Ανατολή και Δύση*
αναδημοσίευση από τον Εκήβολο
άρθρο της Εdith Hamilton*
Πεντακόσια χρόνια πριν απ’ τη γέννηση του Χριστού, σε μια πόλη μικρή, στις ακραίες παρυφές του τότε πολιτισμένου και κατασταλαγμένου κόσμου, μια καινούρια, παράξενη δύναμη άρχισε να έρχεται στο φως.
Κάτι είχε ξυπνήσει μέσα στο Νου των ανθρώπων που ζούσαν εκεί κι αυτό το κάτι θα ‘μένε πια γραμμένο στην μορφή του κόσμου ολόκληρου κι ούτε οι αιώνες ούτε οι αλλαγές που φέρνει η Ιστορία θα είχαν τη δύναμη να σβήσουν τα βαθιά του σημάδια.
Αν είμαστε σήμερα διαφορετικοί, κι αν νιώθουμε διαφορετικά, το χρωστάμε σ’ ό,τι δημιουργούσε επί ένα δύο αιώνες εκείνη η μικρή πολιτεία – πάνε δυο χιλιάδες τετρακόσια χρόνια τώρα.
Ήτανε κρίσιμη η στιγμή.
Πολιτισμοί παλιοί, ισχυροί, είχανε εκλείψει και χαθεί, κι η σκιά της άγνοιας πλανιότανε πάνω απ’ τη γη. Ο κόσμος πορευότανε ξανά προς μια εποχή αγρία, και σκοτεινή. και βάρβαρη…
Κι όμως στο κέντρο αυτής της σκοτεινιάς, μια μικρή εστία πνευματική φούντωνε σιγά σιγά και σπίθιζε: στην πόλη των Αθηνών ένας καινούριος πολιτισμός γεννιότανε, που η ανθρωπότητα ιός τότε δεν είχε ξαναδεί.
Πώς έγινε αυτό;
Έχει σημασία για μας να το γνωρίσουμε.
Αυτό που ανακάλυψαν οι Έλληνες, κι ο τρόπος με τον οποίο το ανακάλυψαν, κι ο τρόπος με τον οποίο έφεραν στο φως έναν καινούριο κόσμο μέσα από τα χαλάσματα ενός παλιού που μόλις είχε γκρεμιστεί, μπορεί να είναι χρήσιμο και σε μας που είδαμε χτες έναν ολόκληρο κόσμο να καταρρέει μέσα σε δυο δεκαετίες.
Πραγματικά.
Στο χάος και στη σύγχυση του σύγχρονου καιρού μας αξίζει να μελετήσουμε πολύ σοβαρά πώς οι Έλληνες κατόρθωσαν να πετύχουν μια τέτοια διαύγεια στη σκέψη τους και μια τέτοια σταθερή τελείωση της Τέχνης που δημιούργησαν.
Άλλες είναι βέβαια οι συνθήκες που τότε αντιμετώπιζαν, μα πρέπει πάντα να έχουμε στο νου πως όσο κι αν αλλάζει το φλούδι της ζωής, η ουσία της μένει ίδια και πως ένα είναι το βιβλίο που πρέπει να διαβάζουμε, αν θέλουμε σωστά ν’ αποφοιτήσουμε απ’ το σχολείο της ανθρώπινης εμπειρίας: ο Άνθρωπος.
Τα μεγάλα βιβλία, παλιά και σημερινά, δεν είναι παρά το απόσταγμα της γνώσης της ανθρώπινης καρδιάς, και τα μεγάλα έργα δεν είναι παρά η επίτευξη μιας ισορροπίας στη σύγκρουση ανάμεσα στις επιταγές του εξωτερικού και του εσωτερικού μας κόσμου.
Κρίμα.
Απ’ όσα έφτιαξαν οι Έλληνες λίγα έχουν φτάσει ως εμάς και δεν έχουμε τρόπο να εξακριβώσουμε αν είναι κιόλας ό,τι καλύτερο είχαν δημιουργήσει. Στους μεγάλους σπασμούς της ιστορίας, όπου επικρατεί μονάχα ο νόμος του Δυνατού, δεν υπάρχει κι άλλος ένας νόμος που να διασφαλίζει την επιβίωση του ωραίου.
Με όσα λίγα διατήρησαν για χάρη μας οι ιδιοτροπίες των καιρών και οι συντυχίες των περιστάσεων μοιάζει να δίνουν το μέτρο της υψηλότερης στάθμης στην οποία είναι δυνατόν ποτέ να αναχθεί το κάθε τι που άγγιξε ο Ελληνικός πολιτισμός.
Την γλυπτική τους. τίποτα δεν τη συναγωνίζεται.
Την αρχιτεκτονική τους, κανένας δεν την ξεπέρασε.
Την γραμματεία τους. ποιος θα την φτάσει;
Τι έχει απομείνει απ’ όλον τούτο τον τεράστιο αισθητικό πλούτο;
Γκρεμίστηκαν τα κτίρια, παραμορφώθηκαν τα αγάλματα, έσβησαν οι ζωγραφιές κι απ’ τα γραφτά λίγα έχουν σωθεί.
Κι όμως. Πάνω σ’ αυτά τα συντρίμμια των όσων προϋπήρξανε. ο κόσμος έμαθε να κτίζει, γιατί επί δύο χιλιάδες χρονιά δεν είχε τίποτα καλύτερο. Τούτα τα λιγοστά κατάλοιπα της πανώριας Ελληνικής οικοδομής στάθηκαν έμπνευση και πρόκληση στον άνθρωπο κι είναι ακόμα ό,τι πιο πολύτιμο κατέχει ο Δυτικός πολιτισμός.
Ό,τι έφτιαξαν οι Έλληνες το έχει υιοθετήσει πια ολόκληρη η ανθρωπότης, και δεν υπάρχει σήμερα κανένας που να αρνείται στο Ελληνικό πνεύμα την πλήρη δικαίωσή του.
Εκείνο όμως που δεν είναι τόσο γνωστό και που συχνά παραγνωρίζουμε, είναι οι αιτίες που οδήγησαν σ’ αυτές τις επιτεύξεις. Συνηθίσαμε. στον καιρό μας, να μιλάμε για το Ελληνικό θαύμα και να θεωρούμε την ξαφνική άνθιση του Ελληνικού πνεύματος σαν κάτι που δεν έχει ρίζες πουθενά και που δεν μπορούμε να το αποδώσουμε σε καμιάν αιτία. Οι ανθρωπολόγοι μάλιστα προσπαθούνε να μας μεταφέρουνε με το στανιό πίσω σε κείνα τ’ άγρια δάση, όπου έχει την προέλευση του κάθε τι το ανθρώπινο, και να μας πείσουν πως εκεί γεννήθηκε και κάθε τι Ελληνικό.
Μ’ άλλο είναι ο σπόρος και άλλο το λουλούδι.
Η τραγωδία, λένε, τι άλλο είναι παρά συνέχεια πρωτόγονων ιεροτελεστιών χαμένων στα βάθη των ακόνων; Μα να είναι τάχα μόνον αυτό; Κανένας ως τώρα δεν πρόσφερε μιαν ιστορική γεφύρωση ανάμεσα σ’ εκείνες τις άγριες τελετές και στο συγκροτημένο οικοδόμημα της πραγματικής Ελληνικής Τραγωδίας, ενώ υπάρχει αυτή η γέφυρα, και υπάρχει και η ερμηνεία. Αποφεύγουμε απλώς την ευθύνη παρουσιάζοντας την Τραγωδία σαν ένα θαύμα απρόσμενο. Η πνευματική και αισθητική δραστηριότης. που μέσα σ’ ελάχιστα χρόνια έκανε την Αττική εποχή να μην συγκρίνεται με καμιάν άλλη εποχή στην ιστορία. δεν είναι ανεξήγητη…
Σήμερα όλοι συμφωνούμε πως η Ελλάδα ανήκει στον κόσμο τον Αρχαίο. Κάθε φορά που ο ιστορικός πάει να τραβήξει μια γραμμή ανάμεσα στον κόσμο τον παλιό και τον κόσμο τον καινούριο, τοποθετεί τους Έλληνες στον κόσμο τον παλιό, γιατί εκεί. λέει. ανήκουν.
Κι εκεί βέβαια ανήκουν χρονικά, αλλά. μοναχά από πλευράς αριθμήσεως των αιώνων. Αν κοιτάζουμε βαθύτερα μέσα στον καθρέφτη του καιρού, θα δούμε ευθύς τη διαφορά.
Αυτός ο «αρχαίος κόσμος» αλήθεια, – ως το σημείο, φυσικά, που μπορούμε να τον αναπλάσουμε – έχει παντού τα ίδια χαρακτηριστικά. Στην Αίγυπτο, στην Κρήτη, στην Μεσοποταμία, όσο μπορούμε να μαντέψουμε απ’ τα θρύψαλα. ίδιες ήταν οι συνθήκες της ζωής.
Ένας μονάρχης. δεσποτικός, που κυβερνούσε το λαό του σύμφωνα με τα κέφια του και τα κρυφά του πάθη. Ένας λαός κατατρεγμένος, υποταγμένος, εξαθλιωμένος. Και μια μεγάλη ιερατική ομάδα προνομιούχων που χειρίζεται αποκλειστικά κάθε τι με το πνεύμα και τη σκέψη.
Αυτός είναι ο τύπος ενός κράτους που ακόμα και σήμερα ονομάζουμε Ασιατικό. Διατηρήθηκε μέσα στους αιώνες χωρίς να χάσει κανένα από τα χαρακτηριστικά του. και μονάχα στα τελευταία χρόνια παρουσιάζει, τουλάχιστον εξωτερικά, δείγματα προσπάθειας να συμμορφωθεί προς τις επιταγές του σύγχρονου πολιτισμού.
Μα κατά βάθος η Ανατολή ποτέ της δεν αλλάζει. Από τ’ αρχαία χρόνια ως σήμερα στάθηκε πάντα φοβισμένη και διστακτική σε κάθε εξέλιξη και σε κάθε γόνιμη αλλαγή.
Πώς να συνδέσεις λοιπόν τους Έλληνες με μια τέτοια νοοτροπία;
Οι Έλληνες φτιάξανε κάτι εντελώς νέο και πρωτότυπο.
Ήταν οι πρώτοι Δυτικοί, οι δημιουργοί μιας νοοτροπίας που σήμερα είναι πια η δική μας.
Αυτή ήταν η βασική Ελληνική συνεισφορά κι αυτή είναι και σήμερα η θέση της Ελλάδας στον σύγχρονο κόσμο μας.
Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την Ρώμη.
Δεν ήταν βέβαια υποταγμένη, η Ρώμη, στο πνεύμα το ανατολικό κι ήταν φορές που άνθρωποι υπεύθυνοι επαναστατούσαν και θεωρούσαν ανόητους τους διαλογισμούς των σοφών της Ανατολής. «Τι εστίν αλήθεια;» ρώτησε με περιφρόνηση ο Πιλάτος.
Αλλά εξίσου απομακρυσμένη ήταν η Ρώμη κι από το πνεύμα το Ελληνικό. Οι επιστήμες, -τα μαθηματικά, η φιλοσοφία.- η αέναη έρευνα των μυστικών του κόσμου και των τρόπων με τους οποίους πορεύεται, -σταμάτησαν επί αιώνες, όταν η ηγεσία πέρασε από τους Έλληνες στους Ρωμαίους.
Η δήθεν Ελληνορωμαϊκή «κλασική παράδοση», στην οποί« συχνά αναφερόμαστε και στην οποία αποδίδουμε τα ίδια χαρακτηριστικά, είναι μια ψευδαίσθηση. Η Αθήνα και η Ρώμη είχαν ελάχιστα κοινά σημεία μεταξύ τους.
Εκείνο που διακρίνει τον σύγχρονο κόσμο μας απ’ τον παλιό και που χωρίζει τη Δύση από την Ανατολή είναι η υπεροχή του Νου στις σχέσεις των ανθρώπων, κι αυτό στην Ελλάδα μόνο γεννήθηκε και ανάμεσα στους Έλληνες μόνο διατηρήθηκε, απ’ όλους τους λαούς του αρχαίου κόσμου. Σε μιαν ανθρωπότητα όπου επικρατούσε ο παραλογισμός, αυτοί ήταν οι πρωτοπόροι του λόγου, οι πρώτοι αληθινά πνευματικοί άνθρωποι που φάνηκαν στη γη.
Μας είναι δύσκολο σήμερα να συλλάβουμε τι μεγάλη σημασία είχε αυτή η καινοτομία.
Ο κόσμος μες στον οποίο ζούμε μας φαίνεται κάπως λογικός και καταληπτός, κι έχουμε πια ένα πλήθος συγκεκριμένα στοιχεία για το κάθε τι που μας τριγυρίζει.
Τώρα που βρήκαμε τον τρόπο να εντάσσουμε τις τρομακτικές φυσικές δυνάμεις στην εξυπηρέτηση δικών μας σκοπών η κυριότερη προσπάθεια μας είναι να εντείνουμε την επικυριαρχία μας πάνω στον υλικό κόσμο.
Δεν πλανιόμαστε πάνω απ’ τη γη με τα φτερά της φαντασίας, ούτε βυθιζόμαστε μέσα στον εσωτερικό μας κόσμο με τα μάτια της ψυχής. Παρατηρούμε απλώς τι γίνεται γύρω μας και βγάζουμε τα συμπεράσματα μας με το μέσο της λογικής.
Η δραστηριότης μας είναι κυρίως νοητική. Η κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε είναι μια κοινωνία βασισμένη στη λογική. Τα συναισθήματα και. τα οράματα έχουν την θέση τους μονάχα, όταν εναρμονίζονται προς το έλλογο αυτό κοινωνικό μας πλέγμα.
Μα δεν ήταν τέτοιος ο κόσμος μέσα στον οποίο πρωτοβρέθηκαν οι Αρχαίοι Έλληνες. Ακόμα και σήμερα αυτά που λέμε για τον κόσμο μας εφαρμόζονται μονάχα σ’ ένα περιορισμένο γεωγραφικό χώρο και δεν περιλαμβάνουν τις απέραντες εκτάσεις και τους απειράριθμους πληθυσμούς της Ανατολής.
Εκεί ισχύει αυτό που ίσχυε πάντα, η υπεροχή του ψυχικού στοιχείου. Ό,τι δεν συμβαίνει μέσα στον άνθρωπο θεωρείται ασήμαντο και ανάξιο της προσοχής των αληθινά σοφών. Η παρατηρητικότης για τα όσα συμβαίνουν γύρω μας, για τα πραγματικά περιστατικά του έξω κόσμου, δεν εκτιμάται στην Ανατολή.
Ο κόσμος, λοιπόν, μέσα στον οποίο πρωτοεμφανίστηκε η Ελλάς ήταν ένας κόσμος όπου ο Νους είχε την τελευταία θέση. Ό,τι άξιζε και ό,τι επικρατούσε ως τότε ήταν το άγνωστο, το απύθμενο, κείνο που βλέπει μόνο η ψυχή.
Αλλά τον ψυχικό κόσμο δεν τον βλέπει κανένας, ούτε τον ακούει, ούτε τον αγγίζει. Τον ζη μονάχα, κι ούτε τον μοιράζεται μ£ τον άλλον. Ίσως οι άγιοι ή οι ήρωες να μπορούν να τον αποδώσουνε μ’ ένα λόγο ή με ένα τραγούδι, η με μια ζωγραφιά, κι αυτό μονάχα αν είναι οι ίδιοι καλλιτέχνες.
Νους και ψυχή μαζί είναι ό,τι μας διακρίνουν απ’ τον άλλον κόσμο, τον ζωικό. Αυτά είναι που δίνουν στον άνθρωπο την δυνατότητα να μάθει την αλήθεια, μα και να πεθάνει για χάρη της. Δύσκολα χωρίζονται και δύσκολα απομονώνονται, γιατί και τα δύο μαζί είναι εκείνα που (για να θυμηθούμε τον Πλάτωνα) «δίνουν στο άμορφο μορφή».
Κι όμως διακρίνονται.
Όταν ο Άγιος Παύλος λέει πως τα όσα βλέπουμε είναι πρόσκαιρα και τα όσα δεν βλέπουμε είναι αιώνια, διαχωρίζει τα σύνορα του Νου που ασχολείται με τα απτά και τα ορατά από τα όρια της ψυχής που ζει μέσα στ’ «ορατά και τα υπερκόσμια.
Όταν η Ελλάδα ανακάλυψε τη δύναμη του Νου. η υπόλοιπη ανθρωπότης ήταν γυρισμένη κι αντίκρυζε τα ψυχικά ερέβη. Τότε, για μια στιγμή, η Λύση κι η Ανατολή στην Ελλάδα σμίξανε: η τάση προς τον ρασιοναλισμό που θα γινότανε με τον καιρό το έμβλημα της Δύσης και η βαθιά ψυχική κληρονομιά της Ανατολής ενώθηκαν.
Τι μεγάλη σημασία είχε μια τέτοια ένωση, τι καταπληκτική δημιουργική ώθηση είναι η διαύγεια του Νου συνταιριασμένη με την δύναμη την ψυχική, μπορεί κανένας να το νιώσει αν σκεφτεί τι συνέβαινε στην ανθρωπότητα προτού φανεί η Ελλάδα, μ’ άλλους λόγους, τι συμβαίνει κάθε φορά που υπάρχει ψυχική δύναμη, μα το μυαλό, παράλληλα, τηρείται σε μιαν απόσταση και μιαν ακινησία.
Αυτό φαίνεται καθαρά στην περίπτωση των Αιγυπτίων, για τους οποίους έχουμε πληρέστατα ιστορικά στοιχεία. Κι ίσως για τούτο θα ‘ταν σκόπιμο να λησμονήσουμε πρόσκαιρα την Ελλάδα και να ρίξουμε μια ματιά στην χώρα εκείνη που είχε πραγματικά τον μεγαλύτερο πολιτισμό απ’ όλο τον αρχαίο κόσμο.
Ποιο ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος στην Αίγυπτο; Οι νεκροί!
Τέτοια μεγάλη δύναμη, τέτοια θαυμαστή κοσμοκρατορία κι άλλο δεν είχε στο μυαλό παρά το θάνατο!
Εκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα επί χιλιάδες χρόνια είχαν το χάρο για σύντροφο: ήταν γι’ αυτούς ό,τι πιο οικείο μπορούσανε να βρούνε στη ζωή. Δεν θα το πίστευε κανένας αν δεν υπήρχε όλος αυτός ο τεράστιος όγκος της Αιγυπτιακής Τέχνης να μας το θυμίζει.
Για τον Αιγύπτιο ο κόσμος ο πραγματικός δεν ήταν εκείνος μέσα στον οποίο κυλούσε η καθημερινή ζωή του, μα εκείνος όπου θα έφτανε σε λίγο περνώντας μέσα από το θάνατο.
Δύο Ήταν οι κύριες αιτίες που ευθύνονται γι’ αυτήν την κατάσταση στην Αίγυπτο.
Η πρώτη ήταν η ανθρώπινη δυστυχία. Σε κείνον τον Αρχαίο κόσμο για τον οποίο μιλάμε, η ζωή του κοινού ανθρώπου διάβαινε μέσα σε μια αθλιότητα απερίγραπτη. Δεν μπορεί να διανοηθεί κανένας τι κόστισαν σε ανθρώπινο πόνο και σε ανθρώπινες ζωές εκείνα τα τεράστια έργα που διατηρήθηκαν μες τους αιώνες. Τίποτα δεν ήταν φτηνότερο απ’ την ανθρώπινη ζωή στην Αρχαία Αίγυπτο και στην Αρχαία Νινευή. όπως δεν είναι και τίποτα φτηνότερο, σήμερα, στις Ινδίες και στην Κίνα.
Ακόμα και για τους μεγαλουσιάνους, τους άρχοντες, και τους εμπόρους, η ζωή ούτε πολύ εύκολη ήτανε ούτε πάντοτε σίγουρη. Υπάρχει ένα επιτύμβιο για κάποιον σπουδαίο Αιγύπτιο που με υπερηφάνεια αναφέρει πως ποτέ του δεν μαστιγώθηκε μπροστά σε δικαστή!
Ένας διαφέντευε, ο μονάρχης. Το κέφι του ήτανε νόμος και η επιθυμία του θεσμός. Δεν έχει κανένας παρά να διαβάσει την περιγραφή του Τάκιτου για το τι συνέβαινε τις ημέρες των πρώτων αυτοκρατόρων. για να δη πόσο η ασφάλεια του ατόμου στην Αρχαιότητα ήταν το σπανιότερο αγαθό.
Με τέτοιες συνθήκες και οι άνθρωποι, μια και δεν βρίσκανε καμιά χαρά στον κόσμο τούτον, προσπαθούσαν τουλάχιστον να βρούνε μια παρηγοριά στον άλλον.
Μόνο στον κόσμο των νεκρών μπορούσε κανένας να βρει ασφάλεια και ησυχία, αρκεί να τα σκεφτότανε όλα τούτα, συνέχεια, σ’ όλη του τη ζωή. Τίποτα το γήινο δεν είχε πια αξία μπροστά σ’ εκείνο που ο ίδιος πια εδραίωνε γι’ αληθινό: το υπέρκοσμο, το απόκοσμο, το περά από τούτη τη ζωή!
Γιατί να βάλει σε κίνηση τις νοητικές δυνάμεις του με τις οποίες ήταν προικισμένος; Τι ωφέλεια θα ‘χε; Σε τι θα τον βοηθούσαν ν’ αποκτήσει εκείνο που ήταν η κυριότερη φροντίδα του όσο ζούσε; Μια θέση καλή στον άλλον κόσμο;
Δεν δίνει ελπίδα ο Νους όταν η ζωή είναι αφόρητη κι ούτε βοηθάει τον άνθρωπο ν’ αντέξει τ’ αβάσταχτα. Δεν καταφεύγουν στο μυαλό, ο τρομαγμένος και ο άθλιος, για να βρουν τη σωτηρία. Μια είναι η λύση η πρόχειρη: η γοργή φυγή από την πραγματικότητα.
Η λήθη.
Αυτή την τάση προς την λήθη που αποζητάει ο δυστυχισμένος εκμεταλλεύτηκαν οι άλλες εκείνες δυνάμεις που συμμαχούσαν με τον θάνατο και κρατούσαν στενεμένο το μυαλό: Το Ιερατείο της Αρχαίας Αιγύπτου.
Καθώς είδαμε, πριν να φανεί στον κόσμο η Ελλάδα, η σκέψη ήταν προνόμιο των ιερέων. Αυτοί ήταν οι πνευματικοί άνθρωποι, οι σοφοί, στην Αίγυπτο. Η δύναμη τους ήτανε παμμεγίστη, και οι βασιλιάδες λύγιζαν μπροστά τους. Βέβαια κουτοί δεν ήταν τούτοι οι άνθρωποι, – ξύπνο θα πρέπει να ‘ταν το μυαλό τους και μεγάλη η ιδιοφυΐα τους – μα ό,τι αλήθειες μάθαιναν απ’ τις παλιές κι όσες καινούριες ανακάλυπταν στο κύλισμα του χρόνου, ζηλότυπα τις κρατούσαν για τη δική τους προκοπή.
Είναι η Αλήθεια περίεργη ερωμένη.
Δεν δίνεται και δεν χαρίζεται σ’ όποιον την πλησιάζει μόνο από συμφέρον, κι έτσι και κείνοι οι ιερείς, με τον καιρό, βρήκαν πως στο κάτω κάτω, η αλήθεια είναι επικίνδυνη, και στένεψαν πρώτοι το δικό τους μυαλό, να μην την αφήσουν να φουντώσει. Γίνανε φύλακες μονάχα και διακάτοχοι των περασμένων, οι προνομιούχοι διανοούμενοι. Ό,τι καινούριο πρώτοι το έπνιγαν, μην και προφτάσει κείνο να τους πνίξει.
Και κάτι άλλο: Ό, τι παλιό γνωρίζανε, ζηλότυπα το κράταγαν μακριά απ’ τον άλλο κόσμο. Αν το πέρναγαν στον πολύ λαό. ίσως και τούτος ξύπναγε κι άρχιζε vet συλλογίζεται ο ίδιος, και τότε πού θα πήγαινε όλη η δύναμη και το ιερό προνόμιο της γνώσης;
Όποιος έχει τη γνώση δεν φοβάται. Μονάχα αντίκρυ στο σκοτεινό μυστήριο του άγνωστου δειλιάζει ο άνθρωπος και τρέμει, κι αποζητάει την καθοδήγηση.
Κι έτσι άρχισε ο φαύλος κύκλος. Δουλειά του Ιερατείου ήταν να βρίσκει την αλήθεια και ταυτόχρονα να την κρύβει. Δύναμη του ήταν το άγνωστο, το σκοτεινό, το ανεξήγητο και ό,τι μπορούσε να διαλύσει το μυστήριο και να ρίξει φως, να το σκορπίσει, ήταν ασύμφορο και έτσι σιγά σιγά έγινε και κατακριτέο. Το πνεύμα με τις μικρές του ακόμα δυνατότητες ήταν στην εξουσία ανθρώπων που κανένας δεν μπορούσε να κρίνει και κανένας δεν μπορούσε να ελέγξει.
Η σκέψη κι η έκφραση ήταν κάτω από ένα τυραννικό ολοκληρωτισμό.
Γνωρίζαμε τουλάχιστον έναν άνθρωπο που αποφάσισε να σηκώσει κεφάλι σ’ όλα αυτά. Ήταν ο Βασιλιάς, ο Φαραώ, ο Αμένοφις, και μην το λησμονούμε πως οι Φαραώ και οι Ιερείς δεν βρίσκονταν πάντα σε σχέσεις καλές.
Σύντυχε ο Αμένοφις λοιπόν να βρεθεί να ‘χει δύναμη, κείνο τον καιρό, μεγαλύτερη απ’ το Ιερατείο και κάθισε και σκέφτηκε, και έκτισε μια πόλη για να κηρύξει και να τιμήσει την λατρεία του ενός Θεού.
Θα νόμιζε κανένας πως αυτό ήτανε κάπως δείγμα της αδυναμίας των ιερέων που τον αφήσανε, κι όμως σε τελευταία ανάλυση άλλο δεν απόδειξε απ’ την μεγάλη δύναμη τους.
Ήταν άνθρωποι σοφοί τούτοι οι ιερείς, και ξέρανε τ’ ανθρώπινα, και τίποτα δεν έκαναν να εμποδίσουν τον Αμένοφι.
Περίμεναν…
Θνητός ήταν ο Αμένοφις, ο άνθρωπος που τόλμησε ν’ αφήσει το μυαλό του να σκεφτεί.
Και πέρασε…
Και πέθανε…
Κι ίσως και η αέναη προστριβή του με το Ιερατείο να του συντόμευε κάπως τη ζωή.
Ζώσανε τότε οι ιερείς τον διάδοχο του, τον φέραν στα νερά τους, σβήσανε ακόμα και το όνομα του Αμένοφι απ’ τα αρχαία μνημεία, τον έπνιξαν στην λησμοσύνη του καιρού.
Κανένας πια δεν μπόρεσε να τους αντισταθεί, από τότε κι ύστερα…
Σπάνια στ’ αλήθεια τα έβαζε με τους Φαραώ το Ιερατείο. Στήριζε τον θρόνο, μα και τον κρατούσε υποχείριο. Ένα ποτέ δεν συγχωρούσε: κάθε προσπάθεια να φύγει ο κόσμος απ’ την άγνοια. Η δύναμη του ήταν ο αμόρφωτος λαός, και η δύναμη του αυτή μονάχα μ’ ένα τρόπο μπορούσε να στεριώσει: τυραννικά, μεθοδικά, να μείνει ο Νους του ανθρώπου γυρισμένος κατά το άγνωστο.
Σαν έσβησε η Αίγυπτος, η υπόλοιπη Ανατολή προχώρησε ακόμα περισσότερο σ’ αυτή την κατεύθυνση. Φρικιαστικές είναι οι σελίδες της ιστορίας, όταν διαβάζει κανένας γι’ αυτές τις εποχές. Μέσα στην αθλιότητα τους οι Ασιατικοί λαοί βρίσκαν τη δύναμη μονάχα με την άρνηση των όσων δεν μπορούσαν να αποφύγουν. Από τον κόσμο των νεκρών που είχαν καθιδρύσει οι Αιγύπτιοι, τον κόσμο εκείνον όπου οι πεθαμένοι περπάταγαν και μίλαγαν και νήστευαν σα να ‘ταν ζωντανοί, πέραν σ’ έναν άλλον κόσμο, εκείνον ακριβώς που συμβόλιζε όλη αυτή η Αιγυπτιακή νεκροφιλία: το απόκοσμο, το άπιαστο, το ασύλληπτο.
Στις Ινδίες, που είχαν την πνευματική πρωτοπορία στην Ανατολή επί αιώνες, ο κόσμος του Νου κι ο κόσμος της ψυχής είχαν βασικά διαχωριστεί, και όλη η ερμηνεία του σύμπαντος είχε περιέλθει στην ψυχή.
Ό, τι έπιαναν τα χέρια, ό,τι έβλεπαν τα μάτια, ό,τι άκουγαν τ’ αυτιά, το ξέγραφαν σαν κάτι μυθικό, φανταστικό, άσχετο με τον κόσμο τούτον. Πέρναγε και χανότανε σαν όνειρο, σα σκιά, σαν οπτασία και «πραγματικά» έμενε μονάχα το άπιαστο, το υπέρκοσμο, το καταφύγιο το μοναδικό από την πείνα και τη μιζέρια και την αρρώστια και τη φωτιά και το μαχαίρι και το μαστίγιο.
Ο κόσμος ο εσωτερικός, το «σύμπαν της ψυχής», όπως τον λέει ο Γκαίτε, άμα τον κρατήσεις πέρα απ’ την τύρβη της ζωής μπορεί να γίνει αυθύπαρκτος: να φτιάξει τους δικούς του νόμους, να καθιδρύσει την δική του σιγουράδα.
Έτσι κι η αλήθεια, στις Ινδίες, χωρίστηκε εντελώς από κάθε τι το εξωτερικό. Τα έξω και τα γύρω ήταν ψευδαίσθηση. Η αλήθεια ήταν θέμα διαθέσεως ψυχικής και σ’ ένα τέτοιο κόσμο ούτε τα μάτια χρειάζεται να βλέπουν ούτε ο Νους να αξιολογεί τα ιδωμένα.
Είναι φυσικό πως σε μια τέτοια κατάσταση η μόνη νοητική επίδοση που κάπως μπορούσε ν’ ανθίσει ήταν τα Μαθηματικά. Τίποτα δεν είναι πιο ακίνδυνο απ’ όλον αυτόν τον ιδεατό κόσμο που δημιουργεί η μαθηματική φαντασία. Τα ανώτερα μαθηματικά κινούνται σ’ έναν κόσμο τόσο απομακρυσμένο απ’ την ανθρώπινη αθλιότητα που κανένα ιερατείο δεν σκέφτηκε ποτέ να εμποδίσει την ανάπτυξη τους. Ο Νους ήταν ελεύθερος να δρα κατά βούλησιν σ’ αυτήν την περιοχή. «Σε σύγκριση με τους Αιγυπτίους είμαστε παιδαριώδεις Μαθηματικοί», παρατηρεί ο Πλάτων.
Σημαντική ήταν. βέβαια, η προσφορά των Ινδιών σ’ αϊτό τον τομέα. Μα το κακό είναι πως το μυαλό, όταν το περιορίσεις, αρχίζει να μη μπορεί να λειτουργήσει ούτε στην περιοχή εκείνη όπου αφήνεται ελεύθερο.
Σήμερα, στις Ινδίες κι όπου αλλού επικρατεί ο Βουδισμός, που είναι το μεγάλο προϊόν της Ινδικής σκέψης, το επίκεντρο της πίστης είναι η ματαιότης κάθε προσπάθειας και κάθε έρευνας για την ανακάλυψη των μυστικών της φύσης.
Όπως, και στην περίπτωση της Αιγύπτου, έτσι κι εδώ η δύναμη του ιερατείου, των Βραχμάνων, και γενικά της μεγάλης Βουδιστικής ιεραρχίας είναι καταπληκτική.
Πάλι ο ίδιος φαύλος κύκλος: ένας εξαθλιωμένος πληθυσμός, χωρίς καμιάν ελπίδα στα εγκόσμια, και ένα ιερατείο που η δύναμη του είναι δεμένη με την πίστη στην ματαιότητα του απτού και του συγκεκριμένου. Ένας τρόπος υπάρχει για να διατηρηθεί τούτη η δύναμη: η άγνοια, κι αυτή την άγνοια το ιερατείο φτάνει να την ευνοεί ακόμα και στην δική του την περίπτωση.
Στις Ινδίες, το ορατό και το απτό αρχίζει ν’ αποκτά αξία, όταν γίνεται άπιαστο και αόρατο.
Να τι συμβαίνει όταν η ανθρωπότης βάζει παρωπίδες…
Είμαστε όντα σύνθετα, – σώμα και ψυχή, πνεύμα και νους. Όταν η προσοχή περιοριστεί σ’ ένα απ’ αυτά μονάχα και ξεχάσει όλα τ’ άλλα, το αποτέλεσμα είναι: ανθρώπινα όντα ελλιπή, υποανάπτυκτα, χωρίς μάτια για να δούνε τα όσα προσφέρει η ζωή και τα όσα κρύβει ο μεγάλος κόσμος γύρω μας.
Τέτοιοι ήταν εκείνοι οι Αρχαίοι κόσμοι, των Αιγυπτίων και των άλλων αρχαίων Ασιατικών πολιτισμών, τον καιρό που ο άνθρωπος απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από την αλήθεια.
Μα τότε, σε κείνον τον κόσμο, κείνο τον καιρό, κάτι άλλο έγινε.
Φάνηκαν οι Έλληνες…
* Το κείμενο (απόσπασμα) δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ», τεύχος 109
* Μεγάλη Αμερικανίδα συγγραφέας. Σπούδασε Ελληνικά και Λατινικά στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Το κείμενο που ακολουθεί είναι παρμένο από το βιβλίο της «Αθάνατη Ελλάδα», το οποίο απέδωσε στα ελληνικά o Βασ. Λ. Καζαντζής.
Η φωτογραφία της Edith Hamilton είναι από τη Wiki