ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΙ

Το γραφείο του Ντοστογιέφσκι

Το γραφείο του Ντοστογιέφσκι
(Πηγή φωτογραφίας: filologika.gr)

PAUL EVDOKIMOV

Φαινομενολογία τοῦ Ἀθεϊσμοῦ καὶ ἐσχατολογία τοῦ Κακοῦ (1), (2).

«Ἔχω συλλάβει τὴν ἰδέα ἑνὸς μεγάλου μυθιστορήματος ποὺ θέμα του θὰ εἶναι ὁ Ἀθεϊσμὸς καί, πιὸ συγκεκριμένα, μιὰ ἀλληγορία τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Δὲν θὰ εἶναι κριτική, ἀλλὰ ἕνα ἐντελῶς διαφορετικὸ πράγμα· θὰ εἶναι ἕνα ἀληθινὸ ποίημα. Σκοπός μου εἶναι νὰ πραγματοποιήσω μιὰ σύνθεση, ὅπου θὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ φιλοσοφία μου καί, ταυτόχρονα, ἡ τέχνη μου... — Εὒχομαι νὰ μπορέσω νὰ γράψω τὸ τελευταῖο τοῦτο μυθιστόρημα, καὶ ὕστερα ἂς πεθάνω· θὰ ἔχω πεῖ τὰ πάντα...».

Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ἀναγγέλει ὁ Ντοστογιέφσκι τὰ λογοτεχνικά του σχέδια τὸ 1869. Ἕναν χρόνο ἀργότερα, ὁ τίτλος  «Ἀ θ ε ϊ σ μ ὸ ς»  παραχωρεῖ τὴ θέση του στὸν τίτλο: ἡ «Ζ ω ὴ  ἑ ν ὸ ς  μ ε γ ά λ ο υ  ἁ μ α ρ τ ω λ ο ῦ». Ἡ λέξη  ζ ω ὴ —jitié— εἶναι ὁ σλαβονικὸς τύπος ποὺ χρησιμοποιεῖται μονάχα στὴν ἁγιογραφικὴ φιλολογία γιὰ νὰ προσδιοριστεῖ «Ἡ ζωὴ ἑνὸς ἁγίου». Βάζοντας μαζύ, σ' ἕναν τίτλο, τὴν «ἁγιότητα» καὶ τὴν «ἁμαρτία», ὁ Ντοστογιέφσκι θέλει νὰ δείξει τὸν ἀντινομικὸ χαρακτήρα τῆς ἀνθρώπινης μοίρας. Ὅταν κάποιος ἔχει γευτεῖ, σχεδὸν μέχρι τρυγός, τὸ κακό, κ' ὕστερα τὸ καταγγέλει, ἡ ἐμπειρία του, γι' αὐτό, μεταβάλλεται σὲ ἐμπειρία τῆς θεϊκῆς ζωῆς. Τὸ σχέδιο τοῦ Ντοστογιέφσκι ἔμεινε ἀτελείωτο· ποιός ξέρει, ἄραγε, ἄλλωστε: εἶναι, ἔστω, καὶ ἁπλῶς δυνατὴ ἡ συνθετικὴ περιγραφὴ μιᾶς τέτοιας ζωῆς; Ἀντίθετα, ὠστόσο, ἡ ἀχώριστη ἀπὸ τὴ λογοτεχνική του μέθοδο πολυφωνία τοῦ Ντοστογιέφσκι, μᾶς κάνει νὰ βλέπουμε σ' ὅλα του τὰ μυθιστορήματα ἀποσπάσματα τοῦ ἴδιου μεγάλου ποιήματος. Δὲν εὐλογεῖ ὁ Τύχων τὸν ἔφηβο «γιὰ τὴν πτώση του καὶ τὴν ἀνάστασή του»; Τὸ ποίημα γίνεται νοητὸ σὰν μιὰ Θεοδικία3.

Τὸ νὰ θεωροῦμε, λοιπόν, τοὺς  Δ α ι μ ο ν ι σ μ έ ν ο υ ς  σὰν ἕναν πολιτικὸ λίβελλο, σημαίνει ὅτι ἀγνοοῦμε τὴ βαθύτερη θεοπτεία τοῦ Ντοστογιέφσκι.  Ο ἱ  Δ α ι μ ο ν ι σ μ έ ν ο ι  δὲν ἀποτελοῦν, ἀσφαλῶς, μιὰ κριτικὴ τοῦ ρωσικοῦ μηδενισμοῦ τοῦ ΧΙΧ αἰῶνος, ἀλλὰ μᾶλλον μιὰ φαινομενολογία τοῦ Μηδενισμοῦ καὶ τοῦ παγκόσμιου Ἀθεϊσμοῦ, ποὺ χρησιμοποιεῖ σὰν μέσο τὴν ἀνάλυση τῆς «κοινωνικῆς τους μορφῆς».

Ἕναν ὁλόκληρο χρόνο, ὁ Ντοστογιέφσκι ἀναζητεῖ τὴν ἔμπνευση. «Τέλος, τὰ πάντα ἔρχονται, ξαφνικά», καὶ τὸ μυθιστόρημα γράφεται μὲ ἐπίκεντρο τὴν εὐαγγελικὴ παραβολὴ τοῦ Γαδαρηνοῦ:

«Τὰ πράγματα δείχνουν πὼς ἡ ἀρρώστεια εἶναι πιὸ μιασματικὴ ἀπ' ὅ,τι εἴχαμε φανταστεῖ. Ἐδῶ, ὅμως, γίνεται αὐτὸ ποὺ διηγεῖται τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο. Οἱ δαίμονες ἐγκαταλείπουν τὸν δαιμονισμένο καὶ μπαίνουν στὸ κοπάδι τῶν χοίρων. Ὁ γιατρεμένος ἄνθρωπος κάθεται στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ... Αὐτὸ εἶναι τὸ θέμα τοῦ μυθίστορήματός μου. Ὁ τίτλος του εἶναι:  «Ο ἱ  Δ α ι μ ο ν ι σ μ έ ν ο ι».

Οἱ σημειώσεις στὸ περιθώριο τοῦ μυθιστορήματος ἀναπτύσσουν μὲ ἀκρίβεια τὸ κεντρικὸ πρόβλημα: «Μπορεῖ κανεὶς νὰ πιστεύει ἀνεπιφύλακτα; Καὶ ἂν μπορεῖ νὰ πιστεύει, τί πρέπει νὰ πιστεύει; Ὑπάρχει καὶ ἕνας, ἔστω, πιστός;» Τὸ θέμα τῆς πίστεως τίθεται μὲ τὴν ἔσχατη κιρκεγκααρντιανὴ ἐναλλακτικὴ δυνατότητα: ἢ θὰ πιστέψει κανείς, ἢ θὰ χαθεῖ. Δὲν τίθεται, γενικά, ὑπὸ ἀμφισβήτησιν ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ τὸ θρησκευτικό του εἶναι. Ἐδῶ δὲν ἔχουμε, ἀσφαλῶς, νὰ κάνουμε μὲ ἰδεολογίες. Στὸ μηδὲν ἀντιτάσσεται τὸ Ὄν, στὸν Ἀντίχριστο, ὁ Χριστός.

«Οὔτε ἡ ἠθικὴ τοῦ Χριστοῦ, οὔτε ἡ διδασκαλία του θὰ σώσουν τὸν κόσμο... Ξέρουμε πὼς ὁ Χριστός, ἂν τὸν δοῦμε σὰν ἄνθρωπο μονάχα, δὲν εἶναι ὁ Σωτήρ· ἡ σωτηρία περιέχεται σὲ τούτη τὴ φράση καὶ στὴν πίστη στὰ λόγια ποὺ περιλαμβάνει: «ὁ λόγος ἐγένετο σάρξ»... ἡ Ὁρθοδοξία ἀποτελεῖ τὸν δίκαιο ἐγκωμιασμὸ τοῦ Θεοῦ· ἀποτελεῖ, ἐπίσης, τὴ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου σ' ἕνα καινούργιο δημιούργημα μὲ τὴ βοήθεια τῆς δυνάμεως ποὺ περιέχεται στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ... Ἀπὸ μᾶς θὰ βγοῦν, γιὰ νὰ πολεμήσουν τὸν Ἀντίχριστο, ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Ἐνώχ...».

Τὸ σύμπαν τοῦ Ντοστογιέφσκι εἶναι, βασικά, θρησκευτικό· ἡ ὕπαρξη προσδιορίζεται ἀπὸ τὶς ὑπερβατικὲς δυνάμεις καὶ δὲν γίνεται νοητὴ παρὰ ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ τελικοῦ Σκοποῦ. Ὁ Ντοστογιέφσκι ἀνακαλύπτει στοὺς νεώτερους χρόνους τὴν πηγὴ τῆς ἑωσφορικῆς ἐκλογῆς, ποὺ συνίσταται στὴν ἀπόφαση νὰ ξεπεραστεῖ ὁ Θεός. Ὁ ἀθεϊσμὸς ἐμφανίζεται ὡς ἡ «ἐπιμονὴ τῶν ὁρίων», ποὺ καθιστοῦν τὴν ἀνθρώπινη μοίρα ὁριστική· εἶναι ὁ μυστικὸς πόθος τοῦ πεπερασμένου, ποὺ ἡ φιλοδοξία του δὲν ξεπερνᾶ τὸν ἑαυτό του. Ὁ νεώτερος ἄνθρωπος ἀρνεῖται, προπάντων, τὴν ἀλλοτροίωση, ἀρνεῖται τὴ δυνατότητα μεταβολῆς τοῦ βαθύτερου εἶναι του. Ὁ Θεὸς γίνεται αἰσθητὸς σὰς ἕνας ἀδιάκριτος ξένος, ποὺ τὸ βλέμμα του ζητεῖ νὰ εἰσχωρήσει στὶς ἐσώτατες πτυχὲς τῆς ψυχῆς καὶ νὰ καταστρέψει, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, τὴν ἀξιοπρέπεια τῆς αὐτονομίας της. Κάποια ὀλέθρια ἁπλοποίηση θεωρεῖ τὸ Θεὸ σὰν ἕναν «ἄλλον» ποὺ ζητεῖ, ἀκριβῶς, σὰν τοὺς ἀρχαίους θεούς, νὰ τεθεῖ στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τὸν ἄνθρωπο· τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι βλέπει, ἡ ἀντίληψη αὐτή, μιὰ διαρκῆ ἀπειλή, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο δύσπιστο ἔναντι τοῦ Θεοῦ.

Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κάντ, ἡ σκέψη μετατοπίζεται ἀπὸ τὸ ἀντικείμενο στὸ ὑποκείμενο, ἀπὸ τὰ ἔξω πρὸς τὰ μέσα, ἀπὸ τὸ ὑπερβατικὸ στὸ ἐνδοκοσμικό4. Ὁ ψυχολόγος φυλακίζει τὴ θρησκευτικὴ ἀξία στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν κάνει ἕνα esse in anima καὶ τὴν ἀνακηρύσσει σὲ ὑπόθεση αὐστηρῶς ἰδιωτική. Ὁ ὑπαρξιστὴς καὶ ὁ μαρξιστὴς ἑνώνονται γιὰ νὰ κόψουν τὸν ὀμφάλιο λῶρο ποὺ συνέδεε, ἄλλοτε, τὸ παιδὶ μὲ τὸν πατέρα του. Ὁ ἄνθρωπος ἀπελευθερώνεται ἀπὸ κάθε ἐξάρτηση καὶ γίνεται ὁλοκληρωτικὰ αὐτάρκης. Ἡ ἀρχαία ἔννοια τοῦ Ἀπόλυτου θεωρεῖται ὡς ἕνα χαρακτηριστικὸ τοῦ ἴδιου τοῦ πεπερασμένου, ποὺ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ τὸ θέσει σὰν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του καὶ νὰ τὸ φτάσει κάποιαν ἡμέρα. Ὅ,τι ἔχει ἀλλοτριωθεῖ, ἐπανολοκληρώνεται σὲ μιὰ μεθυστικὴ σύνθεση: στὸν προβιβασμένο σὲ Θεὸν ἄνθρωπο.

Ἔτσι, ὁ νεώτερος ἄνθρωπος τοποθετεῖται πέραν τοῦ προβλήματος τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς, καταργεῖ τὸ ἴδιο τὸ πρόβλημα τοῦ Θεοῦ. Ἤδη, κατὰ τὴν ἂποψη τοῦ Μάρξ, ὁ ἀθεϊσμός, ὡς πρόβλημα, ἔπρεπε τάχιστα νὰ ξεπεραστεῖ. Ὁ θεϊσμὸς καὶ ὁ ἀθεϊσμὸς διαγράφονται. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος πού, γιὰ ἕναν ἄνθρωπο «ἀνεπτυγμένο», ἡ ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ δὲν βρίσκεται πιὰ στὸ τέρμα τοῦ στοχασμοῦ του, ἀλλὰ τοποθετεῖται στὸ ξεκίνημά του. Ὁ ὁλοκληρωτικὸς σοσιαλισμὸς ξεκινᾶ μόνο ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀπομυθοποιημένος κόσμος, ὁ φυσικὸς καὶ μόνος ὑπάρχων γιὰ τὸν ὁλοκληρωτικὸ σοσιαλισμὸ κόσμος, δὲν προσφέρεται σὲ καμιὰ συμβολικὴ εὐαισθησία, δὲν προσφέρεται σὲ καμιὰ μεταφυσικὴ θεώρηση. Ὀνομάζοντας τὸν κόσμο αὐτὸν «πολιτισμὸ χωρὶς Χριστό», ὁ Ντοστογιέφσκι ὑποδεικνύει ἕναν μεθοδολογικὸ ἀθεϊσμό: τὸν ἀθεϊσμό, δηλαδή, ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει πὼς μπορεῖ νὰ γίνει κάτοχος τῶν διαφόρων ἐμπειριῶν καὶ τῆς γνώσεως χωρὶς τὴν παρέμβαση τῶν «Θεῶν». Ἡ λογικὴ ἀποδεικνύει σαφῶς ὅτι, ἐπειδὴ ὑφίσταται στὸν κόσμο ἐσωτερικὴ αἰτιότης, δὲν ἕπεται πὼς ὑφίσταται καὶ κάποια ὑπερβατικὴ αἰτία ἐνεργοῦσα σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Αὐτὸ συμβαίνει γιατί, ἀκριβῶς, κάθε ἀποτέλεσμα προϋποθέτει μιὰν αἰτία ἴδιας φύσεως μὲ αὐτό, μιὰν αἰτία, δηλαδή, ἐνδοκοσμική. Οἱ θεωρίες, λοιπόν, τῆς διαχύσεως θὰ ἐξηγοῦσαν τοὺς ὑπάρχοντες κόσμους μὲ ἀφετηρία τὸ ἀρχικὸ δεδομένο, τὸν τεμαχισμὸ τῆς ἀρχικῆς ὕλης, καὶ τὸ πεπερασμένο θὰ ἀπεκαθίστατο ὡς ἀρχὴ sui generis. Ἡ ψηλαφοῦσα στὸ σκοτάδι διάχυση τῆς ζωῆς θὰ ἐξηγοῦσε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἐν τῷ γίγνεσθαι συνείδησή του, μιὰ καὶ κάθε ἀνώτερη μορφὴ δὲν θὰ εἴταν παρὰ ἡ τελείωση τῶν συμφυῶν μὲ τὰ πράγματα διαφόρων δυνατοτήτων. Ἡ κοσμικὴ μήτρα ἐμφανίζεται ὡς δημιουργὸς τῶν δικῶν της ἀνεξαντλήτων δυνατοτήτων· ἡ κατακτήτρια τεχνικὴ ἀποκρυπτογραφεῖ βαθμιαίως τὰ μυστικὰ τῆς φύσεως· ἡ ἐπιστήμη ἀποκαλύπτεται ἱκανὴ νὰ προβλέπει τὶς μελλοντικὲς μορφὲς τῆς ἐξελίξεως καὶ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴ δύναμη νὰ ἀναλαμβάνει τὶς «ἠθικές» του εὐθύνες γιὰ τὴ μοίρα τοῦ κόσμου. Ἀκόμη καὶ τὸ ἄπειρο διάστημα δὲν τρομάζει πιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως ἐτρόμαζε, ἄλλοτε, τὸν Πασκάλ· ἐνεργοποιεῖ, ἀντίθετα, ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς, τὴν κατακτητικὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ αὐριανὸς κόσμος, ἕνας κόσμος σκληρός, ἕνας κόσμος φτιαγμένος ἀπὸ μπετὸν-ἀρμὲ καὶ γεμάτος δορυφόρους, δὲν θὰ φέρει πιὰ πάνω του, ὅπως δείχνουν τὰ πράγματα, παρὰ μονάχα ἴχνη τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ διάσπαση τοῦ ὀργανικοῦ δεσμοῦ μὲ τὴ φύση, ὁ ἀκοσμισμὸς καὶ, ἡ ἄμεση συνέπειά του, ὁ ἀντιμυσταγωγισμός, ἀντιπροσωπεύουν, γιὰ τὸ Ντοστογιέφσκι, τὸ φοβερὸ σύμπτωμα τοῦ χωρισμοῦ ἀπὸ τὸ Θεό. «Ἡ γῆ ἔχει κάτι τὸ ἱερό», ἔλεγε. Γιὰ τὶς γενεές, λοιπόν, ποὺ ζοῦν σ' ἕναν κόσμο ἀπομυθοποιημένον, ἡ ἴδια ἡ κατηγορία τοῦ ἱεροῦ εἶναι ἑρμητικὰ κλειστή. Ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος τῆς εὐχαριστίας, τὸ ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος, τὸ λάδι τοῦ εὐχελαίου, ἡ ζῶσα γῆ —αὐτὴ ἡ θρέπτειρα μητέρα— ὁ ἱερὸς χρόνος καὶ τὸ ἱερὸ διάστημα, ὁ λειτουργικὸς Ναὸς καὶ ἡ λειτουργικὴ Ἀνατολή, ἡ παρθενία καὶ ἡ ἱερατικὴ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου δὲν μποροῦν τίποτε πιὰ νὰ ποῦν σ' αὐτὸν ποὺ ζεῖ μὲ κομένο τὸ ρυθμό του, σ' αὐτὸν ποὺ ζεῖ μὲ τὴ χημικὴ ὕλη, μὲ τὴν ποσότητα καὶ τὴν ταχύτητα. Κατὰ τὴν ἄποψη τοῦ Ντοστογιέφσκι, ὁ πολιτισμὸς - πρόοδος, ἀντίθετα πρὸς τὴν κουλτούρα - θρησκεία, δὲν ἀναπτύσσει παρὰ «τὸ πλῆθος», μονάχα, «τῶν αἰσθήσεων». Συμβαίνει ὅ,τι καὶ στὸ χορό· ἡ κίνηση εἶναι ἐλεύθερη, δὲν ὁδηγεῖ, ὅμως, πουθενά... Γιὰ τὶς πολιτισμένες μάζες, ὁ Θεὸς δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἔννοια ποὺ «ἐπινοήθηκε» γιὰ νὰ ἐμποδίζει τὴ χειραφέτησή τους. Ἡ κοινωνιολογία καὶ ἡ ψυχανάλυση, ἡ ἰσχυρὴ χρηματιστικὴ οἰκονομία καὶ ἡ ὑγιεινὴ τῆς εὐθυμίας, ξεστρατίζουν ἀπὸ τὸν προορισμό του τὸ ἀνθρώπινο ὄν, ἀναπληροῦν τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα, καταργοῦν τὴν ἴδια τὴν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ.

Τότε, ὅμως, γεννιέται τὸ θαῦμα τοῦ Ντοστογιέφσκι· κανεὶς ἄθεος πιά, ὅπως ὑποστηρίζει, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τόσο βέβαιος γιὰ τὴν ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ... «Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πεπεισμένος γιὰ τὸ ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Μόνο ἡ ντροπὴ ἐμποδίζει τοὺς ἄθεους νὰ τὸ παραδεχτοῦν» (Γράμμα στὸν Ὀποτσίνιν). «Ἡ ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ εἶναι κάτι τὸ ἀδιανότητο, δὲν ὑπάρχουν παρὰ μονάχα εἰδωλολάτρες» (Μακάριος). «Αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν στὸν ἀθεϊσμό, θεοποιοῦν τὸ μηδέν» (Μύσκιν).

Τὸ 1877, ἔξι χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Ντοστογιέφσκι, ὁ Νίτσε ἔγραφε ἀπὸ τὴ Νίκαια: «Ἕνα τυχαῖο εὕρημα σὲ βιβλιοπωλεῖο: Ντοστογιέφσκι. Ἄκουσα ἀμέσως τὴ φωνὴ τοῦ αἵματος, καὶ ἡ χαρά μου ὑπῆρξε ἀφάνταστη». Ἕνα χρόνο κατόπιν: «Τί λύτρωση ἡ ἀνάγνωση τοῦ Ντοστογιέφσκι!» Καὶ ὡστόσο, τὸ ὄνομα τοῦ Ντοστογιέφσκι δὲν περιλαμβάνεται ἀνάμεσα στὶς πνευματικὲς τροφὲς τοῦ Νίτσε ποὺ ἀναγράφονται στὸ Ecce homo. Ἡ ἔλξη εἶχε μεταφραστεῖ σὲ ἀπώθηση. Ὁ παράδοξος, ὁ αἰνιγματικὸς Κυρίλωφ τῶν  Δ α ι μ ο ν ι σ μ έ ν ω ν  ὁδηγήθηκε, σχεδὸν διὰ τῆς βίας, μέσα στὸν κόσμο τῆς νιτσεϊκῆς θεοκτονίας καὶ ἐδημιούργησε ἕνα ἐπιχείρημα ὑπέρ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ... Ὁλόκληρος σχεδὸν ὁ Νίτσε βρίσκεται κλεισμένος σὲ τούτη τὴν ἰδέα τοῦ Ντοστογιέφσκι: «Σ' ὅλη μου τὴ ζωὴ σκέπτομαι τὸ ἴδιο πράγμα... Ὑπάρχει Θεός; Δὲν ὑπάρχει· καὶ ὠστόσο, βρίσκεται ἐκεῖ». Ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μιὰν ἀπὸ αὐτὲς τὶς ψευδαισθήσεις ποὺ γεννοῦν τὰ ἰσχυρότερα ἀποτελέσματα. Ὁ ἄνθρωπος ὀνόμασε Θεὸ τὸν πόνο του, γιατὶ ὁ πόνος του εἶναι ἐκεῖνος ποὺ φοβάται· εἶναι τόσο συγκεκριμένος ὁ φόβος του γιὰ τὸν πόνο, ὥστε δίνει τὴν αἴσθηση μιᾶς παρουσίας, ἑνὸς ὄντος. Ὁ Θεὸς βρίσκεται ἐγκατεστημένος μέσ' στὴν ἀνθρώπινη ἀγωνία, λὲς κ' ἡ ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ ψυχολογικὸ κλῖμα ποὺ τοῦ ἀνήκει· στὴν πραγματικότητα, ὅμως, ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μιὰ διαστροφὴ τῆς θελήσεως, μὲ μιὰ τερατώδη παραχώρηση, μὲ μιὰν ἀλλοτρίωση ποὺ τρέφεται ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου: «Ὁ Θεὸς δὲν ὑπάρχει, βρίσκεται, ὅμως ἐκεῖ!»

Ἡ ἀπολύτρωση ἀναγγέλθηκε ἀπὸ τὸ Νίτσε στὴ  Μ ε γ ά λ η  Ὑ γ ε ί α  του μὲ τὴν ἴαση τοῦ Θεοῦ — Ἀρρώστεια. Ἡ «καλὴ εἴδηση» διακηρύσσει ὅτι «ὁ Θεὸς εἶναι νεκρός». Ἄμεση συνέπεια: ἡ ἐξαφάνιση τῆς ἴδιας τῆς ἰδέας τοῦ Κακοῦ, καί, προπάντων, ἡ βουδιστικὴ ἀπόρριψη τῆς Λυτρώσεως ὡς ἀνώφελης... Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν Κυρίλωφ: ὁ Χριστὸς ἀπέτυχε, μιὰ καὶ δίδαξε ὅτι «ὅλοι εἶναι κακοί». «Ἐκεῖνος», συνεπῶς, «ποῦ θὰ διδάξει στοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι καλοί, αὐτὸς ἀκριβῶς θὰ προκαλέσει τὸ τέλος τοῦ κόσμου... Τὰ πάντα εἶναι καλά· ἐκεῖνος ποὺ θὰ καταλάβει αὐτὸ τὸ πράγμα, θὰ γίνει ἀμέσως, αὐτοστιγμεί, εὐτυχισμένος». Πρόκειται γιὰ τὴ γέννηση μιᾶς καινούργιας συνειδήσεως, τῆς συνειδήσεως τῶν Θεῶν. Τὸ πεπερασμένο ὄν γίνεται, τέλος, κατανοητὸ σὰν ἕνα ὄν ποὺ βρίσκεται πέραν τῆς ἠθικῆς ἀσυμφωνίας ἡ ὁποία ὑφίσταται ἀνάμεσα στὸ ὄν καὶ τὸ καθήκον, σὰν ἕνα ὄν ποὺ βρίσκεται πέραν τοῦ Καλοῦ καὶ τοῦ Κακοῦ, γιατὶ κάθετι ποὺ ὀνόμαζε, ἄλλοτε, ὁ ἄνθρωπος Κακό, εἶναι, στὴν πραγματικότητα, καλό, εἶναι τὸ Καλό. «Ἰδοὺ ἡ ἰδέα, ὁλόκληρη ἡ ἰδέα. Καμιὰ ἄλλη ἰδέα δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ αὐτήν...». Μένει μ' ὃλα ταῦτα, τὸ τελευταῖο ἐμπόδιο, ἡ Λύτρωση, μὲ τὸ τρομερὸ ἐπιχείρημα τοῦ Σταυροῦ. Ἀνίσχυρος ὁ ἀθεϊσμός, βοᾶ τὴν ἀφροσύνη του, βοᾶ τὴν πεπλανημένη του ὑπόθεση: «Ἦρθε κάποια ἡμέρα στὴ γῆ, ὅπου τρεῖς σταυροὶ ὑψώθηκαν στὸ κέντρο της... στὸ τέλος τῆς ἡμέρας, οἱ σταυρωμένοι πέθαναν... δὲν βρῆκαν, ὅμως, οὔτε παράδεισο, οὔτε ἀνάσταση...»5 Τὸ πιὸ ὑπέροχο, δὲν μπόρεσε τίποτα νὰ ἐξαγοράσει, τὸ κατεβρόχθισε ἡ φύση. Θὰ ἔρθει κάποιος «ἄλλος», ποὺ θὰ ξεσκεπάσει τὴν ὕστατη ἀπάτη: αὐτὸ ποὺ συντρίβει, καταστρέφει καὶ ἐξουθενώνει τὸν ἄνθρωπο πού 'χει τὶς πανάρχαιες ἰδιότητες τοῦ δούλου, δὲν εἶναι τὸ Μηδέν, εἶναι ἡ ἰδέα τοῦ Θεοῦ. «Ἐκεῖνος ποὺ θὰ νικήσει τόν τρόμο, θὰ γίνει ὁ ἴδιος Θεός. Καὶ ὁ Θεὸς ὁ οὐράνιος δὲν θὰ ὑπάρχει πιά...» Εἶναι ἀδύνατον, πάντα, νὰ ἀρνούμεθα τὴν ἀφαίρεση ποὺ εἶναι συμφυὴς μὲ κάθε διδασκαλία καὶ γίνεται μυστικὴ πεποίθηση.

Τὴ στιγμὴ τῆς «ἀποκαλύψεως» τῆς δικῆς του Θεότητος, ὁ Κυρίλωφ σταματᾶ τὸ ρολόϊ του, «ἡ ὥρα εἴτανε 2 καὶ 37 λεπτά». Αὐτὸ εἶναι τὸ μαθηματικῶς συγκεκριμένο σημεῖο τῆς μεταβάσεως σ' ἕναν ἄλλο αἰώνα, ὅπου «δὲν θὰ ὑπάρχει πιὰ χρόνος», οὔτε καὶ ρολόϊ. Ἡ διαλεκτικὴ φτάνει, ἐδῶ, στὸ ἀκρότατο σημεῖο της:

«Ἂν ὁ Θεὸς ὑπάρχει, τὰ πάντα εἶναι θέληση δική του, καί, χωρὶς τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ, τίποτα δὲν μπορῶ νὰ κάνω. Ἂν ὁ Θεὸς δὲν ὑπάρχει, τὰ πάντα εἶναι θέληση δική μου... Ἀνεζήτησα τὸ χαρακτηριστικὸ τῆς θεότητός μου καὶ τὸ βρῆκα: εἶναι ἡ θέλησή μου. Μ' αὐτήν, καὶ μόνο μ' αὐτήν, μπορῶ νὰ δείξω τὴν ὕψιστη ἀπείθειά μου καὶ τὴν καινούργια καὶ τρομερὴ ἐλευθερία μου».

Ἡ πράξη ποὺ ἐκδηλώνει, μιὰ γιὰ πάντα καὶ σὲ ὅλους, τὴ θεία κυριαρχία πάνω στὴ ζωή, «εἶναι ἡ αὐτοκτονία μου». Εἶναι ἕνα χαρμόσυνο γεγονὸς γιὰ ὃλους, γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, ὁ Κυρίλωφ εἶναι ἀπολύτως ἐλεύθερος καὶ τελείως ἀνεξάρητος. Ἕνας ἁπλὸς θάνατος εἶναι ἀπαράδεκτος, ἀνυπόφορος. Εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ ὑποδουλώνουμε τὸ ἀνθρώπινο ὄν στὴ φθαρτὴ φύση, στὴν κατάσταση ἑνὸς φυτοῦ. Γιὰ νὰ ἐκμηδενισθεῖ ὁ ἀρχαῖος δοῦλος, «ἐπινόησε τὸ Θεό». Τὸ δίλημμα εἶναι φοβερό: ὁ Θεὸς πρέπει νὰ ὑπάρχει· ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει. Ἡ ἔνταση εἶναι ἀφόρητη καὶ ἡ λύση προβάλλει μεγαλοφυὴς στὴν ἁπλότητά της: «Ἐγὼ εἶμαι Θεός!» Ὁ ἄνθρωπος οἰκειοποιεῖται τὴ θεία ἰδιότητα τοῦ ἀπόλυτου Κυρίου τῆς μοίρας του. Ὁ καρπὸς αὐτῆς τῆς οἰκειοποιήσεως εἶναι ἄμεσος: «Ἀπὸ τὴν προσεχῆ γενεὰ θὰ παραστοῦμε σὲ μιὰ φυσικὴ μεταμόρφωση τῆς φύσεως». Ὡστόσο, ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν Κυρίλωφ, δὲν πρόκειται γιὰ μετάβαση σὲ κὰτι τὸ «ἐντελῶς ἄλλο», ἀλλὰ γιὰ μετάβαση πρὸς τὸ ἀποκομένο ἀπὸ τὸ τέλος του χρόνο, γιὰ μετάβαση πρὸς τὸ ἐλλιπές, ἀκριβῶς, ἄπειρο τοῦ πεπερασμένου...

Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίλωφ εἶναι τὸ οἰκογενειακὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Τύχωνος. Ὁ Κυρίλωφ, μέσ' στὴν ἀδιαφορία του, ἐκδηλώνει ἕνα εἶδος ἁγιότητος, ἂν καὶ στερημένης ἀπὸ τὴ θεία χάρη. Ὁ Ντοστογιέφσκι, στὶς σημειώσεις του, δείχνει μεγάλη τρυφερότητα γι' αὐτόν· τὸν ἀγαπᾶ γιὰ τὴ θυσία του. Ὁ Κυρίλωφ σκοτώνεται γιὰ νὰ ζήσουν οἱ ἄλλοι. Ὁ ἀθεϊσμός του εἶναι φτιαγμένος ἀπὸ ἕνα πεῖσμα ἐρωτικό, ἀπὸ τὸν ἔρωτά του γιὰ τὸ Θεό... Ὑπάρχει μέσα του κάτι παραπάνω ἀπὸ Νίτσε. Κατὰ τὴ συγκεκριμένη στιγμὴ τῆς αὐτοκτονίας του, ποὺ γι' αὐτὸν ἀποτελεῖ, ταυτόχρονα, καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ θανάτου, κατὰ τὴν ἀσύλληπτη αὐτὴ στιγμὴ ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀπροσμέτρητη παρυφὴ ἀνάμεσα στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο, ὁ Κυρίλωφ γίνεται, πραγματικά, Θεός. Στὴν ἀπειροελάχιστη διάρκεια μιᾶς στιγμῆς ποὺ ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε, ὁ Κυρίλωφ ἔζησε τὴ θεία συνείδηση τῆς ἐξουσίας πάνω στὴ ζωή. Ἡ τραγικότης τῆς ἐμπειρίας συνίσταται στὸ ὅτι περιορίζει τὸ θεῖο σὲ μιὰ μονάχα ἰδιότητα. Τὸ τέλος τοῦ Κυρίλωφ τὸ ἀποδεικνύει: ἡ ἀστραποβόλος λάμψη τῆς ἄφρονης τόλμης του τὸν ἀνυψώνει στὸ ἐπίπεδο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν κεραυνοβολεῖ ἀμέσως, τὸν κάνει ἕνα αὐτοχειριασμένο δημιούργημα, μιὰ ζωὴ ποὺ ἀρνεῖται τὸν ἑαυτό της σὰν ζωή.

Ὁ Σταβρόγκιν παρουσιάζει μιὰν ἐντελῶς διαφορετικὴν ὄψη τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς δράσεως καί, σὰν ἄστρο, λάμπει ἀνάμεσα στοὺς δορυφόρους του. Οἱ γυναῖκες, σὰν καθρέφτες, ἀντανακλοῦν τὰ τραγικά του προσωπεῖα. Τὰ πάντα κλείνουν μέσα τους τὴ δυνατότητα τῆς σωτηρίας του καὶ τὰ πάντα γίνονται ἡ καταδικαστική του ἀπόφαση καὶ ἡ αἰτία τῆς ἀπωλείας του. Στραμένος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους αὐτὸς ὁ Δὸν Ζουάν, παίρνει τὴν ἀρνητικὴ ὂψη τοῦ Φάουστ γιατὶ γεννᾶ καὶ τρέφει τοὺς ἄλλους μὲ τὴν ὕπαρξή του. Ἡ διάσπαση τῆς προσωπικότητός του προβάλλεται πρὸς τὰ ἔξω μὲ τὶς ἰδέες του, οἱ ἐκδηλώσεις του, γίνονται πάθη, γίνονται πεπρωμένα· αὐτός μόνο μένει ἀμετακίνητος. Ἡ ἀδιαφορία του γιὰ τὰ πάντα προέρχεται ἀπὸ μιὰν ἐξάντληση τοῦ πνεύματος. Ἀντιπροσωπεύει τὸ κακὸ στὴν καθαρή του κατάσταση, ἀντιπροσωπεύει τὸ μηδὲν μέσα στὸ εἶναι. Ἡ ὄψη του ἔχει, ἤδη, τὴν ἀκινησία ἑνὸς κέρινου προσωπείου, τὸ φυσικὸ σῶμα σέρνει, πάντα, μαζύ του, τὸ πτῶμα τοῦ πνεύματός του. Σὲ κάθε βιωτικὴ ἐκδήλωση, ἀντιτάσσει τὴ φοβερὴ ἐρώτηση τοῦ μηδενισμοῦ, τὸ ἴδιο τὸ σπέρμα τῆς θανατερῆς του καταστάσεως: «Γιατί, λοιπόν;» Ὁ ἀθεϊσμὸς εἶναι τὸ φοβερώτερο μίασμα τῆς καρδιᾶς, «γιατὶ ἡ καρδιὰ δὲν μπορεῖ πιὰ ν' ἀγαπᾶ...» Ὁ Κυρίλωφ δὲν πιστεύει ἐξαιτίας τῆς λογικῆς τοῦ· αὐτὸ ποὺ κάνει τὸν Σταβρόγκιν νὰ μὴν πιστεύει πιὰ εἶναι ἡ καρδιά του ποὺ 'χει ἀτροφήσει.

Ὁ Πέτρος Βερχοβένσκι εἶναι κάτι πιὸ διαφορετικὸ ἀκόμη: εἶναι ὁ ἐν δράσει καθαρὸς μηχανισμὸς τοῦ κακοῦ: εἶναι δαιμονισμένος. Δαιμονίζεται ὣς τὸ σημεῖο ποὺ ἡ μοίρα του παύει πιὰ νὰ εἶναι ἀνθρώπινη. Στὸν Πέτρο, ἐκεῖνο ποὺ ἀποσυνθέτει τὸν ἄνθρωπο εἶναι τὸ κακό. Στὸ Σταβρόγκιν, τὸ κακὸ βρίσκεται σὲ κατάσταση αὐτοαποσυνθέσεως καὶ εἶναι ἡ κόλαση. Ὅταν ὁ Κυρίλωφ ζωγραφίζει τὴ διαθήκη του «ἕνα στόμα μὲ κρεμασμένη ἔξω τὴ γλώσσα», προσδιορίζει, ἀκριβέστατα, τὴ μεταφυσικὴ εἰκόνα τοῦ «πνευματικοῦ καθοδηγητῆ» του, σφετερίζεται τὸ μορφασμὸ τοῦ κρεμασμένου Σταβρόγκιν. Τὸ μηδὲν κορϊδεύει, μὲ τὴ γλώσσα κρεμασμένη ἔξω ἀπὸ τὸ στόμα, τὸ εἶναι. Σύμφωνα μ' ἕνα λειτουργικὸ κείμενο, «ἡ κόλαση εἶναι χλευασμὸς ἐναντίον τῶν πάντων». Ὁ πιὸ προχωρημένος, λοιπόν, ἀθεϊσμὸς ποτὲ δὲν θὰ μπορέσει νὰ συγκρατήσει τὴν ἀηδία του. «Μποροῦμε νὰ πιστεύουμε στὸ διάβολο, χωρὶς νὰ πιστεύουμε στὸ Θεό;» ρωτάει ὁ Σταβρόγκιν τὸν ἐπίσκοπο Τύχωνα. Εἶναι τὸ ὕστατο πρόβλημα τοῦ ἀθεϊσμοῦ: «οἱ ἄνθρωποι γίνονται δαίμονες ἢ ἄγγελοι», γιατὶ ὁ ἄνθρωπος, ἁπλούστατα, δὲν ὑπάρχει. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο: ἢ ὁ ἄνθρωπος εἶναι μιὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἢ φέρει τὸ προσωπεῖο τοῦ κτήνους, ποὺ δὲν εἶναι τίποτ' ἂλλο παρὰ ὁ μορφασμὸς τοῦ Σατανᾶ, ἕνας Πιθηκοποιημένος Θεός. «Σύμφωνα μὲ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κανόνες, εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ πιστεύω στὸ Σατανᾶ», διακηρύσσει ἡ ἀπελπισία, ἡ acedia τοῦ Σταβρόγκιν. Αὐτὴ ἡ αἰνιγματικὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸ δαιμονιακὸ στοιχεῖο ἀποδεικνύει ὅτι τὸ κενὸ τοῦ Σταβρόγκιν εἶναι τόσο ἰλιγγιῶδες, ὥστε ἀκόμη καὶ ἡ πίστη του στοὺς δαίμονες, πού, στὴν πραγματικότητα, εἶναι, ἤδη, τόσο φαντασματική, τοῦ χρησιμεύει σὰν ἕνα τελευταῖο καὶ ἐφήμερο στήριγμα. Ὁ Σταβρόγκιν δὲν πρόκειται πιὰ νὰ προκαλέσει, ἀπλῶς, ἕνα «ρῆγμα» στὸ εἶναι του, ἀλλὰ θὰ γίνει ἡ καθαρὴ κενότης, τὸ κακὸ αὐτὸ καθαυτό, τὸ μὴ ὄν, τὸ πραγματωθὲν μηδέν...

Ἀπὸ τὴν ἀνάλυση τοῦ ἀθεϊσμοῦ συνάγονται οἱ τρεῖς θεμελιώδεις ὄψεις τοῦ Κακοῦ: τὸ Κακὸ δὲν ἔχει ὑπόσταση αὐτὸ καθαυτὸ καὶ ζεῖ ὡς  π α ρ ά σ ι τ ο, ἀποτελεῖ μιὰ τερατώδη ἔκφυση πάνω σ' ἕνα ὄν δημιουργημένο ἀπὸ τὸ Θεό· εἶναι ὁ 
 ἀ π α τ ε ώ ν  ποὺ φοράει τὸ προσωπεῖο τοῦ ὄντος καὶ κρύβει τὸ φοβερὸ μυστικὸ τοῦ κενοῦ του· καί, τέλος, ἀντιπροσωπεύει μιὰ  π α ρ ω δ ί α. Μιμεῖται ἁπλῶς τὸ καλό, οἰκοδομεῖ κι' αὐτὸ τὸ δικό του βασίλειο, τὸ βασίλειό του, ὅμως, ἔχει ἀνάστροφη μορφή· τὸ θετικὸ εἶναι μεταποιημένο σὲ ἀρνητικό.

Ὁ Ντοστογιέφσκι ἀποσπᾶ τὰ προσωπεῖα καὶ δείχνει τὸ τρωτὸ σημεῖο τοῦ Κακοῦ. Τὸ Κακὸ εἶναι ἕνας πένης, εἶναι φτωχὸ αὐτὸ καθαυτό, δὲν ἔχει στήριγμα ὀντολογικό, ζεῖ μὲ ὄνειρα καὶ ψεύδη. Ὁ σχολιαστὴς τοῦ λόγου τοῦ ἁγίου Ἰωνάννη λέει, (8/44): «Ὅταν ὁ διάβολος λέει ψέμματα, μιλάει ἀπὸ τὰ μυχιά του». Ἡ βαθειὰ φιλοσοφία τοῦ κακοῦ ἡ περιεχόμενη σ' αὐτὸ τὸ κείμενο, ἀποκαλύπτει τὴν τραγωδία του: τὰ θεμέλιά του, τὸ ὑπέδαφός του, εἶναι ψεύτικα, εἶναι ἀνύπαρκτα. Ἐξαιτίας τῆς ἀρνητικῆς του ὑποστάσεως, οὐσιαστικά, δὲν ἔχει θεία μορφή, δὲν ἀντανακλᾶ πατὰ τὴ δική του ἀσκήμια, εἶναι μιὰ αὐτοεικόνα του καὶ συνεπῶς ἕνα αὐτοείδωλό του. Χωρὶς ὀντολογικὴ βάση, στὸ χώρο καὶ τὸ χρόνο, εἶναι ἡ καθαρὴ ἄρνηση ποὺ ἔχει χάσει τὸ τέλος της καὶ τὴν ἀρχή της, εἶναι ἡ ἄρνηση ποὺ ἒπαψε νά 'χει ὁποιοδήποτε δεσμὸ μὲ τὸ Ὄν. Ὁ διάβολος τοῦ Ἰβὰν δὲν ποθεῖ, μυστικά, νὰ ἐνσαρκωθεῖ σὲ μιὰ σωματώδη ἐμπορίνα, γιὰ νὰ βρεῖ λίγη ἔντιμη ὕλη ποὺ θὰ τὸν ξεκουράσει ἀπὸ τὴν κόπωση τοῦ  π α ν ά ρ χ α ι ο υ  κενοῦ; Πουθενὰ δὲν βρίσκεται ὁ Ἀρχάγγελος ὁ στολισμένος μὲ τὰ καμένα φτερὰ καὶ τοὺς κεραυνούς, ἀλλὰ ἕνα χυδαῖο καὶ μικρόπρεπο ὄν. Ὁ δαίμονας τοῦ Σταβρόγκιν εἶν' ἕνας «μικρός, εὐτελὴς καὶ συναχωμένος δαίμονας. Ἂν τὸ γδύσουμε, θὰ ἰδοῦμε, σίγουρα, πὼς ἔχει μιὰ μακρυὰ καὶ ἴσια οὐρὰ σὰν τὴν οὐρὰ τῶν δανέζικων μολοσσῶν». Τί γελοῖο πράγμα! Ἡ Λίζα λέει στὸ Σταβρόγκιν: «Θὰ πρέπει νά 'χετε βαρυμένη τὴ συνείδησή σας μὲ κάποιο φρικτὸ ἒγκλημα... καί, ταυτόχρονα, κάτι ποὺ σᾶς κάνει τρομερὰ γελοῖον». Ὁ Τύχων προβλέπει πὼς ἡ ἀσκήμια τῆς Ἐξομολογήσεως θὰ σκοτώσει τὸ Σταβρόγκιν, γιατὶ τὸ γελοῖο του εἶναι ἀνυπόφορο. Τὸ γελοῖο σκοτώνει. Εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς συναρπαστικώτερες ἐνοράσεις τῆς μεγαλοφυΐας τοῦ Ντοστογιέφσκι. Ὁ νεώτερος κόσμος εἶναι 
 ἀ π ο μ υ θ ο π ο ι η μ έ ν ο ς. Τὸ μόνο μέσο ποὺ διαθέτουμε γιὰ ν' ἀγωνισθοῦμε ἀποτελεσματικὰ ἐναντίον τοῦ δαίμονα τῆς βεβηλώσεως, εἶναι ἡ γελοιοποίησή του καὶ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ πληκτικοῦ του βάρους, τοῦ ἀνυπόφορου βάρους του. Ὁ κόσμος μας ἀπειλεῖται περισσότερο ἀπὸ μιὰν ἀσφυξία ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ προέλθει ἀπὸ τὴν πλήξη, παρὰ ἀπὸ τὸν ἀτομικό του διαμελισμό.

Πολλὲς φορές, ὁ Ντοστογιέφσκι στοχάζεται πάνω στὴν «κοινωνικὴ μορφὴ» τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Ὁ Βερσίλωφ, στὸν  Ἔ φ η β ο, κάνει μιὰ ὀδυνηρὴ περιγραφὴ τοῦ αἰσθήματος ἐγκαταλείψεως ποὺ καταλαμβάνει τὴν ἀνθρωπότητα τὴ στιγμὴ τῆς συνειδητοποιήσεως τῆς ἀνυπαρξίας τοῦ Θεοῦ. Τὸ μοναδικὸ ἄπειρο ποὺ τοῦ ἀπομένει τότε, εἶναι τὸ ἄπειρο τῆς θλίψεως, εἶναι ἡ ἄπειρη θλίψη ποὺ βλέπει νὰ ἐξαφανίζεται —σὰν τελευταῖο ἡλιοβασίλεμα— ἡ ἀπόλυτη ἔννοια τῆς ζωῆς. Πρόκειται γιὰ τὴν εἰδυλιακὴ καὶ οὐτοπικὴ εἰκόνα τῆς ἐγκαταλελειμμένης στὸν ἑαυτό της ἀνθρωπότητος, τῆς βυθισμένης στὸν αἰχμηρὸν οἶκτο, ὅπου ἡ κοινὴ σὲ ὅλους μοναξιὰ μεταβάλλεται σὲ μιὰ καὶ μοναδικὴ μοίρα. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ εὐθυκρισία τοῦ Ἰβάν θὰ τὸν ὑποχρεώσει νὰ ὁμολογήσει πὼς ἕνας παρόμοιος «θλιβερὸς παράδεισος» εἶναι «θανάσιμα», ἐπίσης, «πληκτικός». Ἐπιπλέον, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ὑπάρξει ἕνας τέτοιος παράδεισος, πρέπει, ὄχι μονάχα ὁ Θεός, ἀλλά, ἐπίσης, καὶ τὸ κακὸ νὰ ἐξαφανισθοῦν, καὶ ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ θεώρηση τοῦ Βερσίλωφ ἀσεβεῖ ἔναντι τοῦ Θεοῦ ἐξαιτίας τῆς ὑπερβολικῆς του φαντασίας. Ὁ δημιουργημένος κατὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἀπορρίψει αὐτὴν τὴν εἰκόνα, σὲ μιὰ τέτοια, ὅμως, περίπτωση, ἐξαιτίας κάποιου μοιραίου μιμητισμοῦ, ἡ ἀνθρώπινη πραγματικότης παίρνει ἀμέσως τὴν εἰκόνα τοῦ Σατανᾶ.

Ὁ θεωρητικὸς Σιγκάλεφ διατυπώνει τὴν ἀρχή: «Ἡ παράδεισος, ἢ θάνατος», γιατὶ «δὲν θὰ εἴτανε δυνατὸν νὰ ὑπάρχει ἄλλη λύση, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ δική του, στὸ κοινωνικὸ πρόβλημα». Ἡ «κοινωνικὴ μορφὴ τοῦ Κακοῦ» τίθεται σὲ ὅλη της τὴ γυμνότητα: «Ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ἀπεριόριστη ἐλευθερία, καταλήγω στὸν χωρὶς ὅρια δεσποτισμό». Ὁ Φουριέ, ἤδη, αμφέβαλε γιὰ τὴν ἀξία τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας καὶ ἐκήρυσσε τὴ χρησιμοποίηση «ἀναγκαστικῶν δρόμων», ποὺ περνᾶνε γρήγορα ἀπὸ τὴ ρουσσωϊκὴ εὐσπλαχνία στὴ γιακωβίνικη βία. Κάθε ἀνθρώπινο σχέδιο μὲ κέντρο τὴν ἐλευθερία, ποὺ διορθώνει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἐξαφανίζει τὴν ἐλευθερία. Ἡ ἀνθρωπότης, πράγματι, χωρίζεται ἀμέσως σ' ἕνα πλῆθος ἀδυνάτων καὶ μιὰ χούφτα ἰσχυρῶν. Χάρις σὲ μιὰν ὑποταγὴ χωρὶς ὅρια, φτάνουμε, μὲ τὸ μέσο μιᾶς σειρᾶς ἀναμορφώσεων καὶ «ταπεινωτικῶν τακτικῶν», στὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἀνθρωπολογικοῦ τύπου. «Στὸν σιγκαλεφισμό, δὲν θὰ ὑπάρχουν ἐπιθυμίες. Ἡ ἐπιθυμία καὶ ὁ πόνος εἶναι προνόμια δικά μας, τῶν ἀρχηγῶν· γιὰ τοὺς δούλους θὰ ὑπάρχει ὁ σιγκαλεφισμός...».

Μποροῦμε νὰ παραλληλίσουμε τὴ θεώρηση τοῦ Ντοστογιέφσκι μὲ τὰ λόγια τοῦ Κίρκεγκααρντ: «Ὁ κομμουνισμὸς διακηρύσσει πὼς εἶναι ἕνα κίνημα πολιτικό, στὴν πραγματικότητα, ὅμως, ἀποκαλύπτεται ὅτι εἶναι ἕνα κίνημα θρησκευτικό». Ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ μπορέσει νὰ ξεπεράσει τὰ εἴδωλα, θὰ ἐπινοεῖ πάντα καινούργια. Εἶναι ἀπόλυτα ἱκανὸς νὰ λατρεύει ἀκόμη καὶ τὴν ὓλη καὶ νὰ δημιουργεῖ, μὲ αὐτήν, μιὰ καινούργια θρησκεία. Στὴ θέση τοῦ Ναοῦ ὑψώνεται ἕνας δεύτερος πύργος τῆς Βαβέλ. Ὁ Ντοστογιέφσκι διαβάζει τὴν Ἱστορία στὸ φῶς τοῦ τελικοῦ σκοποῦ. Ὁ «αἰώνας τῆς ἄκρας ἐλευθερίας» ἀνατρέπει τοὺς ναοὺς καὶ πλημμυρίζει τὴ γῆ μὲ αἷμα. «Χωρὶς ἐμᾶς», λέει ὁ Μέγας Ἱεροεξαταστής, χωρὶς τὴν ἔννοια τοῦ «θαύματος, τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς αὐθεντίας», οἱ ἄνθρωποι διατρέχουν τὸν μέγα κίνδυνο, στὸ τέλος, νὰ γίνουν ἀνθρωποφάγοι. Γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ αὐτὸ τὸ ἐνδεχόμενο, τίθεται στὴν κορυφὴ ἡ μοναδική, φωτοστεφανωμένη ἀπὸ μυστήριο καὶ στηριγμένη στὴν τάξη τῶν δαιμονισμένων, θέληση· καὶ ἀποκάτω, τοποθετεῖται τὸ δέσμιο χάος, ἡ μάζα. Νά, ὅμως, ποὺ στὸ κορυφαῖο σημεῖο τῆς μέσω τῆς δυνάμεως ἑνοποιήσεως παρουσιάζεται ἕνα «μικρὸ λάθος» τοῦ συστήματος, καὶ τὰ πάντα ἀνατρέπονται. Ὁ ἄνθρωπος, τὸ πρϊὸν αὐτὸ τῆς ἐνοποιήσεως, ἀργὰ ἢ γρήγορα, ὀρθώνεται μοιραίως ἐναντίον τῆς ἴδιας τῆς δυνάμεως ποὺ προκαλεῖ τὴν ἑνοχοποίησή του καὶ ἡ «γῆ» ἀρχίζει νὰ «κλαίει τοὺς ἀρχαίους της Θεούς». Τὸ ἀφηγεῖται ὁ Ρασκόλνικωφ:

«Ὁ κόσμος ὁλόκληρος ζεῖ σ' ἕνα ὄνειρο, θῦμα μιὰς φοβερῆς, μιᾶς παράδοξης καινούργιας θεομηνίας, πού, προερχόμενη ἀπὸ τὰ βάθη τῶν ἐρήμων, ἔπεφτε πάνω στὴν Εὐρώπη. Ἄγνωστα μικρόβια προσέβαλαν τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων, μικρόνια προικισμένα μὲ εὐφυΐα καὶ θέληση. Αὐτοὶ ποὺ προσβάλλονταν ἀπὸ τὰ μικρόβια γίνονταν θύματα φανταστικῶν ψευδαισθήσεων, ποτέ, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι δὲν εἴχανε πιστέψει τὸν ἑαυτό τους, πανουκλιασμένος καθὼς εἴτανε, ἔξυπνο καὶ βέβαιον ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ γίνει κάτοχος τῆς ἀλήθειας, ποτὲ οἱ ἀποφάσεις τους, τὰ ἐπιστημονικά τους συμπεράσματα, οἱ ἠθικές τους πεποιθήσεις δὲν τοὺς εἴχαν φανεῖ τόσο ἀλάνθαστες...

»Χωριά, ἔθνη ὁλόκληρα, προσβλημένα ἀπὸ τὴ μόλυνση, κατατρέχονταν ἀπὸ μανία.  Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅλα τὰ πράγματα, βρίσκονταν μέσ' στὴν ἀκτίνα τῆς καταστροφῆς. Καὶ χτυπημένοι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ 'να εἶδος ἄδρονος μανίας, ἀλληλοσκοτώνονταν...».

Τὸ ὄνειρο τοῦ Ρασκόλνικωφ σταματᾶ στὸ μυστήριο τῶν ἐκλεκτῶν: «κανεὶς δὲν τοὺς ἔχει δεῖ». Πρόκειται γιὰ τὸν συνθηματικὸ τρόπο τῶν προφητειῶν τῆς Ἀποκαλύψεως, ὅπου μιὰ ὕστατη ἔκκληση πρὸς τὴν ἐλευθερία ἀπευθύνεται καὶ πάλι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν τὴν ἀκούει, ὁ συνθηματικὸς τρόπος μεταβάλλεται σὲ τρόπο πραγματικό. Ἂν ἔρθει ἡ τελευταία Κρίση, σημαίνει ὅτι αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ γίνει... Γίνεται φανερὴ ἡ ἐναλλακτικὴ δυνατότης ποὺ ὑφίσταται ἐδῶ: ἢ οἱ «ἐκλεκτοὶ» θὰ γίνουν ἅγιοι καὶ θὰ διασώσουν ἄθικτη τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε ἡ Ἐκκλησία τῆς ἐρήμου, ἡ Σύζυγος τῶν τελευταίων χρόνων, θὰ ὁδηγήσει τὸν κόσμο πρὸς τὸ δρόμο τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν· ἢ τὸ Μέγα Πνεῦμα τῆς ἀρνήσεως θὰ βγεῖ ἀπὸ τὶς στεῖρες ἐρήμους καὶ τὸ Μέγα Ψεῦδος θὰ ὁλοκληρωθεῖ. Θὰ ἔρθει, τότε, ἡ χιλιετὴς βασιλεία τοῦ Σατανᾶ —ποὺ κι' αὐτὸς εἶναι φιλάνθρωπος κατὰ τὸν τρόπο του—: καὶ ἡ εἰρήνη του καὶ ἡ εὐτυχία του θὰ βασιλέψουν πάνω στὴν ἀναμένουσα γῆ...

Μεταφρ.: ΞΕΝ. Ι. ΚΑΡΑΚΑΛΟΣ

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Γκόγκολ καὶ Ντοστογιέφσκι, ἢ Ἡ κάθοδος στὴν Κόλαση», Éditions Desclée de Brouwer 1961. (Σημ. τοῦ μετ.)
2. Φαινομενολογία: Περιγραφικὴ μελέτη γιὰ τὴν κατανόηση, μέσω τῶν γεγονότων καὶ τῶν συμβάντων τούτου τοῦ κόσμου, τῆς βαθύτερης καὶ πιὸ κρυφῆς σημασίας των. Ἐσχατολογία: Διδασκαλία ἀναφερόμενη στοὺς τελικοὺς σκοποὺς τοῦ σύμπαντος.
3. Σὰν δικαίωση, δηλαδή, τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ ἔναντι τῆς ὑπάρξεως τοῦ κακοῦ στόν κόσμο.
4. Ἐνδοκοσμικό: Αὐτὸ ποὺ βρίσκεται μέσα στὰ ὅρια τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου καὶ εἶναι προσιτὸ στὴν ἐμπειρία. Ὑπερβατικό: Αὐτὸ ποὺ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὸ ποὺ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῶν δυνατοτήτων τῆς ἐμπειρίας.
5. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰσαάκ, ἡ ἀμαρτία εἶναι ἡ ἀναισθησία μπρὸς στὸν ἀναστημένο Χριστό!
6. Acedia: τεχνικὸς ὅρος τοῦ ἀσκητισμοῦ: ἡ ἀθυμία τοῦ πνεύματος καὶ τὸ συναίσθημα τῆς ἐγκαταλείψεως ἀπὸ τὸ Θεό.



Πηγή: «Νέα Ἑστία» τχ. 1066, 1971

Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *