Ο ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
ΒΟΖΙΣΛΑΒ ΙΛΙΤΣ*
Στὸ κάστρο τοῦ Βελιγραδιοῦ ὣς τώρα ἔχει ἀπομείνει
πύργος παλιὸς σὲ πένθιμη καὶ σκυθρωπὴ γαλήνη.
Ἐκεῖ πόσοι ἀγωνιστὲς στὰ σκοτεινὰ καὶ κρύα
κελιὰ μάρτυρες πέθαναν γιὰ τὴν ἐλευθερία.
Τὶς νύχτες σιμὰ ὁ Δούναβης μὲ τὰ θολὰ νερά του
σέρνει στὶς ὄχθες παγερὸ τὸ θρῆνο τοῦ θανάτου.
Καὶ κουκουβάγια ἀκούγεται νὰ κρώζει στὰ ρημάδια,
καθὼς βουβοὶ ἴσκιοι μιᾶς φρουρᾶς γλιστρᾶνε στὰ σκοτάδια.
Κάποτε σ' ἕνα χάραμα μιὰ πόρτα ξεκλειδῶσαν
οἱ φύλακες κι ἕνα χλωμὸ ξένο τὸν παραδῶσαν.
Ὅμως αὐτὸς περήφανος τὴν πίστη του ὁμολόγα
καὶ μέσ' ἀπὸ τὴν κόπωση στὰ μάτια ἔλαμπε φλόγα.
Ἤτανε τῆς Ἑλλάδας γιός, ποὺ ὁ ἥλιος χρυσὸς τὴ λάμπει.
Ὁ Ρήγας. Κι ἀπ' τῆς δόξας της ἐρχόταν τ' ἀρχαῖα θάμπη.
Τὸ χέρι ψηλὰ σήκωσε, σάμπως νὰ χαιρετοῦσε
τὴ Μοίρα τῶν Ἀθάνατων ποὺ τὸν ἐκαρτεροῦσε.
«—Τύραννοι, κι ἂν μοῦ πάρετε τὸ σῶμα στὸ σκοτάδι,
θὰ φτερουρίζει ἐλεύθερη ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὸν Ἅδη...»
Μαντατοφόρος ἔγινε, καὶ σὲ ὅλα τὰ Βαλκάνια
γιὰ τοὺς λαοὺς προμήνυσε μιὰν ἅγια αὐγὴ ἀπ' τὰ οὐράνια,
ὅπου θὰ πέσουν τὰ παλιὰ παλάτια καὶ θὰ γίνει
νέο ξεκίνημα ζωῆς στὴν ποθητὴν εἰρήνη.
Κι ἔτσι ἔχει τοῦ Βελιγραδιοῦ τὸ κάστρο ἀπομείνει
πύργος παλιὸς σὲ πένθιμη καὶ σκυθρωπὴ γαλήνη.
Τὶς νύχτες σιμὰ ὁ Δούναβης μὲ τὰ θολὰ νερά του
σέρνει στὶς ὄχθες παγερὸ τὸ θρῆνο τοῦ θανάτου.
Καὶ κουκουβάγια ἀκούγεται νὰ κρώζει στὰ ρημάδια,
καθὼς βουβοὶ ἴσκιοι μιᾶς φρουρᾶς γλιστράνε στὰ σκοτάδια.
Ἀπόδοση ΚΩΣΤΑ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
* Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ ξεσηκωμὸς τῶν Ἑλλήνων στὰ 1821 εἶχε ἄμεση ἀπήχηση σὲ ὅλους τοὺς ὑπόδουλους βαλκανικοὺς λαοὺς καὶ ἰδιαίτερα στοὺς Σέρβους. Καὶ ὁ Ρήγας Φεραῖος ποὺ προηγήθηκε μὲ τὸ ἐγερτήριο σάλπισμά του, σήμαινε καὶ γι' αὐτοὺς τὸν ὄρθρο τῶν ψυχῶν. Στάθηκε καὶ γι' αὐτοὺς πρόδρομος πρωτομάρτυρας. Τιμήθηκε καὶ ὑμνήθηκε. Ἐνδεικτικὸ αὐτῆς τῆς ἀποδοχῆς εἶναι καὶ τὸ ἀκόλουθο ποίημα τοῦ πρόωρα χαμένου Βόζισλαβ Ἴλιτς (1860-1894) ποὺ ἦταν ἀντιπροσωπευτικὸς τῆς ἐποχῆς του γιὰ τὰ σερβικὰ γράμματα μέσα στὸ κλίμα τοῦ ἰδεαλιστικοῦ ρομαντισμοῦ ποὺ ἄφησε ἱ Μπάϋρον. Μοῦ τὸ ἔστειλε ὁ φιλέλληνας καθηγητῆς τῆς συγκριτικῆς λογοτεχνίας στὰ πανεπιστήμια τῆς Nis καὶ τῆς Πρίστινα Μίλκο Γιοβάνοβιτς σὲ κατὰ λέξη μετάφραση γιατὶ διδάσκει ἐκεῖ τὸ μυθιστόρημά του «Ἡ γενιὰ τῶν αἱχμαλώτων» στὴ σερβικὴ ἔκδοσή του. Τὸ πῆρα καὶ τὸ ἀνάπλασα προσηλωμένος στὸ πρωτότυπο. Μόνο τὴν ἕβδομη στροφὴ ἀπέφυγα ἀναφορὲς στὶς ὀνομασίες: Μαραθώνας καὶ Πλαταιές, γιὰ νὰ μὴ φορτισθεῖ ἡ ἀπόδοσή του μὲ ρητορικὴ ἔμφαση.
Κ. ΑΣΗΜ
Πηγή: «Νέα Ἑστία» τχ. 1458, 1988
Ἑλληνων Φῶς