ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΡΙΤΟ - Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ (Ὀδυσσέας Ἐλύτης)
ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ἐκεῖνες ἔκαναν σύναξη μυστικὴ τὰ παιδιὰ καὶ λάβανε τὴν ἀπόφαση, ἐπειδὴ τὰ κακὰ μαντᾶτα πλήθαιναν στὴν πρωτεύουσα, νὰ βγοῦν ἔξω σὲ δρόμους καὶ σὲ πλατεῖες μὲ τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ τοὺς εἶχε ἀπομείνει: μιὰ παλάμη τόπο κάτω ἀπὸ τ' ἀνοιχτὸ πουκάμισο, μὲ τὶς μαῦρες τρίχες καὶ τὸ σταυρουδάκι τοῦ ἥλιου. Ὅπου εἶχε κράτος καὶ ἐξουσία ἡ Ἄνοιξη. Καὶ ἐπειδὴ σίμωνε ἡ μέρα ποὺ τὸ Γένος εἶχε συνήθιο νὰ γιορτάζει τὸν ἄλλο Σηκωμό, τὴ μέρα πάλι ἐκείνη ὁρίσανε γιὰ τὴν Ἔξοδο. Καὶ νωρὶς ἐβγῆκανε καταμπροστὰ στὸν ἥλιο, μὲ πάνου ὡς κάτου ἁπλωμένη τὴν ἀφοβιὰ σὰ σημαία, οἱ νέοι μὲ τὰ πρησμένα πόδια ποὺ τοὺς ἔλεγαν ἀλῆτες. Καὶ ἀκολουθούσανε ἄντρες πολλοί, καὶ γυναῖκες, καὶ λαβωμένοι μὲ τὸν ἐπίδεσμο καὶ τὰ δεκανίκια. Ὅπου ἔβλεπες ἄξαφνα στὴν ὄψη τους τόσες χαρακιὲς, πού 'λεγες εἴχανε περάσει μέρες πολλὲς μέσα σὲ λίγην ὥρα. Τέτοιας λογῆς ἀποκοτιές, ὡστόσο, μαθαίνοντες οἱ Ἄλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν. Καὶ φορὲς τρεῖς μὲ τὸ μάτι ἀναμετρῶντας τὸ ἔχει τους, λάβανε τὴν ἀπόφαση νὰ βγοῦν ἔξω σὲ δρόμους καὶ σὲ πλατεῖες, μὲ τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ τοὺς εἶχε ἀπομείνει: μία πήχη φωτιὰ κάτω ἀπ' τὰ σίδερα, μὲ τὶς μαῦρες κάνες καὶ τὰ δόντια τοῦ ἥλιου. Ὅπου μήτε κλῶνος μήτε ἀνθὸς, δάκρυο ποτὲ δὲν ἔβγαλαν. Καὶ χτυπούσανε ὅπου νά 'ναι, σφαλώντας τὰ βλέφαρα μὲ ἀπόγνωση. Καὶ ἡ Ἄνοιξη ὁλοένα τοὺς κυρίευε. Σὰ νὰ μὴν ἤτανε ἄλλος δρόμος πάνω σ' ὁλάκερη τὴ γῆ, γιὰ νὰ περάσει ἡ Ἄνοιξη παρὰ μονάχα αὐτός, καὶ νὰ τὸν εἶχαν πάρει ἀμίλητοι, κοιτάζοντας πολὺ μακριά, πέρ' ἀπ' τὴν ἄκρη τῆς ἀπελπισιᾶς, τὴ Γαλήνη ποὺ ἔμελλαν νὰ γίνουν, οἱ νέοι μὲ τὰ πρησμένα πόδια ποὺ τοὺς ἔλεγαν ἀλῆτες, καὶ οἱ ἄντρες, καὶ οἱ γυναῖκες, καὶ οἱ λαβωμένοι μὲ τὸν ἐπίδεσμο καὶ τὰ δεκανίκια. Καὶ περάσανε μέρες πολλὲς μέσα σὲ λίγην ὥρα. Καὶ θερίσανε πλῆθος τὰ θηρία, καὶ ἄλλους ἐμάζωξαν. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἐστήσανε στὸν τοῖχο τριάντα.
ς΄
ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ἥλιε νοητὲ * καὶ μυρσίνη σὺ δοξάστική μή παρακαλῶ σας μὴ * λησμονᾶτε τὴ χώρα μου! Ἀετόμορφα ἔχει τὰ ψηλὰ βουνὰ * στὰ ἡφαίστεια κλήματα σειρὰ καὶ τὰ σπίτια πιὸ λευκὰ * στοῦ γλαυκοῦ τὸ γειτόνεμα! Τῆς Ἀσίας ἄν ἀγγίζει ἀπὸ τὴ μιὰ * τῆς Εὐρώπης λίγο ἄν ἀκουμπᾶ στὸν αἰθέρα στέκει νά * καὶ στὴ θάλασσα μόνη της! Καὶ δὲν εἶναι μήτε ξένου λογισμὸς * καὶ δικοῦ της μήτε ἀγάπη μιὰ μόνο πένθος ἄχ παντοῦ * καὶ τὸ φῶς ἀνελέητο! Τὰ πικρά μου χέρια μὲ τὸν Κεραυνὸ * τὰ γυρίζω πίσω ἀπ' τὸν Καιρὸ τοὺς παλιοὺς φίλους καλῶ * μὲ φοβέρες καὶ μ' αἵματα! Μά 'χουν ὅλα τὰ αἵματα ξαντμεθεῖ * κι οἱ φοβέρες ἄχ λατομηθεῖ καὶ στὸν ἕναν ὁ ἄλλος μπαί * νουν ἐναντίον οἱ ἄνεμοι! Τῆς Δικαιοσύνης ἥλιε νοητὲ * καὶ μυρσίνη σὺ δοξάστική μή παρακαλῶ σας μὴ * λησμονᾶτε τὴ χώρα μου!
Θ΄
ΑΥΤΟΣ εἶναι ὁ πάντοτε ἀφανὴς δικός μας Ἰούδας! Θύρες ἑπτὰ τὸν καλύπτουνε καὶ στρατιὲς ἑπτὰ παχύνονται στὴ διακονία του. Μηχανὲς ἀέρος τὸν ἀπάγουνε καὶ βαρὺν ἀπὸ γούνα καὶ ταρταρούγα, στὰ Ἠλύσια μέσα καὶ στοὺς Λευκοὺς Οἴκους τὸν ἀποθέτουνε. Καὶ γλῶσσα καμιὰ δὲν ἔχει, ἐπειδὴ ὅλες δικές του- Καὶ γυναῖκα καμιά, ἐπειδὴ ὅλες δικές του- ὁ Παντοδύναμος! Θαυμάζουν οἱ ἀφελεῖς καὶ σιμὰ στὴ λάμψη τοῦ κρυστάλλου χαμογελοῦν οἱ μαυροφορεμένοι, καὶ σκιρτοῦν τῶν ἄντρων τοῦ Λυκαβητοῦ οἱ ἡμίγυμνες τίγρισσες! Ἄλλος πόρος κανεὶς γιὰ νὰ περάσει ὁ ἥλιος τὴ φήμη του στὸ μέλλον, Καὶ ἡμέρα Κρίσεως καμιά, ἐπειδὴ ἐμεῖς ἀδελφοί, ἐμεῖς ἡ μέρα τῆς Κρίσεως καὶ δικό μας τὸ χέρι ποὺ θ' ἀποθεωθεῖ- καταπρόσωπο ρίχνοντας τὰ ἀργύρια!
I΄
ΚΑΤΑΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ ἐχλεύασαν οἱ νέοι Ἀλεξανδρεῖς: ἰδέστε, εἶπαν, ὁ ἀφελὴς περιηγητὴς τοῦ αἰῶνος! Ὁ ἀναίσθητος ποὺ ὅταν ὅλοι ἐμεῖς θρηνοῦμε αὐτὸς ἀγαλλιᾶ καὶ ὅταν ὅλοι ἀγαλλιοῦμε αὐτὸς ἀναίτια σκυθρωπάζει. Στὶς κραυγές μας μπροστὰ προσπερνᾶ καὶ ἀδιαφορεῖ καὶ τὰ σὲ μᾶς ἀόρατα, μὲ τ' αὐτὶ στὴν πέτρα, σοβαρὸς καὶ μόνος προσέχει. Ὁ χωρὶς φίλον κανένα μήτε ὀπαδό, ποὺ ἐμπιστεύεται μόνον τὸ σῶμα του καὶ τὸ μέγα μυστήριο στ' ἀγκαθόφυλλα μέσα τοῦ ἥλιου ἀναζητεῖ, αὐτὸς εἶναι, ὁ ἀπόβλητος ἀπὸ τὶς ἀγορὲς τοῦ αἰῶνος! Ἐπειδὴ νοῦ δὲν ἔχει κι ἀπὸ ξένα δάκρυα κέρδος δὲ βγάνει καὶ στὸ θάμνο ποὺ καίει τὴν ἀγωνία μας μονάχα καταδέχεται νὰ οὐρεῖ. Ὁ ἀντίχριστος καὶ ἀνάλγητος δαιμονιστὴς τοῦ αἰῶνος! Ποὺ ὅταν ὅλοι ἐμεῖς πενθοῦμε, αὐτὸς ἡλιοφορεῖ. Καὶ ὅταν ὅλοι σαρκάζουμε, ἰδεοφορεῖ. Καὶ ὅταν εἰρήνη ἀγγέλουμε, μαχαιροφορεῖ. Καταπρόσωπό μου οἱ νέοι Ἀλεξανδρεῖς ἐχλεύασαν!
ζ΄
ΑΥΤΟΣ αὐτὸς ὁ κόσμος * ὁ ἴδιος ὁ κόσμος εἶναι Τῶν ἥλιων καὶ τοῦ κονιορτοῦ * τῆς τύρβης καὶ τοῦ ἀπόδειπνου Ὁ ὑφάντης τῶν ἀστερισμῶν * ὁ ἀσημωτὴς τῶν βρύων Στὴ χάση τοῦ θυμητικοῦ * στὸ ἔβγα τῶν ὀνείρων Αὐτὸς ὁ ἴδιος κόσμος * αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι Κύμβαλο κύμβαλο * καὶ μάταιο γέλιο μακρινό! Αὐτὸς αὐτὸς ὁ κόσμος * ὁ ἴδιος ὁ κόσμος εἶναι Ὁ σκυλεύοντας τὴν ἡδονή * ὁ βιάζοντας τὶς κρῆνες Ὁ πάνω ἀπ' τοὺς Κατακλυσμούς * ὁ κάτω ἀπ' τοὺς Τυφῶνες Ὁ γαμψός, ὁ κυφός * ὁ δασύς, ὁ πυρρός Τὶς νύχτες μὲ τὴ σύριγγα * τὶς μέρες μὲ τὴ φόρμιγγα Στὰ σκύρα τῶν πολιτειῶν * στοὺς ἀρτεμῶνες τῶν ἀγρῶν Αὐτὸς ὁ πλατυκέφαλος * αὐτὸς ὁ μακρυκέφαλος Ὁ ἑκούσιος * ὁ ἀκούσιος Ὁ υἱὸς Ἀγγεὶθ * καὶ ὁ Σολομῶν. Αὐτὸς αὐτὸς ὁ κόσμος * ὁ ἴδιος ὁ κόσμος εἶναι Τῆς ἄμπωτης καὶ τοῦ ὀργασμοῦ * τῶν τύψεων καὶ τῆς νέφωσης Ὁ εὑρέτης τῶν ζωδιακῶν * ὁ τολμητίας τῶν θόλων Στὴν ἄκρη τῆς ἐκλειπτικῆς * κι ὅσο ποὺ φτάνει ἡ Χτίσις Αὐτὸς ὁ ἴδιος κόσμος * αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι Βούκινο βούκινο * καὶ μάταιο νέφος μακρινό!
Ἀπόσπασμα ἀπὸ "ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ"
Πηγή: ΤΟ ἈΞΙΟΝ ἘΣΤΙ, Ἴκαρος Ἐκδοτικὴ Ἑταιρία
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς