Ἀλλάζοντας ταμπέλες στὴν Ἑλλάδα
Σχιζοφρενικό! Zοῦμε σὲ μία πατρίδα μὲ βαριὰ καὶ πολύτιμη Ἱστορία, καὶ συμπεριφερόμαστε σὰν νὰ μὴ θέλουμε νὰ ἔχουμε μνήμη.
Τὸ παιδικὸ παιχνίδι «μουσικὲς καρέκλες» τὸ γνωρίζετε; Ἄν ὄχι, ἂς τὸ μάθετε. Μόνο ἔτσι θὰ καταλάβετε πὼς παίζει τὸ σύστημα τῆς μεταπολιτευτικῆς χρεοκοπίας μὲ τὴ συλλογικὴ μνήμη.
Γιὰ νὰ παίξουμε «μουσικὲς καρέκλες» χρειαζόμαστε ἕναν εὔλογο ἀριθμὸ παιδιῶν καὶ καρέκλες - μία λιγότερη ἀπὸ τὰ παιδιά. Τοποθετοῦμε τὶς καρέκλες σὲ κυκλικὴ διάταξη καὶ βάζουμε νὰ παίζει μουσικὴ - κάτι χαρούμενο καὶ ρυθμικό.
Τὰ παιδάκια χορεύουν γύρω ἀπὸ τὶς καρέκλες μέχρι νὰ σταματήσει ἡ μουσικὴ (δίχως προειδοποίηση). Ὅταν σταματήσει ἡ μουσική, τὰ παιδιὰ πρέπει νὰ σπεύσουν νὰ καθίσουν. Ὅποιο παιδάκι δὲν προλάβει νὰ καθίσει σὲ καρέκλα καὶ περισσέψει (ἀφοῦ, ὅπως εἴπαμε, οἱ καρέκλες εἶναι -κατὰ μία- λιγότερες ἀπὸ τὰ παιδιά) φεύγει ἀπὸ τὸ παιχνίδι.
Σὲ κάθε γύρο ἀφαιροῦμε μία καρέκλα μέχρι νὰ νικήσει ἕνας - αὐτὸς ποὺ θὰ μείνει τελευταῖος στόν… χορό.
Ἔτσι συμπεριφέρονται καὶ οἱ -νηπιώδους σκέψης- πολιτικάντηδες ποὺ παρέλαβαν χώρα καὶ τὴν κατάντησαν χῶρο. Εἶναι οἱ «ἐκπρόσωποι» τοῦ λαοῦ, ποὺ βάζουν τὰ ἱστορικὰ σύμβολα τοῦ ἔθνους στὸν χορὸ τῶν μικροκομματικῶν συμφερόντων καὶ κάθε τόσο βγάζουν ἕνα ἀπὸ τὸ
«παιχνίδι».
Καί, ὅταν ἡ λεωφόρος Ἰσσοῦ (ποὺ ὑπενθύμιζε τὴ λαμπρὴ νίκη τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου) χάνει τὴ θέση της ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Ζωγράφου, μπαίνει στὸ σκηνικὸ ἡ λεωφόρος Οὖλοφ Πάλμε, ἐπειδὴ ὁ δολοφονηθεὶς Σουηδὸς πολιτικὸς ἦταν κολλητὸς τοῦ Ἀντρέα (ἐνῶ ὁ Μεγαλέξανδρος δὲν ἦταν οὔτε φίλος τοῦ Ἀντρέα οὔτε πασοκτζής).
Νομίζουν ὅτι, ἂν σκορπίσουν πίσω του ἱδρύματα, ἡμερίδες στὴ Βουλή, ἂν μετονομάσουν δρόμους, κάμπους, λεωφόρους, ἀεροδρόμια καὶ βουνὰ καὶ τοὺς δώσουν τὰ ἐπίθετὰ τουςἤ τὰ ὀνοματεπώνυμα τῶν ὁμοϊδεατῶν του, θὰ κερδίσουν μία θέση στὴν Ἱστορία.
Καὶ στὸ γκρέμισμα τοῦ παρελθόντος (τὸ ὁποῖο, δυστυχῶς, εἶναι τὸ μοναδικὸ ἀξιοποιήσιμο περιουσιακὸ στοιχεῖο τοῦ ἔθνους) εἶναι μάστορες. Οἱ μπουλντόζες τῆς ἀποδόμησης δουλεύουν νυχθημερόν.
Στο χτίσιμο δυσκολεύονται λιγουλάκι, διότι ἡ αἰσθητικὴ τοὺς δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τὴν πολυκατοικία τῆς ἀντιπαροχῆς, τὶς κιτσάτες βίλες ποῦ παραπέμπουν σὲ ἰδιοκτησίες τριτοκοσμικῶν μαφιόζων καὶ τὶς νεοταξικὲς ἀσχήμιες ποῦ μεταμφιέζονται σὲ μοντέρνα «τέχνη».
Ἄχ, κατακαημένη Αράχοβα, τὶ σοῦ 'μελλε νὰ πάθεις…
Πηγή: Οἱ Ἀδιάβροχοι