Ἡ δέηση
Ἡ δῶθε βίγλα σούρηξε, τὸ κεῖθε καραούλι κι οἱ κλέφτες ἀπ’ τῆς Ἀστραπῆς τὴ Ράχη κι ἀπ’ τὸ Σούλι στὸ Καρπενήσι ροβολᾶν καὶ πᾶν παλικαρίσια στὸ Κεφαλόβρυσο ἴσια. Κι ὁ καπετάνιος, στὸν ταϊφὰ καὶ στὸ μπουλούκι, λείπει, κάποιο τοῦ νοῦ του λόγιασμα καὶ κάποιο καρδιοχτύπι, στὴν Παναγιὰ Προυσιώτισσα προσκυνητὴ τὸν πάει, πέφτει καὶ γονατάει. – Ὦ, Παναγιὰ Προυσιώτισσα, ὅλου τοῦ κόσμου Μάνα, σ’ ἐσέν’ ἐδῶ στοχάσματα δὲν κουβαλᾶν με πλάνα, τοῦ σκλαβωμένου τόπου μου χρυσόνειρο μὲ φέρνει, πού ’χω στὸ στηθοστέρνι. Ρίξε σ’ ἐμὲ τὸ δοῦλό σου, Βασίλισσα, τὰ μάτια, οἱ βρύσες ἀπ’ τὰ μάτια μου δάκρυα ἀναβροῦν κομμάτια, μὴν πάει ἀπ’ τὶς καρδιόβγαλτες ρονιὲς χαμένο δάκρυ, μὴ βγεῖ ἄκαρπο στὴν ἄκρη. Μαύρ’ ἡ ριτζιὰ γιὰ τὸ ραγιά, θεοσκότεινο τὸ ράι, τὰ ὡραῖα καρδιοχτυπήματα κι οἱ λογισμοί του οἱ πρᾶοι κουρνιάσαν μὲς στὸ νοῦ βαθιά, κοιμήθηκαν στὰ στήθη, βαρὺ τὸ πλακολίθι. Δὲν εἶναι μέρες ἡ σκλαβιά, μὰ τετρακόσια χρόνια, πάω νὰ παλέψω τὸν ἐχθρὸ στὰ μαρμαρένια ἁλώνια κι ἄλλα ἔχω ἀντροπαλίκαρα, Ἀκρίτες Διγενῆδες, χρυσὲς στὸν τόπο ἀχτίδες. Αὐτὰ στὸ Κεφαλόβρυσο μὲ μπρὶ πῆγαν περίσσο κι ἦρθα στὸ μοναστήρι σου ἐγὼ νὰ προσκυνήσω, ζητιάνος εἶμαι καὶ ζητῶ τῆς χάρης σου τὰ δῶρα, τοῦ λυτρωμοῦ τὴν ὥρα. Ὀργὴ κλειῶ ἐντός μου ἀκράτητη, ἱερὴ ἡ ὥρα ἐτούτη, μπρός σου γυμνὸ ἔχω τὸ σπαθί, γιομάτο καὶ τ’ ἀρμούτι, μὴ μοῦ τὸ λογαριάσεις, μή, πού ’ριξα τ’ ἄρματά μου, φωτιὰ ταϊσμένα, χάμου. Σπλαχνίστρα, οἱ στάλες πού ’σταξαν στὴν ξέγυμνη τὴν πάλα κι οἱ ἄλλες πίσω ποὺ κυλᾶν, κάμε νὰ στήσουν σκάλα, δάκρυνη σκάλα, ν’ ἀνεβοῦν πρὸς τοῦ Θεοῦ τὸ θρόνο, μὲ τὸν πικρό μου πόνο. Εἶσαι ἡ γλυκιὰ ἐλπίδα μου, εἶσαι ἡ ἀπαντοχή μου, ἐσὺ καὶ τὸ τουφέκι μου, ἐσὺ καὶ τὸ σπαθί μου, στὴν πάλη μὲ τὸν τύραννο τ’ ἄρματα νὰ διευθύνεις, δύναμη νὰ μοῦ δίνεις. Ἢ πάω ἀπόψε σπίτι μου, σὰ θὰ σχολάσ’ ἡ μάχη, ἢ ἔρχομαι στὸν οὐρανό, ὅλα ἐτοῦτος τά ’χει, τὴν ποθητὴ ἔχει λευτεριά, ποὺ ζοῦνε οἱ Ἀγγέλοι, καθὼς ὁ Πλάστης θέλει! Σκυμμένος καὶ κλαυτὸς ὁ νιός, στὴν ἅγια δέεται εἰκόνα, σφουγγάει τὰ δάκρυα, ὀρθώνεται, βαστάει στο χέρι τό ’να τὸ φοβερό του τὸ σπαθί, βγάνει μὲ τ’ ἄλλο χέρι τσελπένι ἀπ’ τὸ κεμέρι. Ὄξω τὸ γούμενο ἀπαντᾷ, ποὺ πάει στὸ μοναστήρι. – Πάρε, παπά, αὐτὸ τὸ πουγγί, σὰ μὲ τὸ θυμιατήρι θὰ θυμιατᾷς στὴν ἐκκλησιά, θὰ ρίχνεις τὸ θυμιάμα, κι ἐμὲ μελέτ’ ἀντάμα. – Μηνῦσαν πὼς ὁ Μπότσαρης θὰ ’ρθεῖ, μὰ δὲν ἐφάνη. Μήνα χτυπήθη; – Ὁ Μάρκος ζεῖ, πάει τώρα νὰ πεθάνει! Τὸν καρτεράει ὁ Χάροντας, νὰ μετρηθοῦν, σὰν πάρει ὁ γιόμος στὸ φεγγάρι. – Ποιὸ εἶσαι, παλικάρι μου, γιὰ πές μου πῶς σὲ λένε; Βγῆκες ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά, δάκρυα οἱ ματιές σου ρένε, θά ’κλαιγες μέσα ὥρα πολλή, μαράζι θὰ τρυγᾷ σε, εὐλογημένο νά ’σαι. Λερὴ ἡ φουστανέλα σου καὶ καταματωμένη, καὶ τὸ μεϊντανογέλεκο τὴν πλέξη ἔχει σχισμένη, τὰ γκόλφια καὶ τὰ χαϊμαλιὰ καὶ τ’ ἅγια φυλαχτάρια κι ἐτοῦτα ὄχι καθάρια. Τὴ λάμψη ἔχει ἡ ὄψη σου μιᾶς ἐπουράνιας μέθης, ἡ φορεσιά σου μαρτυρᾷ πὼς μὲ θεριὰ ἐβαρέθης καὶ στὰ τσουράπια σου μιλᾶν, μὲ μυστικὴ ἄλλη γλῶσσα, τ’ ἀγριάγκαθα τὰ τόσα. Καὶ τὰ σκληρὰ τσαρούχια σου τὸ διαλαλοῦνε ἀκόμα, κάτι κι αὐτὰ ἔχουν γιὰ νὰ ποῦν, μὲ τὸ δικό τους στόμα, ξέσυρτη, χιλιομάδητη ἡ κάθε μιά τους φούντα, μὲ τὰ μαλλιὰ τὰ ρούντα. Πέρασε γιὰ τὴν Παναγιὰ ἐδῶθ’ ἕνας Σουλιώτης. Χάθη ὁ Σουλιώτης καὶ πικρὰ ἡ μάνα κλαίει τὸ γιό της καὶ λὲς γι’ αὐτὸν νὰ ὑψώνω εὐχές; Μὴ λὲν’ ἐσένα Μάρκο, ποὺ τὸ σπαθὶ ἔχεις ζάρκο; Κοτρόνια, ἀγκάθια ἀδρασκελᾷς μὲ γλήγορο ποδάρι. Γιατί ἔβγανες τὴν πάλα σου ἀπ’ τὸ βαθὺ φηκάρι; Γιὰ ποῦ τραβᾷς, σὰν τὸν ἀιτὸ μὲ νύχια τροχισμένα, φουσάτο εἶδες κανένα; Δὲ σὲ χωράει ὁ τόπος πιά, κάπου ἔστησες τιρνέκι, πότε μαλάζεις τὸ σπαθί, πότε κροῦς τὸ τουφέκι, τά ’χεις στὸν κρόκο τ’ ἄρματα, τά ’χεις ξυπνὰ ἀπ’ τὸν ὕπνο, πεινᾶν καὶ θέλουν δεῖπνο. – Ἀγάπες μου εἶναι τ’ ἄρματα, ποὺ κλείνω στὴν ψυχή μου, ἀγάπη τὸ τουφέκι μου, ἀγάπη τὸ σπαθί μου, τὴ μιὰ τὴ στρώνω στρῶμά μου, προσκέφαλο τὴν ἄλλη, σὰ γέρνω τὸ κεφάλι. Πάω γιὰ τὸ Κεφαλόβρυσο, μελέτα τὸ Σουλιώτη, ἐγώ ’μαι ὁ Μάρκος Μπότσαρης, φουσάτο ἐκεῖ καὶ κρότοι, νὰ μὴ χασομερήσω ἐκεῖ, γδύνω ἐδῶ τὸ σπαθί μου, κι ἐμέ, παπά μου, θύμου! Σταυρώνω μιά, σταυρώνω δυό, σταυρώνω τρεῖς βολάδες, σταυρώνω τὸ τουφέκι μου, σὲ Τούρκους, σὲ πασάδες ἴσια νὰ πάει ὁ τζαπχανές, πικρὰ νὰ τοὺς βαρέσει μὲς στὸ σταυρὸ στὴ μέση. Γιὰ δῶσέ μου τὸ χέρι σου νὰ τὸ φιλήσω τώρα, σκορπάει στὴν ἅγια Τράπεζα λιβάνι αὐτὸ κάθε ὥρα, μ’ ἐτοῦτο βλόγησε κι ἐμέ, τὸ χέρι μου ν’ ἀχνίζει, στὸν πόλεμο π’ ἀρχίζει. Ν’ ἀχνίζ’ ἡ χούφτα στὸ σπαθί, νὰ κόβει αὐτό, νὰ σφάζει, αὐτό ’ν’ ἐντός μου, γέροντα, ποὺ μοῦ ’πες, τὸ μαράζι, γι’ αὐτὸ τὸ δάκρυ μου ἔτρεξε, οἱ Τοῦρκ’ εἶναι, οἱ Τοῦρκοι, τῆς γῆς μας βρωμοβούρκι. Στ’ ἀγνάντιο βγαίνει ὁ γούμενος, τὸν κλέφτη ξαγναντάει κι ὁ κλέφτης, σὰν λιοντάρι νιό, στὸ δρόμο πιλαλάει, στὸ στόμα ἔχει τὸ σπαθί, στὸ χέρι τὸ τουφέκι, διπλό του ἀστροπελέκι. Ἀγνάντια ἀπὸ τὸν ἄνεμο κι ἀγνάντια ἀπ’ τὸν ἀγέρα, σουράει ὁ τσαμπὰς ξοπίσω του, διασκορπισμένος πέρα, καὶ τὸ γυμνό του τὸ σπαθί, ποὺ πάει νὰ σπείρει θρῆνο, σφυρομανάει κι ἐκεῖνο. Μὲ ράμμα τὰ μουστάκια του κι αὐτὰ δεμένα τά ’χει, μὴν τὸν μποδᾶν στὸν πόλεμο, μὴν τοῦ χαλᾶν τὴ μάχη, κι ἀπὸ τὸ βρυχομάνιασμα κι ἀπ’ τὴν πολλὴ φοβέρα, τὰ ζούδια φεύγουν πέρα. Πετάει σὰν λιμοξίφτερο, φτεριάζει σὰν γεράκι, τὶ ὄρνια ἦρθαν στὴν κούρνια του, ἀγρίμια στὸ γιατάκι, σκούζει, μουγκρίζει, ρυάζεται, φλογομανάει βαθιά του, κουβαλητὴς θανάτου. Κι ἕνας ἀιτὸς κοντοκρατεῖ, δὲν παίζει τὶς φτεροῦγες, τὸν ἀντρειωμέν’ ὅλο θωρεῖ, ἀπ’ τὶς ἀνάερες ροῦγες, τὸ πέταγμά του ζήλεψε, ντιριέται νὰ τοῦ κράξει, μήπως κι αὐτὸς πετάξει! Τὸν πρῶτο κλέφτη χαιρετᾷ, ρωτάει τὸν ἄλλο κλέφτη. – Σιαποῦ κρατιέται ὁ πόλεμος, σιαποῦ τὸ βόλι πέφτει; – Ἐδῶ κρατιέται ὁ πόλεμος. Κι ὁρμάει, θεριὸ ἀγριεμένο. – Ἀπόψε, ἢ ζῶ ἢ πεθαίνω! Φέξε μου, φεγγαράκι μου, μὲ τ’ ἄσβηστο λυχνάρι, φέξε μου ἀπόψε, ἀγαρηνὸ μὴ μείνει ὀρθὸ ποδάρι, φέξε νωρίς, φέξε ὣς ἀργά, φέξε μου ὅσο νὰ φέξει, γκιόλα γαῖμα νὰ τρέξει. Φεγγαρολάμπει τὸ σπαθί, μέσα στὴ νύχτ’ ἀστράφτει, τ’ ἀχόρταγο τὸ στόμα του κορμιὰ τούρκικα χάφτει, σκηνὴ ξεσκίζει τὴ σκηνή, τσαντήρι τὸ τσαντήρι, λὲς κι ἔχει πανηγύρι. Μαῦρα λαλεῖ ὁ κότσυφας καὶ παραπονεμένα, θᾶμα ’ναι καὶ τὸ θᾶμ’ αὐτὸ δὲ μοιάζει μὲ κανένα, λαλεῖ πάρωρ’, ἀνάσβηστα φωτᾷ ὁ φεγγαροκόθρος, πρὶν γλυκοσκάσει ὁ ὄρθρος. Γρικιέται τὴν αὐγὴ κι ὁ ἀχὸς τσοπάνικης φλογέρας καὶ κουβαλάει τὴν κλάψα της ὁλούθενε ὁ ἀγέρας, θρηνοῦνε οἱ κούλιες στὸν Προυσό, πικρὰ ὁ γούμενος κλαίει καὶ θυμιατάει καὶ λέει. – Λούσου, ἀντρειωμένε ἄδολε, στὸ φῶς τὸ οὐράνιο λούσου, μυροχρυσάφι νὰ γενεῖ τ’ ἀσήμι τοῦ πουγγιοῦ σου, νὰ πάει, σὰν μοσχολίβανο, στοῦ Λυτρωτῆ τὰ ὕψη, στὴ σκλάβα γῆ νὰ σκύψει. Στεφάνι ἔχει στὸ γύρο του, τὶς νύχτες, τὸ φεγγάρι, στεφάνι λαμπερὸ φορᾷ κι αὐτὸ τὸ παλικάρι, τοῦ φεγγαριοῦ, τὴ μέρα σβεῖ, τοῦ Διγενῆ, χρυσώνει, βραδιάζει – ξημερώνει
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝ. ΣΑΝΤΑΡΜΗΣ
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
ἀγαρηνό, τό = μωαμεθανό, τουρκικό.
ἀδρασκελῶ = ὑπερπηδῶ μὲ ἀνοιγμένα τὰ σκέλη
Ἀκρίτας, ὁ = φρουρὸς τῶν συνόρων τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.
ἀρμούτι, τό = τουφέκι.
βίγλα, ἡ = παρατηρητήριο σὲ ψηλὴ θέση, ἀπ’ ὅπου παρατηρεῖ κανεὶς ἕναν μεγάλο κύκλο ξηρᾶς ἢ θάλασσας, σκοπιά, φυλάκιο, ὀχυρό.
βρυχομάνιασμα, τό = φρενιασμένο μούγκρισμα.
γαῖμα, τό = τὸ αἷμα.
γεράκι, τό = ἁρπακτικὸ πτηνό, στὸ μέγεθος τοῦ κούκου, ἔχει σταχτὶ φτέρωμα στὴ ράχη καὶ στὰ φτερά, ἡ κοιλιά του εἶναι λευκὴ μὲ μαῦρα στίγματα, τὰ φτερά του εἶναι σφιχτὰ καὶ μυτερά, γι’ αὐτὸ πετᾷ γρήγορα κι ἐλαφρά, τὸ ράμφος του κοντό, κυρτὸ καὶ δυνατό, τὰ μάτια του μεγάλα καὶ ζωηρά, ἡ οὐρά του λεπτή, τὰ πόδια του ἔχουν 3 δάκτυλα μπρὸς καὶ ἕνα πίσω, ὁπλισμένα μὲ ἰσχυρὰ γαμψὰ νύχια, τὰ μετρίου μεγέθους ἀβγά του ἔχουν χρῶμα ἐρυθρὸ μὲ φαιὲς κηλίδες, ζεῖ, συνήθως, στὰ δάση καὶ τρέφεται μὲ πουλιά.
γιατάκι, τό = τὸ ἐλατόπλεκτο κατάλυμα τοῦ κλέφτη, κρεβάτι, στρῶμα, κοιμηθιά, καθιά.
γιόμος, ὁ = πλήρωση, γέμισμα, τὸ νὰ γεμίζει κάτι.
γκιόλα, ἡ = πλημμύρα, ξεχείλισμα.
γλυκοσκάω = ἀνατέλλω, ἐμφανίζομαι, ἀνοίγω, πλαντάζω.
Διγενής = αὐτὸς ποὺ κατάγεται ἀπὸ 2 γένη ἢ 2 ἐθνότητες.
ζάρκο, τό = τελείως γυμνό, ξεμπλέτσωτο, μπλέτσο.
ζούδι, τό = ἀγρίμι τοῦ βουνοῦ.
κεμέρι, τό = ζώνη ἀνδρικὴ τῆς μέσης, δερμάτινη ἢ ὑφαντὴ ἢ πλεκτή, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ 3-5 ἢ καὶ περισσότερα φύλλα, μὲ κεντημένο τὸ ἐξωτερικὸ φύλλο, στὸν χῶρο ἀνάμεσα στὰ φύλλα τοποθετοῦνται χρήματα, κουμπούρια, μαντίλι προσώπου, καπνοσακούλα καὶ ἄλλα μικροαντικείμενα, σελάχι, σελαχλίκι.
Κεφαλόβρυσο, τό = τοποθεσία νότια τοῦ Καρπενησιοῦ, σὲ μικρὴ ἀπόσταση.
κούλια, ἡ = φυλάκιο σὲ μορφὴ πύργου, σκοπιά, βίγλα, ὀχυρό, προμαχώνας, κουλές.
κρούω = πιάνω, ἀγγίζω, ἀκουμπῶ, φθάνω, πλησιάζω.
λιμοξίφτερο, τό = ἁρπακτικὸ πουλί, μεγαλύτερο ἀπὸ τὴν ποντικογερακίνα, τὸ χρῶμα στὴ ράχη του εἶναι καστανόφαιο καὶ στὴν κοιλιά του ὑπόλευκο μὲ καστανὲς γραμμώσεις, ἔχει πόδια κίτρινα, ζεῖ μόνο του στὰ δάση, εἶναι ἄγριο, τολμηρὸ καὶ ἐπιθετικό, πετᾷ πολὺ γρήγορα καὶ τὴ λεία του τὴ συλλαμβάνει μὲ ἐξαιρετικὴ δεξιοτεχνία, σαΐνι, τσίφτης, κεγχρίδα.
μαλάζω = ψηλαφῶ, ἀγγίζω, πλάθω εὐμάλακτη ὕλη.
μεϊντανογέλεκο = ἀνδρικὸ γιλέκο σταυρωτό, κεντημένο, μὲ μανίκια ριγμένα στὶς πλάτες ἀφόρετα, τσιαμαντάνι,πισλί, πισωγέλεκο, φέρμελη.
μπρί, τό = πεῖσμα, γινάτι.
ντιριέμαι = ἐπιφυλάσσομαι, διστάζω, ἔχω ἀντίρρηση.
πάλα, ἡ = κυρτὸ σπαθί, μὲ ἢ χωρὶς δόντια.
πάρωρα, ἐπίρρ. = πέρα ἀπὸ τὴν κανονικὴ ὥρα, νωρὶς ἢ καθυστερημένα, παράωρα.
πιλαλῶ = τρέχω γρήγορα.
ράι, τό = ὑποδούλωση, ὑποταγή, κατάθεση ὅπλων.
ράμμα, τό = κλωστή, νῆμα.
Ράχη τῆς Ἀστραπῆς = ἕνα ἀπὸ τὰ 4 ψηλότερα βουνὰ τοῦ Σουλιοῦ, τ’ ἄλλα 3 βουνὰ εἶναι τὸ Κούγκι, ἡ Τρύπα κι ὁ Ἁη-Διονάτος.
ριτζιά, ἡ = προσκύνηση, ὑποταγή, ὑποδούλωση.
ρονιά, ἡ = σταγόνα, δάκρυ.
ρούγα, ἡ = δρόμος, πλατεῖα.
ροῦντο, τό = ἄριστης ποιότητα προβατίσιο μαλλί, λεπτὸ καὶ μαλακό, μαλλοῦσο.
ρυάζομαι = οὐρλιάζω, ὠρύομαι, βγάζω ἄγρια φωνή.
σιαποῦ, ἐπίρρ. = σὲ ποιὸ μέρος, πρὸς τὰ ποῦ.
σταυρός, ὁ = τὸ σημεῖο τοῦ προσώπου ἀνάμεσα στὰ μάτια, σταύρωμα.
στὸν κρόκο ἔχει τ’ ἄρματα = ὁ λόγος αὐτὸς λέγεται γιὰ τὸν ὁπλίτη ποὺ ἔχει τὸν ὁπλισμό του ἕτοιμο γιὰ ἐπίθεση ἢ ἄμυνα.
ταϊφάς, ὁ = τὸ σῶμα ἀνδρῶν ἑνὸς ὁπλαρχηγοῦ, ἀκολουθία, μπουλούκι.
τζεπχανές, ὁ = μπαρουτόβολο, πολεμοφόδιο, μολύβι.
τί, σύνδ. = γιατί, ὅταν.
τιρνέκι, τό = ἀποφυλλωμένο κλαδὶ ἢ γυμνὸ λιθάρι, σὲ ψήλωμα, ὅπου ἐνεδρεύουν τὴ λεία τους ὁρισμένα εἴδη ἁρπακτικῶν πουλιῶν, ζαρίστρα.
τσαμπάς, ὁ = τὰ μακριὰ μαλλιὰ τοῦ κεφαλιοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἢ τοῦ αὐχένα ὁρισμένων ζῴων, χαίτη, πλεξίδα.
τσελπένι, τό = μικρὴ σακούλα μὲ σουφρωτὸ λαιμό, γιὰ τὴ φύλαξη νομισμάτων, πουγγί.
φεγγαροκόθρος, ὁ = ἡ περίμετρος τοῦ φεγγαριοῦ, ὁ γύρος τῆς σελήνης.
φηκάρι, τό = θήκη γιὰ σπαθὶ ἢ μαχαίρι, θηκάρι.
φουσάτο, τό = σῶμα ἀνδρῶν ὀργανωμένο γιὰ πόλεμο, στρατός.
χαϊμαλί, τό = ἀντικείμενο ἱερό, ποὺ φέρνει κανεὶς ἐπάνω του, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν προφυλάγει ἀπὸ κινδύνους, φυλακτό, γκόλφι.
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1823, ἡ στρατιὰ τοῦ Μουσταῆ πασᾶ τῆς Σκόδρας, ἀποτελούμενη ἀπὸ 5000 Ἀλβανούς, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Τσελαλενδήμπεη, κατέβαινε γιὰ τὴν κοιλάδα τοῦ Ἀχελώου καὶ στρατοπέδευσε στὸ Κεφαλόβρυσο, νότια στὸ Καρπενήσι καὶ κοντὰ σ’ αὐτό. Ὁ Μάρκος Μπότσαρης ἀνέλαβε ν’ ἀντιμετωπίσει τοὺς Τούρκους μὲ 350 ἐμπειροπόλεμους Σουλιῶτες, ἐρχόμενος ἀπ’ τὸ Μεσολόγγι γι’ αὐτό. Συνεννοήθηκε νὰ τὸν βοηθήσουν κι ἄλλοι ὁπλαρχηγοί. Ἦταν παρὼν στὴ μάχη μόνον ὁ Κίτσος Τζαβέλας κι ἕνα μικρὸ σῶμα τοῦ Καραϊσκάκη.
Ἐπετέθηκε κατὰ τοῦ ἐχθροῦ τὴ νύχτα τῆς 9ης Αὐγούστου 1823. Οἱ Τοῦρκοι, οἱ ὁποῖοι κοιμοῦνταν, βρέθηκαν ἀπροετοίμαστοι καὶ πανικοβλήθηκαν. Μερικοὶ κλείσθηκαν στὸ περιτειχισμένο στρατόπεδό τους, ὅπου ἦταν καὶ ἡ σκηνὴ τοῦ πασᾶ. Ὁ Μπότσαρης ἔμπαινε ἀπὸ σκηνὴ σὲ σκηνὴ καὶ ἀποδεκάτιζε, μὲς στὴ νύκτα, σὰν θύελλα, τοὺς Ἀλβανούς. Ἔψαχνε νὰ βρεῖ τὸν πασᾶ, νὰ τὸν σφάξει, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ γλιτώσει, τράπηκε μὲ ἄλογο σὲ φυγή. Ὁ Σουλιώτης καπετάνιος τραυματίσθηκε, ἀνέβηκε, ὡστόσο, στὸν μαντρότοιχο, νὰ κοιτάξει μέσα, ἀλλὰ ἕνα βόλι τὸν βρῆκε στὸ μέτωπο, κι ἔπεσε νεκρός.
Ὅμως, πρὶν πάει στὸ Κεφαλόβρυσο γιὰ τὴ μάχη, σταμάτησε μὲ τὴν ἀκολουθία του στὸ μοναστήρι τοῦ Προυσοῦ, καθὼς διηγεῖται ὁ Δ. Μπότσαρης, ἀπόγονος τοῦ Μάρκου Μπότσαρη, ποὺ ἐπέζησε. Προσκύνησε ὁ Μάρκος τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, καθ’ ὅτι ἦταν εὐσεβής. Ζήτησε ἀπὸ τὴν Παναγία Προυσιώτισσα νὰ τὸν ἐνισχύσει στὸν ἐπικείμενο πόλεμο.
Πρὶν φύγει ἀπ’ τὸ μοναστήρι, ἔδωσε μιὰ χούφτα ἀσήμι στὸν ἡγούμενο.
– Πάρε, παπά μου, αὐτὸ τ’ ἀσήμι, γιὰ νὰ κάνεις τὸμνημόσυνο τοῦ Μάρκου Μπότσαρη.
Κι ὁ ἡγούμενος, ποὺ δὲν γνώριζε στὴν ὄψη τὸν Μάρκο, ρωτᾷ ἔκπληκτος.
– Τί, σκοτώθηκε ὁ Μάρκος;
– Ὄχι, δὲ σκοτώθηκε, ἀλλὰ πάει νὰ σκοτωθεῖ!
Ὁ δὲ Καραϊσκάκης, ποὺ νοσηλευόταν στὸ μοναστήρι τοῦ Προυσοῦ, ὅταν μετέφεραν οἱ Σουλιῶτες ἐκεῖ, στὸ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας, τὸν σκοτωμένο Μπότσαρη (1790-1823), σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεβάτι, κατέβηκε, πλησίασε τὸν νεκρό, ἀνασήκωσε τὴν κάπα, μὲ τὴν ὁποία ἦταν σκεπασμένος, γονάτισε, σταυροκοπήθηκε, τὸν φίλησε δακρύζοντας στὸ κούτελο κι εἶπε.
– Ἄμποτε, ἥρωα Μάρκο, κι ἐγὼ ἀπὸ τέτοιο θάνατο νὰ πάω.
Ἐκδήλωσε τὸν θαυμασμό του γιὰ τὸν ἥρωα.
– Ὁ Μάρκος ἦταν τρανός. Εἶχε νοῦ ποὺ δὲν εἶχε ἄλλος, εἶχε καρδιὰ λιονταριοῦ καὶ γνώμη δίκαιη, σὰν τοῦ Χριστοῦ. Οὔτε στὸ δάχτυλό του δὲν τὸν φτάνουμε. Σὰν τὸν Μάρκο ἥρωα, μάνα δὲν ξαναγεννάει!
Πηγή: «Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΔΟΣ», Ἀρ.τεύχους 622