Ανδρέας Παναγιώτου (19-11-1956) - Μάτσης Κυριάκος (19-11-1958)
Θανατώθηκε από τους Άγγλους με φρικτά βασανιστήρια στα ανακριτήρια των Πλατρών, στις 19 Νοεμβρίου 1956.
Σύζυγος: Κυριακή Παναγιώτου
Γονείς: Παναγιώτης Στυλιανού και Ιουλιανή Παναγιώτου
Αδελφές: Σταυρούλα και Μαρούλα
Ο Ανδρέας Παναγιώτου τελείωσε το δημοτικό σχολείο Πολυστύπου και εργαζόταν ως εργάτης στο μεταλλείο Μιτσερού. Εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ από την αρχή του αγώνα μαζί με τη σύζυγό του Κυριακή και διέθεσαν το σπίτι τους για τον αγώνα. Βοηθούσαν στη διανομή χειροβομβίδων που κατασκευάζονταν σε εργαστήρι που η Οργάνωση εγκατέστησε στο χωριό τους, και με τις οποίες εφοδιάζονταν οι ανταρτικές ομάδες των τομέων Πιτσιλιάς και Κύκκου και τομείς της Λευκωσίας και Λεμεσού. Περαιτέρω δραστηριοποίησή τους σε ενέργειες της ΕΟΚΑ περιοριζόταν από τους υπεύθυνους, επειδή το σπίτι τους το χρησιμοποιούσε η Οργάνωση ως αρχηγείο της περιοχής, όπου διέμενε ο τομεάρχης και όπου κατέληγαν αγωνιστές που δραπέτευαν από τα κρατητήρια.
Ο Ανδρέας Παναγιώτου συνελήφθη στις 8 Νοεμβρίου 1956 κατόπιν προδοσίας. Ο ανακριτής που τον ανέκρινε, πίστευε ότι θα μπορούσε να του αποσπάσει πληροφορίες για το πού βρισκόταν ο Διγενής και για τούτο τον βασάνισε μέχρι θανάτου.
Στην έκθεσή του ο Άγγλος στρατιωτικός γιατρός Φίλιπ Πάρκερ, που διαπίστωσε το θάνατο του Ανδρέα Παναγιώτου, αναφέρει : "Στο κάτω μέρος της κοιλιάς του υπήρχαν δυο κιτρινωπές περιφέρειες που έδειχναν σημεία αποσύνθεσης. Το πρόσωπο και ο λαιμός του ήταν μελανιασμένα και συμφορημένα. Κακώσεις υπήρχαν και στα γόνατα, στους αγκώνες, στα δάκτυλα των χεριών και των ποδιών, στους μηρούς, στο στόμα και στα χείλη. Στο μεσεντέριο και στο περιτόνιο υπήρχε μεγάλη αιμορραγία και η κοιλιά και το παχύ έντερο ήταν γεμάτα αίμα. Το λεπτό έντερο ήταν τρυπημένο και ο αριστερός νεφρός κτυπημένος. Οι αριστερές πλευρές από την τέταρτη ως τη δωδέκατη ήταν σπασμένες και στο αριστερό ημιθωράκιο υπήρχε αίμα. Στο κεφάλι υπήρχαν μώλωπες και το κρανιακό οστούν ήταν λεπτότερο του κανονικού. Μέσα στον εγκέφαλο υπήρχε πηχτό αίμα".
Ο θάνατος αποδόθηκε σε ενδοκρανιακή αιμορραγία και ανεπάρκεια της καρδιάς και της αναπνοής, λόγω πηκτού αίματος στην καρδιά και στους πνεύμονες.
Μάτσης Κυριάκος. Γεννήθηκε στο χωριό Παλαιχώρι, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 23 Ιανουαρίου του 1926.Έπεσε στις 19 Νοεμβρίου 1958 στο κρησφύγετό του στο χωριό Δίκωμο, της επαρχίας Κερύνειας.
Γονείς: Χριστοφής και Κυριακού Μάτση
Αδέλφια: Γεώργιος και Γιαννάκης
Ο Κυριάκος Μάτσης τελείωσε το δημοτικό σχολείο Παλαιχωρίου και το Γυμνάσιο Αμμοχώστου, όταν αυτό λειτουργούσε στο Τρίκωμο, όπου είχε μεταστεγαστεί λόγω του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Σπούδασε γεωπονία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εργαζόταν ως γεωπόνος στην Αμμόχωστο, όταν άρχισε ο αγώνας. Ξεχώριζε για την αγάπη του προς την Ελλάδα, τον άνθρωπο και τη γη, αποκαλώντας καταχραστές της γης όσους δεν καλλιεργούσαν τη γη τους. Αγωνίστηκε σκληρά για τα δίκαια του αγρότη και του εργάτη μέσα στις τάξεις των οργανώσεών τους, της ΠΕΚ και της ΣΕΚ, των οποίων υπήρξε ένας από τους ιδρυτές. Ο πόθος του για απελευθέρωση της Κύπρου εκδηλώθηκε έντονα κατά τα φοιτητικά του χρόνια με ομιλίες και οργάνωση αγωνιστικών εκδηλώσεων στη Θεσσαλονίκη. Διετέλεσε τομεάρχης της ΕΟΚΑ σε περιοχή της επαρχίας Αμμοχώστου από το 1955, αρχηγός συνδέσμων της ΕΟΚΑ από τον Αύγουστο του 1955 ως το Φεβρουάριο του 1956, και τομεάρχης Κερύνειας μέχρι το τέλος του αγώνα.
Στις 9 Ιανουαρίου 1956 συνελήφθη και βασανίστηκε άγρια με ηλεκτροσόκ και άλλες μεθόδους. Επειδή ήταν γνωστή η σχέση του με τον αρχηγό Διγενή και ο σημαντικός ρόλος του στον αγώνα, τον επισκέφθηκε στο ανακριτήριο της Ομορφίτας ο ίδιος ο Κυβερνήτης Χάρντιγκ και του πρόσφερε το μυθικό για την εποχή εκείνη ποσό των 500.000 λιρών, καθώς και φυγάδευσή του για προστασία, αν αποκάλυπτε πού κρυβόταν ο Διγενής. Οργισμένος ο Μάτσης κτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι και του απάντησε "Ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα, αλλά περί αρετής. Λυπούμαι εξοχότατε, αλλά με προσβάλλετε". Ο Κυβερνήτης αποχώρησε αμέσως. Εκτιμώντας το ήθος του Κυριάκου έδωσε εντολή να σταματήσουν τα βασανιστήρια που του έκαμναν. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στα κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς. Εκεί συνέχισε τη δράση του διατηρώντας επαφή με το Διγενή και συνεχίζοντας, κατόπιν εντολής του, τις συνομιλίες Μακαρίου - Χάρντιγκ για λύση του Κυπριακού μετά την εξορία του Αρχιεπισκόπου. Οργάνωσε τους συγκρατούμενούς του, έθεσε σε λειτουργία σχολείο για τους κρατούμενους μαθητές, δημιούργησε βιβλιοθήκη, έκαμνε ομιλίες και γενικά δημιούργησε συνθήκες που τόνωναν το αγωνιστικό φρόνημα μέσα στα κρατητήρια. Οργάνωσε με τόση επιτυχία τη διαφώτιση των Άγγλων στρατιωτών που φρουρούσαν τους κρατουμένους, ώστε αυτοί έκαψαν το στρατόπεδο τους και οι αρχές υποχρεώθηκαν να τους αντικαταστήσουν. Έθεσε σε λειτουργία δίκτυο οργάνωσης δραπετεύσεων, το οποίο συνέχισε τη λειτουργία του και μετά τη δραπέτευση του ιδίου.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1956 δραπέτευσε και ανέλαβε ως τομεάρχης τον τομέα της Κερύνειας, όπου ανέπτυξε πλουσιότατη και πολύπλευρη δράση. Επικηρύχθηκε με το ποσό των πέντε χιλιάδων λιρών. Στις 19 Νοεμβρίου 1958 περικυκλώθηκε στο κρησφύγετό του και ανατινάχθηκε από τις δυνάμεις κατοχής. Με τον ένδοξο θάνατό του αναδείχθηκε ως ένα από τα ινδάλματα του αγώνα. Ό,τι περισώθηκε από το πνευματικό του έργο, αποκαλύπτει τη βαθιά πνευματικότητά του.