Η ανακατάληψη της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά - 961 μ.Χ.-
του Θάνου Δασκαλοθανάση
Η απώλεια της Κρήτης αλλά και της Σικελίας ήταν οδυνηρή για το Βυζάντιο. Η Μεσόγειος είχε πάψει να θεωρείται βυζαντινή λίμνη, η κυριαρχία στη θάλασσα ήταν δείγμα ισχύος κι αυτή η διασάλευση της θαλασσοκρατίας απειλούσε τη παγκοσμιότητα της αυτοκρατορίας.
Οι Άραβες εδραίωσαν τη παρουσία τους στο νησί και με τον εποικισμό και με την οργάνωση του νέου εμιράτου. Οχύρωσαν και επέκτειναν την περιοχή κοντά στη αρχαία Κνωσό, τον ονομαζόμενο Χάνδακα, που είχε σπουδαία γεωγραφική θέση προσφέροντας διέξοδο προς το Αιγαίο πέλαγος και τις υπόλοιπες περιοχές που αποτελούσαν στόχο των Αράβων. Μαζί με τις πειρατικές τους επιδρομές που τους απέφεραν πολλά πλούτη, αναπτύχτηκαν οικονομικά, εμπορικά αλλά αποτέλεσαν και ένα σημαντικό πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο του ευρύτερου αραβικού κόσμου.
Οι Βυζαντινοί διεξήγαγαν απανωτές επιχειρήσεις για να ανακαταλάβουν το νησί, χωρίς όμως θετικά αποτελέσματα. Το 949 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ έστειλε μα ικανή ναυτική δύναμη στο νησί, αλλά η επιχείρηση απέτυχε και το στράτευμα συνετρίβη από τους Άραβες. Πέρα από τις πολεμικές λύσεις, προσπάθησαν και μέσω της διπλωματική; οδού, όπως συνήθιζε η βυζαντινή εξουσία, να συνδιαλαγούν με του Άραβες και φαίνεται ότι μεταξύ των δύο μερών υπήρχε επικοινωνία και επαφή.
Το 960 επί αυτοκράτορος Ρωμανού του Β΄, ετοιμάστηκε και στάλθηκε στο Αιγαίο ένας ισχυρός στόλος με επικεφαλής ένα ικανό και έμπειρο στρατηγό, το Δομέστικο των Σχολών της Ανατολής Νικηφόρο Φωκά, απόγονο μιας φημισμένης οικογένειας, μέλη της οποίας είχαν καταλάβει υψηλά αξιώματα και είχαν παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο βυζαντινός στόλος, κατά προσέγγιση πάντα, όπως αναφέρεται από χρονικογράφους της εποχής, ήταν 50.000 περίπου στρατιώτες και 3.500 πλοία. Στον αριθμό αυτόν περιλαμβάνονταν 2000 χελάνδια (πολεμικά πλοία με σίφωνες υγρού πυρός), 1000 δρόμωνες και 500 μεταγωγικά που μετέφεραν πολεμικό εξοπλισμό και πολιορκητικές μηχανές. Συμμετείχαν στρατιώτες από όλα τα βυζαντινά Θέματα, λαοί όπως Αρμένιοι, Σλάβοι και Ρώσοι με τα ευέλικτα πλοιάριά τους. Γεγονός επίσης είναι, ότι ο Φωκάς διέθετε ιππικό και υγρό πυρ. Όπως γίνεται αντιληπτό, επρόκειτο για μια εντυπωσιακή ναυτική δύναμη που αποτύπωνε την ισχυρή απόφαση των βυζαντινών να επιβάλλουν την κυριαρχία τους ξανά στη θάλασσα.
Ο βυζαντινός στόλος αναχώρησε για την Κρήτη τον Ιούνιο του 960 και στις 13 του Ιούλη αντίκρισε τη βόρεια ακτή της μεγαλονήσου. Η προσέγγιση έγινε απρόσκοπτα και χωρίς καμιά αντίσταση από τον αντίστοιχο αραβικό στόλο, κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Άραβες προτίμησαν να αποσύρουν τα πλοία τους, εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους του βυζαντινού στόλου. Με τη αποβίβαση άρχισαν σκληρές μάχες στις περιοχές που ήταν γύρω από την πόλη. Η αντίσταση των Αράβων κάμφθηκε, κατασκευάστηκε ένα πρόχειρο στρατόπεδο και όλος ο στρατός ετοιμάστηκε για τη μεγάλη πολιορκία.
Η καλά οχυρωμένη πόλη φάνταζε σαν ένας δύσκολος στόχος. Η πόλη δεν διέθετε φυσικό λιμάνι και γι αυτό οι Βυζαντινοί δε μπορούσαν να επιβάλλουν φυσικό αποκλεισμό που είναι απαραίτητος σε μια πολιορκία. Τρόφιμα και εφόδια μπορούσαν να μπουν στην πόλη για την ενίσχυση των πολιορκημένων. Σταλθήκαν αγγελιοφόροι στην Αίγυπτο και στη Σικελία, για να ζητηθεί αραβική βοήθεια, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Στα στρατεύματα του Φωκά είναι βέβαιο ότι εντάχθηκαν ντόπιοι Χριστιανοί, προφανώς Λευκορείτες. «Καθημερινώς αυτομολούσαν στο στρατόπεδο του Νικηφόρου Φωκά και του έδιναν βοήθεια και πολυτιμες πληροφορίες» (Βασ. Ι. Καλαϊτζάκη, Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί, εκδ. ΡΩΝΤΑ, σ. 162): «Έκτοτε δε πολλοί καθ’ εκάστη ηυτομόλουν προς τον μάγιστρον» Συνέχεια Θεοφάνους, Bonn, σ. 476, 10-11. «Κρητικοί πήραν μέρος και συμπολεμήσανε μαζί με τους άνδρες του Νικηφόρου Φωκά κατά την πολιορκία του Χάνδακα» (Βασ. Ι. Καλαϊτζάκη, Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί, εκδ. ΡΩΝΤΑ) (Συνέχεια Θεοφάνους, Bonn). Μάλιστα, Κρητικοί ειδοποίησαν και οδήγησαν τον Νικηφόρο Φωκά κατά την πολιορκία του Χάνδακα, κατά των Σαρακηνών της ενδοχώρας οι οποίοι κατείχαν έναν σημαντικό γήλοφο και είχαν συνεννοηθεί με τους πολιορκούμενους Σαρακηνούς να ενεργήσουν αιφνιδιαστική επίθεση κατά του Νικηφόρου Φωκά απ’ έξω και από μέσα από την πόλη, για να τον εξαναγκάσουν να λύσει την πολιορκία (Λέοντα Διάκονου, Ιστορία, 1, 7, όπου γράφει «Ιθαγενείς Άνδρας»).
Καθώς περνούσε ο καιρός και έμπαινε ο χειμώνας, οι συνθήκες και για τα δυο μέρη έγιναν ιδιαίτερα σκληρές. Οι Βυζαντινοί ήταν εκτεθειμένοι στους ανέμους και στις αιφνίδιες αλλαγές του καιρού, τα τρόφιμα και οι προμήθειες ήταν λιγοστά, η σωματική και ψυχολογική κόπωση μεγάλη, και τα κρούσματα απειθαρχίας στο πολυφυλετικό στρατό του Φωκά αρκετά.
Ο ίδιος ο στρατηγός χρειάστηκε να επέμβει για να επιβάλλει την πειθαρχία, ενώ προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλε και η αποστολή πρόσθετης βοήθειας από την Πόλη, το Φλεβάρη του 961.
Με ανανεωμένες δυνάμεις οι βυζαντινοί σφυροκόπησαν τα τείχη του Χάνδακα. Το βυζαντινό μηχανικό κατάφερε σε ένα σημείο να ανοίξει ένα ρήγμα στα τείχη, από όπου εισήλθε ο στρατός στις 7 Μαρτίου του 961. Ακολούθησε λεηλασία και σφαγή του αραβικού πληθυσμού για αρκετές ημέρες. Οι Άραβες χρονικογράφοι αναφέρουν ότι ο στρατός του Νικηφόρου Φωκά έσφαξε ή πούλησε δούλους 200.000 ομοεθνείς τους άνδρες και γυναικόπαιδα. Ο ίδιος ο στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς, βλέποντας τη σφαγή «μπήκε ανάμεσά τους και προσπαθούσε να κατευνάσει την ορμή των στρατιωτών, επιχειρώντας να τους μεταπείσει να μην σκοτώνουν όσους παρέδιδαν τα όπλα (...) Με τέτοια λόγια ο στρατηγός μόλις που κατόρθωσε να ανακόψει την ανελέητη ορμή των στρατιωτών» (Λέοντα Διάκονου, Ιστορία, 2, 7).
Στη θέση της ισοπεδωμένης πόλης ιδρύθηκε νέα, με το όνομα Τέμενος. Ο Νικηφόρος Φωκάς έδωσε εντολές να επισκευαστούν τα τείχη, να επιδιορθωθούν οι ζημιές, τοποθέτησε μόνιμη φρουρά με αυτοκρατορικό διοικητή. Στα 963, ο στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς βρέθηκε αυτοκράτορας. Έχοντας προσωπική εμπειρία από την κατάσταση στην Κρήτη, έστειλε πάμπολλους ιερείς, διέταξε και μετέτρεψαν τα τζαμιά σε εκκλησίες και ξεκίνησε τεράστιο πρόγραμμα εποίκισης του νησιού. Λείπουν οι γραπτές μαρτυρίες για την προέλευση των νέων κατοίκων. Ο καθηγητής Ν. Β. Τωμαδάκης όμως πιστεύει ότι τα τοπωνύμια μιλούν γι’ αυτήν: Αρμένοι στις επαρχίες Αποκορώνου, Ρεθύμνης και Σητείας. Αρμενοχώρι στην επαρχία Κισάμου. Αρμενιανά στην επαρχία Αμορίου. Σκλάβοι και Σκλαβεδιάκου στην επαρχία Σητείας. Σκλαβοχώρι στην επαρχία Πεδιάδας. Σκλαβοπούλα και Τσακώνω(ν) στην επαρχία Σελίνου. Βαρβάροι, Βαρβάρω και Ρωσοχώρια στην επαρχία Πεδιάδας.
Η Κρήτη αποτέλεσε ξεχωριστό θέμα με διοικητή στρατηγό που έδρευε στον Χάνδακα. Αργότερα, στο νησί, με κίνητρα που τους δόθηκαν, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν μόνιμα και αρκετοί βυζαντινοί από την Πόλη.
Όπως είναι φυσικό η είδηση της πτώσης της Κρήτης και της συντριβής των Αράβων σκόρπισε μεγάλο ενθουσιασμό στην Πόλη. Ήταν μια μεγάλη επιτυχία που οδήγησε στα ύψη το κύρος και το γόητρο του μεγάλου στρατηγού ο οποίος για την επιτυχία του αυτή έμεινε στην ιστορία ως «Λευκός Θάνατος των Σαρακηνών». Δικαιολογημένα οι πανηγυρισμοί στην Πόλη ήταν μεγάλοι και όλοι περίμεναν την άφιξη του νικητή Νικηφόρου, για να τον επευφημήσουν και να τον αποθεώσουν.
Η νίκη δεν άρεσε στους συμβούλους του αυτοκράτορα Ρωμανού που του επισήμαναν τον κίνδυνο ο ισχυρός και λαοπρόβλητος πια στρατηγός να προβάλει αξιώσεις επί του θρόνου. Έτσι δεν επετράπη να γίνει αυτοκρατορικός θρίαμβος, αλλά έγινε μια απλή υποδοχή με τελικό προορισμό τον Ιππόδρομο, δεν τον άφησαν να ανέβει σε τέθριππο άρμα και ούτε συμμετείχε στην στρατιωτική παρέλαση και επίδειξη των λαφύρων και αιχμαλώτων. Αμέσως μετά, ο Νικηφόρος Φωκάς, με απόφαση του ευνούχου Βρίγγα, εστάλη επειγόντως στην Συρία.
Δυο χρόνια αργότερα, ο μεγάλος στρατηγός θα επανέλθει ως αυτοκράτορας...
O βυζαντινός στόλος προσεγγίζει την Κρήτη
Το 960, με την ιδιότητα του δομέστικου των σχολών της Ανατολής, ο μετέπειτα αυτοκράτορας Νικηφόρες Φωκάς ανέλαβε επικεφαλής της εκστρατείας για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς (Άραβες). Συγκέντρωσε το βυζαντινό στρατό στα Φύγελα της Μ. Ασίας, κατέπλευσε στον κόλπο του Αλμυρού και άρχισε τις επιχειρήσεις εναντίον του αραβικού στρατού. Στρατοπέδευσε κοντά στο Xάνδακα (σημ. Ηράκλειο), την πρωτεύουσα της Κρήτης, επιχειρώντας ταυτόχρονα επιθέσεις εναντίον των τειχών και εξορμήσεις στο εσωτερικό, για να υποτάξει ολόκληρο το νησί. Ύστερα από εννέα μήνες δραματικής πολιορκίας, το Μάρτιο του 961, κατέλαβε το Χάνδακα και επανέφερε την Κρήτη στους κόλπους της βυζαντινής αυτοκρατορίας για τα επόμενα 250 χρόνια.
Στο παρακάτω απόσπασμα ο Κώστας Κυριαζής (1920-1991) εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας "Έθνος", βαθύς γνώστης της βυζαντινής βιβλιογραφίας που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο για το βιβλίο του «Ηράκλειος» περιγράφει τις στιγμές της προσάραξης του Βυζαντινού στόλου στα κρητικά παράλια, τη μάχη που ακολούθησε που, μεταξύ άλλων, περιλάμβανε και τη χρήση υγρού πυρός από τα βυζαντινά πλοία.
«Τα κουπιά τριών χιλιάδων καραβιών βούτηξαν στη θάλασσα που άφρισε ολόκληρη, τα πλωτά κάστρα τραντάχτηκαν και ακολουθώντας τη σειρά που τους είχε δώσει ο Μέγας Δρουγγάριος χίμηξαν προς την έρημη ακτή που απότομα γέμισε, σα να τους είχε ξεράσει η γης, σα να τους είχαν γεννήσει τα σκίνα και οι γήλοφοι, από χιλιάδες Άραβες πολεμιστές που άρχισαν να τρέχουν προς τη θάλασσα αφήνοντας τις κρυψώνες τους, ουρλιάζοντας και κραδαίνοντας τα όπλα τους.
Ο στόλος όμως δεν πτοήθηκε. Πρώτα ζύγωσαν τα χελάνδια στην ακτή κι ενώ οι πολεμικές τους μηχανές άρχισαν να πετάνε πέτρες και καυτό σίδερο και μπάλες από υγρό πυρ πάνω στους εχθρούς, οι τοξότες που ήταν μέσα, τάνυσαν τα τόξα τους και βροχή αληθινή από φτερωτά ξύλα με σιδερένιες μύτες άρχισαν να μπήγονται στα κορμιά των απίστων πού έπεφταν λαβωμένοι ή νεκροί στην άμμο βάφοντας με κόκκινο πηχτό χρώμα τη χρυσή επιφάνειά της».
Κώστας Κυριαζής, «Θεοφανώ»
Πηγή: Βυζαντινών Ιστορικά