ΩΡΑ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ*
Θυμᾶται πάλι σήμερα τὸ Ἔθνος τὴ μεγάλη μέρα του, μιὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες μέρες τῆς ἱστορίας του. Ὅ,τι χαρακτηρίζει ἰδιαιτέρως τὴν ἑλληνικὴ αὐτὴ σελίδα εἶναι πὼς πέρασε ἀμέσως, ἐνῷ ἀκόμα γραφόταν, στὴν περιοχὴ ἐκείνη ὅπου τὸ γεγονὸς ἐξιδανικεύεται, γίνεται πνεῦμα καὶ μῦθος, ὅπου ὁ πόνος καὶ τὸ αἷμα ἐξαγιάζονται μέσα σὲ μιὰ αἴσθηση εὐθύνης, παραδόσεως καὶ χρέους.
Τὰ στοιχεῖα ποὺ προετοίμασαν αὐτὴν τὴν ἄμεση ἀναγωγὴ τῆς πράξεως τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ 1940 στὴν περιοχὴ ἑνὸς νέου ἑλληνικοῦ μύθου εἶχαν ἤδη συσσωρευθῆ ἀπὸ τὸ καλοκαίρι τοῦ ἴδιου χρόνου, μὲ την ἀναγκαιότητα ποὺ συμπυκνώνονται τὰ στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς τραγωδίας γιὰ νὰ προετοιμάσουν τὴν κάθαρση. Τὸ ἄδικο εἶχε κατασκεπάσει τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, ἡ προσβολὴ στὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια ἔκανε τὴν καρδιά του νὰ χτυπᾷ βίαια. Εἶχε πάει νὰ προσκυνήσῃ ταπεινὰ τὴ Δέσποινα τοῦ Ἀρχιπελάγους του, νὰ τὴν παρακαλέσῃ, ὅταν ἔγινε ἐκείνη ἡ ἀπίστευτη πράξη: τὸ ξένο ὑποβρύχιο χτύπησε τὸ βασιλικὸ ἑλληνικὸ πλοῖο καὶ τοὺς φτωχοὺς προσκυνητές, τὶς γυναῖκες καὶ τοὺς γερόντους καὶ τὰ ἄρρωστα παιδιά. Ἡ ψυχὴ τοῦ κόσμου συνταράχθηκε. Ἡ πρώτη δύναμη ὅλων τῶν μεγάλων κινήσεων τῆς ἱστορίας εἶναι τὸ συναίσθημα, προπάντων σ' αὐτὲς ἐδῶ τὶς θάλασσες τοῦ Αἰγαίου, τὶς δικές μας. Μὲ τὴ λυτρωτικὴ ἐνέργεια τῆς πίστεως ὁ λαὸς αὐτὸς ἔβαλε ἀμέσως τὴ λάμψη τοῦ θαύματος μέσα στὸ συμβάν.
Ἄκουσα ἕνα γέροντα αὐτόπτη νὰ ἀφηγῆται τὸ περιστατικό, κατεργασμένο ἤδη μέσα του ἀπ' τὴ μυστικὴ δύναμη, ἔτσι:
«Ἄξαφνα, λέει, ἀκούσαμε κατὰ τὸ μουράγιο τὸ μεγάλο κρότο. Πῆγαν κ' ἦρθαν τὰ βουνὰ τῆς Τήνου, κι ὁ γιαλὸς σείστηκε καὶ τίναξε θεόρατο κῦμα δυνατό. «Βαγγελίστρα μου!» εἴπαμε καὶ πέσαμε καταγῆς παρακαλῶντας. Σὲ λίγο νά σου ἄλλος κρότος. «Ἐδῶ εἶναι ἡ συντέλεια!» εἴπαμε. «Χανόμαστε! Ἄν δὲ βάλῃς τὸ χέρι σου ἐσύ, Παναγία, χανόμαστε!» Τὸ βασιλικό μας τὸ καράβι ἔξω ἀπ' τὸ λιμάνι βούλιαζε. Τότε ἦρθε ἡ ἄλλη τορπίλα. Αὐτὴ θὰ 'κανε χαλασμὸ πολὺν στὸν κόσμο, στοὺς προσκυνητὲς ποὺ ἦταν στὸ μουράγιο, ἂν δὲν τὴν ἔπαιρνε ἡ Βαγγελίστρα. Σίγουρα κάθησε ἀπάνω της, δελφῖνα πάνω στὸ κῦμα, ἡ Βαγγελίστρα καὶ τὴν πιλοτάρισε τὴν τορπίλα νὰ πέσῃ ἀπάνω στὰ βράχια, νὰ σπάσῃ, νὰ χαθῇ. Κ' ὕστερα ἡ Βαγγελίστρα, ἀπὸ δελφῖνα ποὺ ἦταν, ἔβγαλε φτερό, κ' ἔγινε περιστέρα, καὶ πέταξε πάνω ἀπ' τὸ λαὸ τοὺς προσκυνητὲς ποὺ εἶχαν πέσει στὰ γόνατα καὶ κλαῖγαν καὶ παρακαλοῦσαν. «Δοξασμένο τ' ὄνομά σου», φωνάζανε. «Φουρτούνα ἔρχεται στὸν τόπο μας. Σῶσε μας ἐσύ, ποὺ σ' ἀγαποῦμε καὶ μᾶς ἀγαπᾶς».
Τὸ ἔνστικτο τοῦ λαοῦ αὐτοῦ μιλοῦσε σωστά. Προετοίμαζε περισσότερο ἀπὸ τὸ σῶμα, τὴν ψυχή, γιατὶ γιὰ ὅ,τι θὰ ἐρχόταν θὰ χρειαζόταν κυρίως αὐτή: ἡ ψυχή.
Ὅλες οἱ ἐνδείξεις ἦταν ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπαναληφθῇ ἡ ἴδια κίνηση τῆς ἱστορίας. Ὅτι. ὅπου νά 'ναι, θὰ βρισκόμαστε πάλι στὸ σταυροδρόμι καὶ θὰ 'πρεπε νὰ διαλέξουμε τὸ δρόμο: τὸν ἀπὸ δῶ ἢ τὸν ἀπὸ κεῖ. Ὄχι μόνο ὡς ἔθνος, ὡς πολιτεία: ἀλλὰ ὁ καθένας χωριστά, ὡς ἄτομα ὑπεύθυνα. Αὐτὴ ἡ ἔξαρση τοῦ ἐγώ, τοῦ ἀτόμου, μέσα μας, κληρονομιὰ προγονική, βέβαια μᾶς δίνει κάποτε τὴν ἀφορμὴ γιὰ μεμψιμοιρίες. Ἔλέγχομε συχνὰ ἐκδηλώσεις στὶς ὁποῖες μᾶς ὁδηγεῖ ὁ ἀτομικισμός μας. Μᾶς ἀπομονώνει συχνὰ ἀπὸ τὰ γύρω, μᾶς περισφίγγει μέσα σὲ σύνορα ἀσφυκτικά. Ὡστόσο αὐτὸ τὸ ἄτομο, τὸ κλειστό, ποὺ γίνεται ὑπεύθυνο τὴν ὥρα ποὺ πρέπει, ποὺ γίνεται συνείδηση καὶ λειτουργία ἠθική, αὐτὸ εἶναι στὸν ἀρχικὸ πυρῆνα τῶν μεγάλων στιγμῶν τοῦ ἑλληνικοῦ βίου: αὐτὸ ὑπαγορεύει τὸ διάλογο ποὺ ἀνάγει τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα καὶ τὸ κάνει διαρκῶς νὰ ἀναζητῇ· αὐτὸ ὑπαγορεύει τὸ χορὸ καὶ τὴ στάση τῶν ἡρώων τῆς ἑλληνικῆς τραγωδίας ἀπέναντι στὴ μοῖρα· αὐτὸ καθορίζει στὴν ζωὴ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, τὴν ἀνάγκη τοῦ θανάτου.
Ὁλόκληρη ἡ πορεία τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας μέσα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου εἶναι σύνθεση ἀτόμων, ποτὲ ἀγέλης. Ἡ πικρὴ πείρα ποὺ προορίστηκε στὸ ἔθνος τοῦτο λίγο ἀργότερα, μετὰ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 40, ἦταν καὶ αὐτό: νὰ δῇ ὡς ποῦ μπορεῖ νὰ φτάσῃ ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν εἶναι ἕτοιμος νὰ γίνῃ ἀγέλη, ὅταν δὲν μπορῇ παρὰ νὰ γίνει ἀγέλη καὶ νὰ ἐγκληματῇ, ὑπακούοντας τυφλὰ στὶς προσταγὲς τῶν αὐθεντῶν του, χωρὶς καμιὰ ἀντίσταση συνειδήσεως, χωρὶς ἔλεγχο, ὡς ἕνα σῶμα ἄβουλο, σκοτεινό, κολοσσιαῖο τοῦ θανάτου.
Αὐτὴ ἐδῶ ἡ θάλασσα, αὐτὰ ἐδῶ τὰ βουνά, αὐτὸς ἐδῶ ὁ οὐρανός, δόξα τῷ Θεῷ, παρασταθήκανε στὸν ἄνθρωπο ποὺ ζῇ μέσα στὴν κυριαρχία τους, τὸν βοηθήσανε νὰ διαμορφώσῃ ἕνα χαρακτῆρα καὶ ἕνα ἦθος, ἐκεῖνο τὸ μέτρον ποὺ τὸν κάνει νὰ θεωρῇ τὰ ἐγκόσμια στὶς ὀρθὲς ἀναλογίες, ποτὲ νὰ μὴν ὑπερβάλλῃ, ποτὲ νὰ μὴ συνθλίβεται ἢ νὰ ἐξαφανίζεται ὡς συνείδηση καὶ ὡς προσωπικότητα. Ὑπάρχει ἕνας δεσμὸς τῆς περιρρεούσης φύσεως μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ βοηθεῖ νὰ ἐξηγηθοῦν πολλά. Ὁ Ὄλυμπος, τὸ φαράγγι τοῦ Ἐνιππέως, ὁ γυμνὸς ὄγκος τοῦ θρόνου τοῦ Διὸς εἶναι μιὰ πνευματικὴ τελειότητα ποὺ ἐξηγεῖ τὸν Ὅμηρο. Καὶ τὰ βουνὰ τῆς Πίνδου, καὶ ὁ Παρνασσός, καὶ τὸ Καλλίδρομο, ἐξηγοῦν τὶς Θερμοπύλες καὶ τὸ 1940.
Σ΄ αὐτή ἐδῶ τὴ γῆ ἡ ἑνότητα ἐξ ἄλλου εἶναι μία: ἡ πρᾶξις καὶ τὸ πνεῦμα. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἑλληνικὸς θρῦλος δὲ μοιάζει σὲ τίποτα μὲ τοὺς θρύλους ἄλλων λαῶν. Εἶναι ἕνας θρῦλος τοῦ πνεύματος, συνδεμένος μὲ τὴν ὑπερηφάνεια, μὲ τὴν πίστη καὶ μὲ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου.
Κάθε φορά, μέσα στοὺς χρόνους τῆς ἱστορίας, ποὺ μαχόμαστε ἐδῶ, στὴ γυμνή μας γῆ, στὰ βουνά μας τὰ ἄγρια, στὰ φαράγγια μας καὶ στὴ θάλασσά μας, κάθε φορὰ ποὺ στηλωνόμαστε ὄρθιοι, ποὺ πολεμοῦμε καὶ πεθαίνουμε, ξέρουμε καλὰ ὅτι δὲν ὑπερασπίζουμε μονάχα ἕνα κομμάτι γῆ, τὰ χωράφια μας καὶ τὰ καλύβια μας. Ξέρουμε πώς, μαζὶ μ' αὐτό, ὑπερασπίζουμε ὅ,τι ἐπήραμε ἀπ' τοὺς πατέρες μας κι' ἀπ' τοὺς πατέρες τῶν πατέρων μας: τὴν ἑλληνικὴ παρακαταθήκη. Ἔτσι ὁ ἀγῶνας καὶ ἡ μάχη ὅπου ριχνόμαστε χάνει εὐθὺς ἐξαρχῆς τὸ χαρακτῆρα τὸν ὑλικό, γίνεται πρᾶξις ἠθική. Καὶ μονάχα ἔτσι κοιταγμένη ἀποτιμᾶται στὴν πραγματικὴ οὐσία της. Ἔτσι ἐπίσης παίρνει τὸ νόημά της καὶ ἡ ἄλλη ἐνέργεια: ἡ ἀποδοχὴ τῆς θυσίας, ἡ ἠρεμία καὶ ἡ γαλήνη ὅπου πηγαίνουμε πρὸς τὸ ὁλοκαύτωμα, ἡ προσφορὰ πρὸς τὸ θάνατο. Σ' ἐμᾶς, οἱ μεγάλες ὧρες μας ὡς ἔθνους δὲν εἶναι μονάχα ὅταν νικήσαμε. Ἀλλὰ καὶ ὅταν νικηθήκαμε. Γιατὶ ξέραμε πάντα τὸ πῶς ἔπρεπε νὰ σταθοῦμε καὶ στὸ ἕνα καὶ στὸ ἄλλο. Καί, φυσικά, τὸ πιὸ δύσκολο εἶναι αὐτό: νὰ ξέρῃς τὸ τί πρέπει στὴ δύσκολη ὥρα ποὺ εἶσαι ἡττημένος ἢ ποὺ ξέρεις πὼς θὰ νικηθῇς. Ἀλλοῦ θάβουν μέσα στὴ λησμοσύνη τῆς ἱστορίας τὶς ἧττες τους. Ἐμεῖς περνᾶμε σὰν παραμύθι στὰ παιδιά μας, καὶ τὶς κάνουμε παραμύθι τοῦ κόσμου, τὶς Θερμοπύλες. Γιατὶ Θερμοπύλες σημαίνουν αὐτό: νὰ ξέρῃς πῶς νὰ πεθάνῃς.
Εἶναι τὸ πικρὸ προνόμιό μας: ν' ἀνήκουμε σ' ἕναν τόπο ποὺ ἡ μοῖρα του εἶναι νὰ πληρώνῃ τὴν κίνηση τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου μὲ πόνο καὶ αἷμα. Ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, ἀπὸ χρόνους πανάρχαιους, ἔρχονται οἱ μνῆμες τοῦ κόσμου, τὰ παραμύθια καὶ τὰ δάκρυα. Οἱ μητέρες γιὰ ν' ἀποκοιμίσουν τὰ παιδιά τους δὲν ἔχουν νὰ τοὺς λένε παραμύθια χαρᾶς, γιὰ πουλιὰ καὶ γιὰ δάση. Τοὺς λένε γιὰ ἀραπάδες καὶ γιὰ κουρσάρους, γιὰ σφαγὲς καὶ γιὰ πεῖνα. Τὰ τραγούδια μας ἔχουν τὸν αὐστηρὸ ρυθμὸ τῆς πικρῆς μας μοίρας, καὶ τὰ πουλιὰ καὶ τὰ δέντρα μιλοῦν στὰ τραγούδια μας ὄχι γιὰ ν' ἀλαφρώσουν τὴν καρδιά μας, μὰ γιὰ νὰ μᾶς θυμίσουν. Εἴμαστε ἕνας λαὸς τῆς μνήμης. Αὐτὸ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς λύπης καὶ τῆς περηφάνειας μας. Πηγὴ καὶ αὐτῆς τῆς ἄλλης δύναμης, τῆς ἀδάμαστης θέλησης ποὺ μᾶς σπρώχνει νὰ μὴ γονατίζουμε, νὰ σηκωνόμαστε πάντα ὄρθιοι, ὅσο βίαιοι κι ἂν εἶναι οἱ ἄνεμοι, ὅσο ἄγρια κι ἂν εἶναι ἡ θύελλα. Κάθε κομμάτι τῆς γῆς ποὺ πατοῦμε, κάθε δέντρο, κάθε βουνὸ, κάθε πέτρα, κάθε κάβος — ὅλα ἔχουν νὰ ποῦν γιὰ μεγαλεῖο καὶ γιὰ δάκρυα. Περνοῦν ἀπὸ μητέρα σὲ μητέρα, ἀπὸ πάππο πρὸς πάππο, φαντάσματα καὶ παραμύθια, περνοῦν στοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς μας καὶ τῆς θάλασσάς μας — καὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ τοὺς δίνει τὴν ἴσια ματιά, τὴ λίγο θλιμμένη, τὴ γεμάτη ἀξιοπρέπεια καὶ ἐγκαρτέρηση.
Ἡ ψυχὴ ἦταν προετοιμασμένη ἐκεῖνα τὰ χαράματα τῆς 28 Ὀκτωβρίου τοῦ 1940 ὅταν ἐσήμαναν οἱ σειρῆνες καὶ ἠχολογήσανε οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν στὰ χωριά μας. Θυμηθῆτε ἐκείνη τὴ μέρα στοὺς δρόμους τῶν Ἀθηνῶν, τοὺς πλημμυρισμένους ἀπ' τὴ νιότη τῆς πρωτεύουσας τῶν Ἑλλήνων, ἀπ' τὶς κοπέλλες, ἀπ' τὶς μητέρες, θυμηθῆτε τὰ πρόσωπά τους: εἶχαν τίποτα τὸ πένθιμο, τίποτα ἀπὸ συντριβὴ γιὰ τὸ θάνατο ποὺ τοὺς περίμενε; Εἶχαν λάμψη. Ἦταν χαρά; Βέβαια ὄχι. Ἀλλὰ ἡ πίστη ποὺ ἔδινε τὴν ἠρεμία, ἡ πίστη ὄχι ἁπλῶς γιὰ τὸ δίκιο ἀλλὰ ἡ πίστη στὸ χρέος. Κι αὐτό, εἴπαμε, εἶναι κάτι ποὺ ἔρχεται ἀπὸ πολὺ μακριά, κληρονομημένο ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, μὲς στὸ αἷμα, μὲς στὸ κύτταρο.
Τὸ ἔθνος ἔδειξε τότε μιὰ ἑνότητα ποὺ θὰ μείνῃ ἀλησμόνητη στὴν ἱστορία του. Ἔδιναν ὅλοι: αἷμα, νίοτη, τὰ χρυσά τους τὰ δακτυλίδια οἱ γυναῖκες, τὰ ἀναθήματα τῶν πιστῶν οἱ ἐκκλησίες, καραβάκια καὶ πόδια ἀσημένια. Ἡ αἴσθηση τῆς προσβολῆς καὶ τῆς ἀδικίας κατασκέπαζε τὴν ψυχή μας. Γιατὶ μᾶς χτυποῦσαν, πίσω ἀπ' τὴν πλάτη, ἔτσι ἄδικα; Δὲν γυρεύαμε παρὰ νὰ μᾶς ἀφήσουν νὰ πορευόμαστε ἤσυχα τὴ δύσκολη ζωὴ τῶν βουνῶν καὶ τῶν θαλασσῶν μας. Οἱ πατέρες μας, οἱ πρὸ τοῦ 1922, μποροῦσαν νὰ κάνουν ὄνειρα. Ἐμεῖς ὄχι. Οἱ πατέρες μας λέγανε τὰ ὄνειρά τους Μεγάλη Ἰδέα: νὰ ξαναστήσουμε τὸ παλαιϊκό μας κλέος, νὰ ξαπλωθοῦμε πάλι στὶς πανάρχαιες ἑστίες τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἀκοίμητες δυνάμεις τοῦ Γένους περίμεναν λέγοντας τραγούδια γιὰ κυρα-Δέσποινες, βλέποντας ὁράματα μὲ ἀρχαγγέλους καὶ μὲ ρομφαῖες. Ἔτσι ὁραματίζονταν οἱ πατέρες μας. Ὥσπου ἦρθε κι αὐτό, ἦρθε ἡ ὥρα του νὰ γίνῃ τὸ ὅραμα ἀλήθεια. Δὲ βάσταξε παρὰ μιὰ ἐλάχιστη στιγμὴ τῆς ἱστορίας. Καὶ ὕστερα ἔγινε ὅ,τι γίνονται τὰ ὄνειρα: φλόγα καὶ αἷμα καὶ δάκρυα καὶ ἐρήμωση. Ξεκίνησε τότε κυνηγημένος, κοπάδια-κοπάδια, ὁ ἑλληνισμὸς ὁ τῆς ἀντίπερα ὄχθης, ἀφήνοντας τὴ γῆ του, καὶ μαζεύτηκε ἐδῶ νὰ ριζώσῃ σὲ τούτη τὴ γυμνή γῆ. Εἴπαμε: «Τελείωσαν: Ἡ Μεγάλη Ἰδέα, τὰ ὄνειρα τοῦ Γένους. Ἀφῆστε μας νὰ ζήσουμε ἐν εἰρήνῃ». Τὸ ἔνστικτο τῆς ζωῆς ὑπαγόρευε σὲ χιλιάδες ξερριζωμένους ἀνθρώπους νὰ λυτρωθοῦν ἀπ' τὸ δεσμὸ μὲ τὸ γενέθλιο χῶμα. Ὅτι θεωροῦμε φυσικὸ γιὰ τὰ θεριὰ τοῦ δάσους, τὸ νὰ μὴν ξεχνοῦν, τὸ νὰ θέλουν σὰν ἔρθῃ ἡ ὥρα τους νὰ πεθάνουν νὰ γυρίσουν στὶς σπηλιές τους, ἐμεῖς τὸ στερήσαμε ἀπ' τοὺς ξερριζωμένους Ἕλληνες. Τοὺς εἴπαμε πὼς ἔπρεπε νὰ χάσουν τὴν ἐλπίδα τῆς ἐπιστροφῆς διὰ παντός. Γιατὶ ἡ νέα γῆ, ἡ νέα πατρίδα φώναζε νὰ δεθοῦν μαζί της, ἀλλιῶς χάνονται. Γιατὶ ἡ Ἀνάγκη φώναξε πὼς ἡ μοῖρα τῶν ἀνθρώπων εἶναι νὰ δουλεύουνε σὲ ἕνα χῶμα, μὲ ψυχὴ καὶ μὲ σῶμα. Ὄχι στὸ ἕνα μὲ τὴν ψυχή, στὸ ἄλλο μὲ τὸ σῶμα. Γιατὶ τότε χάθηκαν.
Ὁ Ὀκτώβριος τοῦ 40 ἦρθε ἀκριβῶς σ' αὐτὴ τὴν ὥρα: ὅταν ἡ Ἑλλάδα ἀγωνιζόταν ἀκόμα ἐκεῖνον τὸν ἀγῶνα, τὸν εἰρηνικόν, τῆς προσαρμογῆς: νὰ ἀπορροφήσῃ τὸ νέο αἷμα τοῦ ξερριζωμένου Ἑλληνισμοῦ τῆς Μικρασίας καὶ νὰ βρῇ μέσα στὴ νέα σύνθεση, στὸ νέο μῖγμα τοῦ πληθυσμοῦ της, δυνάμεις ἀναγεννήσεως καὶ προκοπῆς.
Ἔπρεπε τώρα ὅλη αὐτὴ ἡ εἰρηνικὴ προσπάθεια νὰ μείνῃ κατὰ μέρος, γιὰ ν' ἀντιμετωπίσουμε τὸ θανάσιμο κίνδυνο. Τὸ τί ζητήθηκε τότε ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ παλληκάρια τῆς θυσίας, πάνω στὰ ἄγρια, τὰ χιονισμένα βουνὰ τῆς Ἠπείρου, ἀπὸ τὶς γυναῖκες ποὺ τοὺς παραστάθηκαν κουβαλῶντας τους βόλια, εἶναι σίγουρα πάνω ἀπ' τὰ μέτρα ποὺ μπορεῖ νὰ γυρεύῃς ἀπ' τὸν ἄνθρωπο. Θὰ ἀλλοιώναμε τὸ χαρακτῆρα, τὸ ἦθος τοῦ πόνου ἐκείνου καὶ τῆς θυσίας, ἂν τὸν ἀξιολογούσαμε μόνο μὲ μέτρα φυσικά. Ἡ δύναμη, καθὼς εἴπαμε, δὲν ἐρχόταν ἀπ' τοὺς μῦς. Ἐρχόταν ἀπ' τὴν ψυχή, ἀπ' τὴν κληρονομημένη μνήμη. Ἁπλά, μὲ τὴν κατακόρυφη πράξη, ἐπιβεβαιώθηκε πάλι τότε, στὸ 40, πόσο μέσα σὲ τοῦτον τὸν λαὸ τῶν βοσκῶν καὶ τῶν ψαράδων ζῆ βαθύ, συνέχεια καὶ ἰδανικὸ ζωῆς, τὸ πάθος γιὰ τὴν ἐλευθερία. Εἶναι ὁ ἴδιος λαὸς ποὺ γιὰ νὰ ἐξηγήσῃ κάποτε τὴ δημιουργία, γιὰ νὰ δώσῃ μέτρο, δηλαδὴ νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὸ χάος της, δημιούργησε τὴ θαυμαστὴ μυθολογία του. Ἔφτειαξε τοὺς πιὸ ὡραίους θεοὺς ποὺ εἶδε ποτὲ ὁ κόσμος, συναντιλήπτορες στὰ πάθη καὶ στὶς δυστυχίες του, φίλους τῶν καλῶν καὶ τῶν πικρῶν του ἡμερῶν. Μὲ τὸ νὰ τοὺς κάνῃ ἀνθρώπινους, μὲ πάθη καὶ μὲ ἀδυναμίες, τοὺς στέρησε ἀπὸ κάθε ἀσκητικὴ αὐστηρότητα, τοὺς ἀπογύμνωσε ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν τυράννων. Εἶναι ὁ ἴδιος τόπος ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ ἀκούστηκε ὁ τραγικὸς λόγος, κάθαρση τῶν παθημάτων, ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου.
***
Αὐτὴ τὴν ἀπελευθέρωση, ποὺ εἶναι κατάκτηση ἐσωτερική, ἀναζητοῦμε μέσα στὸ ἦθος τῆς θυσίας, σ' ὅλες τὶς κρίσιμες στιγμὲς τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Γίνεται λόγος ἁπλὸς στὸ στόμα ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων, ὅταν χρειάζεται νὰ ἐξηγήσουν. Ἀλλὰ τὸ περισσότερο, ὑπάρχει ὡς πράξις, χωρὶς ἐξήγηση. Ἰδέστε πόσο ὅμοια εἶναι ἡ ψυχὴ ποὺ ἀντιδρᾶ, πόσο ἡ μιὰ σελίδα ἐπαναλαμβάνει τὴν ἄλλη, πόσο ἐπιβεβαιώνεται καὶ μὲ τὴν ἑνότητα αὐτὴ τοῦ ἤθους ἡ ἑλληνικὴ διάρκεια.
Εἶναι ἡ παραμονὴ τῆς μάχης τῶν Μύλων. Ὁ Ἰμπραὴμ περνᾶ μὲ φωτιὰ καὶ μὲ σίδερο τὴν Πελοπόννησο. Ἀνοιχτὰ στὸ πέλαγος εἶναι ἀραγμένη ἡ φρεγάτα τοῦ Δεριγνύ. Γράφει στ' ἀπομνημονεύματά του ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης, κι ὁ ἁπλοϊκὸς του λόγος δένεται μὲ τὶς μεγάλες ὧρες τῆς λογοτεχνίας μας καὶ τῆς ζωῆς μας. Λέει γιὰ τοὺς συμπολεμιστές του:
«...Ἄρχισαν νὰ στοχάζωνται καὶ νὰ φκειάνει ὁ καθεὶς τὸ πόστο του, ὅτι ἐκεῖ θὰ πεθάνη. Ἔκατζα νὰ φάγω ψωμί. Ἦρθαν τέσσεροι ἀξιωματικοὶ Γάλλοι, μ' ἀνθρώπους ἀπ' τὴ φρεγάδα, νὰ πάρουνε μέσα τὶς τουλοῦμπες καὶ τ' ἄλλα τους τὰ πράματα νὰ μὴν χαθοῦνε, ὁποὺ θ' ἄνοιγε ὁ πόλεμος. Κράτησα τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ φάγαμεν μαζί. Μοῦ λένε: «Εἶστε πολλὰ ὀλίγοι καὶ αὐτοῖνοι πολλοί, οἱ Τοῦρκοι, καὶ ταχτικοί. Καὶ αὐτήνη ἡ θέση εἶναι ἀδύνατη. Ἔχει καὶ κανόνια ὁ Μπραΐμης καὶ δὲ θὰ βαστάξετε». Τοὺς λέγω: «Ὅταν σηκώσαμεν τὴ σημαία ἀναντίον τῆς τυρανίας ξέραμεν ὅτι εἶναι πολλοὶ αὐτοῖνοι, καὶ μαθητικοί, κι ἔχουν καὶ κανόνια κι ὅλα τὰ μέσα. Ἐμεῖς ἀπ' οὖλα εἴμαστε ἀδύνατοι. Ὅμως ὁ Θεὸς φυλάγει καὶ τοὺς ἀδύνατους. Κι ἂν πεθάνωμεν, πεθαίνομεν διὰ τὴν πατρίδα μας, διὰ τὴν θρησκεία μας, καὶ πολεμοῦμεν ὅσο μποροῦμεν ἀναντίον τῆς τυρανίας. Κι ὁ Θεὸς βοηθός. Αὐτὸς ὁ θάνατος εἶναι γλυκός, ὅτι κανένας δὲν θὰ γένη ἀθάνατος. Κι ὅταν ὁ χάρος θὰ ρθῆ νὰ μᾶς πάρη, ὅταν θέλη, ἄρρωστους καὶ δυστυχεῖς, καλύτερα σήμερα νὰ πεθάνωμεν». Μὲ φίλησε ἕνας ἀπ' αὐτούς, καὶ τὸν φίλησα κι ἐγώ. Ὕστερα φύγαν».
Αὐτὰ τὰ λόγια ἑνὸς ἀπλοϊκοῦ πολεμιστῆ τοῦ 21 δὲν εἶναι μόνο μεγαλεῖο ἀνθρώπινο. Εἶναι ἡ κληρονομημένη παράδοση, ποὺ ἡ μιὰ γενιὰ τὴν περνᾶ στὴν ἄλλη, εἶναι ἡ συνέχεια ζωῆς.
Κάμποσα χρόνια ἀργότερα:
«Γενναιότατε Ἀρχηγὲ Π. Κορωναῖε, προφθάσατε μίαν ὥραν ταχύτερον, διότι μᾶς ἔκλεισε καὶ τακτικὸς καὶ ἄτακτος στρατὸς πολύς. Ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Ἀρκαδίου, τὴν 8ην Νοεμβρίου 1866. Καθηγούμενος Γαβριήλ. Ἐν βίᾳ μεγίστῃ».
Δὲν πρόφτασαν. Τὸ Ἀρκάδι ἔπρεπε νὰ βεβαιώσῃ τὴ συνέχεια. Τὴν βεβαιώνει μὲ τὸ ἴδιο ὕφος, ἀπαράλλαχτο, τῆς σελίδας τοῦ Μακρυγιάννη. Ὁ Ἡγούμενος Χατζῆ-Γαβριήλ διάβασε τὴν ἀκολουθία, μετάλαβε τοὺς πιστούς, ὁ ἕνας μελλοθάνατος φιλοῦσε τὸν ἄλλον καὶ γύρευε συγχώρεση. «Ὅποιος θέλει τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψή του νά 'ρθη νὰ καοῦμε μαζί». Ὁ Κωνσταντῆς ὁ Γιαμπουδάκης ἀπ' τὸ Ἄδελε τράβηξε τὴν πιστόλα του, ἔρριξε πάνω στὰ μπαρούτια, ὅλα γινῆκαν αἷμα καὶ δόξα.
Ἔτσι, αἷμα καὶ δόξα γινῆκαν πάλι ὅλα κάμποσα χρόνια ἀργότερα, τὸ χειμῶνα τοῦ 40, στὰ φαράγγια τῆς Ἠπείρου. Πάντα τὸ ἴδιο ὕφος. Οἱ χαροκαμένες μάννες τῶν βουνῶν καὶ τῶν νησιῶν μας δαγκάνουν τὰ πανιασμένα χείλια τους νὴ μὴν ξεφύγῃ ὁ πόνος. Τὸν σφαλνᾶνε μέσα τους δυνατά, ἐνῷ τὰ μάτια τους κοιτᾶνε στὸ βάθος σὰ νὰ γυρεύουν μιὰν ἀπόκριση.
Λίγα χρόνια ἀργότερα. Πάλι ἡ ἴδια σελίδα, τὸ ἴδιο ὕφος. Ἕνα πρωϊνὸ χτυπῆσαν ὅλες οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν στὰ χωριὰ καὶ στὰ βουνὰ καὶ στὶς ἀκρογιαλιὲς τῆς Κύπρου. Ὅπως τὸν καιρὸ ποὺ δίναν τὸ μήνυμα πὼς φτάνουν τὰ κουρσάρικα, νὰ φυλαχτῇ ὁ λαός. Ἢ σὰ νὰ ἦταν νὰ δοξολογηθῇ ὁ Θεὸς γιὰ μιὰ νίκη τῆς χριστιανοσύνης. Ἢ σὰ νὰ ἦταν νὰ γίνῃ λιτανεία. Γενιὲς ἀμέτρητες, αἰώνων οἱ πρόγονοι, εἶχαν ξυπνήσει ἐκεῖνο τὸ πρωϊνὸ κι ἀκολουθοῦσαν τὰ βήματα τῶν νησιωτῶν τῆς Κύπρου πού, ντυμένοι τὰ καλά τους, τραβοῦσαν κατὰ τὴν ἐκκλησία ὅπου χτυποῦσε τὸ σήμαντρο. Τοὺς ξεπροβόδιζαν οἱ γυναῖκες τους, σιωπηλές, ἀσάλευτες, μὲ τὰ μάτια στηλωμένα ἀπάνω τους — τὰ καστανά, ζεστὰ μάτια τῶν γυναικῶν τοῦ Ἀρχιπελάγου μας. Κι αὐτοί, οἱ νησιῶτες, μὴ κοιτάζοντας πίσω, κοιτάζοντας μονάχα μπρός, σοβαροὶ κι αὐτοὶ κι ἀμίλητοι καταπῶς ταίριαζε στὴν πράξη ποὺ πήγαιναν νὰ κάμουν, βάδιζαν ἀργὰ κατὰ τὴν ἐκκλησιά τους. Ἐκεῖ, μπαίνοντας, κάναν τὸ σταυρό τους πρῶτα, προχωροῦσαν ὕστερα κι ἀνασπάζονταν τὸν Ἅγιό τους μὲ τὰ μισοσβησμένα χρώματα τῶν βυζαντινῶν καιρῶν. Ὕστερα φτάναν στὸ ἀνοιχτὸ βιβλίο. Στέκονταν ταραγμένοι, πάλι κάναν τὸ σταυρό τους, σκύβαν πάνω στὸ βιβλίο καὶ ὑπέγραφαν:
«Γιὰ τὴν Ἕνωση μὲ τὴν Ἑλλάδα».
Ἔτσι ἄρχισε ἡ δύσκολη ὥρα τῶν Ἑλλήνων τῆς Κύπρου. Ἔτσι ἄρχισε πάλι νὰ λειτουργῇ αὐτὴ ἡ μυστική, ἡ ἀκατάβλητη δύναμη τοῦ ἀνθρώπου ποὺ καμμιὰ βία δὲ γίνεται νὰ τὴ δαμάσῃ: ἡ ψυχή. Ἡ φωνὴ ἡ ἐκ βαθέων ποὺ ὑπαγορεύει τὸν κανόνα τῆς ἀρετῆς, ποὺ ἐμπνέει καὶ παρηγορεῖ, ποὺ δημιουργεῖ πράξεις αὐτοθυσίας καὶ τόλμης γιὰ τὶς ὁποῖες ἔλεγες πὼς εἶναι ἀδύναμο τὸ σῶμα. Ποὺ παίρνει ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς καὶ τῆς θάλασσας, τοῦ καθημερινοῦ μόχθου, καὶ τοὺς κάνει ἥρωες, ἀρχαγγέλους, νὰ λαμποκοποῦν μέσα στὶς σελίδες τῆς Ἱστορίας.
Ἡ ἐκκλησία, τὸ σχολεῖο, ἡ ἱστορία τῆς Κύπρου ὑπαγόρευσαν τὴν πορεία, δείξανε τὸ δρόμο ποὺ ἀνηφορίζει. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα λειτουργεῖ ὁ νόμος σχεδὸν αὐτοματικά, μὲ τὴν ἴδια ἀναγκαιότητα ποὺ λειτούργησε στὶς ὑψηλότερες ὧρες τοῦ ἔθνους. Οἱ ὥριμοι ἄντρες καὶ οἱ γυναῖκες τους κάμαν τὴν ἀρχή, οἱ γερόντοι καὶ οἱ γερόντισσες τοὺς παραστέκανε, τοὺς εὐλογοῦσαν ποὺ φεύγαν. Τώρα ἦρθε ἡ σειρὰ τῶν παιδιῶν. Ὁ θάνατος, λέει, τώρα ἔχει γίνει ὅραμα, κανόνας ζωῆς γιὰ τοὺς ἔφηβους: ὁ ἄξιος θάνατος, γιὰ τὴν ἐλευθερία, γιὰ τὴν Κύπρο. Δὲ λογαριάζουν πιὰ πῶς νὰ κρατηθοῦνε στὴ ζωή, πῶς νὰ δημιουργήσουν μέλλον. Ἡ ἐπαύριον γι' αὐτοὺς εἶναι ἄλλη — ἐκείνη ἡ ὥρα ἡ πέραν ἀπὸ τὰ φυσικά, ἡ πέραν τοῦ κόσμου τούτου, ἡ λύτρωση τῆς ψυχῆς μὲς στὸ θάνατο, γιὰ τὴν ἰδέα τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἐλεύθερου ἀνθρώπου. Οἱ νέοι καὶ οἱ νέες τῆς Κύπρου ἔχουν πιὰ παραδείγματα πρὸς μίμησιν, τοὺς φίλους των ποὺ πέρασαν τὸ σύνορο, ποὺ ἔγιναν παραμύθι καὶ αἷμα, ποὺ ἔγιναν μοιρολόι καὶ ρίζες. Σὰν σκοτώθηκαν καὶ τοὺς περνοῦσαν ἀπ' τοὺς δρόμους τῶν χωριῶν τους, τοὺς ράναν, τοὺς συμμαθητές τους, τοὺς φίλους τους, μὲ λουλούδια καὶ τοὺς κλάψαν. Ὕστερα, χωρὶς κὰν νὰ χρειαστῇ νὰ περάσῃ ὁ καιρὸς ποὺ οἱ μάρτυρες γίνονται ἅγιοι, οἱ ἔφηβοι τῆς Κύπρου κάμαν εἰκονίσματα τοὺς ἥρωές τους, ἐκεῖνο τὸ παλληκάρι, τὸ νέο ἀνθυπολοχαγὸ τῆς Κύπρου, ποὺ σὲ μιὰ νύχτα ἔγινε δόξα. Προσπαθοῦν νὰ ἀναπλάσουν μὲς στὴν καρδιά τους τὶς τελευταῖες ὧρες του. Ὁ νέος ἀνθυπολοχαγὸς, καταχωσμένος στὴ σπηλιά του, ἀκούει ἔξω τὴ βροχὴ καὶ τὰ βήματα. Ὅμως ἐδῶ τὰ βήματα εἶναι θάνατος. Ὁ νέος ἀνθυπολοχαγὸς τῆς Κύπρου πρέπει ν' ἀποφασίσῃ μόνος νὰ τ' ἀπαχωριστῇ γιὰ πάντα τὰ βήματα τῶν ἀνθρώπων. Ὁ νόμος τῆς παλληκαριᾶς λειτουργεῖ μέσα του σωστά: τὶς στιγμὲς ποὺ ἀποφασίζουν γιὰ ζωὴ καὶ γιὰ θάνατο τὶς περνᾶμε καταμόναχοι, δὲ γίνεται ἀλλιῶς, ἔτσι πρέπει. Ὁ νέος ἀνθυπολοχαγὸς στέλνει τοὺς λίγους συντρόφους του τῆς σπηλιᾶς να παραδωθοῦνε στοὺς διῶκτες τους, γιὰ νὰ πάρῃ αὐτὸς ἀπάνω του μόνος ὅλη τὴ μοῖρα τῆς ἀπόφασης. Ἔτσι γίνεται στὴν τέχνη: σ' ἕνα πρόσωπο συμπυκνώνεται ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ πάθος μιᾶς ἐποχῆς, μιᾶς γενιᾶς. Ἔτσι γίνεται στὴ ζωή, ὅταν τὴ ζῇς σωστά: Ἕνας ἀνθυπολοχαγὸς καταλασπωμένος, καταξεσκισμένος, μὲ ὄρθια τὴν ψυχή, μὲ ἀστραφτερὰ μάτια, θὰ ἐκφράσῃ ὅλους τοὺς ἀνθυπολοχαγούς, ὅλη τὴ γενιά του, ὅλη τὴν ἐποχή του. Λειτουργεῖ κι ἐδῶ ὁ ἑλληνικὸς νόμος σωστά: ἡ φωνὴ ποὺ ὑπαγορεύει τὴν πράξη ἔρχεται ἀπ' τὸ βάθος τοῦ χρόνου, ἀπ' τὸ αἷμα, ἀπ' τὴ συνείδηση, ὅπως στὸ Μανιάκι, ὅπως στὸ Ἀρκάδι, ὅπως στὸ Μεσολόγγι, ὅπως στὰ ἠπειρώτικα βουνά.
Σήμερα, ἐπέτειο τῆς μεγάλης μέρας του, τὸ Ἔθνος σκύβει μὲ συγκρατημένη τὴν ἀνάσα του, ἀπάνω στὸ Αἰγαῖο, ἀκούει τὸ βόγγο καὶ τὴν ἰαχή, καὶ μελετᾶ τὴν Κύπρο. Μελετᾶ τὴν Ἄνοιξη. Μὲ τὴν ἄνοιξη τὴν ἑλληνική, τὴν ὡραιότερη τοῦ κόσμου, εἶναι συνδεμένη ἡ ἀνάσταση τοῦ Θεοῦ. Ὅλη ἡ Ἑλλάδα περιμένει τὴν Ἀνάσταση πού, ἀργὰ ἢ γρήγορα, θὰ ἔλθῃ μὲ τὴν ἄνοιξη ἐκεῖ στὴν ἄκρη τοῦ Ἀρχιπελάγου μας.
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ
*Ὁμιλία στὴν πανηγυρικὴ συνεδρία τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν τῆς 27ης Ὀκτωβρίου 1958.
Πηγή: «Νέα Ἑστία» τχ. 1280, 1980
Ἑλληνων Φῶς