«Αφού επιάσαν του Μόρφου, εν με κόφτει τίποτε!»

Λιμνίτης, 15-16 Αυγούστου 1974 – Πικρές μνήμες

Β΄

τουρκικα-μαχητικα

Ο ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ στην περιοχή Λιμνίτη το πρωινό της 15ης Αυγούστου 1974 κράτησε 25 λεπτά. Η περιοχή που βρισκόταν και ο γράφων, όπως και άλλες που επάνδρωναν θέσεις άλλα τμήματα του τάγματος επιστράτευσης στο οποίο ανήκαμε, δεν επλήγησαν. Η Παναγία σίγουρα βοήθησε, αλλά ο κύριος λόγος της απόλυτης αποτυχίας του βομβαρδισμού, ήταν ολοφάνερα η ανικανότητα των Τούρκων πιλότων. Γιατί, ασφαλώς, δεν ήταν τόσο…φιλέλληνες, για να ρίχνουν συνέχεια – όλες στην κυριολεξία – τις εμπρηστικές τους βόμβες μέσα στον Λιμνίτη! Καμιά δικαιολογία δεν υπήρχε γι’ αυτό, αφού οι Τούρκοι κάτοικοί του φρόντισαν να τοποθετήσουν δεκάδες κόκκινες σημαίες με το μισοφέγγαρο μέσα και γύρω από το χωριό. Ήταν αδαείς και ανίκανοι οι Τούρκοι πιλότοι, πέραν πάσης αμφιβολίας…

«Έρχονται ελληνικά αεροπλάνα!..»

ΜΕ την απομάκρυνση των δύο τουρκικών βομβαρδιστικών κάποια στιγμή και την πορεία τους προς τη θάλασσα με κατεύθυνση την Τουρκία, η καρδιά όλων μας επανήλθε στους κανονικούς της ρυθμούς. Αυτά που έμειναν, ήταν προβληματισμός για ό,τι έγινε και η ικανοποίηση για το ότι κανένας μας δεν έπαθε τίποτε. Έτσι, σιγά-σιγά μπήκαμε στη ρουτίνα, που δεν ήταν άλλη από το να τρώνε κάποιοι, να νίβονται άλλοι, να ανάβουν το τσιγαράκι τους ή απλώς να κάθονται στη σκιά της ελιάς οι υπόλοιποι. Και οι κουβέντες περί πάντων να δίνουν και να παίρνουν, χωρίς να λείπουν οι αστεϊσμοί και τα ανέκδοτα.

ΗΤΑΝ γύρω στις εννιάμισι, όταν από τον απέναντι λόφο ακούστηκε η φωνή του διμοιρίτη μας, του έφεδρου αξιωματικού Ιορδάνη Κοφτερίδη, υπάλληλου των Κυπριακών Αερογραμμών, που έλεγε:

– Στις 11.00 θα έρθουν ελληνικά αεροπλάνα και θα ρίξουμε πράσινες φωτοβολίδες, για να τα χαιρετίσουμε!..

Ενθουσιαστικό το μήνυμα αυτό για όλους, ώστε ο καθένας να κάνει και το δικό του σχόλιο, με κεντρικό πυρήνα ότι «η Ελλάδα θα έρθει, επιτέλους, για να βοηθήσει την Κύπρο». Εγώ δεν μίλησα, αλλά έκανα από μόνος μου διάφορους συλλογισμούς, όχι ευχάριστους. Με βάση τα όσα ζήσαμε και μάθαμε από την πρώτη εισβολή μέχρι και τον Δεκαπενταύγουστο, δεν ήμουν καθόλου ενθουσιασμένος. Ούτε καν αισιόδοξος. Στο διάστημα αυτό, ακούσαμε ότι οι Τούρκοι καθημερινά προωθούνταν και καταλάμβαναν όλο και νεα κυπριακά εδάφη και κανένας δεν τους εμπόδιζε. Μάθαμε ότι είχε καταληφθεί η Λάπηθος και ο Καραβάς και όσοι από μας είχαν ανάμνηση από τις ομορφιές των δυο αυτών κωμοπόλεων, ένα βάρος πίεζε ολοένα τα στήθεια μας. Ξέραμε, από τις αρχές Αυγούστου, ότι πολλοί στρατιώτες και άμαχοι είχαν συλληφθεί και μεταφερθεί σε φυλακές της Τουρκίας. Είχαμε υπ’ όψη μας το ναυάγιο της διάσκεψης στη Γενεύη και ότι τα πολιτικά πράγματα γύρω από το Κυπριακό ήταν σε αδιέξοδο.

«Βομβάρδισαν θέσεις της Ε.Φ. στην περιοχή Λιμνίτη»

ΕΜΕΙΝΑ σιωπηλός και άκουα τους άλλους και στις δέκα άνοιξα το ραδιοφωνάκι, που από την ημέρα του πραξικοπήματος μετέδιδε συνεχώς εμβατήρια, ειδήσεις και κυβερνητικές ανακοινώσεις. Αχτίδα ανακούφισης, η πρωινή εκπομπή της Μαίρης Κοντογιάννη, με επίκαιρα θέματα, συμβουλές και αναφορά σε χωριά και πόλεις της Κύπρου.

ΔΕΛΤΙΟ των δέκα, λοιπόν, οπότε ακούσμε και την είδηση για τον βομβαρδισμό της περιοχής μας: «Τουρκιά αεροπλάνα βομβάρδισαν θέσεις της Εθνικής Φρουράς στην περιοχή Λιμνίτη». Αυτό μόνο. Τίποτε άλλο. Μας ικανοποίησε όμως η είδηση, αφού, είπαμε, «μας θυμήθηκαν κι εμάς ότι ζούμε, έστω κι αν η αναφορά σε μας ήταν για θάνατο από τον αέρα!». Κάποιοι – από τους 20 περίπου που είμαστε εκεί – θέλησαν να παίξουν στη συνέχεια ακόμη και χαρτιά, όπως συνήθιζαν και κατά την εκεχειρία μεταξύ πρώτης και δεύτερης εισβολής. Έπαιζαν, δυστυχώς χαρτιά και στη διάρκεια της νύχτας με φωτισμό από αναπτήρες (!), παρόλο που εγώ και άλλοι τους υποδεικνύαμε ότι αυτό που έκαναν ήταν επικίνδυνο, γιατί το φως μπορούσε να το έβλεπαν απέναντι οι Τούρκοι οπότε θα άρχιζαν να μας βάλλουν, σε τέτοια δε περίπτωση θα είχαμε πολλά θύματα, αφού βρισκόμαστε σε λόφους εντελώς γυμνούς από δέντρα και μεγάλη βλάστηση. Ακόμα και το πρόχειρό στρώμα τους, πολλοί είχαν στήσει σε χώρο εκτεθειμένο στα πυρά των Τούρκων, τα οποία, όμως, ευτυχώς, δεν μας «θυμήθηκαν» ποτέ καθ’ όλη τη διάρκεια της εκεχειρίας.

Νέος τουρκικός βομβαρδισμός, με λαχτάρες…

ΜΕΣΑ, λοιπόν, σ’ αυτό το κλίμα, στις 10.45 ακριβώς, ακούστηκε και πάλι δυνατός θόρυβος αεροπλάνων από τη θάλασσα και, προτού προλάβουμε καν να κοιτάξουμε, είδαμε δύο αεροπλάνα να βομβαρδίζουν το ελληνικό φυλάκιο που βρισκόταν στο «Βουνί» (Αίπεια). Οι εθνοφρουροί που το επάνδρωναν, πρόλαβαν και έριξαν ριπή πολυβόλου εναντίον των αεροπλάνων, προτού το αντιαεροπορικό τους πάθει εμπλοκή. Στον χώρο που βρισκόμαστε, ακολούθησε τότε πανικός. Όλοι τρέξαμε αλαφιασμένοι προς τον κορμό της μεγάλης ελιάς, που μας είχε «καλύψει» και κατά την προηγούμενη αεροπορική επιδρομή.

Η ΠΟΡΕΙΑ των αεροπλάνων ήταν ίδια όπως και πριν: Το ένα έριχνε εμπρηστικές βόμβες και πολυβολούσε στην περιοχή μας και το άλλο έκανε γύρο πιο πάνω, όπου τα χωριά Γαληνή, Λουτρός και Βαρίσια. Η μόνη διαφορά, ήταν ότι πολυβολισμοί δεν γίνονταν στην περιοχή που βρισκόμαστε εμείς, αλλά πιο ψηλά, νότια. Αλησμόνητο θα μου μείνει η εμπειρία κατά την ώρα εκείνη, να έρχονται τα αεροπλάνα από τα δεξιά της ελιάς, κι εμείς να γινόμαστε ένα τσούρμο στα αριστερά. Όταν τα αεροπλάνα βρίσκονταν ανατολικά, εμείς να τρέχουμε στ’ αριστερά! Γέλασα, μάλιστα, προς στιγμήν, παρά την τραγικότητα των στιγμών, όταν έφερα στο νου μου τη…λιτανεία που γίνεται στις εκκλησίες κατά τις γιορτές, κατά την οποία όλος ο κόσμος κάνει περιφορά της εικόνας της γιορτής γύρω από την εκκλησία!

Απειλητική πυρκαγιά έσβησε, σαν από θαύμα

ΛΑΧΤΑΡΗΣΑΜΕ πολύ σε λίγο, όταν το ένα αεροπλάνο έριξε στη χαράδρα προς την πλευρά του Λιμνίτη, κάτω από μας, μια βόμβα «ναπάλμ», η οποία με τη πτώση της – σαν ένα μεγάλο βαρέλι – προκάλεσε αμέσως φωτιά στα ξηρά χόρτα που υπήρχαν εκεί. Η φωτιά επεκτάθηκε αμέσως και πήρε με ταχύτητα τον ανήφορο προς τη θέση μας. Επρόκειτο για έναν λόφο (αντέρισμα) με ξηρή κυρίως βλάστηση και παλιές αναβαθμίδες, στις οποίες υπήρχαν μικροί ευκάλυπτοι και θάμνοι. Με την πάροδο της ώρας και, δεδομένου ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τρέξουμε για να σβήσουμε τη φωτιά λόγω των αεροπλάνων που πηγαινοέρχονταν, η φωτιά όλο και πλησίαζε προς το χαράκωμά μας, το οποίο ήταν γεμάτο από όπλα, βλήματα όλμων και πυρομαχικά. Έτσι, η ανησυχία μας ολοένα και κορυφωνόταν, αφού, σε περίπτωση που η πυρκαγιά έφτανε στο χαράκωμα, οι εκρήξεις που θ’ ακολουθούσαν είναι αμφίβολο αν θα άφηναν έστω και έναν από μας που δεν θα τον κομμάτιαζαν!

ΣΥΝΕΧΙΣΑΜΕ να παρακολουθούμε τα αεροπλάνα, όμως περισσότερο η προσοχή μας ήταν στραμμένη στη φωτιά, που ολοένα μας πλησίαζε. Είχαμε ουσιαστικά παραδοθεί στην τύχη μας και αναμέναμε τα χειρότερα. Κι όμως. Όταν η φωτιά έκαιγε ξηρά χόρτα και άλλη βλάστηση σε απόσταση 30 περίπου μέτρων από μας, έγινε το θαύμα: Φύσηξε ένα απρόσμενο αεράκι, το οποίο έσβησε τελείως τη φωτιά/ Το μόνο που έμεινε ήταν λίγος καπνός, που κι αυτός σε λίγο εξαφανίστηκε. Αυτό το θαύμα όλοι, και δικαιολογημένα, το αποδώσαμε στην Παναγία, που τιμάται επάξια στις 15 Αυγούστου. Ήταν ημέρα της γιορτής της και οι προσευχές μας προς Αυτήν αποδεδειγμένα εισακούστηκαν

«Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλειπες Θεοτόκε», υπογραμμίζεται στο απολυτίκιό της Παναγίας και, πράγματι, δεν επέτρεψε να χαθούμε με ενέργειες και μέσα αντίχριστων, ανήμερα, μάλιστα, της μεγάλης γιορτής της.

Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ βομβαρδισμός μάς ανησύχησε όλους. Κατανοήσαμε ότι γλιτώσαμε μόνο από Θεία Πρόνοια και από την ατζαμοσύνη των Τούρκων πιλότων. Όπως και την πρώτη φορά. Την ανησυχία μας, δικαιολογημένα, επέτεινε και το ψέμα για δήθεν έλευση ελληνικών αεροπλάνων. Ποιος ο δράστης για το μεγάλο αυτό ψέμα δεν γνωρίζαμε, όμως καταλαβαίναμε πια πολύ καλά, ότι η βοήθεια από την Ελλάδα, ιδίως από αέρος που είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας βοήθειας στη διάρκεια στρατιωτικών επιχειρήσεων, αποτελούσε όνειρο θερινής νυκτός!.. Στην κυριολεξία. Είμαστε σίγουροι ακόμα, ότι τα περί ελληνικών αεροπλάνων δεν «τα έβγαλε από την κοιλιά του» ο ανθυπολοχαγός Κοφτερίδης, γιατί κανένα λόγο δεν είχε γι’ αυτό. Κάποια άνωθεν αρχή του τα διαβίβασε οπωσδήποτε.

ΜΕ ΒΑΣΗ αυτά τα δεδομένα, απόφαση όλων μας ήταν να αναζητήσουμε κάποιον άλλο χώρο συγκέντρωσης, που θα μας παρείχε και λίγη έστω κάλυψη σε περίπτωση νέου βομβαρδισμού. Έτσι κινηθήκαμε προς τα πάνω, όπου ξέραμε ότι υπήρχε μια τουλάχιστον καλυμμένη θέση (πολυβολείο), που το επάνδρωναν κληρωτοί εθνοφρουροί. Πόσοι; Μόνον δύο! Μπήκαμε βιαστικά όλοι μέσα, στριμωγμένοι όμως πολύ, γιατί ο χώρος ήταν περιορισμένος. Κοιτάζαμε συνέχεια προς τα κάτω, προς τον Λιμνίτη, όπου επικρατούσε απόλυτη ησυχία.

ΜΕ το πέρασμα αρκετής ώρας, οι περισσότεροι βγήκαμε έξω. Ο ιδρώτας διέτρεχε ποταμηδόν το κορμί μας και θέλαμε αέρα, έστω κι αν ο ήλιος ήταν την ώρα εκείνη στο απόγειό του. Πλησίαζε μια η ώρα το μεσημέρι, όταν ακούστηκε στον κύριο δρόμο προς Λιμνίτη – 200 περίπου μέτρα από μας – μια φωνή που έλεγε «φαΐ, ελάτε να πιάσε φαΐ»!.. Έτρεξαν πράγματι προς τα εκεί τρεις έφεδροι, οι οποίοι σε λίγο επανήλθαν, με τους δύο να κρατούν από ισάριθμες καραβάνες γεμάτες πατάτες «μπλουμ» και ο τρίτος μερικά ψωμιά. Δώσαμε αμέσως όλοι «πάνω τους», αφού η πείνα μας είχε κάνει από ώρα το «παράπονό» της. Για μαχαιροπίρουνα δεν γινόταν βέβαια κανένας λόγος. Έτσι, κόβαμε κομμάτια ψωμί, τα βουτούσαμε στον ζωμό και τρώγαμε. Όσοι ήταν τυχεροί, έβρισκαν και κανένα κομμάτι πατάτας. Τυχεροί, όμως, ή και άτυχοι, η αλήθεια είναι ότι όλοι φάγαμε από κάτι και περιορίσαμε την πείνα μας. Υπό τις περιστάσεις, ήταν το καλύτερο που μπορούσε να γίνει.

Ο Καραμανλής αίτιος τρελλής φυγής

ΜΕΙΝΑΜΕ κοντά στο πολυβολείο μέχρι αργά το απόγευμα, οπότε, με την έλευση του σκότους, επανήλθαμε στο «στρατόπεδό» μας: Στο χαράκωμα, όπου και ο οπλισμός μας. Η νύχτα είχε μπει απόλυτα ήρεμη. Σιγαλιά παντού, με τους Τούρκους να τηρούν την εκεχειρία. Είχε κατ’ επανάληψη προαγγελθεί από το ραδιόφωνο, διάγγελμα του Πρωθυπουργού της Ελλάδας Κωνσταντίνου Καραμανλή για τις εννιάμισι. Η αναμονή και η αγωνία όλων για το τι θα έλεγε, δεδομένη. Οι προβλέψεις έδιναν και έπαιρναν, με υπέρ ή και κατά σχόλια, με βάση και την πρωινή μας εμπειρία με την δήθεν έλευση ελληνικών αεροπλάνων.

Καραμανλής

Η Κύπρος είναι μακριά, μα όμως τι με νοιάζει;

Όμως το κρίμα κι άδικο πάντα κατάρες βγάζει!..

ΠΡΑΓΜΑΤΙ, την καθορισμένη ώρα άρχισε η μετάδοση του διαγγέλματος, με την χαρακτηριστική εκείνη φωνή του Καραμανλή, που…μόνο ένας Χάρρυ Κλυν μπορούσε να αποδώσει επακριβώς! Είπε πολλά ο Πρωθυπουργός: για διπλωματικές κινήσεις, για επαφές, για την απόφαση για απόσυρση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και, προχωρώντας σε δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Ελλάδα στον στρατιωτικό τομέα, που συνοδεύονταν και με επίρριψη ευθυνών στη «Χούντα», κατέληξε: « Η Κύπρος κείται μακράν και η Ελλάδα, λόγω αποστάσεως, αδυνατεί να βοηθήσει στρατιωτικά την Κύπρο»!

ΤΟ τι επακολούθησε τη φράση αυτή, δεν λέγεται: Φωνές, βρισιές, διαολιές και βάλε…Οι πιο πολλοί, μάλιστα, ανακοίνωσαν φωναχτά την απόφασή τους να φύγουν! Και δεν καθυστέρησαν διόλου γι’ αυτό, με τους περισσότερους να μην παίρνουν μαζί τους ούτε και το ατομικό τους «μαρτίνι», ούτε την τελαμώνα με τα σφαίρες τους! Εκείνο που πήραν όμως όλοι, ήταν το παγούρι τους και κάποιοι το σακίδιό τους, με κάτι φαγώσιμο σ’ αυτό.

ΔΕΝ πέρασαν πολλή ώρα και στο χαράκωμα είχαμε μείνει μόνο τέσσερεις! Από τους 20. Ναι, είμαστε κι εμείς πλήρως απογοητευμένοι γι’ αυτό που ακούσαμε, αλλά κρίναμε ότι έπρεπε να μείνουμε, αφού επρόκειτο για την άμυνα της πατρίδας, την οποία έχουν καθήκον και υποχρέωση να την υπερασπιστούν πρώτα οι κάτοικοί της. Μείναμε λοιπόν, και αποφασίσαμε όπως τις ώρες μέχρι το χάραμα, να τις μοιραστούμε για σκοπούς φρούρησης, ανά δύο. Εγώ είχα μείνει σκοπός μέχρι τις δύο το πρωί, όμως και μέχρι που χάραξε δεν έκλεισα μάτι. Λίγο η μια σκέψη, λίγο η άλλη, περισσότερο όμως η προχωρημένη προς τους Τούρκους θέση μας, με κρατούσαν μακριά από τον ύπνο. Σηκώθηκα λοιπόν και κάθισα κάτω από την ελιά, όπου πήρα και το πρωινό μου: δυο μπισκότα και λίγο νερό. Και ήμουν απόλυτα ευχαριστημένος γι’ αυτό. Οι άλλοι τρεις έμειναν να κοιμούνται. Δεν τους ενοχλούσε καθόλου ο ήλιος που ήταν ήδη ψηλά και τους κτυπούσε αλύπητα το κορμί. Τους ικανοποιούσε σίγουρα η απόλυτη ησυχία που επικρατούσε, λες και βρίσκονταν σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο!

Σε γεφύρι, για καλύτερη προστασία από τα αεροπλάνα

ΠΛΗΣΙΑΖΕ οκτώ η ώρα, όταν πήρα το όπλο και τις σφαίρες μου και με προσοχή κατέβηκα στον κύριο δρόμο προς Κόρακα-Ποταμό του Κάμπου. Πρόθεσή μου, να βρω έναν τόπο πιο ασφαλή από εκεί που βρισκόμαστε, αφού οι βομβαρδισμοί της προηγούμενης ημέρας με είχαν ανησυχήσει και θεωρούσα πως, αν επαναλαμβάνονταν και την Παρασκευή 16 Αυγούστου, ίσως να μην είμαστε τόσο τυχεροί. Κινούμουν στη γωνιά του δρόμου, για να μην φαίνομαι από τις τουρκικές θέσεις ψηλά στο «Λίμπι». Σε λίγο είχα περάσει από ένα σπίτι όπου διέμεναν κληρωτοί στρατιώτες και, αμέσως μετά, από τη παράγκα-ψιλικατζίδικο και έδρα της διμοιρίας μας. Εκεί βρισκόταν και ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης, από τον οποίο και αγόρασα ακόμα ένα κουτάκι μπισκότα, για περισσότερη ασφάλεια στο θέμα του φαγητού. Προχωρούσα, προχωρούσα και συνεχώς σκεφτόμουν πού θα κατέληγα.

ΚΑΠΟΙΑ στιγμή βρισκόμουν ένα περίπου χιλιόμετρο από την έδρα της διμοιρίας, ενώ περνούσα από γεφύρι, σε μια εσωτερική στροφή του δρόμου. Είπα «ναι, το γεφύρι αυτό είναι ο καλύτερος χώρος να κρυφτώ, σε περίπτωση που γίνει νέος βομβαρδισμός». Επιθεώρησα αμέσως το γεφύρι – ήταν από μπετόν και σίδερο – και είδα πως με βόλευε και το ύψος του, αφού μπορούσα να κάθομαι μέσα. Να με κτυπήσουν οι σφαίρες των αεροπλάνων ενώ θα κρυβόμουν εκεί, ήταν αδύνατο. Ο μόνος κίνδυνος που έμενε, ήταν αν έπεφτε πάνω ή κοντά στο γεφύρι εμπρηστική «ναπάλμ», οπότε δεν θα τη γλίτωνα. «Είναι θέμα τύχης», είπα, και κάθισα στη σκιά κοντά στο στόμιο του γεφυριού.

ΠΑΡΕΜΕΙΝΑ στη θέση εκείνη αρκετές ώρες, ακούοντας το ραδιόφωνο. Πέρασε σε λίγο το μεσημέρι, οπότε πήρα και το γεύμα μου, κοκαλίζοντας ακόμα τρία μπισκότα, και μεταξύ ραδιοφώνου και σκέψεων που περνούσαν συνέχεια από το μυαλό μου, ροκάνιζα την ώρα, ενώ παρέμενα καθισμένος με την πλάτη στην όχθη του δρόμου σε απόλυτη σκιά και μ’ ένα σχετικά δροσιστικό αεράκι , που μου χαΐδευε συνέχεια το πρόσωπο.

ΣΤΙΣ πέντε το απόγευμα, άκουσα τούρκικα αεροπλάνα να έρχονται και πάλι από τη θάλασσα και να κατευθύνοντα πίσω μας, νότια. Βομβάρδισαν θέσεις ψηλά στη Γαληνή και το στρατόπεδο του τάγματος, σε σημείο του δρόμου Γαληνής και Βαρίσιας, απ’ ό,τι μάθαμε αργότερα. Δεν πρόλαβαν, όμως, να φύγουν από τ’ αφτιά μου οι δυνατοί κρότοι από τις εκρήξεις των βομβών που είχαν ρίξει τα αεροπλάνα, και είδα έναν έφεδρο να τρέχει, με έντονη την ανησυχία στο πρόσωπό του, προς την έδρα της διμοιρίας. Τον γνώρισα με το που βρεθήκαμε στον Κόρακα στις 22 Ιουλίου. Ήταν υπάλληλος της Κόκα-Κόλα. Όταν τον ρώτησα γιατί τρέχει, μου απάντησε μα απόγνωση:

– Έρκουνται οι Τούρτζιοι!..Η θάλασσα του Ξερού εγέμωσεν τούρτζικα πλοία!..

– Ε καλά, εσύ πού πάεις; τον ρώτησα.

– Να πιάσω το αυτοκίνητό μου, να πάω στον Λουτρό και από εκεί Τζιύκκον, Πάφο!.. Λέγοντας αυτά, επιτάχυνε και τον διασκελισμό του. Το ιδιωτικό του αυτοκίνητο ήταν σταθμευμένο, από την ημέρα της επιστράτευσής του, σε μια εσωτερική στροφή του κύριου δρόμου, λίγο πιο πάνω.

ΑΝΗΣΥΧΗΣΑ με αυτά που άκουσα, γι’ αυτό και σηκώθηκα αμέσως, πήρα το όπλο και τις σφαίρες μου, και κίνησα κι εγώ προς την παράγκα-έδρα της διμοιρίας. Πλησιάζοντας, είδα τον ανθυπολοχαγό Κοφτερίδη και μερικούς άλλους έφεδρους, να σκάβουν με κασμάδες το δρόμο. Πλησίασα, οπότε ο Κοφτερίδης με ρώτησε αν ήξερα από νάρκες. Του απάντησα ότι μέχρι τότε δεν είχα δει καν νάρκες! Τοποθετούσαν νάρκες σε αυλάκι και τις κάλυπταν με χώμα, εν’ όψει εγκατάλειψης της περιοχής.

– Μα καλάν, είπα, οι Τούρτζιοι εν τόσον βλάκες, να δουν το φρέσκο χώμα και να περάσουν που πάνω;

– Τέθκοιαν ώραν, τέθκοια λόγια, ήταν η απάντηση.

Ήταν φανερό, ότι βιάζονταν να τελειώσουν.

ΜΕΤΑΞΥ των εκεί εφέδρων, ήταν και ένας γνωστός και συντοπίτης μου: Ο Γιάγκος Μελιφρονίδης από το Μηλικούρι, υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου, γιος ενός από τους δασκάλους μου στο δημοτικό της Τσακίστρας, του Μιχάλη Μελιφρονίδη. Χαιρετιστήκαμε και, ενώ οι άλλοι αποχωρούσαν, του μίλησα γι’ αυτό που άκουσα: Για «τα τούρκικα πλοία, που ήταν γεμάτη η θάλασσα του Ξερού», οπότε και συμφωνήσαμε ν’ ανεβούμε πιο πάνω, για να επισκοπήσουμε από ψηλά τη θάλασσα, για να δούμε αν αυτό ήταν αλήθεια. Ανεβήκαμε, λοιπόν, την όχθη του δρόμου και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε, ανάμεσα στις χαρουπιές και ελιές που υπήρχαν εκεί. Την ώρα εκείνη, από τις θέσεις των Τούρκων στο «Λίμπι», άρχισαν να ρίχνονται προς την πλευρά του τάγματός μας βροχή οι ριπές με πολυβόλα 0,30 χιλιοστών, με τα οποία ξέραμε ότι ήσαν επανδρωμένα όλα τους τα φυλάκια.

Μόρφου

Μόρφου, τα φύλλα της καρδιάς μόνο για σε θροΐζουν

και όσο θα’ μαι στη ζωή, εσένα θα θυμίζουν…

ΔΕΝ προλάβαμε ν’ ανεβούμε λίγα μόνο μέτρα, αφού σταματούσαμε συνέχεια και κοιτάζαμε προς τις τουρκικές θέσεις και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε ποιοι οι στόχοι των ριπών που συνεχίζονταν, όταν μας προσπέρασε βιαστικός και με έντονη την ανησυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, ένας έφεδρος, με πολιτικά. Ήταν άοπλος και το μόνο που κρατούσε ήταν ένα μικρό πλαστικό μπιτόνι με νερό. Τον ήξερα από την Μόρφου, όταν πήγαινε στο εκεί Ελληνικό Γυμνάσιο. Διατηρούσε κατάστημα μαζί με την αδελφή του στο κέντρο της κωμόπολης. Εξ’ αιτίας, λοιπόν, της γνωριμίας μας αυτής, τον ρώτησα πού είναι το όπλο του και γιατί φεύγει. Χωρίς καν να με κοιτάξει, μου είπε τότε δυνατά και με θυμό:

– Αφού επιάσαν του Μόρφου, εν με κόφτει τίποτε!.. Kαι συνέχισε ν’ ανεβαίνει.

Ήταν η πρώτη φορά που ακούγαμε ότι η Μόρφου είχε καταληφθεί από τους εισβολείς και το τι αισθάνθηκα εκείνη την ώρα, μου είναι αδύνατο να περιγράψω. Είχα λυπηθεί τόσο πολύ που, περνώντας καταιγιστικά από τη σκέψη μου σαν κινηματογραφική ταινία όσα έζησα έξι χρόνια στην πολυφίλητη εκείνη πόλη, τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν πικρά στο πρόσωπό μου!..



ΑΥΡΙΟ: «Παιδιά, αύριο το πρωί θα’ ρθουν τα Ηνωμένα Έθνη και θα βάλουν εδώ τη γραμμή!..»(Αρχείο Νίκου Παπαναστασίου-απόσπασμα)
nikospa.wordpress.com
14.8.2016



Πηγή: ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *