«ΑΕΡΑΣ»

Ἀέρας!

Λέξις μαγική, ποὺ δὲν σημαίνει σχεδὸν τίποτε καὶ ὅμως τὰ σημαίνει ὅλα. Τρεῖς συλλαβαὶ ποὺ ἐβγῆκαν μιὰν ἡμέρα ἀπὸ τὰ χείλη ἑνὸς ἁπλοϊκοῦ ἐκεῖ στὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου, ὃταν εἶδε νὰ σκάζουν αἱ ὀβίδες ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του καὶ νὰ μὴ παθαίνῃ τίποτε κανείς, καὶ ἔκαμαν ἔπειτα τὸ γῦρό τους ὅπου συμπλοκή, ὅπου μάχη, ὅπου θάνατος! Τὴν πῆρε ἡ δόξα μαζὶ μὲ τὰ φτερά της καὶ γύρισε ὅλους τοὺς κάμπους καὶ ὅλα τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια. Ὅπου αἶμα, ἐκεῖ κι αὐτή· ὅπου μάχη, θ' ἀντηχοῦσε κι αὐτή· ὅπου νίκη, βροντόφωνη θὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὰ στήθη τῶν πολεμιστῶν καὶ θ' ἀνέβαινε ψηλὰ σὰν ὕμνος ἐπινίκιος. Σήμερα δὲν ὑπάρχει χωριό, δὲν βρίσκεται σπίτι ἢ καλύβι ποὺ νὰ μὴν ἀντηχῆ μέσα.

Γιὰ πολὺν κόσμον δὲν ἔχει καθαρό νόημα καὶ ὅμως εἶναι γεμάτη ἀπὸ νόημα γιὰ ὅσους ἔζησαν τοὺς δύο πολέμους, καὶ ὅμως ἔχει νόημα γιὰ κάθε περίσταση ποὺ ἐλέγετο, καὶ ἀλλάζει σημασία γιὰ τὸ κάθε τι.

Ἔπεφταν αἱ ὀβίδες καὶ περνοῦσαν ἐπάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους; «Ἀέρας!» τοὺς ἐφώναζαν.

Πήγαιναν λίγο πιὸ μακριὰ ἀπ' ὅ,τι ἔπρεπε, καὶ κτυποῦσαν πίσω ἐκεῖ στὰ μετόπισθεν καὶ ἔκαναν ἄνα κάτω τὰ ἀσυνήθιστα ἐπιτελεία; Ἐγύριζαν οἱ μαχηταὶ μὲ ἓνα μειδίαμα εἰρωνείας; Καί, βλέπονταν τὴν ταραχή, τὸ σκόρπισμα καὶ τὴ φυγή, «Ἀέρας!» πάλι τοὺς ἐφώναζαν.

Καμμιὰ ἀπ' ἐκεῖνες, ποὺ φεύγουν παραπλανημένες, ἔπεφτε στὴ δευτέρα γραμμή, ἐκεῖ ποὺ ἐκάθηντο οἱ ἄλλοι ξέννοιαστοι μακριὰ ἀπὸ τὸν κίνδυνο. Αὐτοὶ σκόρπιζαν ἀπ' ἐδῶ καὶ ἀπ' ἐκεῖ ἀσυνήθιστοι, τρομαγμένοι. Τότε μ' ἕνα χαμόγελο εἰρωνικὸ στὰ χείλη ἐκεῖνοι ποὺ πολεμοῦσαν στὴν πρώτη γραμμὴ ἄφηναν νὰ τοὺς ξεφύγῃ ἕνα βροντόφωνο: «Ἀέρας!».

Μιὰ φορὰ ἕνας ταγματάρχης ἀπ' ἐκείνους τοὺς λίγους ποὺ ὅταν βροντοῦσε τὸ κανόνι ἐγίνετο ἄφαντος, καὶ μόλις ἔπαυε ἔβγαινε ἐμπρὸς καὶ ἄρχιζε λόγια καὶ συμβουλάς, πῆρε κι αὐτὸς τὸ μερίδιό του ἀπὸ τὸν «Ἀέρα», γεμᾶτο ἀπὸ καυστικὴ εἰρωνεια. Ἕνας «Ἀέρας!» δυνατὸς τὸν ἀκολουθοῦσε κάθε φορὰ ποὺ ἄνοιγε τὸ στόμα του, ὡς ποὺ ἐξηφανίσθη πιὰ γιὰ πάντα.

Ἕνας ἄλλος, ἀπὸ ἐκείνους τοὺς πολλοὺς ποὺ ἐζοῦσαν νύκτα μέρα μαζὶ μὲ τὰ παλληκάρια, ποὺ μοίραζε τὴν γαλέττα μαζί τους, καὶ ἐκοιμᾶτο πλάγι-πλάγι μ' αὐτοὺς μέσα στὸν κίνδυνο, κτυπήθηκε μιὰ μέρα βαριά. Τὸν κουβάλησαν μὲ τὸ πόδι σπασμένο. Μερικοί, ἀνήσυχοι, τὸν περιτριγύρισαν. Ἀλλ' αὐτὸς σφίγγοντας τὰ χείλη του γιὰ νὰ μὴ φωνάξῃ ἀπ' τὸν πόνο, χαμογέλασε καὶ τοὺς φώναξε δυνατά:

- Δὲν εἶναι τίποτε, παιδιά. «Ἀέρας!»
- «Ἀέρας!» τοῦ φώναξαν κι ἐκεῖνοι, καὶ τράβηξαν πηδῶντας πάλι στὴν πρώτη γραμμή.

Ἄλλη μιὰν ἡμέραν, ἕνας ἀπ' ἐκείνους τοὺς ἡρωικοὺς ἀξιωματικοὺς τοῦ πεζικοῦ, ποὺ εὑρίσκοντο πάντοτε μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι μπροστά, ἄφησε νὰ τοῦ ξεφύγῃ ἡ ἴδια λέξις. Ἦταν μία ἀπὸ τὲς ἡμέρες ἐκεῖνες τὲς ὀλίγες, ποὺ ἀντικρύσαμε μερικὰ ἀτυχήματα. Ὅλοι οἱ στρατοί, καὶ οἱ πιὸ ἔνδοξοι, ἔχουν πάθει ὅμοια σὲ μερικὲς στιγμές. Ὁλόγυρα ἐμετροῦσαν τοὺς νεκρούς, ἐμάζευαν τοὺς πληγωμένους. Τὸ αἶμα εἶχε χυθῇ ἄφθονα καὶ ἀνώφελα. Δὲν εἴχαμε ἐπιτύχει ἐκεῖνο ποὺ ζητούσαμε· δὲν εἴχαμε κατορθώσει τίποτε. Τὸ παλληκάρι ἐκεῖνο ἐγύρισε καὶ εἶδε τὸ τάγμα του ἐξαντλημένο, μισό. Εἶδε ὅλη τὴ πομπὴ ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ὅλη τὴ σωρεία ἀπὸ τοὺς τραυματίας, ὃλο τὸ πλῆθος ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς ποὺ ἀκολουθοῦσαν ἀπὸ πίσω μὲ τὸ κεφάλι σκυφτὸ καὶ τὰ μάτια χαμηλά. Εἶδε τὰ αἵματα, τοὺς χαμένους κόπους, τὲς μάταιες ἡρωικὲς προσπάθειες, εἶδε τὸν ἐχθρὸ ἐκεῖ ἀντίκρυ νὰ κρατῇ τὰς θέσεις του, ὑπερήφανος καὶ ἐπίμονος καὶ τότε, ἀφοῦ ἐκτύπησε τὸ σπαθί του δυὸ-τρεῖς φορὲς μὲ λύσσα ἐπάνω σ' ἕνα βράχο, ἐκοίταξε τὰ παλληκάρια του μὲ μάτια φλογισμένα ἀπὸ μανία καὶ λύπη μαζί καὶ τοὺς φώναξε:

- «Ἀέρας» σήμερα! «Ἀέρας» καὶ σὲ μένα καὶ σὲ σᾶς καὶ σ' ὅλους μας!

Ἔτσι σὲ ὅλες τὲς ὡραῖες στιγμὲς τῆς δόξης, μέσα σὲ ὅλες τὲς μεγάλες καὶ ἀπίστευτες ἐπιτυχίες, σύντροφος ἀχώριστος ἦταν ἡ μεγάλη λέξις, ἡ λέξις χωρίς νόημα, τὸ ποίημα τῆς μάχης καὶ τοῦ θανάτου, καὶ ἀχώριστος σύντροφος ἐπίσης μέσα στὲς πίκρες καὶ τὲς ἀτυχίες. Λέξις1 ποὺ ἀντηχεῖ ἀκόμα σὲ ὅλες τὲς χαράδρες, ποὺ πετᾷ ἀκόμα ἐπάνω ἀπὸ τοὺς κάμπους, ποὺ τριγυρίζει ἀκόμα ἐπάνω ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν παλληκαριῶν. Λέξις ποὺ φοβέριζε τὸν ἐχθρό, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε ἡ φυγή του. Λέξις ποὺ ἀντίκρυσε μὲ τὸ γέλοιο κι αὐτὴ τὴ χολέρα καὶ τὴν ἔδιωξε. Πέντε γράμματα ποὺ χοροπηδοῦσαν γελαστὰ ἐμπρὸς στὶς ὀβίδες, μέσα στὴ βροχὴ ἀπὸ σφαῖρες, ποὺ ἐκοιμῶντο μαζὶ μὲ τὴν πεῖνα, ποὺ ξυπνοῦσαν μὲ τὴν παγωνιά, ποὺ χαιρετοῦσαν τὸν θάνατο καὶ τοὺς νεκροὺς ποὺ περνοῦσαν, ποὺ εἰρωνεύοντο τὸν κάθε δειλὸ καὶ ἀνέβαζαν στὸν οὐρανὸ τὸ κάθε παλληκάρι, -αὐτὰ τὰ πέντε γράμματα δὲν θὰ λησμονηθοῦν ποτέ! Ἀέρας καὶ τὰ βόλια! Ἀέρας καὶ ἡ πεῖνα καὶ τοῦ ἥλιου τὰ κτυπήματα καὶ ἡ παγωνιὰ καὶ οἱ πληγὲς καὶ ὁ θάνατος. Ἀέρας καὶ τ' ἀδέρφια τὰ σκοτωμένα. Ἀέρας καὶ τὰ ὀρφανὰ καὶ τὰ σπίτια ποὺ ἐρημώθηκαν καὶ ἔκλεισαν γιὰ πάντα. Ἀέρας καὶ οἱ νεκροὶ καὶ τὸ αἷμα! Ἀέρας καὶ οἱ τάφοι! Ὅλα γι' αὐτοὺς ἦταν ἀέρας, ὅλα ἔγιναν ἀέρας, καὶ τὸ μόνο ποὺ δὲν ἔγινε, ἦταν ἡ πατρίδα τους ποὺ τὴν ἔκαναν μεγάλη καὶ δυνατὴ μὲ τὸν ἀέρα τους.

Ἐφημερίς «Ἐστία»
Ν. Πετιμεζᾶς (Λαύρας)

1. Ἡ λέξις «Ἀέρας», ἡ ὁποία κατὰ τὸν Ἰταλοελληνικὸν πόλεμον τοῦ 1940 ἔμεινε θρυλική, ἔχει καὶ προϊστορίαν εἰς τὰ ἴδια τὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας.



Πηγὴ: Νεοελληνικά Ἀναγνώσματα Ε' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ (1956)
Φωτογραφία: Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς, Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ
Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *