Ἀχνίζει ἀκόμη τὸ αἷμα τῶν Μακεδονομάχων
Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος-Κιλκίς
Ὁ κοινὸς νοῦς πρεσβεύει πὼς ὅταν κάποιος σὲ ἀπειλεῖ ἀπροκάλυπτα καὶ εὐτελῶς, δὲν τὸν ἐπισκέπτεσαι. Αὐτὸ ἐκλαμβάνεται ἀπὸ τὸ λυσσασμένο θηρίο ὡς πράξη δειλίας, ἀπόπειρα κατευνασμοῦ καὶ ὄχι, ὅπως εἰπώθηκε, «ἀνοιχτὸς δίαυλος ἐπικοινωνίας». Ἀπὸ πολιτισμένη συμπεριφορὰ οἱ Τοῦρκοι δὲν καταλαβαίνουν. Ἡ γλῶσσα ποὺ κατανοοῦν εἶναι τὰ γιαταγάνια τοῦ Καραϊσκάκη ἢ ἡ κολοκοτρωναίικη τρέλα τοῦ Ἰωάννη Βελισσαρίου καὶ ἡ ἀνδρεία τοῦ Νικολάου Πλαστήρα, τοῦ «Μαύρου Καβαλλάρη». Ἂν κάποιος νομίζει ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐκπολιτίστηκαν, ἂς πάει στὴν Κύπρο νὰ συζητήσει μὲ τὶς χαροκαμένες μάνες τῶν Ἀγνοοουμένων. Ἔσφαζαν στὸ γόνατο γυναικόπαιδα, βίαζαν γερόντισσες καὶ τιμῶνται σήμερα, ὅσα ἐπιζοῦν, κτήνη ὡς ἥρωες.
Ἂν εἴχαμε, τούτη τὴν σακάτικη ἐποχή, ἡγέτες μὲ ὅραμα, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀναδείκνυαν τὶς ἀρετὲς τοῦ λαοῦ μας, διὰ τοῦ ἰδίου παραδείγματός τους καὶ ὄχι ἐξουσίες τυχάρπαστες, ποὺ ἐκλύουν τὶς χειρότερες ροπὲς τοῦ νεοελληνικοῦ χαρακτήρα, ὁ λόγος τους θὰ ἦταν ἀρωματισμένος μὲ ἱστορικὰ παραδείγματα. Οἱ ἡγέτες, οἱ πραγματικοί, αὐτὸ κάνουν στὶς δύσκολες ὧρες, ὅταν θέλουν νὰ ἐμψυχώσουν τὸν λαό τους. Λόγος ἐθνικὸς σημαίνει λόγος μὲ προσανάμματα τὶς θυσίες τῶν προγόνων.
Ὁ μεγάλος Περικλῆς στὸν Ἐπιτάφιο Λόγο του θὰ πεῖ στὸν πρόλογό του τὸ περίφημο «ἄρξομαι τῶν προγόνων πρῶτον….», δηλαδή, «τὴν ὁμιλία μου θ’ ἀρχίσω ἀπὸ τοὺς προγόνους μας πρῶτον. Διότι εἶναι ὄχι μόνον δίκαιον, ἀλλὰ καὶ πρέπον συγχρόνως εἰς τοιαύτην εὐκαιρίαν, ὅπως ἡ παροῦσα, ν’ ἀποτίσωμεν εἰς τὴν μνήμην των τὸν φόρον αὐτὸν τῆς τιμῆς». (Θουκ. Β, 36. Μετάφραση Ἐλευθέριος Βενιζέλος). Ἡ καταφυγὴ στὶς πατραγαθίες παρηγορεῖ, ἐμπνέει καὶ ἐνθαρρύνει ἐμπερίστατα ἔθνη. Ἐν μέσῳ καθημερινοῦ ἀμοραλισμοῦ, ἐκμαυλισμοῦ καὶ ἐκφυλισμοῦ τῶν συνειδήσεων, τὰ λόγια καὶ κυρίως οἱ πράξεις τῶν εὐκλεῶν προγόνων, ἀποτελοῦν ἡλιαχτίδες καὶ ἀνάσες ἀφύπνισης.
Ὁ Θοδωρῆς Κολοκοτρώνης στὸν λόγο του στὴν Πνύκα, 7 Ὀκτωβρίου 1838, ἡγέτης διαλεχτὸς κι αὐτός, ὡς νέος Περικλῆς, ἀρχίζει μὲ παραπομπὴ στοὺς προγόνους τὴν δημηγορία του. «Παιδιά μου! Εἰς τὸν τόπον τοῦτον, ὅπου ἐγὼ πατῶ σήμερα, ἐπατοῦσαν καὶ ἐδημιουργοῦσαν τὸν παλαιὸν καιρὸν ἄνδρες σοφοί, καὶ ἄνδρες μὲ τοὺς ὁποίους δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ συγκριθῶ, καὶ οὔτε νὰ φθάσω τὰ ἴχνη των»
(Σὲ πρόσφατη ὁμιλία του στὴν Θεσσαλονίκη ὁ ἀγραβάτωτος πρωθυπουργὸς στὸ ἀκροαριστερό του παραλήρημα, τὰ μόνα ἱστορικὰ γεγονότα καὶ πρόσωπα ποὺ ἀνέφερε ἦταν ἡ ἀνταρσία τοῦ ΕΑΜ καὶ ἡ δολοφονία τοῦ Λαμπράκη. Διχαστικός, ἀναξέει πληγές, ἐλεεινολογεῖ, σπιλώνει -“ἑτερόκλητος ὄχλος” τὰ ἑκατομμύρια τοῦ λαοῦ στὰ συλλαλητήρια γιὰ τὴν Μακεδονία μας-. Μ’ ἕναν λόγο σπιθαμιαῖος, ἀνίκανος μὲ μοναδικό του μέλημα τὴν νομὴ τῆς ἐξουσίας νῦν καὶ ἀεί, ὅταν ἡ διάλυση τῶν πάντων, ἡ ὀξύτητα ὅλων τῶν προβλημάτων καὶ ἐξ ἀνατολῶν μικρόνοια, ἀπαιτοῦν, κατεπειγόντως, ἐθνικὴ ὁμοψυχία καὶ στιβαρὴ διοίκηση. Θλιβερότατος τοῦτες τὶς μέρες, πασχίζει νὰ εὐεργετήσει τοὺς ἐχθρούς μας. Πῶς γίνεται ἀπὸ τὴν μία νὰ διαλαλεῖς στὴν Σαμοθράκη ὅτι θὰ ὑπερασπιστοῦμε, πάσῃ θυσίᾳ, τὴν ἐθνική μας κυριαρχία καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ καταρρακώνεις τὸ φρόνημα τοῦ λαοῦ ξεπουλώντας πατρίδες. «Ὅ τε γὰρ τοὺς πολεμίους (=ἐχθροὺς) εὐεργετῶν, προδότης», γράφει, μὲ τὸν ἀριστοτεχνικό του κάλαμο, στὸ περισπούδαστο σύγγραμμά του «τί ἐστιν ἔργον ἄρχοντος», ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Μέγας Φώτιος. (Τὸ ἔργο κυκλοφορήθηκε ἀπὸ τὶς ἔκδ. “ΑΡΜΟΣ” μὲ τίτλο «Ὁ ἡγεμών»). Οἱ καρδιὲς μεγαλουργοῦν ἐν κινδύνοις καὶ θλίψεσι καὶ ὄχι τσέπες μὲ δύο-τρία εὐρὼ αὔξηση τῶν μισθῶν καὶ τῶν συντάξεων. Ὁ πνευματικὸς «πατερούλης» τῶν νῦν κυβερνώντων Στάλιν, ὅταν ἄκουσε στὸ Κρεμλίνο τὰ τεθωρακισμένα τοῦ Γκουντέριαν νὰ πολιορκοῦν τὴν Μόσχα, τότε θυμήθηκε νὰ κηρύξει τὸν «Μεγάλο Πατριωτικὸ Πόλεμο», νὰ ἐπιστρατεύσει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, γιὰ νὰ σώσει τὸ τομάρι τοῦ πρωτίστως καὶ τὴν τότε Σοβιετικὴ Ἕνωση.
Διάβασα τὶς ἡμέρες τῶν ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων ἕνα ὡραῖο, παλιὸ τόμο μὲ τίτλο «Μνήμη Σουλίου», ἔργο τοῦ 1971. Στὸ βιβλίο περιέχεται καὶ μία ὁμιλία τοῦ Γ. Ἀθανασιάδη, τὸ 1957, ἀφιερωμένη στὸν ἀγέρωχο πολέμαρχο τοῦ Σουλίου, Νότη Μπότσαρη, τὸν ἀθάνατο ἀρχηγὸ τῆς Φρουρᾶς τοῦ Μεσολογγίου. (Γιὰ νὰ ἀναπνεύσουμε, ἐπαναλαμβάνω, λίγο ἀπὸ τὶς ρυπαρὲς ἀναθυμιάσεις ποὺ ἀναδίδει τὸ Κοινοβούλιο).
Διαβάζω στὸν ἐπίλογο τοῦ κειμένου: «Ἡ προβολὴ ἐνώπιον τῶν νεωτέρων γενεῶν τοῦ Ἔθνους ἱστορικῶν προσωπικοτήτων τῆς ὁλκῆς τοῦ Νότη Μπότσαρη ἀποτελεῖ τὸ καλύτερο δίδαγμα γιὰ τὴν διάπλαση τοῦ χαρακτῆρος των». (σελ. 197). Σωστό. Μὲ τὸν Μάρκο καὶ τὸν Νότη Μπότσαρη διαπλάθεις χαρακτήρα καὶ ὄχι μὲ τὴν «Σόνια» τὴν γάτα ποὺ ἀποτελεῖ πρότυπο ἠρωϊσμοῦ στὰ βιβλία Γλώσσας τοῦ Δημοτικοῦ. (Β΄ τεῦχος, Γλώσσα ϛ΄ Δημοτικοῦ, σελ. 62).
Δύο μόνο ἐπεισόδια θὰ ἀναφέρω ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ ἔνδοξου καπετάνιου. Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1804 στὸ Μοναστήρι τοῦ Σέλτσου, ἔγινε ὁ ξακουσμένος «χαλασμὸς τῶν Μποτσαραίων». Σκοτώθηκαν πολλοί, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἡ περίφημη κόρη τοῦ Νότη, Λένω (Ἑλένη) Μπότσαρη. Διαβάζω: «Ὁ Νότης κείτεται στὸ πεδίο τῆς μάχης, διάτρητος ἀπὸ τὶς πληγὲς πνιγμένος στὸ αἷμα κατάμαυρος ἀπὸ τὸ μπαρούτι. Ἑφτὰ πληγὲς εἶχε καὶ τὴν σοβαρότερη στὸ δεξὶ μάτι. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ κόρη του Ἑλένη, λεβεντοκόριτσο 22 χρονῶν, λυγερή, ξανθή, ἦρθε μετὰ τὸν ἡρωικὸ θάνατο τοῦ θείου της Νίκηζα, μὲ τὸν ὁποῖο συμπολεμοῦσε, καὶ βρῆκε τὸν πατέρα της μισοπεθαμένο. Μὲ τὸ ματωμένο γιαταγάνι στὸ χέρι, ἔσκυψε καὶ τὸν ρώτησε:
– Τί νὰ κάνω πατέρα;
– Παιδί μου ἦρθε ἡ ὥρα σου. Σκοτώσου! Τῆς ἀποκρίθηκε ψιθυριστά. Χίμηξε ἡ Ἑλένη μὲ τὸ γιαταγάνι, ἀναμέρισε τοὺς ἐχθροὺς καὶ πνίγηκε στὸν Ἀχελῶο», γιὰ νὰ μὴν τὴν μαγαρίσουν», κατὰ τὸ “λαμπρό” τους συνήθειο οἱ Μωχαμετάνοι.
Ὁ λαὸς τὴν ἔκλαψε καὶ τὴν τραγούδησε:
«Πέντε Τοῦρκοι τὴν κυνηγοῦν, πέντε τζοχανταραῖοι…
Κόρη, γιὰ ρίξε τ’ ἅρματα, γλύτωσε τὴ ζωή σου!
Τί λέτε, μωρὲ παλιότουρκοι καὶ σεῖς παλιοζαγάρια;
Ἐγὼ εἶμαι ἡ Λένω Μπότσαρη, τοῦ Νότη θυγατέρα
καὶ ζωντανὴ δὲν πιάνομαι εἰς τῶν Τουρκῶν τὰ χέρια».
Ὁ Νότης γλίτωσε. Διαβάζω γιὰ τὸν ἥρωα: «Τὸ παλιὸ οἰκογενειακὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας, ποὺ κρατᾶ τὸν Χριστὸ ἀγκαλιά της, δὲν ἔλειπε ποτέ, ὅπως καὶ τὰ ὅπλα του ἀπὸ σιμά του. Στοὺς τελευταίους ἀγῶνες τοῦ Σουλίου ἐναντίον τοῦ Χουρσίτ, ἔπειτα ἀπὸ κάθε μάχη, ἀπὸ κάθε νίκη, ἀντὶ γιὰ τραγούδια καὶ χορούς, διέταζε συγκέντρωση τὶς ἐκκλησιές, προσευχές, λειτουργίες, παρακλήσεις. Στὶς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ Μεσολογγίου, μιλώντας καὶ γράφοντας εἶχε πάντοτε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στὸ στόμα του».
Κλείνω μὲ τὴν ἡρωικὴ ἀπάντηση τοῦ ἀσπρομάλλη πολέμαρχου, στοὺς πασάδες, κατὰ τὴν πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου, στὶς 22 Μαρτίου τοῦ 1826. Στὰ λυσσασμένα ἐξ ἀνατολῶν σκυλιά, ποὺ νυχθημερὸν ἀπειλοῦν καὶ ἐκβιάζουν, τέτοια λόγια ἁρμόζουν: «…Ἐλάβαμε τὸ γράμμα σας σήμερα. Ἡμεῖς, ἀγάδες, κουβέντα δὲν ἐζητήσαμε νὰ κάμωμε. Ἐσεῖς ἐπέμψατε πρῶτοι καὶ τὴν ἐζητήσατε. Βλέπουμε στὸ γράμμα σας νὰ ζητᾶτε ἅρματα. Καὶ ἀποροῦμε πῶς τολμήσατε νὰ ζητήσετε 8000 ἅρματα, τὰ ὁποῖα ἀχνίζουν ἀπὸ τὸ αἷμα σας, καὶ νὰ σᾶς τὰ δώσωμε μὲ τὰ χέρια μας. Τώρα βλέπουμε ὅτι ἐκεῖνο ποὺ θέλετε ἐσεῖς δὲν γίνεται οὔτε ἐκεῖνο ποὺ θέλομε ἐμεῖς. Καὶ θὰ γίνη ἐκεῖνο ποὺ ὁ Θεὸς ἀποφάσισε».
Συμπέρασμα; Οἱ ἀπροσκύνητοι Ἕλληνες, μὲ τὴν σκέπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου, μᾶς ἀπελευθέρωσαν. Οἱ ἄθεοι προσκυνημένοι, ὑπογράφουν μὲ χέρια καὶ ποδάρια, πάνω σὲ χώματα ὅπου ἀχνίζει ἀκόμη τὸ αἷμα τῶν Μακεδονομάχων, συμφωνίες, προσκυνοχάρτια παράδοσης τοῦ ἱεροῦ ὀνόματος στοὺς …ἀγάδες τῶν Σκοπίων.
Γιὰ τοὺς ἐντὸς καὶ ἐκτὸς συνόρων ἐχθροὺς καὶ ἐπίβουλους τῆς πατρίδος, ἐπαναλαμβάνω τὰ λόγια της ἀτρόμητης καπετάνισσας τοῦ Σουλίου, Λένως Μπότσαρη: «Τί λέτε, μωρὲ παλιότουρκοι καὶ σεῖς παλιοζαγάρια;»…
Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία