέσμων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απώλεια, των συνδέσμων του 22ουΝεοζηλανδικούΤάγματος στο κρίσιμο τομέα του Μάλεμε στις 20 Μαΐου, ο διοικητής του οποίου έχασε έτσι σταδιακά την τακτική εικόνα της μάχης γύρω του. Βασική αιτία απώλειας των συνδέσμων θεωρείται η δράση «αποκομμένων» αλεξιπτωτιστών κυρίως του 3ου Τάγματος/Συντ. Εφόδου που ευρισκόμενοι στα νεοζηλανδικά μετόπισθεν τους εξόντωναν.
Η ασαφής κατηγορία «αβοήθητοι» που αναφέρει ο Ρίχτερ δεν έχει νόημα για στρατιώτες που εισέρχονται στο πεδίο της μάχης, εκτός αν αφορά τραυματίες.
Αλλά για αυτό και γενικά περί παραβιάσεων και εγκλημάτων στην Μάχη της Κρήτης θα αναφερθούμε στο Μέρος Β’ του κειμένου μας.
Σημειώσεις
[1] Για την ακρίβεια, ο Ρίχτερ κάνει αρχικά δύο αναφορές σε «ατάκτους» (σελ. 396 και 402), κι εν συνεχεία, μαγικά, και χωρίς καμία άλλα εξήγηση, οι αναφορές συνεχίζονται σε αντάρτες και ανταρτοπόλεμο.
[2]σελ. 439
[3]Franctireur: κατά λέξη: «ελεύθερος σκοπευτής», όρος που από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα σημαίνει τους ατάκτους μαχητές
[4]Partisan: «αντάρτης», όρος που σημαίνει τον πολίτη κατεχόμενης χώρας που έχει πάρει τα όπλα για να πολεμήσει εναντίον του κατακτητή – ενεργώντας, συνήθως, ανορθόδοξα.
[5]Το άρθρο 1 αναφέρεται στο νομικό καθεστώς της πολιτοφυλακής (με περισσότερα απαιτούμενα όπως με σύμβολα στα ρούχα κλπ)
Πηγή: Βελισάριος