Τὸ ὄνομά μου εἶναι Πατρίς
[Ομιλία καθηγητού κ. Σαράντου Καργάκου κατά την τελετή απονομής Αναμνηστικού Μεταλλίου και Τιμητικού Διπλώματος στους επιζώντες πολεμιστές στις επιχειρήσεις των περιόδων 1940-53 (Αλβανία, Μακεδονία, Ήπειρος, Θράκη, Κρήτη, Βόρειος Αφρική, Κορέα).]
Ο Βίκτωρ Ουγκώ σε μία ευτυχισμένη ποιητική του στιγμή είχε γράψει το στίχο: «Δεν γνωρίζω πια τ' όνομα μου· ονομάζομαι Πατρίς». Κάθε φορά που το χρέος μάς καλεί να τιμήσουμε αυτούς που έγιναν προσφορά θυσίας, με την απώλεια της ζωής ή της σωματικής αρτιμελείας, πρέπει να ενθυμούμαστε τους λόγους μεγάλων ανδρών, διότι μόνον αυτών η φωνή μπορεί να υψωθεί ως το οριακό σημείο, στο οποίο καταλήγει «ο τραχύς και δύσκολος της αρετής δρόμος», προς τον οποίο «πετάουν» μόνο τα γόνατα ανδρών γενναίων, όπως θα έλεγε ο Ανδρέας Κάλβος.
Η λήθη είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της μνήμης. Αλλά αν εξαλειφθεί από τους λαούς η μνήμη, τότε θα μοιάζουν με ασθενείς που πάσχουν από αμνησία. Δεν θα γνωρίζουν από πού έρχονται κι από ποιους προέρχονται, με αποτέλεσμα να μην ξέρουν πού βρίσκονται και προς τα πού πορεύονται. Άν σβήσουμε το παρελθόν, πρόσφατο και παλαιό, θα ζήσομε σ' ένα ακατοίκητο μέλλον. Έχει πει μεγάλος μας ποιητής, ο Γιώργος Σεφέρης, την ακόλουθη διδακτική για μας φράση: «Σβήνοντας κανείς ένα κομμάτι από το παρελθόν, είναι σαν να σβήνει και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον κι είναι θλιβερή πια η ζωή, που μοιάζει με ακατοίκητο σπίτι»!
Από την άποψη αυτή είναι άξιες επαίνου οι Στρατιωτικές μας Σχολές και η πολιτική ηγεσία τους που δεν λησμονούν να τιμούν τα μεγάλα στρατιωτικά γεγονότα, να τιμούν τους επιζώντες παλαιμάχους και να συντηρούν το ευγενές στρατιωτικό πνεύμα, που για μας δεν ήταν ποτέ μιλιταρισμός αλλά πάθος προασπιστικό της εδαφικής μας ακεραιότητας, πόθος προασπιστικός της ειρήνης και σε παλαιότερους καιρούς πόθος απελευθερωτικός των αλύτρωτων ελληνικών περιοχών. Δεν παραβλέπω συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις που καθορίζονταν από συμμαχικές υποχρεώσεις ή δεσμεύσεις. Αλλά σε γενικές γραμμές ο ελληνικός στρατός δεν πήγε αλλού παρά σε εδάφη στα οποία υπήρχε από αρχαιοτάτης εποχής εδραία εθνολογική βάση.
Τον πόλεμο του 1940-41 δεν τον προκαλέσαμε εμείς με κάποια δήθεν αφορμή. Απλώς, τον περιμέναμε και είχαμε τουλάχιστον ηθικώς επαρκώς προετοιμασθεί. Η Ελλάς, εξ αιτίας της Μικρασιατικής καταστροφής και των εσωτερικών κινημάτων, ήταν ακόμη αιματοβαφής. Οι πρόσφυγες δεν είχαν τελείως αποκατασταθεί. Αυτό που είχε αποκατασταθεί ήταν το εθνικό φρόνημα, το οποίο σε υπέρτατο βαθμό είχε οξυνθεί λόγω της αναίσχυντης συμπεριφοράς των Ιταλών όχι μόνο από τον τορπιλισμό της «Έλλης» και στην προβοκατορική ενέργεια να μας φορτώσουν τη δολοφονία του αρχιτσάμη ληστή Νταούντ Χότζα, αλλά και από την παλαιότερη κατάπτυστη ενέργεια του βομβαρδισμού και της καταλήψεως της Κερκύρας, εν έτη 1923 όταν ο ελληνικός λαός και στρατός ήταν κυριολεκτικά ράκη από το οδυνηρό πλήγμα της Μικρασίας. Το ενδεχόμενο μιας ολοκληρωτικής επιθέσεως του Μουσολίνι εναντίον της Ελλάδος ήταν ορατό και από τυφλούς μετά την απόβαση του ιταλικού στρατού στην Αλβανία στις 7 Απριλίου 1939, δηλαδή πέντε μήνες ενωρίτερα από την επίσημη κήρυξη του μεγαλύτερου πολέμου της Ιστορίας.
Ως την έσχατη στιγμή ο Μουσολίνι προωθούσε μία θωπευτική, καθησυχαστική πολιτική έναντι της Ελλάδος. Ο τότε πρεσβευτής της Ιταλίας Γκράτσι, μετά την επιστροφή του από την Ρώμη στις 12 Σεπτεμβρίου 1939, έφερνε προς το Μεταξά διαβεβαιώσεις του Ιταλού δικτάτορα, ότι η Ιταλία ακόμη και σε περίπτωση εμπλοκής της σε πόλεμο «δεν θα αναλάβει αύτη πρωτοβουλίαν επιχειρήσεων έναντι της Ελλάδος. Ίνα δε αποδειχθούν κατά τρόπον συγκεκριμένον τα αισθήματα, από τα οποία εμπνέεται έναντι της Ελλάδος, θα διαταχθεί η οπισθοχώρησης των ιταλικών στρατευμάτων 20 χιλιόμετρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα». Αυτά όμως, όπως θα έλεγε ο Άμλετ, ήσαν «λόγια, λόγια, λόγια». Όπως συχνά έχω γράψει, η προδοσία στην ευρωπαϊκή πολιτική είναι πάντα θέμα ημερομηνίας. Εξαιρείται η Ελλάς που το μέγα λάθος της -αν το δούμε από την οπτική της realpolitik- είναι ότι ποτέ δεν επρόδωσε σύμμαχο. Και παραμένει σολωμικώτατα, «πάντοτε ευκολόπιστη και πάντα προδομένη». Και πληγωμένη, από τα ίδια τα παιδιά της.
Πάντα βέβαια κάτι σάπιο -για να επανέλθω στον Άμλετ- υπήρχε στο βασίλειο της ευρωπαϊκής πολιτικής, αλλά ποτέ η ηθική σήψη, ο πολιτικός αμοραλισμός, ο κυνισμός και ο αιμοδιψής άνευ ουσιαστικών προσχημάτων, στρατιωτικός επεκτατισμός δεν είχε κορυφωθεί στο βαθμό όπου έφθασε κατά τα μοιραία έτη 1939-1941. Ενώ ο Μουσσολίνι απλόχερα μας έστελνε αναισχύντως τις αλλεπάλληλες ψευδείς εγγυήσεις, οι ένοπλες δυνάμεις του εφάρμοζαν συστηματικά την τακτική των «άδικων χειρών» με τον ανηλεή βομβαρδισμό πολεμικών σκαφών μας: του «Ορίωνος», της «Ύδρας», του «Βασιλέως Γεωργίου», της «Βασιλίσσης Όλγας», για να φθάσουμε στο αποτρόπαιο έγκλημα του τορπιλισμού τις «Έλλης». Αν ζούσε τότε ο δαιμόνιος Ταλλεϋράνδος, δεν θα εχαρακτήριζε τη βύθιση του ευδρόμου έγκλημα· θα το έλεγε λάθος. Διότι το λάθος στην πολιτική κοστίζει σ' αυτόν που το διαπράττει περισσότερο από το έγκλημα. Με την πράξη τους αυτή οι Ιταλοί δεν προσέβαλαν την Ελλάδα, Προσέβαλαν την Παναγία, που για τους Έλληνες είναι σύμβολο ιερό, συνταυτιζόμενο με την πατρίδα. Το λέει άλλωστε το δημοτικό: «Γιατί γιορτάζει η Παναγιά, γιορτάζει και η Πατρίδα».
Οι Έλληνες μαχητές του '40 δεν ήσαν προασπιστές του πατρίου εδάφους, όπως έλεγε το πρώτο πολεμικό μας ανακοινωθέν, ήταν εκδικητές της υβριζόμενης Μεγαλόχαρης, της Παντάνασσας και της Περίβλεπτης Παναγιάς, που επί 1500 χρόνια την ψάλλουμε και την θεωρούμε Υπέρμαχο Στρατηγό. Τα νικητήρια στέφανα σκέπασαν και πάλι τις εικόνες της Θεομήτορος και τις κεφαλές των Ελλήνων μαχητών, που πολεμώντας κατά κραταιού, με απόλυτη υπεροψία, αντιπάλου κατήγαγαν τρόπαια εφάμιλλα, ίσως και υπέρτερα των προγονικών. Όλος ο κόσμος στεκόταν τότε εκστατικός. Ύμνοι Πινδάρειοι επλέκοντο τότε για την Ελλάδα από τα χείλη κορυφαίων πολιτικών, στρατιωτικών και πνευματικών ανθρώπων. Ας αφήσουμε πια της μικρότητες για το ποιος είπε το «ΟΧΙ». Το «ΟΧΙ» ήταν όλων: και της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας και σύσσωμου του λαού, πλην ελαχίστων ηττοπαθών. Ας αφήσουμε κατά μέρος τον πρόσφατο επιστημονικό-πολιτικό σκεπτικισμό κάποιων ιστορικών κριτικών για την σκοπιμότητα του «ΟΧΙ». Είναι προσβολή για τους νεκρούς, τους τραυματίες αλλά και για τους λίγους επιζώντες της μεγάλης εκείνης εποποιίας να διαχέεται η αντίληψη στην παιδεία μας και στα παιδιά μας πως ένα «ΝΑΙ» θα ήταν συμφερτικό. Για κάποιους, ασφαλώς. Ένα μόνο θα πω: «αν οι εν λόγω κριτικοί ήσαν στη θέση του Μεταξά, είμαι σίγουρος πως θα έλεγαν ναι». Και αυτό θα σήμαινε το διαμελισμό μεταπολεμικά όλης της μόλις πρόσφατα συγκροτημένης Ελλάδος.
Δεν θα αναφερθώ σε γεγονότα που σε όλους σας είναι γνωστά. Όταν όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες γονάτιζαν εντός ολίγων ημερών προ των χιτλερικών ορδών, η Ελλάς πολεμούσε νικήτρια επί πέντε μήνες στα ηπειρωτικά βουνά και έφερνε τους Ιταλούς σε απόσταση σπιθαμής από το ρίξιμο στην αγκαλιά των κυμάτων. Στο διάστημα αυτό ο στρατός, το ναυτικό και αεροπορία επιτέλεσαν θαύματα. Εκμηδένισαν την αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου και κατέδειξαν για μια ακόμα φορά την σημασία του ηθικού παράγοντος, τον οποίο όψιμοι θεωρητικοί του πολέμου έχουν αρχίσει να αμφισβητούν λόγω των νέων τελειοτάτων οπλικών συστημάτων. Ένα θα πω: όλα τα όπλα είναι καλά, ακόμη κι ένας «γηράς» όταν τα χέρια που τον κρατούν δεν τρέμουν και όταν η ψυχή φλογίζεται από το πάθος της θυσίας. Αυτό, όμως, προϋποθέτει πίστη σε ιδανικά, που ποτέ δεν έλειψαν από τη ζωή μας. Γι' αυτό θεωρώ ως το μεγαλύτερο της Ελλάδος εχθρό αυτόν που σκοτώνει στην ψυχή των παιδιών μας το πάθος για ηρωισμό και την δίψα για ιδανισμό. Γι' αυτό άλλωστε σήμερα η παραπαίουσα ιδεολογικά νεολαία ζητεί σαν τον ήρωα του Ίψεν ένα ζευγάρι μεταχειρισμένα -έστω- ιδανικά. Και υψώνει σε ήρωα το Σάββα Ξηρό, διότι το σχολείο και τα λεγόμενα «μίντια» όχι μόνο δεν τιμούν τους πραγματικούς ήρωες -εσάς- αλλά τους αγνοούν και συχνά τους σπιλώνουν.
Μιλάμε συχνά για το έπος του 40 ή, εσφαλμένα, για το έπος της Αλβανίας. Και λέγω εσφαλμένα διότι το έπος δεν ήταν αλβανικό· ελληνικό ήταν και μάλιστα κατά και των Αλβανών που επολέμησαν στο πλευρό των Ιταλών. Είναι, όμως, ιστορική αδικία να λησμονούμε την μάχη των Οχυρών, που θα ήταν ίσως περισσότερο δαφνοστεφής, αν η Γιουγκοσλαβία δεν γονάτιζε από την πρώτη στιγμή και αν ο ελληνικός στρατός δεν είχε πλευροκοπηθεί και στα δύο μέτωπα, αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο μιας επιθέσεως από τα νώτα. Κάποιοι, που ποτέ δεν γνώρισαν τον τυφώνα μιας πολεμικής κρίσης, ξέρουν post factum, δηλαδή εκ των υστέρων, να εκφέρουν αρνητικές απόψεις για την τότε δράση της παραζαλισμένης απ' τα αλλεπάλληλα πλήγματα πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας μας. Ένα θα πώ: ο τότε Έλλην πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής δεν ήταν πολιτικός. Τραπεζικός ήταν. Κι όμως προέβη σε ενέργεια πολιτική, που κανείς άλλος ευρωπαίος ηγέτης, μετά την υποταγή της χώρας του στον Άξονα, δεν ετόλμησε να πράξει. Ο Κορυζής αυτοκτόνησε. Η αυτοκτονία αυτή είναι μέγιστη πολιτική πράξη. Η Ελλάς πεθαίνει αλλά δεν παραδίδεται. Δεν ήταν μια πράξη απογνώσεως· ήταν πράξη φιλοτιμίας, πράξη αντιστάσεως στην ατιμία. Αλλά την πρώτη σελίδα της αντίστασης την έγραψαν οι νεκροί ευέλπιδες που αυτόβουλα έφθασαν μέχρι Κρήτη και Αίγυπτο.
Βεβαίως υπήρξε ανακωχή -και έπρεπε να υπάρξει-, για να σωθούν οι μαχόμενες στην Ήπειρο και στη Μακεδονία δυνάμεις. Αλλά η ανακωχή δεν είχε επίσημο χαρακτήρα. Η Ελλάς -και το τονίζω αυτό- επισήμως δεν σταμάτησε ποτέ τον πόλεμο. Τον συνέχισε στην Κρήτη, όπου αφανίστηκε το άνθος του γερμανικού στρατού, τον συνέχισε στις ερήμους της Αφρικής, στο τρισένδοξο Έλ-Αλαμέιν, τον συνέχισε στην Ιταλία, και στο Ρίμινι έγραψε μια νέα χρυσή πολεμική σελίδα. Κάθε χρόνο τα μέλη της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας έχω την τιμή να είμαι αντιπρόεδρος, κατά το πνευματικό πολυήμερο ταξίδι που πραγματοποιούμε στην Δυτική Ευρώπη, περνάμε από το μνημείο των Ριμινιτών και καταθέτουμε λίγα άνθη ευλαβείας στους τάφους των υπερόχων νεκρών.
Πεδίο μαχών, όμως, δεν ήταν μόνον η ξηρά, ήταν και ο αέρας, ήταν και η θάλασσα. Οι αεροπόροι μας, που στο σύνολο τους έφθασαν στην Μέση Ανατολή, δόξασαν τα φτερά του Ικάρου, αντιπαλεύοντας με Ιταλούς και σκληροτράχηλους Γερμανούς πιλότους. Η κάλυψη νηοπομπών, η ρίψη αλεξιπτωτιστών στα ελληνικά βουνά και νησιά, η συμμετοχή σε βομβαρδιστικές επιχειρήσεις έδωσαν στην αεροπορία μας μια ποιότητα υπεροχής που διατηρείται ακμαία ως σήμερα. Αλλά και ο στόλος -παρά το τραγικό για τις συνέπειές του κίνημα- είχε κι' αυτός ανάλογο μεράδι στη δόξα. Το ν' αναφερθώ στη «Βασίλισσα Όλγα», στον «Αδρία», στα υποβρύχια «Πρωτεύς», «Παπανικολής» και «Κατσώνης» για να δείξω την αξία και την ανδρεία των ναυτικών μας, θα έμοιαζε σαν να άνοιγα ανοιχτές πόρτες. Τούτο μόνο θα πω: ο γηραιός «Αβέρωφ» ως πλοίο συνοδείας, έφθασε ως τον Ινδικό. Πρόσφατα σε εφημερίδα των Πατρών δημοσίευσα άρθρο για ένα λησμονημένο περιστατικό που συνέβη προ του λιμανιού των Πατρών: πρόκειται για τον ηρωισμό δύο σκαφών μας, ενός νοσοκομειακού, που λεγόταν «Ελληνίς» και ενός πλοίου της φαροφυλακής που λεγόταν «Πλειάς». Κι ας μη λησμονούμε τη συμμετοχή ελληνικών πολεμικών στην απόβαση της Νορμανδίας.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο τίμημα θυσίας προσέφερε στον πόλεμο η ελληνική εμπορική ναυτιλία. Χάθηκε όλος σχεδόν από τις τορπίλες των Γερμανών ο εμπορικός μας στόλος και το άνθος του ναυτικού μας κόσμου. Υπάρχει, όμως, και ο άγνωστος στους πολλούς πόλεμος των αλιευτικών και μικρών εμπορικών πλοίων, που μετέφεραν χιλιάδες Άγγλους, Καναδούς, Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς και Έλληνες εθελοντές στα Μικρασιατικά παράλια. Υπάρχει ακόμη και η χρυσή σελίδα των ειδικά διασκευασμένων μικρών σκαφών, που σαν θαλάσσιες σφήκες όργωναν το Αιγαίο και το Ιόνιο κι έλαβαν μέρος σε πολυάριθμες επιχειρήσεις. Έχω τη χαρά να με τιμά με την φιλία του ένας από τους επιζώντες Κανάρηδες του καιρού εκείνου, ο αειθαλής Ρήγας Ρηγόπουλος και ξέρω από τα βιβλία του και τις ομιλίες του τη ναυτική εκείνη «Ιλιάδα». Όλη αυτή η επιβλητική συμμετοχή των ενόπλων μας δυνάμεων στο πλευρό της προμαχούσας Αγγλίας και Αμερικής, έδωσε το σθένος στην ελληνική κυβέρνηση να διεκδικεί και να απαιτεί. Όταν την 11η Δεκεμβρίου 1941 η βρετανική κυβέρνηση απροσχημάτιστα ανακοίνωσε την απόφασή της για αναγνώριση, μετά τον πόλεμο, της αλβανικής ανεξαρτησίας, η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, τρείς ημέρες μετά, απαντούσε με εκτενές υπόμνημα στο οποίο μεταξύ των άλλων αναφέρονταν τα εξής: «Εν τω μέσω των δεινών του υπό τον αξονικόν ζυγόν, ο ελληνικός λαός δεν είναι δυνατόν να κατανοήσει εν διάβημα αποδόσεως της ανεξαρτησίας της εις την Αλβανίαν, χωρίς ταυτόχρονον ρητήν αναγνώρισην των ελληνικών δικαίων επι της Β. Ηπείρου. Δεν είναι δυνατόν άδηλα οφέλη εκ της συμπράξεως ενός κλάσματος του αλβανικού λαού προς τα Ηνωμένα Έθνη να εξουδετερώσουν την σημασίαν της υπερόχου αντιστάσεως του ελληνικού λαού».
Ασφαλώς, κανείς το 1944 και μετά, όταν η δόξα της Ελλάδος, χάρη και εις την εσωτερική εθνική αντίσταση, είχε φθάσει στο ζενίθ και έκανε την Οικουμένη να παραληρεί, κανείς λέγω δεν θα μπορούσε να παραβλέψει τα εθνικά δίκαια της Ελλάδος, αν η δολερή διχόνοια, όπως την λέγει ο Σολωμός, δεν έδειχνε το σκήπτρο με την «ωραία θωριά», ώστε να μας ρίξει εις σε δάκρυα θλιβερά. Ο λόγος του Πλάτωνος επαληθεύτηκε για ακόμη μια φορά: «Ημείς δε αυτοί ημάς αυτούς και ενικήσαμεν και ηττήθημεν». (Μενέξενος ΧΙΙΙ 2420).
Και μόλις έκλεισε ο κύκλος του αίματος στη δική μας χώρα, νέος κύκλος αίματος άνοιξε στη μακρινή Κορέα. Από το 1950 ως το 1953 ένας αδυσώπητος πόλεμος, που κατά βάθος ήταν μια έμμεση αναμέτρηση ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και στις ΗΠΑ, χώρισε την ιστορική αυτή χερσόνησο σε δυο τμήματα με σημείο τομής τον 38ο παράλληλο. Η Ελλάς συμμετείχε στον πόλεμο αυτό με ένα τάγμα αυξημένης δυνάμεως, με ένα σμήνος μεταγωγικών αεροπλάνων και με μικρά βοηθητικά κλιμάκια. Οι απώλειές μας ήσαν βαρύτατες. Από τις αρχές του 1951 ως το Σεπτέμβριο είχαμε 187 νεκρούς (εκ των οποίων οι 21 αξιωματικοί) και 614 τραυματίες. Είχα την τιμή να γνωρίσω τον στρατηγό «Αρμπούζη» που ηγήθηκε του εκστρατευτικού τάγματος και πρόσφατα είχα τη μεγάλη τιμή να εκφωνήσω τον επικήδειο λόγο σ' ένα σπάνιο για τη σεμνότητά του άνδρα, τον Αντώνη Τσακίρη, που τον διαπέρασε βλήμα όλμου και σκότωσε τον όπισθεν αυτού ερχόμενο στρατιώτη. Μαυροφόρεσαν και τότε πολλές οικογένειες. Η παραμονή του ελληνικού τάγματος συνεχίσθηκε μέχρι το 1958, όταν πια αποσύρθηκαν τα κινεζικά στρατεύματα.
Η συμμετοχή μας στον πόλεμο αυτό, όπως κι εκείνη στην Κριμαία, έχει επικριθεί. Αλλά ας μην είμαστε βιαστικοί. Η αποστολή στρατιωτικής μονάδος στην Κορέα μπορεί να έγινε για λόγους εξαρτήσεως από τις ΗΠΑ, μπορεί να έγινε για λόγους ιδεολογικούς, ωστόσο δεν ήταν άμοιρη πολιτικού ρεαλισμού. Η Ελλάς έβγαινε ράκος από τον εσωτερικό πόλεμο. Έπρεπε για την ανόρθωσή της να στηριχθεί στις ΗΠΑ. Ο στρατός της, κυρίως το ναυτικό και η αεροπορία, χρειάζονταν ριζική ανανέωση. Κάτι που έγινε. Κυρίως, όμως η Ελλάς είχε τότε στόχους εθνικούς: διεκδικούσε την ένωση με την Κύπρο, την αυτονομία της Β. Ηπείρου και την αναδιευθέτηση των ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Οι πολιτικοί μας -ίσως αφελώς- πίστευαν στη βοήθεια των Αμερικανών. Αν τώρα αποτύχαμε στους στόχους μας, αν απατηθήκαμε στις προσδοκίες μας, αυτό δεν μειώνει σε τίποτα την ανδρεία των Ελλήνων μαχητών που σε όλη τη μακρά περίοδο των επιχειρήσεων υπήρξαν απαράμιλλοι, έτσι ώστε κάποιοι Αμερικανοί ηγήτορες να προσγράφουν επιτεύγματα των Ελλήνων στο ενεργητικό των Τούρκων, με την ευτελή δικαιολογία: «Σεις έχετε τρόπαια πολλά, ας γράψουμε και στους Τούρκους μερικά». Από τα δικά μας φυσικά.
Δεν κατοικούμε σε γειτονιά αγγέλων. Όλοι γύρω μας έχουν επίβουλες βλέψεις. Γι' αυτό πρέπει να έχουμε υψηλό μαχητικό φρόνημα και ισχυρό στρατό, για να μη χρειασθεί να τον χρησιμοποιήσουμε ποτέ. Τιμώντας σήμερα τους παλαιμάχους της περιόδου 1940-1958 είναι σαν να δίνει ο σύγχρονος Ελληνικός στρατός όρκο-υπόσχεση ως οι άλκιμοι νεανίες της αρχαίας Σπάρτης: «Άμμες δε γ' εσόμεθα πολλώ κάρονες». Στην Κρήτη, κύριε Υπουργέ, λένε μια παροιμία: «Των μπροστινών πατήματα των πισινών γιοφύργια». Οι δρόμοι της δόξας των παλαιμάχων, είναι γεφύρια των σημερινών πολεμάρχων.
Γενικὸ Ἐπιτελεῖο Στρατοῦ, Τὸ ἔπος τοῦ 1940
Πηγή: Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ