«Ὅλα τὰ ἔθνη γιὰ νὰ προοδεύσουν πρέπει νὰ βαδίζουν ἐμπρός, πλὴν τοῦ ἑλληνικοῦ ποὺ πρέπει νὰ στραφεῖ πίσω».
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκὶς
«Ὅλα τὰ ἔθνη γιὰ νὰ προοδεύσουν πρέπει νὰ βαδίζουν ἐμπρός, πλὴν τοῦ ἑλληνικοῦ ποὺ πρέπει νὰ στραφεῖ πίσω», εἶναι ἡ ἀπαντοχή μας αὐτό. Πίσω γιὰ νὰ βροῦμε τὴν περπατησιά μας. Καὶ ἂς κοάζει ὁ ἀνεπρόκοπος συρφετὸς τῶν ἐθνομηδενιστῶν. Πίσω γιὰ νὰ συναντήσουμε τοὺς Ἕλληνες, τοὺς μεταξένιους Ρωμηούς, ποὺ μᾶς κανοναρχοῦν μὲ τὸ αἷμα τους, μὲ τοὺς τίμιους ἱδρῶτες τους, μὲ τὴν φιλοτιμία τους. Ἀλλά, πίσω, γιὰ νὰ δοῦμε καὶ τὶς ἀθλιότητες καὶ τὰ λάθη. Ἔγιναν καὶ τέτοια. Ἀκόμη καὶ αὐτά, μᾶς τὰ ἄφησαν οἱ πρόγονοι, γιὰ ὀρμήνεια, γιὰ παράδειγμα πρὸς ἀποφυγήν.
Ἂς ἀκούσουμε τὸν Γέρο τοῦ Μοριᾶ καὶ τῆς Ἑλλάδος ὅλης: «Ἐγώ, παιδιά μου, κατὰ κακή μου τύχη, ἐξ αἰτίας τῶν περιστάσεων, ἔμεινα ἀγράμματος καὶ διὰ τοῦτο σᾶς ζητῶ συγχώρηση, διότι δὲν ὁμιλῶ καθὼς οἱ δάσκαλοί σας. Σᾶς εἶπα ὅσα ὁ ἴδιος εἶδα, ἤκουσα καὶ ἐγνώρισα, διὰ νὰ ὠφεληθῆτε ἀπὸ τὰ ἀπερασμένα καὶ ἀπὸ τὰ κακὰ ἀποτελέσματα τῆς διχονοίας, τὴν ὁποίαν νὰ ἀποστρέφεσθε, καὶ νὰ ἔχετε ὁμόνοια…».
Πίσω, γιὰ νὰ δοῦμε τί πρέπει νὰ ἀποστρεφόμαστε.
1825. Ὁ αἱμοσταγὴς Αἰγύπτιος Ἰμπραὴμ πασὰς μὲ τοὺς «παλιαραπάδες» του, ὅπως ἀποκαλοῦσαν, οἱ δυστυχεῖς Ἕλληνες τὸ ἀσκέρι του, δηώνει καὶ ρημάζει τὸν τόπο. Ἡ Ἐπανάσταση τρεμοσβήνει. «Δεκαπέντε χιλιάδες τακτικοί τοῦ πολέμου, τέσσαρες χιλιάδες καβαλαραῖοι (Αἰγύπτιοι) καὶ ἄλλοι τόσοι πεζοὶ ἄτακτοι Τοῦρκοι Πελοποννήσιοι τοὺς ὁποίους ηὗρε ὁ Μπραΐμης εἰς τὰ φρούρια, καὶ οἱ Κρητικοὶ Τοῦρκοι, οἵτινες ἦρθον μετ’ αὐτοῦ εἰς τὴν Πελοπόννησον, ὅλοι αὐτοὶ ἐσκέπασαν τὰ βουνὰ καὶ τὶς ράχες, καὶ τὰ ρεύματα ὅλα ἐσκεπάσθησαν ἀπὸ τὴν Βυτίνα ἕως τὰ Μαγούλιαναν. Τίποτε ἄλλο δὲν ἀκούετο παρὰ φωναὶ ἀνθρώπων, χλιμιντρίσματα ἀλόγων, τουφεκίσματα ἀδιάκοπα, γογγυσμοὶ ἑνωμένοι μὲ τοὺς κρότους τῶν τυμπάνων τοῦ τακτικοῦ. Ἀπὸ τὸν φόβον μας ἐφαίνετο ὅτι ὁ τόπος ὅλος ἐσείετο καὶ ἐπήγαινε νὰ γκρεμισθεῖ εἰς τὸ βάραθρον». (Φωτάκου, «Ἀπομνημονεύματα», σελ. 535 – 536)
Κυβέρνηση δὲν ὑπῆρχε, οἱ ἐμφύλιες διαμάχες διέλυσαν «τὴν μεγάλη ὁμόνοια ποὺ ὑπῆρχε εἰς τὸν πρῶτον χρόνον τῆς Ἐπαναστάσεως» (Κολοκοτρώνης), ποὺ θὰ γράψει στὴν «Διήγηση» ὅτι «εἰς ἐκείνη τὴν περίσταση εἴμεθα ἀπελπισμένοι». Τὰ χρήματα τῶν ληστρικῶν δανείων εἶχαν σπαταληθεῖ. Παρένθεση. Τὰ λεγόμενα εὐφημιστικῶς «δάνεια τῆς Ἀνεξαρτησίας» εἶναι ἀπὸ τὶς ἀθλιότερες ἀπάτες καὶ λεηλασίες ποὺ στήθηκαν ἀπὸ ξένους καὶ ἡμέτερους πολιτικοὺς γύρω ἀπὸ τὸ ματωμένο κορμὶ τῆς Ἑλλάδας, ποὺ βρισκόταν τότε στὰ πρόθυρα τοῦ ὀλέθρου.
ὸ πρῶτο συνομολογήθηκε τὸ 1823 γιὰ ποσὸ 800.000 λιρῶν μὲ παρακαταθήκη ὅλων τῶν ἐθνικῶν κτημάτων τῶν τελωνειακῶν δασμῶν, τῶν ἁλυκῶν καὶ τῶν ἁλιεύσεων. Στὴν πατρίδα ἔφθασαν περίπου 300.000. Τὰ ὑπόλοιπα φαγώθηκαν ἀπὸ κερδοσκόπους καὶ λοιποὺς τυχοδιῶκτες. Τὸ 1825 συνομολογεῖται τὸ δεύτερο 2.000.000 λιρῶν. Ἰλιγγιώδεις προμήθειες, ἐκβιασμοί, πλουτισμὸς ἀπατεώνων, καταχρήσεις τομαριῶν -παλιῶν καὶ νέων- τὸ μείωσαν στὶς 816.000. Τόσα ἔφτασαν στὴν Ἑλλάδα. Καὶ αὐτὰ σπαταλήθηκαν ἀπὸ τοὺς «ταλαρίσιους», ὅπως ἔλεγε ὁ Καραϊσκάκης τοὺς πουλημένους γιὰ τὸν παρά, ἐκλαμπρότατους καὶ γενναιότατους τύπου Κωλέτη ἢ Μαυροκορδάτου. Ἀποτέλεσμα; Νὰ ὑπογραφεῖ ἀπὸ τοὺς ἐπαναστατημένους Ἕλληνες ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐπονείδιστα καὶ ἀτιμωτικὰ κείμενα τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας, τὸ «αἴτημα ἀγγλικῆς προστασίας», τὸ «συμφωνητικὸν τῆς πωλημένης Ἑλλάδος», ὅπως τὸ ἀποκάλεσε ὁ μινίστρος Δικαιοσύνης Ἰω. Θεοτόκης, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παυθεῖ ἀμέσως καὶ νὰ φυλακιστεῖ. Παραθέτω τὸ κείμενο: «Τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος δυνάμει τῆς παρούσης πράξεως ἐκθέτει ἑκουσίως τὴν Ἱερὰν παρακαταθήκην τῆς Αὐτοῦ Ἐλευθερίας, Ἐθνικῆς Ἀνεξαρτηρτησίας καὶ τῆς Πολιτικῆς αὐτοῦ ὑπάρξεως ὑπὸ τὴν ἀπόλυτον ὑπεράσπισιν τῆς Μεγάλης Βρετανίας. Ἐν Πελοποννήσῳ τῇ λ´ Ἰουνίου ἀωκε´» (30 Ἰουνίου 1825). Τότε εἶναι ποὺ ὁ ποιητής μας Ἀνδρέας Κάλβος θὰ γράψει τὸ περίφημο «Καλύτερα, καλύτερα/ διασκορπισμένοι οἱ Ἕλληνες/ νὰ τρέχωσι τὸν κόσμον/ μὲ ἐξαπλωμένην χείρα/ παρὰ προστάτας νὰ ᾽χωμεν».
Ἂν ἀφαιρέσουμε ἀπὸ τὸ «συμφωνητικὸν» τοῦ ξεπουλήματος τὴν Μεγάλη Βρετανία καὶ γράψουμε Δ.Ν.Τ., νομίζω, ἐλάχιστα ἀπέχουμε ἀπὸ τὴν τωρινή μας κατάσταση. Ἀπὸ τὴν πληγὴ αὐτῆς τῆς ἐπαίσχυντης Προστασίας, τὸ ἑλλαδικὸ κράτος, ἔκανε ἕναν αἰώνα νὰ ψευτοσυνέλθει. Ἔπρεπε νὰ ἐμφανιστεῖ ἡ γενιὰ τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων, γιὰ νὰ ἁπλωθοῦν τὰ τσαλακωμένα του φτερά. Τὰ ἑκατὸ περίπου χρόνια τῆς ἀπροκάλυπτης ἐπέμβασης τῶν Προστατῶν εἶναι ἀπὸ τὰ ἀτιμωτικότερα τοῦ λεγόμενου ἐλεύθερου βίου. Μία ἐλάχιστη ἱστορικὴ περιδιάβαση ἀρκεῖ γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὸ τί ζοῦμε.
Τὸ 1850 ἕνας τυχοδιώκτης Ἑβραῖος ὀνόματι Πατσίφικο, διαμένων στὴν Ἀθήνα ὡς πρόξενος τῆς Πορτογαλίας, ἔγινε αἴτιος ἐπεισοδίου, λόγῳ ἀσέβειας ποὺ ἐπέδειξε κατὰ τὴν ἐκφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου. Οἱ πιστοί, ποὺ μετεῖχαν στὴν λιτανεία, ἐξεμάνησαν καὶ προέβησαν σὲ μικροκαταστροφὲς στὴν οἰκία του, προπηλακίζοντας καὶ τὸν οὐτιδανὸ διπλωμάτη. Ἡ Ἀγγλία ὅμως ἀπαίτησε ἀποζημίωση γιὰ τὶς μικροφθορές, τὸ ἀστρονομικὸ ποσὸ τῶν 888.736 δραχμῶν. Ἡ Κυβέρνηση δὲν συναίνεσε. Ἀποτέλεσμα; «Ἕνας μεγάλος στόλος τῶν σκύλων (Ἄγγλων) μᾶς ἔχουν μπλόκον (=ἀποκλεισμὸς λιμανιῶν), ὀποῦναι περίπου ἀπὸ τρεῖς μῆνες καὶ μᾶς ἐπῆραν ὅλα τὰ καράβια καὶ μᾶς κατακερμάτισαν ὅλο τὸ ἐμπόριον καὶ τζαλαπάτησαν τὴν σημαίαν μας καὶ πεθαίνουν τῆς πείνας οἱ ἄνθρωποι τῶν νησιῶν καὶ ἐκεῖνοι ὀπούχουν τὰ καράβια καὶ γκιζεροῦν εἰς τοὺς δρόμους καὶ κλαῖνε μὲ μαῦρα δάκρυα», γράφει ὁ Μακρυγιάννης. (Εἶναι γνωστὰ στὴν ἱστορία ὡς «Παρκερικά», ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ἄγγλου ναυάρχου Πάρκερ, ποὺ ἡγεῖτο τοῦ «προστατευτικοῦ» στόλου).
Τὸ 1853 ξεσπᾶ ὁ Κριμαϊκὸς πόλεμος. Ἀγγλογάλλοι στὸ πλευρὸ τῶν Τούρκων ἐναντίον τῆς Ρωσίας. Ἡ Ἑλλάδα ἐπωφελεῖται ἀπὸ τὴν ρωσοτουρκικὴ ρήξη καὶ ἐπιχειρεῖ νὰ ἀπελευθερώσει τὶς σκλάβες Ἤπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία. Οἱ «Προστάτες» ἀντιδροῦν. Τὸν Μάιο τοῦ 1854 ἀποβιβάζονται στὸν Πειραιὰ μία γαλλικὴ μεραρχία καὶ ἕνα ἀγγλικὸ σύνταγμα. Ἐπιβάλλεται ὁ ἀποκλεισμός. Οἱ εἰσβολεῖς βιαιοπραγοῦν ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων. Καὶ τὸ χειρότερο, ὁ στρατὸς κατοχῆς, μεταδίδει ἐπιδημία χολέρας ποὺ ὁδήγησε στὸν τάφο 3.000 Ἀθηναίους.
1885. Ἕνας χωροφύλακας «ἀπώθησε βιαίως» τὸν Ἄγγλο ἐπιτετραμμένο ποὺ θέλησε νὰ περάσει ἀπὸ ἀπαγορευμένη περιοχὴ στὴν Ἀθήνα. Οἱ «Προστάτες» ἀπαιτοῦν ὑπὸ τὸν Χαρίλαο Τρικούπη ἠθικὴ ἱκανοποίηση. Ἀποτέλεσμα; «Τῇ 11ῃ π.μ. ὥρα τῆς 7ης Ἰανουαρίου 1887 ἔκπληκτοι οἱ πολίται παρετήρουν τὸ σῶμα τῆς χωροφυλακῆς μετὰ τῶν ἀξιωματικῶν καὶ τοῦ τότε διοικητοῦ τῆς μοιραρχίας Ἀττικῆς, Στεφάνου, πάντων ἐν μεγάλῃ στολῇ, νὰ παρατάσσηται μετὰ τῆς μουσικῆς τῆς φρουρᾶς ἐν τῇ πλατείᾳ τοῦ Συντάγματος. Μετὰ τὴν παράταξιν ἀφίκετο ὁ πρόξενος τῆς Ἀγγλίας Μέρλιν εἰς ὃν ἡ φρουρὰ παρουσίασε ὅπλα». (Τρ. Εὐαγγελίδης, «Τὰ μετὰ τὸν Ὄθωνα»).
1886, ἐξ αἰτίας τῆς ἁρπαγῆς τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους, ὁ λαὸς ἐξεγείρεται. Ὅμως ναυτικὲς μοῖρες τῶν «Προστατῶν» καταπλέουν στὰ ἑλληνικὰ παράλια καὶ ἐπιβάλλουν μὲ τὰ πυροβόλα ἀποκλεισμό, γιὰ νὰ ἀποτρέψουν ἑλληνικὴ ἐπίθεση κατὰ τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Οἱ πολιτικοὶ γονατίζουν, τὸ γόητρο τῆς χώρας καταβαραθρώνεται, «νομιμοποιεῖται» ἡ ἁρπαγὴ τῆς προαιώνιας ἑλληνικῆς γὴς τῆς Ἀν. Ρωμυλίας ἀπὸ τοὺς Βούλγαρους.
Τὰ ἴδια συμβαίνουν καὶ στὴν ἐθνικὴ ἀτίμωση τοῦ 1897. Τὰ ἴδια καὶ στὶς ἡρωικὲς ἐπαναστάσεις τῆς Κρήτης, ποὺ πνίγηκαν στὸ αἷμα, γιατί οἱ κανονιοφόροι τῶν Προστατῶν, προστατεύουν τοὺς Τούρκους. Τὰ ἴδια καὶ στὴν Κύπρο, ποὺ συνεχίζεται ἡ ἀτιμία… τῶν Μεγάλων Προστατῶν. Ἀπὸ κοντὰ καὶ οἱ Ἕλληνες κομματάρχες, νὰ ἐνεργοῦν ὡς πειθήνια ἐνεργούμενα τῶν Δυνάμεων, γεγονὸς ποὺ θὰ ἀναγκάσει τὸν ὀξυδερκῆ ἱστορικὸ Ἑπ. Κυριακίδη νὰ γράψει στὴν «Ἱστορία τοῦ σύγχρονου Ἑλληνισμοῦ» τὰ ἑξῆς, τότε, νῦν καὶ ἀεὶ ἐπίκαιρα: «Ὅσα ἔλεγεν ἡ Ἀγγλία ἐν Ἀθήναις ἵνα ἑκάστοτε συγκρατεῖ τὸν Ἑλληνισμόν, ἐπὶ τοσοῦτον συνεζυμώθησαν μετὰ τοῦ ἐγκεφάλου Ἑλλήνων τινῶν πολιτευομένων, ὥστε κατήντησε νὰ λέγωσι πρῶτοι εἰς τοὺς Ἄγγλους ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον αὐτοὶ προτίθεντο νὰ συμβουλεύσωσιν». Προσοχὴ σ᾽ αὐτό!! “Λέγωσι πρῶτοι…”. Εἶναι τέτοια ἡ προδοσία τους, ποὺ γιὰ νὰ φανοῦν ἀρεστοὶ στοὺς Προστάτες, προτείνουν καὶ πράγματα ποὺ ἐκεῖνοι δὲν σκέφτονται.Τὸ ἀτιμωτικὸ σύμφωνο τῶν Πρεσπῶν, ποιός τὸ παρουσίασε στοὺς Σκοπιανούς; Τί βλέπαμε τὴν ἀποφράδα ἡμέρα τοῦ Ἰουνίου; Οἱ Σκοπιανοὶ νὰ μὴν πιστεύουν στὸ ἀνέλπιστο δῶρο καὶ οἱ ἡμέτεροι προδότες νὰ καμαρώνουν γιὰ τὴν παρουσία καὶ τὴν ἱκανοποίηση τῶν Προστατῶν…
Ὑστερόγραφο: Παρακαλῶ πολύ. Νὰ μὴν ξεχάσουμε τὴν Μακεδονία μας. Νὰ σειέται τὸ χορτάρι, ποὺ σκέπασε τὸν Παῦλο Μελά, πάντα χλωρό…
Ἀναδημοσιευση ἀπό: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία