Εὐριπίδης, Ἀθηναῖος
Γέρασε ἀνάμεσα στὴ φωτιὰ τῆς Τροίας καὶ στὰ λατομεῖα τῆς Σικελίας. Τοῦ ἄρεσαν οἱ σπηλιὲς στὴν ἀμμουδιὰ κι οἱ ζωγραφιὲς τῆς θάλασσας. Εἶδε τὶς φλέβες τῶν ἀνθρώπων σὰν ἕνα δίχτυ τῶν θεῶν, ὅπου μᾶς πιάνουν σὰν τ᾿ ἀγρίμια· προσπάθησε νὰ τὸ τρυπήσει. Ἦταν στρυφνός, οἱ φίλοι του ἦταν λίγοι· ἦρθε ὁ καιρὸς καὶ τὸν σπαράξαν τὰ σκυλιά.