Κερατσίνι, μάντρα τοῦ Σαρδελᾶ, Μετόχι (2-5 Μαρ.1827)

Ὁ Καραϊσκάκης ἀποβιβάζεται στό Φάληρο

Ἀφοῦ ἦρθε ὁ πεζοδρόμος μὲ τὸ περιστέρι, τὰ γράμματα τὰ στείλαμεν εἰς τὴν Διοίκησιν καὶ Καραϊσκάκη. Ἀφοῦ εἶδε αὐτά, πῆρε κοντὰ ὡς δυὸ χιλιάδες ἀνθρώπους καὶ ἦρθε κ᾿ ἔπιασε τὸ Τζερατζίνι ὁ Καραϊσκάκης. Εἶναι κ᾿ ἕνα μετόχι πλησίον, ἀπὸ πάνου τὸν ζυγὸν – ἦταν Τοῦρκοι ἀπὸ ῾κεῖ ὡς τὴν ἄκρη εἰς τὰ Καμίνια, ὁποῦ σώνεται ἡ ράχη. Ἐκεῖ εἶχαν ἀπάνου οἱ Τοῦρκοι τὰ κανόνια τους καὶ εἰς τὸν Δράκον ὁλόγυρα· καὶ μᾶς χτυποῦσαν καὶ τοὺς χτυπούσαμεν κ᾿ ἐμεῖς. Ἀφοῦ ἔφτασε ὁ Καραϊσκάκης, ἦρθε εἰς τὸν Φαληρέα κι᾿ ἀνταμωθήκαμεν. Μιλήσαμεν νὰ φκειάση ὁ Νοταρᾶς ἕνα ταμπούρι ἀπάνου ῾στὴν ράχη πλησίον εἰς τὸν δρόμον τῆς Ἀθήνας, κ᾿ ἐγὼ ἀπὸ κάτου ἀπὸ τὸν δρόμον, ἀντίκρυα ἀπὸ τῶν Τούρκων τὰ πόστα. Ὀληνύχτα, βρέχοντας καὶ ταλαιπωργιώντας, τὸ φκειάσαμεν· καὶ βάλαμεν καὶ πέντε κανόνια μέσα εἰς τὸ ταμπούρι μας. Τὴν ἄλλη τὴν νύχτα πήγαμεν καὶ φκειάσαμεν ἄλλο ἕνα ἀπὸ κάτου τὰ κανόνια τῶν Τούρκων, ὁποὖναι ἕνα καμίνι, νὰ τοὺς κόψωμεν τὸν ζαϊρέ τους νὰ μὴν παγαίνουν εἰς τὸ μοναστήρι τὸν Ἅγιον Σπυρίδωνα, ὁποῦ τὸν βαστοῦσαν οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι. Εἶπε καὶ τοῦ Βάσιου ὁ Καραϊσκάκης νὰ φκειάση ἕνα ταμπούρι ἀπὸ τὸ πέρα μέρος τοῦ βάλτου νὰ κοπῆ ὁ ζαϊρές· δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ φκειάσουνε κ᾿ ἔμπαινε ἀπὸ ῾κεῖθε ὁ ζαϊρές.

Ἐμεῖς οἱ δυστυχισμένοι ἤμαστε μέσα εἰς τὸ νερὸ νύχτα καὶ ἡμέρα. Μίαν βραδειὰ ἔβρεξε καὶ γιόμωσε τὸ καμίνι καὶ ξενυχτήσαμεν ἀπάνου ἀπὸ τὸ ζουνάρι εἰς τὸ νερόν· κι᾿ ἀπὸ αὐτό, ὁποῦ ἤμουν ἀδύνατος, μ᾿ ἔπιασε μία στένωση σὰν χτικιόν. Καὶ μέσα τὰ νερὰ τραβοῦσα ἄρρωστος. Ὁ Κιτάγιας ἔβαλε μίαν αὐγὴ τὰ κανόνια καὶ μπόμπες καὶ γρανέτες καὶ πλῆθος ἀσκέρι εἰς τὴν ράχη καὶ βαροῦσαν τὸ Μετόχι, ὁποῦ τὸ εἶχαν πιασμένο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Καραϊσκάκη. Ἀφοῦ τὸ πολέμησαν ἀρκετὲς ὧρες καὶ τὸ πῆγαν ὡς τὴν γῆς γκρεμίζοντας, τότε κάμαν γιρούσι ἀπάνου τοὺς πεζούρα καὶ καβαλλαρία νὰ τοὺς κυργέψουν. Τότε οἱ ἀθάνατοι Ἕλληνες, ἀφοῦ ζύγωσαν, τοὺς ἔκαναν ἕναν σκοτωμὸν καὶ τοὺς πῆραν ὀμπρὸς καὶ τοὺς πῆγαν ὡς τὰ ταμπούρια τους. Ξανακάνουν γιρούσι οἱ Τοῦρκοι, λαβαίνουν τὴν ἴδια τύχη. Ἔρχεται μιντάτι τῶν Τούρκων ἀπὸ τὴν Ἀθήνα νέον καὶ πῆγαν εἰς τὰ ταμπούρια τους. Τότε κατεβήκαμεν ἀπὸ τὸν Φαληρέα περίτου ἀπὸ πεντακόσοι ἄνθρωποι ὅλο διαλεμένοι, ἀρχηγὸς αὐτεινῶν ὁ Σωτηρόπουλος, ὁ Χελιώτης κ᾿ ἐγώ, καὶ πήγαμεν εἰς τὸ καμίνι εἰς τὸ πόστο μου κι᾿ ἀπὸ ῾κεῖ περάσαμεν ἀπὸ κάτου τὰ κανονοστάσια τῶν Τούρκων, κι᾿ ἀρχίσαμεν τὸν πόλεμον· καὶ πήραμεν τὴν πλάτη τῶν Τούρκων· καὶ πισουδρόμησαν οἱ Τούρκοι· καὶ βήκαν οἱ ἀθάνατοι Ἕλληνες ἀπὸ τὸ Μετόχι κι᾿ ὁ ἀντρεῖος Χατζημιχάλης μὲ τὴν καβαλλαρίαν του καὶ δίνουν ἕναν χαλασμὸν τῶν Τούρκων κ᾿ ἕναν σκοτωμὸν τρομερόν. Σκοτώθηκαν καὶ πληγώθηκαν περίτου ἀπὸ ὀχτακόσοι – αὐτά μας εἶπαν. Καὶ διαλύθηκαν οἱ Τοῦρκοι. Πήγαμεν κ᾿ ἐμεῖς ὁ καθεὶς εἰς τὰ πόστα του. Ὅσοι ἀξιωματικοὶ πολέμησαν ἐκεῖ, Ρούκης, Γαρδικιώτης, Βάγιας, Γεροθανάσης, Ντούσιας, Γιάννης Λάμπρος, Κασομούλης, Γιωργάκης Βαλτηνός, Μῆτρο Σμπόνιας, Καραΐσκος Σουλιώτης· τῆς καβαλλαρίας ὁ γενναῖος Χατζημιχάλης, Βασίλης Ἀθανασίου, Νικόλας Τζοπάνος, Παναγιώτης Κακλαμάνος, Κώστα Παλάσκας κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοὶ πολέμησαν, πεζούρα καὶ καβαλλαρία, πολλὰ γενναίως καὶ πατριωτικῶς. Κι᾿ ὅλοι οἱ ἁπλοὶ Ἕλληνες ἀγωνίστηκαν μὲ μεγάλον πατριωτισμὸν καὶ γενναιότητα διὰ τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία. Καὶ εἶδαν οἱ Τοῦρκοι ὁποῦ δὲν παῖζαν εἰς τὸν Περαιά. Κι᾿ αὐτό, ὅτ᾿ εἶναι ντουφέκι καὶ σπαθὶ Ἑλληνικόν, θρησκευτικὸν καὶ πατριωτικόν.

(Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη – Ἀπομνημονεύματα, Βιβλίον Α´, Κεφ. δέκατον)


Πηγή
Το είδαμε εδώ

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *