ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ
Μέσ' ἀπὸ τὰ κάγκελα τ' ἀόρατα
τῆς ἀπέραντής μας φυλακῆς,
μέσα στὸ κελλὶ τὸ παγερό μας
δὲν ἐβάσταξες στὸν πόνο τῆς φυλῆς,
κ' ἔπεσες σὰ δρῦς,
ἀπὸ τὰ χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων,
στὸ σκοτάδι τῆς νυχτιᾶς τῆς τραγικῆς,
δίχως νὰ προσμείνεις τὴν ἀχτίδα
τῆς καινούργιας χαραυγῆς.
Κ' ἔπεσες καθὼς ἀπὸ σεισμὸ
πέφτει μιὰ μαρμάρινη κολόνα
κάποιοι πανάρχαιου ναοῦ·
σὰ ναὸς ὅπου χτυπιέται
ἀπ' τὰ βόλια τῶν βαρβάρων,
σὰν τὸν Παρθενῶνα,
Ἥρωα, Ποιητὴ τοῦ Αἰῶνα.
Μάτια στερεμένα ἀπὸ τὶς τόσες
συμφορές,
δάκρυα δὲ θὰ χύσουνε γιὰ Σένα.
(Θὰ σὲ κλάψουνε μιὰ μέρα
οἱ ἴδιοι αὐτοὶ ποὺ μᾶς σκοτώνουν
ἕναν-ἕνα,
σὰν ξυπνήσουν ἀπ' τὴ μέθη τους
κι ἀντικρύσουν τί ἐρημιὲς
ἐσκορπίσανε στὸ διάβα τους
σ' ἀναρίθμητες καρδιές.)
Πᾶς καὶ πᾶς γιὰ τὸ ταξίδι σου,
τὸ Ἀχερούσιο, τὸ στερνό,
ὦ πρωτότοκε ἀδερφέ μας...
Ὅμως κοίτα, πῶς ξοπίσω σου
οἱ Ἕλληνες σὲ χαιρετᾶνε:
Ὁ καθένας, ἕνα στίχο σου
τραγουδάει μελωδικό,
καὶ σὲ τραγουδᾶνε
μὲ τὰ μύρια σου τραγούδια,
ποὺ βουΐζουν σὲ μελίσσια
ἐπάνω ἀπὸ Ἀπριλιοῦ λουλούδια,
σὰ νὰ προμηνᾶνε τὴν Ἀνάσταση,
ὦ μεγάλε Ραψωδέ μας.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΚΙΠΗΣ
Πηγή: Νέα Εστία - τχ. 419-420 (Δεκέμβριος 1944)
Τὸ ποίημα ἀπαγγέλθηκε ἀπὸ τὸν κ. Σωτ. Σκίπη στὴν κηδεία τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ.
Ἑλληνων Φῶς