Ανταύγειες από την Εθνεγερσία της 25ης Μαρτίου 1821

Η πρώτη επαναστατική πράξη της ελληνικής εθνεγερσίας: ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αποβιβάζεται στη μολδαβική όχθη του ποταμού Προύθου. Ο Ελληνας στρατηγός έχει αποδοθεί από τον Von Hess με στολή Ιερολοχίτη, όμως στην πραγματικότητα έφερε τη ρωσική στολή του για προπαγανδιστικούς λόγους (πίνακας του P.Von Hess, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα).
Της Δρ. Μαρίας - Ελευθερίας Γιατράκου
«Ἄνευ τῆς ἐλευθερίας τί θὰ ἦτο ἡ Ἑλλὰς καὶ ἄνευ τῆς Ἑλλάδος τί θὰ ἦτο ὁ κόσμος!»
Μὲ αὐτοὺς τοὺς δυνατοὺς στίχους καὶ μὲ αὐτὴν τὴν εὐγενῆ ποιητική του ρήση ὁ Γερμανὸς ποιητὴς Wilhelm Müller σφραγίζει τὴν ταυτότητα τῆς πατρίδας μας καὶ ἐπισημαίνει τὴν παγκοσμιότητα καὶ σημασία της.
Κάθε φορὰ ποὺ ἡ ἀνακύκληση τοῦ χρόνου μᾶς ξαναφέρνει τὴν ἐθνική μας γιορτή, λογῆς-λογῆς συναισθήματα ἀναδεύουν στὸν ψυχικό μας χῶρο. Ἡ 25η Μαρτίου ἔρχεται κατανυκτική, πηδακίζοντας ἀπὸ τὶς ἐσώτερες πτυχὲς τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ εὐγνώμονα συντονίζουμε τὴν φωνή μας πρὸς τὸν Δοτῆρα τῆς σωτηρίας μας, μὲ τὴν φωνὴν ἐκείνην τοῦ Ἱστορικοῦ τῆς ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Σπυρίδωνος Τρικούπη: «Αὕτη ἡ ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος. Ναί. Θεοῦ ποίημα εἶναι ἡ εἰκοστὴ πέμπτη Μαρτίου», εἶχε πεῖ ὁ τυρταιϊκὸς ἐκεῖνος διαλαλητής, ὡς ἐπίσημος πρεσβευτὴς τῆς ἐλεύθερης χώρας μας σὲ κάποιο συμπόσιο τοῦ Λονδίνου τὸ 1861.
«Κάθε χρόνο τέτοια ἡμέρα, ξαναψέλνονται τὰ τροπάρια, ξαναϋψώνεται ἡ προσευχή, τὸ ἴδιο λιβάνι καίγεται, ἡ χιλιοειπωμένη ἀκολουθία ἀναβρύζει καὶ ἡ φωνὴ κρατιέται καθαρόηχη, κατανυχτική, λειτουργική», ὅπως εἶπε χαρακτηριστικὰ ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς.
Ἡ παροῦσα μικρὴ προσπάθεια ἂς συντελέσει στὴ δημιουργικὴ ἀναβίωση τῆς ἱστορικῆς μνήμης τοῦ ἔθνους, ὥστε νὰ μπορέσουμε μὲ μάτια καθάρια, χωρὶς παραχαράξεις καὶ ἱστορικὲς κακοποιήσεις, νὰ ἀνασυνθέσουμε τὴν ἐθνική μας μεγαλογραφία. Ὡς ἐθνικὴ γιορτὴ ἡ 25η Μαρτίου ὁρίστηκε μὲ βασιλικὸ διάταγμα τοῦ 1838 κι ὁ χαρακτήρας της εἶναι πολὺ προσφυῶς, διττός. Τὸ ἔθνος μας γιορτάζει τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ του κατὰ τὴν ἴδια ἡμέρα ποὺ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὸν Εὐαγελισμὸν τῆς Θεοτόκου, κι «ἔτσι διατρανώνεται», ὅτι «Ἐκκλησία καὶ ἔθνος κοινὴν ἔχουν τὴν ἀφετηρίαν, κοινὴν καὶ τὴν τροχιά», καὶ ὅτι «Σταυρὸς καὶ Ἑλλάδα εἶναι ἡ διφυὴς λατρεία τοῦ ἀναστάντος Γένους».
Καθὼς ὁ χῶρος τῆς ἐθνεγερσίας εἶναι ἀπέραντος σὲ ἠθικὴ ἔκταση καὶ μὲ ἀνεπανάληπτο δυναμισμό, κι ὅλοι ξέρομε πὼς τὰ μεγάλα γεγονότα τῆς ἱστορίας δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μετουσιωθοῦν καὶ νὰ ἀποτιμηθοῦν μὲ λόγους, γιατί ὅπως λέει ὁ Θουκυδίδης, «δὲν δύναται ὁ λόγος ἰσόρροπος τῶν ἔργων φανῆναι», θὰ προσπαθήσουμε μὲ τὸ ἱστορικό μας περισκόπιο νὰ ἀγγίξουμε ἔστω, τὰ κράσπεδα τοῦ χώρου αὐτοῦ καὶ νὰ ἀφήσουμε εὐλαβικὰ τὸν στοχασμό μας, ν’ ἀπανθίσει νικητήρια βαγιόκλαδα. Ἔτσι θὰ παρελάσουν ἀπὸ μπροστὰ μας μορφὲς ἡρωϊκὲς ἀνεπανάληπτου μεγαλείου, μὲ ἐκδηλώσεις ἐθνικῆς ἀξιοπρέπειας, καὶ θὰ ἀντλήσουμε διδάγματα ἀπὸ τὸ «μέγιστον μάθημα» ποὺ ἔδωσε ἡ Ἑλλάδα στὸν κόσμο.
Τὰ εὐγενέστερα διάσημα τοῦ Ἕλληνα ποὺ στοιχειοθετοῦν τὴν ταυτότητά του, εἶναι ἡ ἀφοσίωσή του στὴν ὀρθόδοξη χριστιανική του πίστη καὶ ἡ ὑπέρμετρη γιὰ τὴν πατρίδα ἀγάπη του.
Γιὰ τὴν διασφάλιση αὐτῶν τῶν δύο ἰδανικῶν συμπυκνώθηκε ἡ βούληση ἑνὸς ὁλόκληρου λαοῦ, κι ἡ λύση ποὺ βρέθηκε ἦταν ἀσυμβίβαστη καὶ μονότροπη. «Γιὰ θάνατο ἢ γιὰ λευτεριά». Νὰ τί διακήρυσσαν οἱ σεμνοὶ ἐκεῖνοι καὶ ταπεινόγνωμοι ἀγωνιστές, ἤδη ἀπὸ τὸ πρῶτο ἔτος τοῦ Ἀγώνα στὴ σύγχρονή τους ἀνθρωπότητα, μὲ τὴν Διακήρυξη τῆς Α΄ Ἐθνοσυνέλευσης τῆς Ἐπιδαύρου: «Ἀπὸ τοιαύτας ἀρχὰς τῶν φυσικῶν δικαίων ὁρμώμενοι, καὶ θέλοντες νὰ ἐξομοιωθῶμεν μὲ τοὺς λοιποὺς συναδέλφους μας Εὐρωπαίους Χριστιανούς, ἐκινήσαμεν τὸν πόλεμον κατὰ τῶν Τούρκων, μᾶλλον δὲ τοὺς κατὰ μέρος πολέμους ἑνώσαντες, ὁμοθυμαδὸν ἐκστρατεύσαμεν, ἀποφασίσαντες ἢ νὰ ἐπιτύχωμεν τὸν σκοπό μας καὶ νὰ διοικηθῶμεν μὲ νόμους δικαίους, ἢ νὰ χαθῶμεν ἐξ ὁλοκλήρου, κρίνοντες ἀνάξιον νὰ ζῶμεν πλέον ἡμεῖς οἱ ἀπόγονοι τοῦ περικλεοῦς ἐκείνου ἔθνους τῶν Ἑλλήνων ὑπὸ δουλείαν τοιαύτην, ἰδίαν μᾶλλον τῶν ἀλόγων ζώων παρὰ τῶν λογικῶν ὄντων. «Ὁμοθυμαδὸν» λοιπόν, «ἐκστρατεύσαμεν». Τὸ Εἰκοσιένα, δὲν μπαίνει μὲ κανένα τρόπον στὸ σχῆμα τῶν ταξικῶν ἀγώνων. Εἶναι κίνημα καθαρὰ ἐθνικόν. Λαὸς καὶ κλῆρος, λαϊκοὶ πολεμιστὲς καὶ καλαμαράδες, καπεταναῖοι καὶ ναῦτες, ἡγεμόνες καὶ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι, «ὕφαναν ὁμοθυμαδὸν» τὸ λάβαρον τῆς ἐλευθερίας. Πρὶν ἀποβιβαστεῖ στὴ Μάνη ὁ Κολοκοτρώνης, ἐκάθησε μαθητὴς στὰ θρανία τῆς σχολῆς τοῦ Μαρτελάου στὴ Ζάκυνθο καὶ πρὶν ὁ Παπαφλέσσας πυρπολήσει τὴν Πελοπόννησο μὲ τὴ φλόγα τοῦ ἐνθουσιασμοῦ του, εἶχε γίνει μαθητὴς τοῦ Αἰνιάνος, ὁ ὁποῖος ἄνοιξε στὰ ἔκθαμβα μάτια του τοὺς θησαυροὺς τῆς μεγάλης ἐθνικῆς μας παραδόσεως. Πρὶν ὁ Γεώργιος Λασσάνης ὁ ὑπασπιστὴς τοῦ Ἱεροῦ Λόχου σύρει τὸ σπαθί, θὰ δώσει στὸ θέατρο τῆς Ὁδησσοῦ ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα νεοελληνικὰ δράματα, τὸν «Ἁρμόδιον καὶ Ἀριστογείτονα», ποὺ δὲν εἶναι παρὰ σάλπισμα ἐπαναστατικόν. Οἱ μορφωμένοι νέοι ποὺ γεμίζουν τὴν αἴθουσα, τὸν ὑποδέχονται μὲ ἐνθουσιώδη χειροκροτήματα. Εἶναι ὅλοι αὐτοί, ποὺ τὸν Φεβρουάριον τοῦ 1821, μὲ τὸν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη στὴ Βλαχία, θὰ ἀνοίξουν τὴν αὐλαία στὸ ἄλλο τὸ μεγάλο καὶ ἀληθινὸ δράμα τοῦ πολέμου, γιὰ τὴν ἐλευθερία.
Εἶναι αὐτοί, ποὺ μὲ τὴ μαύρη στολὴ τῶν Ἱερολοχιτῶν καὶ τὰ λευκὰ λοφία, θὰ προχωρήσουν νυμφίοι τῆς δόξας, στὴν πρώτη μάχη μὲ τοὺς Τούρκους στὸ Δραγατσάνι, ψάλλοντας τὸν ὕμνο τοῦ Σώματος:
«Φίλοι μου, συμπατριῶται,
Δοῦλοι νά ᾽μαστε ὣς πότε;»
Σὰν θαλεροὺς στάχεις τοὺς θέρισαν τὰ γιαταγάνια τῶν Σπαχήδων. Κι ὁ ποιητὴς ἐσκόρπισε στὸν τάφο τους τὰ ὡραιότερα ἄνθη τῆς τέχνης του:
«Ἂς μὴ βρέξει ποτὲ τὸ σύννεφο,
κι ὁ ἄνεμος σκληρὸς ἂς μὴ σκορπίση τὸ χῶμα τὸ μακάριον ποὺ σᾶς σκεπάζη…
σᾶς ἅρπαξεν ἡ τύχη τὴν νικητήριον δάφνην
καὶ ἀπὸ μυρτιὰν σᾶς ἔπλεξε
καὶ πένθιμον κυπάρισσον
Στέφανον ἄλλον.
Ἀλλ’ ἄν τις ἀποθάνη
Διὰ τὴν πατρίδα, ἡ μύρτος
εἶναι φύλλον ἀτίμητον
Καὶ καλὰ τὰ κλαδιὰ τῆς κυπαρίσσου…»
Στὸ Δραγατσάνι ἀνοίγεται ἡ αὐλαία, γιὰ νὰ παρελάσουν στὴ συνέχεια πάντοτε πρωταγωνιστὲς καὶ ποτὲ δευτεραγωνιστές, οἱ ἥρωες τοῦ ’21. Ὁ Κανάρης μὲ τὸν δαυλὸ τοῦ πυρπολητῆ. Ὁ Μιαούλης μὲ τὸ τηλεσκόπιο τοῦ Ναυάρχου. Ὁ λεβέντης Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος στὸ Χάνι τῆς Γραβιᾶς. Ὁ Κολοκοτρώνης μὲ τὴν περικεφαλαία. Ὁ Χρῆστος Καψάλης μὲ τὰ γυναικόπαιδα. Ἡ Μπουμπουλίνα ὁλόρθη κατάπρυμνα. Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε΄ στὴν ἀγχόνη. Καὶ ἄλλοι, πολλοὶ ἄλλοι ἀλλοῦ, παντοῦ, ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη στεργιᾶς καὶ πελάγου τῆς αἱματοβαμμένης Ἑλλάδας. Ὁ ἀντίλαλος τῆς Ἱστορίας ξαναλέει τὰ ὀνόματά τους, οἱ ἀνταύγειες τῶν ἡρωϊσμῶν τους ἀντανακλοῦν καὶ σὲ μᾶς τοὺς ἀπογόνους τους.
Τουρκοκρατία! Πυκνὸ σκοτάδι σκλαβιᾶς καλύπτει τὴν Ἑλλάδα. Οἱ τύραννοι ἀλυχτοῦν. Κι ὅμως ἡ δυναστεμένη ραγιάδικη καρδιά, ἔτσι καθὼς «κλειδωμαντάλωσε τὸν ἑαυτό της, ὁμοίαζε μὲ πάμφωτο ναό, μὲ φωτοχυμένη πρωτοχριστιανικὴ κατακόμβη. Πυρσοὶ δαδουχοῦσαν τὰ μυχιά της. Πολυκάντηλα ἀκοίμητα τὰ σύβολά της. Σύμβολα καὶ παλαιϊκὰ θυμήματα, ἱστορία καὶ παράδοση».
Γιὰ νὰ κάνουμε τὴν τομογραφία τῆς ψυχῆς τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ Εἰκοσιένα πρέπει νάρθουμε σ’ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὰ φανερώματα, μὲ τὶς ἐκδηλώσεις τους. Νὰ τοὺς παρακολουθήσομε πῶς σκέφτονταν, πῶς ὁραματίζονταν, πῶς προσδοκοῦσαν, πῶς καὶ σὲ τί ἤλπιζαν, ποιὰ ἰδανικὰ τοὺς συγκλόνιζαν. Μὲ λίγα λόγια ποιὰ ἦταν ἡ βιοθεωρία τους. Ἔργο ἀναμφίβολα δύσκολο, ταυτόχρονα ὅμως καὶ θελκτικό. Ἂν καταφέρει κανείς, ἐρευνητικὰ παρατηρώντας καὶ σχολαστικὰ ἀξιολογώντας νὰ συνθέσει τὸ ψυχογράφημά τους, θὰ φθάσει σ’ αὐτὸ ποὺ ἐπιδιώκει ἡ Ἱστορία ὡς παράγοντα ἀγωγῆς: Τὴν δημιουργία ἱστορικῆς συνείδησης. Θὰ γευτεῖ τὴν ἱστορικὴ πεμπτουσία τοῦ παρελθόντος.
Οἱ μορφὲς τῆς Ἐθνεγερσίας εἶναι «κλασικές, μορφὲς βυζαντινές, τυλιγμένες τῆς ἁγιωσύνης τὴν ἀχλύ, γεραρὲς καὶ μεσοχρονίτικες καὶ πρόσφατες, κι ἀνάμεσά τους προβάλλει ἀκτινοβόλα καὶ πολυσέβαστη, ἡ ἀθάνατη μορφὴ τοῦ πρωταθλητῆ καὶ πρωτομάρτυρα τοῦ Ἀγώνα, τοῦ Ρήγα Βελεστινλῆ». Διδάχος καὶ τραγουδιστὴς καὶ λυράρης τῆς λευτεριᾶς ὁ Ρήγας. Ἡ μορφή του κυριαρχεῖ στὴν περίοδο τῶν πενήντα χρόνων ἀνάμεσα στὰ Ὀρλωφικὰ καὶ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ὅταν τὸ 1769 μὲ τὴν ρωσικὴ ὑποκίνηση ξεσηκώθηκε ὅλος ὁ Μοριάς, ὁ Ρήγας ἦταν παλληκαράκι, κι ὅπως παρατηρεῖ κάποιος βιογράφος του, τότε συνειδητοποιοῦσε τί θὰ πεῖ σκλαβιὰ καὶ τί θὰ πεῖ ἐλευθερία. Δὲν ἔχομε σήμερα ἀκριβεῖς πληροφορίες γιὰ τοὺς λόγους ποὺ τὸν ἀνάγκασαν νὰ φύγει στὰ ξένα. Πάντως ἡ ἐνθουσιώδης πατριωτική του δράση ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ κι ὁ ἡρωϊκός του θάνατος ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔγιναν ἀφορμὴ νὰ δημιουργηθοῦν πολὺ γρήγορα διάφοροι θρῦλοι γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό του, οἱ ὁποῖοι λειτούργησαν σὰν μία τεράστια ἠθικὴ κινητήρια δύναμη ἀργότερα στὶς ψυχὲς τῶν σκλαβωμένων. Ἕνας τέτοιος προφανῶς μεταγενέστερος θρῦλος, λέει ὅτι ὁ φιλελεύθερος Ρήγας σκότωσε κάποιον Τοῦρκο, ἐκπρόσωπο τῆς τουρκικῆς αὐθαιρεσίας καὶ τυραννίας, γιατί δὲν ἀνεχόταν νὰ προσβάλλεται βαριὰ καὶ νὰ ἐξευτελίζεται ἀπ’ αὐτὸν τὸ χωριό του. Ἔτσι πῆρε τὰ βουνά. Κι ἐκεῖ κοντὰ στοὺς κλέφτες του Ὀλύμπου, τραγούδησε ὁ Ρήγας γιὰ πρώτη φορὰ τὸ θούριό του: «Καλύτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωή…»
Σύμφωνα μὲ τὴν ἀξιολογικὴ ρήτρα τοῦ Παλαμᾶ ὁ Ρήγας δὲν ἔγραφε στίχους, σάλπιζε στίχους. Τὰ σαλπίσματά του στοχεύουν κατ’ εὐθείαν στὴν ἑλληνικὴ καρδιά, τὴν ἐμψυχώνουν, τὴν ἐνθουσιάζουν, καὶ τὴν προετοιμάζουν γιὰ τὸν μεγάλο ξεσηκωμό. Χαρακτηριστικὴ εἶναι μία διήγηση τοῦ Φωριέλ, πρώτου συλλέκτη τῶν δημοτικῶν μας τραγουδιῶν. Γράφει λοιπόν: «Ἕνας φίλος μου ταξίδευε τότε στὴν Μακεδονία συντροφιὰ μ’ ἕναν καλόγερο. Τὴ νύχτα κόνεψαν σ’ ἕνα φοῦρνο, ποὺ ἦταν μαζὶ καὶ πανδοχεῖο. Ἕνα παιδί, ἕνα νεαρὸ ἠπειρωτόπουλο, τράβηξε ἀμέσως τὴν προσοχή τους. Εἶχε ὡραῖα μαλλιὰ καὶ περήφανο ἀνάστημα. Κοίταξε τοὺς δύο ταξιδιῶτες, τοὺς μελέτησε νοερά, κι ὕστερα, μ’ ἐμπιστοσύνη στράφηκε στὸν ἕνα: Ξέρεις νὰ διαβάζεις; Ρώτησε. Ἐκεῖνος συγκατένευσε. Καὶ τότε τὸ ἠπειρωτόπουλο τὸν παρέσυρεν ἔξω, στὸν γειτονικὸ κῆπο. Κάθισαν σ’ ἕνα σωρὸ ἀπὸ πέτρες. Τὸ παιδὶ ἔχωσε τὸ χέρι του στὸν κόρφο του καὶ τράβηξε κάτι, δεμένο μὲ σπάγγο, ποὺ τὸν εἶχε περασμένο στὸ λαιμό του. Ἦταν τὰ θούρια τοῦ Ρήγα.
Δίνει στὸν ξένο τὰ τυλιγμένα χαρτιὰ καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ διαβάσει. Ὅταν σὲ κάποια στιγμή, ἐκεῖ ποὺ διάβαζε, ὁ ταξιδιώτης ἔτυχε νὰ ρίξει τὸ βλέμμα στὸ παιδί, εἶδε ἕνα ἠπειρωτόπουλο ἀλλοιώτικο. Τὰ μάγουλά του ἔκαιγαν φλογισμένα. Τὰ χείλη του ἔτρεμαν. Κι ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ ἔρρεαν δάκρυα.
–Εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τ’ ἀκοῦς;
–Ὄχι, ὄχι, λέει τὸ παιδὶ σφουγγίζοντας μὲ τὶς παλάμες τὰ μάτια του. Τά ᾽χω ἀκούσει τόσες φορές…… Ἐγὼ δὲν ξέρω γράμματα. Καὶ παρακαλάω τοὺς ταξιδιῶτες ποὺ ξεπέφτουν ἐδῶ, νὰ μοῦ τὰ διαβάζουν.
«Μὲ ὅμοιον τρόπον τὰ θούρια τοῦ Ρήγα εἶχαν συνεπάρει τὴ ραγιαδοσύνη». Τὸ ἀναπτύσσει ὑπεύθυνα ἕνας λόγιος ἀκριβῶς ἐκείνου τοῦ καιροῦ, ὁ πολὺς Κων/νος Κούμας, σημειώνοντας στὸν 12ο τόμο τῶν «Ἀνθρωπίνων Πράξεων». «Μὲ γλῶσσαν τόσον δημώδη, ὥστε τὴν ἐκαταλάμβανε πᾶσα κλάσις Ἑλλήνων, εἰς τόνον μουσικόν, ὅστις ἦτο πάγκοινος εἰς τὰ στόματα ὅλης τῆς κλάσεως τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος, ὁ Ρήγας ἐσύνθεσεν ὠδὴν παθητικωτάτην, διὰ τῆς ὁποίας ἐκάλει ὅλους εἰς τὰ ὅπλα, διὰ ν’ ἀναλάβουν τὴν ἀρχαίαν δόξαν καὶ ἐλευθερίαν…».
«Τὰ τραγούδια του μετεδόθησαν εἰς ὅλον τὸ Γένος. Μικροὶ καὶ μεγάλοι, καὶ αὐταὶ αἱ γυναῖκες, ἔψαλλον τὴν τοῦ Ρήγα ὠδὴν εἰς πᾶν συμπόσιον καὶ εἰς πᾶσαν συντροφίαν. Μολονότι κατ’ ἀρχὰς ὡς ὄμορφον τραγούδιον, ἤρχισεν ὅμως μετ’ ὀλίγον νὰ ἐνεργῇ ψυχικῶς». Οἱ 126 στίχοι τοῦ θουρίου δὲν ἀποτελοῦν μόνο συναισθηματικὸ κέντρισμα γιὰ τοὺς ραγιάδες, ἀλλὰ καὶ ὑποκίνηση γιὰ συγκεκριμένη δράση ὕστερα ἀπὸ βαρὺ ὅρκο.
«Ἐλᾶτε μ’ ἕναν ζῆλο σὲ τοῦτον τὸν καιρό,
Νὰ κάμωμεν τὸν ὅρκον ἐπάνω στὸν Σταυρόν.
συμβούλους προκομμένους μὲ πατριωτισμόν,
νὰ βάλωμεν, εἰς ὅλα νὰ δίδουν ὁρισμόν.
οἱ Νόμοι νάν’ ὁ πρῶτος καὶ μόνος ὁδηγός,
καὶ τῆς Πατρίδας ἕνας νὰ γένη ἀρχηγός.
γιατί κι ἡ ἀναρχία ὁμοιάζει σὰν σκλαβιά
νὰ ζοῦμε σὰν θηρία, εἶν’ πιὸ σκληρὴ φωτιά…»
Τὸ τραγικὸ τέλος τοῦ Ρήγα ματαίωσε τ’ ἀπελευθερωτικά του σχέδια. Ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ ὡστόσο κανεὶς νὰ πεῖ μὲ βεβαιότητα, εἶναι ὅτι καὶ ὁ θάνατος τοῦ Ρήγα ὠφέλησε πολὺ ἀποτελεσματικὰ τὴν ἐθνικὴ ὑπόθεση, γιατί ὁ νεκρὸς Ρήγας ἔγινε σύμβολο καὶ ἰδέα ποὺ τίποτε δὲν μποροῦσε ν’ ἀνακόψει τὴν δραστική της δύναμη.
«Κι ἀπὸ τοὺς κάμπους ὅπου τόφερε τὸ μήνυμα ὁ μπάτης», γράφει ὁ Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης στοὺς «Μαυρόλυκους», «τὸ παράλαβε ὁ νοτιάς, τὸ παράλαβε ὁ βοριάς, καὶ μονομιᾶς τ’ ἀνέβασαν, βουΐζοντας στὰ κορφοβούνια. Δὲν στάλιασαν στὴν ἄκρη τῆς πλαγιᾶς, μον’ μπούκωσαν στὶς ρεματιὲς μὲ τοὺς πολλοὺς ἀντίλαλους κι ἀπάνω στὶς τετράψηλες βουνοκορφές, ὅπου ᾽ναι ψηλοκρεμασμένα τὰ χωριὰ καὶ τῶν κλεφτῶν τὰ λημέρια. Καὶ ποῦ νὰ τὰ κρατήσεις τότες τὰ παλληκάρια! Θεριὰ γινήκανε ἀνήμερα... Τοὺς τό ᾽χε ὑποσχεθεῖ ὁ καπετάνιος. Ἄστε νὰ ᾽ρθεῖ ὁ Ρήγας! Πρόσμεναν. Μὰ τώρα δὲν θὰ ᾽ρθεῖ ὁ Ρήγας. Κι ἡ δίψα δὲ βαστιέται πιά…».
Στὴν ἴδια σφαίρα μὲ τὸν Ρήγα, κινεῖται ἕνας ἄλλος «ὁραματιστὴς τῆς ἐλευθερίας τῶν Ἑλλήνων», ὁ ἀγωνιστὴς ἐθνοκήρυξ, ὁ πένης φιλόλογος τῶν Παρισίων, ὁ Ἀδαμάντιος Κοραής. Ὁ Κοραὴς ἐκπροσωπεῖ τὴν χορείαν ἐκείνην τῶν λογίων ποὺ δὲν πολέμησαν μὲ τὸ καρυοφίλι, ἀλλὰ μὲ τὴν γραφίδα. Γιατρός, μὲ δυὸ διδακτορικὲς διατριβές, ἀναδείχθηκε ὁ μεγαλύτερος φιλόλογος τῶν νεωτέρων χρόνων. Ἡ οἰκείωσή του μὲ τοὺς Ἕλληνες συγγραφεῖς τὸν ἔκανε ν’ ἀντιληφθεῖ ποιὸς ἀμύθητος θησαυρὸς κρυβόταν στὰ συγγράμματά τους, πόσον εἶχεν ὠφεληθεῖ ἡ Εὐρώπη ἀπὸ τὴν μελέτη τους, καὶ πίστευε ὅτι τὸν ἀμύθητον αὐτὸν θησαυρὸν ἔπρεπε νὰ χρησιμοποιήσει γιὰ τὴν ἀφύπνιση καὶ ἀπελευθέρωση τοῦ δούλου Γένους.
«Ἔξω τούτου τοῦ μέσου της ἀναγεννήσεως τῆς Ἑλλάδος, ἔλεγεν, ἂν εἶναι κανέν’ ἄλλο, τὸ στοχάζομαι καὶ ἄδικον καὶ ἀνόητον· διὰ μόνης τῆς παιδείας ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ ἴδωσιν πάλιν οἱ Ἕλληνες τὴν Ἑλλάδα εὐδαίμονα καὶ στολισμένην μὲ τὰς προγονικὰς ἀρετάς, μὲ τὴν ἀρχαίαν παιδείαν, εὐνομίαν καὶ δόξαν αὕτην». Ἔτσι ἔκανε λαμπρὲς ἐκδόσεις διαφόρων ἔργων ἀρχαίων Ἑλλήνων ποιητῶν καὶ πεζογράφων, τὶς ὁποῖες ἐκόσμησε ἰδιαίτερα μὲ βαρυσήμαντα προλεγόμενα, ἐφρόντισε νὰ τὶς διαδώσει εὐρύτατα μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ.
Δὲν ἀρκεῖται ὅμως μόνον σ’ αὐτό. Ἀπὸ τὸ Παρίσι ἐξακοντίζει πρὸς τὴν Ἑλλάδα ἀκτῖνες τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πνεύματος σωστικὲς καὶ σαλπίσματα πατριωτικὰ πρωτάκουστα. Ὁλόκληρη ἡ ζωή του εἶναι ἕνα σάλπισμα πολεμιστήριο. Μὲ τὸν ἀνεξάντλητον θησαυρὸν τῆς σοφίας τοῦ ἀντλεῖ διδάγματα ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τὴν προγονικὴν σοφίαν καὶ ἐπιθυμεῖ τὴν πνευματικὴ καὶ πολιτικὴ ἀναγέννηση τοῦ ἔθνους. Πιστεύει ὅμως ὅτι τὸ πρῶτον ἀγώνισμα τῶν Ἑλλήνων θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ καταπολέμηση τῶν παθῶν τους καὶ ἡ ἐκρίζωση τῶν εὐτελῶν ἐλατηρίων τους, γιατί ἂν αὐτὸ δὲν γίνει, θὰ γίνουν οἱ ἴδιοι οἱ Ἕλληνες τύραννοι τῆς πατρίδος. Εἶναι χαρακτηριστικὰ αὐτὰ ποὺ ἀπευθύνει πρὸς τοὺς συμπατριῶτες του. «Μὲ ἀπαρηγόρητον θλῖψιν τῆς ψυχῆς μου, φίλοι ὁμογενεῖς, ἀκούω, ὅτι ἀφοῦ καταπολεμήσετε γενναίως τοὺς ἀγρίους τυράννους της Ἑλλάδος, πολεμεῖσθε τώρα ἀπὸ ἀσυγκρίτως ἀγριωτέραν τυραννίαν, τὴν τυραννίαν τῶν παθῶν…». Στὴ συνέχεια τονίζει τὴν σημασίαν τῆς ἀγάπης πρὸς ἀλλήλους καὶ τὴν ὑποταγὴ στοὺς νόμους καὶ τὰ δόγματα τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τὸν ἀπασχολεῖ ἔντονα ἡ ἠθικὴ κάθαρση καὶ ὁ ἐξωραϊσμὸς τῶν Ἑλλήνων, ὅπως φαίνεται στὴ συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς: «Δὲν ἀρκεῖ ὅτι ἀπετινάξαμεν τὸν ζυγὸν τοῦ μιαροῦ τυράννου, γράφει, ἂν δὲν πλύνομεν τοὺς ρύπους μὲ τοὺς ὁποίους ἐμίανε τὰς ψυχάς μας ἡ τυραννία. Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρωτῶ σας ὁμογενεῖς, ἐπαναστάθητε κατὰ τοῦ τυράννου; διατὶ πολεμεῖτε; διὰ τὰς ἀδικίας του· διότι εἶχε δύο ζύγια, δύο μέτρα ἄνισα, δύο νόμους ὁ ἄνομος, ἕνα διὰ τοὺς ὁμοθρήσκους του καὶ ἄλλον δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀσεβεῖς, ὅπως ἐτόλμα νὰ μᾶς ὀνομάζει, ὁ ἀσεβέστατος...». Καὶ συνεχίζοντας τοὺς λέγει, ὅτι ἂν αὐτοὶ ἔχουν σκοπὸν νὰ φέρονται ἄνισα καὶ ἄδικα, καὶ ἂν γι’ αὐτὸ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους ἄδικα, ἔγιναν αἴτιοι ἐπαναστάσεως, ἢ μᾶλλον «αἴτιοι δι’ ὅσους ἔσφαζαν καὶ σφάζουν οἱ αἱμοβόροι Τοῦρκοι…».
Ὁ μεγάλος διδάσκαλος τοῦ Γένους, θεωροῦσε ὅτι δὲν νοεῖται ἐλευθερία ἐθνική, ἂν δὲν συμβαδίζει μὲ τὴν πνευματικὴν ἐλευθερίαν. Ἀλλ’ ἐκεῖ ποὺ διαφαίνεται ὁ ἄμετρος πόνος του γιὰ τὴ σκλαβωμένη του πατρίδα, εἶναι σὲ ἐπιστολὲς ποὺ ἀπευθύνει πρὸς τὸν ἐθνικὸν εὐεργέτην Βαρβάκην, ἐνδεικτικὲς βέβαια τοῦ γιγάντιου ἔργου του, ποὺ ἀδυνατοῦμε ἔστω καὶ ἐπιγραμματικὰ νὰ ἀναφέρομε. Γράφει λοιπὸν πρὸς τὸν Βαρβάκην: «Ἡ τελευταία σου ἐπιστολή, 24 Μαΐου, ἦλθε εἰς καιρόν, ὅτε εἶχα χρείαν παρηγορίας διὰ νὰ μὴν σχάσω ἀπὸ τὸ κακόν μου διὰ τὴν ἀπαρηγόρητον καὶ ἀπροσδόκητον συμφορὰν τῆς Χίου, τὴν ὁποίαν αὐτοῦ ἀκόμη δὲν ἐγνώριζες...». Στὴν συνέχεια ἐκλιπαρεῖ τὴν χρηματικὴν βοήθειαν τοῦ Βαρβάκη, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση Χίων αἰχμαλώτων. «Τούτους ὅλους», γράφει, «φαντάσου ὅτι τοὺς ἔχεις ἔμπροσθέν σου ἁλυσσοδεμένους, θρηνοῦντας καὶ ζητοῦντας ἀπὸ τὸν Βαρβάκην βοήθειαν... Ἐνθυμεῖσαι, φίλε μου, ὅτι μία ἀπὸ τὰς ἀγαθοεργίας, διὰ τὰς ὁποίας ὁ Θεὸς ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν βάλλει τοὺς ἐλεήμονας εἰς τὰ δεξιά Του, εἶναι τό: «ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με». «Σῶσε, φίλε μου, ἀπὸ τὸν μολυσμὸν τῆς τυραννικῆς ἀσελγείας καὶ τῆς ἀσεβοῦς θρησκείας ὅσους δυνηθεῖς…». Ἀλλ’ ὅμως ἡ ἀπάντηση τοῦ Βαρβάκη εἶναι ἀρνητική. Ὁ μεγάλος εὐεργέτης ἔχει ἐξαντλήσει τὶς οἰκονομικές του δυνατότητες. Ὁ Κοραὴς δὲν πτοεῖται. Εἶναι ἀποφασισμένος νὰ κάνει τὸ πᾶν στὶς ἐπάλξεις τοῦ ἐθνικοῦ ἀγῶνος, γιὰ νὰ ὑλοποιηθεῖ τὸ ὅραμα τῆς ἐλευθερίας. Ὀρθώνει λοιπὸν τὴ φωνὴ τῆς καρδιᾶς του ἰσχυρότερη, δραματικότερη, καὶ ἐκλιπαρεῖ αὐτὸς ὁ διαπρεπὴς λόγιος, ὁ ζητιάνος τῆς πατρίδος, βοήθειαν: «Ἐὰν ἀκριβέ μου φίλε», γράφει, «μετὰ τὴν ἐξέτασιν βεβαιωθεῖς ὅτι δύνασαι ἀκόμη νὰ βοηθήσεις τοὺς ἀναστενάζοντας αἰχμαλώτους ἀδελφούς μας, πρόσεχε, σὲ τὸ λέγω μὲ δάκρυα εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, πρόσεχε διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ, μὴν τοὺς στερήσεις τὴν βοήθειαν ταύτην, διὰ νὰ μὴν χάσεις τὸν μισθὸν ὅλων τῶν περασμένων σου καλῶν ἔργων, ἀλλὰ στεῖλε πάραυτα εἰς βοήθειαν ἢ ἀργύρια, ἐὰν ἀγαπᾶς...! ἐὰν περισσεύει τίποτε, διὰ νὰ θεραπεύσεις τὰς πληγὰς τῆς πατρίδος μας. Δὲν σοῦ τὰ ζητῶ ἐγώ. Φαντάσου ὅτι βλέπεις τὸν Χριστὸν ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρὸν βρεγμένον μὲ τὰ αἵματά Του καὶ φωνάζοντα πρὸς σὲ τὰ πατρικὰ τοῦτα λόγια: «Υἱέ μου Βαρβάκη, πολλαὶ χιλιάδες αἰχμαλώτων βαπτισμένων εἰς τὸ ὄνομά μου, κινδυνεύουν τὴν ὥραν ταύτην νὰ μὲ ἀρνηθῶσιν καὶ νὰ ἐναγκαλισθῶσιν τὴν βλεδυρὰν θρησκείαν τοῦ Μωάμεθ. Ἰδοὺ καιρός, βαπτισμένε εἰς τὸ ὄνομά μου, ἀγαπητὲ υἱέ, νὰ σώσεις τοὺς βαπτισμένους ἀδελφούς σου ἀπὸ τὸν τουρκικὸν μολυσμόν». Τί νὰ πεῖ κανείς, ὕστερα ἀπ’ αὐτά; τὰ σχόλια περιττεύουν καὶ μένει τὸ θεματικὸ κέντρο... «Ἡ Ἑλλάδα καὶ ἡ ἐλευθερία της». Τὸ 1801 γράφοντας στὸν Κοντόσταυλο σημείωνε μεταξὺ ἄλλων: «Ἡ ἡλικία μου δὲν συγχωρεῖ νὰ ἐλπίζω τὰ ἀδύνατα, νὰ ἴδω τὸν ὀστρακισμὸν τῶν τυράννων τῆς Ἑλλάδος. Παράγγειλε ὅμως κανέναν ἀπὸ τοὺς ἐγγόνους σου, ἂν κατὰ τύχην ἔλθει ποτὲ εἰς Παρισίους, νὰ ζητήση τὸν τάφον μου καὶ νὰ μοῦ φωνάξει τρίς: «Ἠλευθερώθη ἡ Ἑλλὰς ἀπὸ τὸ ἄνομον Ἔθνος». Ἀλλ’ ἔζησε καὶ εἶδε τοὺς καρποὺς τῶν μόχθων του, εἶδεν ὅ,τι ἐπόθησε καὶ ὁραματίσθηκε.
Ὁ καρπὸς ποὺ ἔσπειραν οἱ παραπάνω Ἐθνεγέρτες ἐξήγειρε τὶς κοιμισμένες ψυχὲς κι ἐβλάστησε πλούσια στοὺς κόλπους τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. Ποιὰ δύναμη γιγάντωνε τοὺς Φιλικούς, τὸ μαρτυρεῖ ἡ Ἀφιέρωση αὐτῶν ποὺ προσχωροῦσαν στὴν Ἑταιρεία:
«Φέρω μάρτυρα τὸν ἀλάνθαστον ὀφθαλμὸν τοῦ Δημιουργοῦ μας, εἰς τὸν ὁποῖον κανεὶς συλλογισμὸς καὶ ἐπιθυμία δὲν εἶναι ἀπόκρυφος, ὅτι ἐπιθυμῶν τῆς ταλαιπώρου πατρίδος μας καὶ τοῦ ταλαιπώρου Γένους τὴν ἀνάστασιν, ἐμβαίνω μέλος εἰς αὐτὴν τὴν Ἀδελφότητα. Ὅτι ἡ ἀφιέρωσίς μου γίνεται χωρὶς νὰ παραιτηθῶ ἀπὸ καμμίαν ἄλλην αἰτίαν, εἰμὴ μόνον ἀπὸ ἀληθῆ πατριωτισμόν, εὐρισκόμενος ὑγιὴς κατὰ τὸν νοῦν καὶ κατὰ τὸ σῶμα. Τὸν ὅρκον τοῦτον ὑπόσχομαι ὡς τίμιος ἄνθρωπος καὶ ὀμνύω εἰς τὸ Πανάγιον καὶ φοβερὸν ὄνομα τοῦ Θεοῦ, νὰ φυλάξω ἀπαρασάλευτον. Ἂν ὅμως ποτὲ λησμονήσω τὴν ὑπόσχεσίν μου καὶ δὲν φερθῶ ὡς πιστὸς πατριώτης καὶ ἀληθὴς Ἀφιερωμένος, τὸ μὲν σῶμα μου ἀφήνω εἰς ὅλα τὰ βάσανα καὶ δυστυχίας ταύτης τῆς προσκαίρου ζωῆς καὶ τὸν σκληρότατον καὶ ἀτιμότατον θάνατον, νὰ μὴν ἀξιωθῶ ταφῆς καὶ εὐλογίας τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, τὴν δὲ ψυχήν μου παραδίδω δι’ αἰώνιον κόλασιν εἰς τὰς χεῖρας τῶν δαιμόνων, τῶν ἐχθρῶν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἱερᾶς Πίστεώς μας καὶ τὸ ὄνομά μου νὰ γίνη τὸ ὄνομα τῆς κατάρας καὶ τοῦ ἀναθέματος. Σὺ λοιπόν, Ἀδελφέ, δέξου τὴν ἀφιέρωσίν μου, τὴν ὁποίαν τώρα καὶ διὰ πάντα προσφέρω εἰς τὸ Γένος μου διὰ τὴν Ἐλευθερίαν του. Δέξου με Ἀδελφὸν Ἀφιερωμένον εἰς αὐτὸν τὸν Ἱερὸν Δεσμόν».
Εἶναι ὅρκος ἢ διαθήκη τὸ θαυμάσιον αὐτὸ κείμενον; Μόνον ὅταν ὅλο τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ ὁλόκληρη ἀφοσιώνονται στὴν πατρίδα, ὅπως ἀπαιτοῦσε ὁ ὅρκος τῶν Φιλικῶν, εἶναι δυνατὸν νὰ ἐγερθοῦν ἀπὸ τὴν νάρκη τὰ ἔθνη. Ἔτσι ὕστερα ἀπὸ λίγο σαλπίστηκε τὸ ἐγερτήριον ἀπὸ τὸ Γενικὸν Στρατόπεδον τοῦ Ἰασίου, ἀπὸ ὅπου κατερχόταν ἡγέτης τοῦ μεγάλου Ἀγώνα ὁ ἡγεμονικὸς γόνος τῶν Ὑψηλαντῶν, ὁ πρῶτος στρατιωτικὸς ἡγέτης τοῦ πεδίου τῆς μάχης τοῦ 1821, ὁ ὁποῖος μεταξὺ ἄλλων ἔλεγεν: «Ἂς κινηθῶμεν λοιπόν, μὲ ἐν κοινὸν φρόνημα. Μὲ τὴν ἕνωσιν, ὦ συμπατριῶται, μὲ τὸ πρὸς τὴν ἱερὰν θρησκείαν σέβας, μὲ τὴν εὐτολμίαν καὶ σταθερότητα, ἡ νίκη μας εἶναι βεβαία καὶ ἀναπόφευκτη. Αὐτὴ θέλει στεφανώσει μὲ δάφνας ἀειθαλεῖς, αὐτὴ μὲ χαρακτήρας ἀνεξαλείπτους θέλει χαράξει τὰ ὀνόματα ἡμῶν εἰς τὸν ναὸν τῆς ἀθανασίας διὰ τὸ παράδειγμα τῶν ἐπερχομένων γενεῶν».
Ἀλλὰ γιὰ νὰ ὁδεύσει τὸ ἔθνος τὸν δρόμον τοῦ ξεσηκωμοῦ του καὶ ν’ ἀνοίξει ἡ αὐλαία τῆς Ἐθνεγερσίας στὸ Ἰάσιον, χρειάσθηκε καὶ μία ἄλλη πάμφωτη μορφὴ νὰ καταυγάσει τὸν προεπαναστατικὸ χῶρο. Ἡ μορφὴ τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Τοῦ χωριατόπαιδου ἀπὸ τὸ Μεγάλο Δένδρο τοῦ Ἀποκούρου Αἰτωλίας. Γυιὸς πτωχοῦ ὑφαντῆ ὁ Κοσμάς, ἀπὸ μαθητὴς τοῦ διάκου Ἀνανία τοῦ Δερβιζάνου καὶ τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου στὴν Μονὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, βρέθηκε σπουδαστὴς τῆς «Ἀθωνιάδας Ἀκαδημίας», ὅπου εἶχε δύο σπουδαίους διδασκάλους, τὸν Μεσολογγίτη Παλαμὰ στὰ γραμματικὰ καὶ τὸν Εὐγένιο Βούλγαρη στὰ φιλοσοφικά. Ἱερομόναχος ἀμέσως ἔπειτα στὴ μονὴ τοῦ Φιλοθέου, οἰστρηλατημένος ἀπὸ ἔνθεο ζῆλο καὶ πονώντας βαθιὰ γιὰ τὴ δουλεία τοῦ Γένους, ἀνέλαβε κολοσσιαία δράση μὲ διπλὸ σκοπό. Ν’ ἀποσοβήσει τὸν ἐπαπειλούμενο ἐξισλαμισμὸ τῆς Ἠπείρου καὶ νὰ ἱδρύσει παντοῦ, ὅπου δὲν ὑπῆρχαν, ἑστίες φωτισμοῦ γιὰ τὰ παιδιὰ τῶν ραγιάδων, καὶ τὸ φῶς τῆς πνευματικῆς παράδοσης τοῦ ἔθνους. Τοὺς ἐπέτυχε καὶ τοὺς δύο, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τὴν θαυμαστὴ πορεία του μὲ μαρτυρικὸν θάνατον. Τὰ ὅπλα του στὴν ἡρωϊκή του ἐξόρμηση, ποὺ ἄρχισε κατὰ τὸ 1760, ἀπὸ τὴν Κων/πολη, στὴν Μακεδονία, τὴν Θεσσαλία, τὴν Στερεὰ Ἑλλάδα, τὴν Ἤπειρο, τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου καὶ τοῦ Ἰονίου, ἦταν ἕνας μεγάλος ξύλινος σταυρός, ποὺ στηνόταν στὸ ὕπαιθρο, γιατί πάντα στὸ ὕπαιθρο ἐκήρυττε, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε πουθενὰ ἐκκλησία ἢ ἄλλος χῶρος ποὺ νὰ χωρεῖ τὰ πλήθη ποὺ ἔτρεχαν στὸ κήρυγμά του- ἕνας ξύλινος σταυρὸς ποὺ ἔμενε καρφωμένος κάθε φορὰ στὸ σημεῖο ποὺ στηνόταν γιὰ νὰ θυμίζει τὴ διέλευσή του, καὶ ἕνα θρονί, ὅπου ἀνέβαινε γιὰ νὰ ὁμιλήσει, καὶ πρὸ πάντων, ἡ φλογερὴ καὶ χειμαρώδης εὐγλωττία του, ποὺ ἠλέκτριζε, ἐνθουσίαζε, ἀνύψωνε καὶ παρέσυρε τὰ ἀκροατήρια. Κι ὄχι μόνον οἱ Ἕλληνες, ἀλλὰ καὶ οἱ Τοῦρκοι, τὸν ἄκουαν μ’ εὐλάβεια καὶ κατάνυξη, κι εἶχε θαυμαστὲς πασάδες, ποὺ τὸν ἐπροστάτευαν, ἕνας μάλιστα ἀπ’ αὐτοὺς τοῦ ἐδώρησε καὶ πολυτελέστατο θρονὶ γιὰ τὸ κήρυγμά του, ὁ δὲ φοβερὸς Ἀλὴ Πασὰς τῶν Ἰωαννίνων, τοῦ ὁποίου ὁ Κοσμᾶς εἶχε προφητεύσει τὴν ἐκπληκτικὴν ἄνοδον, τὸν ἐλάτρευε τόσον, ὥστε, ὅταν κατόπιν διαβολῶν κάποιων σκοτεινῶν ἐμπόρων καὶ τοκογλύφων καὶ τῆς ἐπίτηδες παρεξηγημένης διαταγῆς ἑνὸς Τούρκου διοικητοῦ τὸν ἐθανάτωσαν, διέταξε νὰ κατασκευάσουν ἀργυροῦν ὁμοίωμα τῆς κεφαλῆς του καὶ ὅταν τοῦ τὴν παρουσίασαν, τὴν ἔψαυσε τρεῖς φορὲς μὲ τὴν γενειάδα του, δεῖγμα βαθυτάτου σεβασμοῦ. Κι ἐπειδὴ δὲν ἄρεσε καθόλου στοὺς Μουσουλμάνους ἡ ἐκδήλωση αὐτή, στράφηκε καὶ τοὺς εἶπε: «Φέρτε μου ἕναν Μουσουλμάνο σὰν αὐτὸ τὸν Χριστιανό, νὰ τοῦ φιλήσω καὶ τὰ πόδια».
Πλῆθος ἱερέων καὶ μοναχῶν παρακολουθοῦσαν ἐπίσης τὸν Κοσμᾶ στὰ φλογερά του κηρύγματα, ποὺ στὴ συνέχεια διασκορπίζονταν στὶς περιοχές του, κήρυσσαν κατὰ τὸ πνεῦμα του, κι ἐκαλοῦσαν τοὺς προεστούς, τοὺς δημογέροντες καὶ τοὺς κατοίκους νὰ βοηθήσουν στὴν ἵδρυση σχολείων. Κι ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ ἀληθινὸν θαῦμα, ὅτι στὶς τριάντα ἐπαρχίες ποὺ ἐκήρυξε, κατόρθωσε νὰ ἱδρύσει διακόσια κοινὰ (δημοτικὰ) σχολεῖα καὶ τριάντα ἀνώτερα, τὰ ὁποῖα ὀνομάζει «Ἑλληνικά». Τότε εἰσήχθη καὶ τὸ σύστημα τῶν οἰκοσίτων σχολείων ποὺ ὀργανώθηκε κοινοβιακά. Σ’ αὐτὰ ἐχορηγοῦσαν δωρεὰν στοὺς μαθητὲς τροφὴ καὶ διδασκαλία. Οἱ πλούσιοι ὅριζαν διάφορα κληροδοτήματα, γιὰ τὴν συντήρηση τῶν διδασκάλων καὶ μαθητῶν καὶ γιὰ τὸν ἐμπλουτισμὸ τῶν βιβλιοθηκῶν.
Θὰ τολμοῦσε ἆραγε κανεὶς ὕστερα ἀπὸ τὴν τεράστια αὐτὴ ἐθνικὴ προσφορὰ τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, νὰ μειώσει τὸ πνευματικὸν ἀνάστημα τῶν ρασοφόρων τοῦ Γένους; Οἱ τιμημένοι ρασοφόροι συμπορεύονται μὲ τὸ Γένος, σὲ κάθε ἔκφανση τῆς ἱστορικῆς του ζωῆς. Ρασοφόρος ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, ἕναν ὄρθρο τοῦ Μαρτίου, γονατισμένος μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, πλάϊ στὴν Ὡραία Πύλη, προσευχόταν. Κι ὅταν ὁ ἥλιος χρύσωσε τὸν ἱερὸ λόφο τῆς Ἁγίας Λαύρας γαλήνιος ὑποδέχεται τοὺς ὁπλαρχηγούς, ποὺ καταφθάνουν μὲ τοὺς ἄντρες τους ἀπὸ ὅλη τὴν γύρω περιοχή. Ἑξακόσιοι περίπου ἦταν οἱ πολεμιστές, μὰ εἶχαν κι ἄλλοι μαζευτεῖ ἀπὸ τὰ βαθιὰ χαράματα, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴν παράκληση ποὺ θά ᾽κανε ὁ Γερμανὸς στὴν Παναγιά, καὶ τὴν δοξολογία γιὰ τὴν εὐόδωση τοῦ Ἀγώνα.
Κι ὅταν ὁ μεγαλόπνοος ἐκεῖνος Ἀρχιεπίσκοπος βγαίνοντας ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη, ξεκρέμασε τὸ χρυσοκέντητο παραπέτασμά της, ποὺ παρίστανε τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καὶ τὸ σήκωσε ψηλά, λέγοντας μὲ δυνατὴ φωνή, «Ἑλληνικὲ Λαὲ καὶ γενναῖε Στρατέ, ὁρκιζόμαστε ἐν ὀνόματι τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ Λαβάρου νὰ ἀγωνιστοῦμε μέχρι τελευταίας ρανίδος τοῦ αἵματος», τότε ὅλοι ὅσοι ἦταν μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἔτρεξαν κλαίγοντας νὰ ὁρκιστοῦν ἐπάνω στὸ Λάβαρο, ἐπαναλαμβάνοντας τὴν ἀθάνατη φράση: «Ἐλευθερία ἢ θάνατος». Ἱερότερη εἰκόνα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ παρουσιάσει ὁ περίβολος τῆς Μονῆς μὲ τὸν ἱστορικὸ πλάτανο, ποὺ στὸν κορμό του ἦταν κρεμασμένα τὰ ὅπλα τῶν ἀγωνιστῶν, τὴν ὥρα ποὺ οἱ σεβάσμιοι φουστανελλοφόροι ἄρχοντες μιλοῦσαν στοὺς ἀνυπόμονους ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ συμπατριῶτες τους.
Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, φτερώνει μὲ τὶς εὐλογίες του τὸν Ἀγώνα γιὰ τὴν ἐλευθερία. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ γίνει διαφορετικά, ἀφοῦ ἐμαθήτευσε ὡς ὑποτακτικός, κοντὰ στὸν ἄλλο πνευματικὸ γίγαντα ρασοφόρο, τὸν ἐθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ε΄; Ὅταν ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´ ἐξορίσθηκε στὴ Μονὴ Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους τὸ 1798, βαθειὰ λυπημένος γιὰ τὸν «Παναγιώτατο» καὶ προστάτη του, τὸν ἀκολουθεῖ στὴν ἐξορία ὁ τότε διάκονος Γερμανός, διακόπτοντας τὶς σπουδές του στὴν Κων/ λη. Ἀναγκάζεται νὰ ἐγκαταλείψει τὸν Πατριάρχη του ἀπὸ ὑπακοή, γιὰ νὰ μεταβεῖ στὴν Πόλη, γιὰ νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του. Ὁ ἕνας πνευματικὸς γίγαντας ρασοφόρος ἁμιλλᾶται τὸν ἄλλον, στὴν ἀρετή, στὴν γενναιότητα, στὸν ἡρωϊσμό, πάνω στὶς ἐπάλξεις τοῦ ἐθνικοῦ χρέους. Κι οἱ δύο πρωτοπόροι στὸν μεγάλο ξεσηκωμό. Ποιός θὰ τό ᾽λεγε ποτὲ ποιό ρόλο θά ᾽παιζε γιὰ τὴν πατρίδα ὁ καθ’ ἕνας τους; Ὁ Γεωργάκης Ἀγγελόπουλος, τὸ φτωχὸ τσοπανόπουλο ἀπὸ τὴν Δημητσάνα, ὁ μαθητὴς τοῦ ξακουσμένου καλόγερου Γαβριήλ, διαγράφει στὴ ζωή του τέτοια φωτεινὴ τροχιά, ποὺ τὰ ἴχνη της θὰ σημαδέψουν- οὐράνιο τόξο- στὶς σελίδες τῆς Ἱστορίας. Δημητσάνα ἡ ἀφετηρία του, Σμύρνη ὁ δεύτερος μεγάλος σταθμὸς τῆς ζωῆς του. Ἐκεῖ συνεχίζει τὶς σπουδές του στὴν περίφημη Εὐαγγελικὴ Σχολή, καὶ ἐν συνεχείᾳ μαθητεύει στὴν Πατμιάδα Σχολή. Ἐδῶ θὰ διδαχθεῖ Ἑλληνικὴ Φιλολογία ἀπ’ τὸν μεγάλο δάσκαλο Δανιὴλ τὸν Κεραμέα καὶ ἀνώτερη φιλοσοφία ἀπὸ τὸν Βασίλειο τὸν Κουταληνό, «ἐκγυμναζόμενος περὶ τοὺς νόμους τῆς τε θείας καὶ ἀνθρωπίνης σοφίας μετ’ ἐπιμελείας ἐνδελεχῶς». Στὸ νησὶ τῶν ὁραματισμῶν καὶ τῆς Ἀποκαλύψεως ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη γέννησε τὸ Λιοντάρι τῆς Φιλικῆς Ἐταιρείας- ἕναν Ἐμμανουὴλ Ξάνθο, ὁ Γεώργιος Ἀγγελόπουλος ἀναπτύσσεται πνευματικά, μεστώνει ὁ πατριωτισμός του, καὶ προπονεῖται γιὰ τὸν μεγάλο στίβο, ὅπου τοῦ μέλλεται νὰ διαπρέψει τὸ ἄστρο του ποὺ θὰ φωτίζει ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς τὰ βήματά του, μέσα στὰ σκοτάδια τῆς μαύρης σκλαβιᾶς, ποὺ ἔχει ἀνατείλει στὴν ἑλληνικότατη Μικρὰ Ἀσία καὶ τὸν περιμένει. Ἐκεῖ τὸν περιμένει καὶ ὁ πρῶτος στέφανος. Ἀπὸ ἐκεῖ θὰ ξεκινήσει καὶ γιὰ τὸν τελευταῖο, «τὸν στέφανο τῆς ζωῆς». Ἔτσι ἔχει διαβάσει στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως: «Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Σμύρνῃ ἐκκλησίας γράψον· γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς». Ὅταν τὸ 1785 ἐκοιμήθη ὁ Πατριάρχης Γαβριὴλ ὁ Δ΄, καὶ διάδοχός του ἐξελέγη ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος, οἱ Σμυρναῖοι ξέρουν νὰ βραβεύουν σωστά. Καὶ ἐγκρίνουν γιὰ Μητροπολίτη τους τὸν Γρηγόριο, ποὺ ἐπὶ δέκα χρόνια τώρα, ἔδωσε τὶς καλύτερες ἐξετάσεις στὴν πόλη τους. Ὁ Γρηγόριος γι’ αὐτοὺς παρουσιάζει ὅλα τὰ προσόντα: διοικητικά, πνευματικά, ἦθος, μόρφωση μεγάλη, πίστη βαθειά, ἐκκλησιαστικὸ καὶ ἐθνικὸ φρόνημα. «Ὅλοι οἱ Σμυρναῖοι», σημειώνει ὁ Κούμας, «ὁμολογοῦσιν ὁμοφώνως, ὅτι ἦτο σεμνὸς τὸ ἦθος, λιτὸς τὴν δίαιταν, ταπεινὸς τὴν στολήν, ζηλωτὴς τῆς πίστεως, δραστηριώτατος εἰς ὅλα τὰ ἔργα του». Ἀκόμα κι ὁ Κοραὴς ἀναγνωρίζει τὰ πολλά του προσόντα καὶ σπεύδει μὲ πολλὴ ἱκανοποίηση μόλις πληροφορεῖται τὴν ἐκλογή του ὡς Μητροπολίτη Σμύρνης, νὰ τοῦ στείλει ἐπιστολὴν μὲ εὐχές, ἀγνώριση τῶν ἱκανοτήτων του καὶ νὰ ἐκφράσει τὶς προσδοκίες του ἀπὸ ἕνα τέτοιο ποιμένα.
Ὁ ἄξιος ὑποψήφιος τοῦ ἀρχιερατικοῦ θρόνου τῆς Σμύρνης ἐκλέγεται διὰ συνοδικῶν κανονικῶν ψήφων Μητροπολίτης, καὶ τὴν 1ην Αὐγούστου 1785 χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Πατριάρχη Προκόπιο. Ἡ ὑποδοχὴ ποὺ τοῦ γίνεται στὴν Μητρόπολή του εἶναι ἀποθεωτική. Μὲ τὴν ἐκλογή του καὶ τὴν χειροτονία του αὐτὴ ὁ Γρηγόριος πατάει καὶ τὸ δεύτερο πλατύσκαλο, ποὺ θὰ τὸν φέρει ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια στὴν κορυφὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἱεραρχίας. Ἀνάμεσα στὶς ἄλλες του δραστηριότητες, εἶναι καὶ ἡ φροντίδα του γιὰ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του τὴν Δημητσάνα. Ἐκεῖ ὑπάρχει ἕνας νέος φιλομαθής, δραστήριος, ἀλλὰ ἄπορος, ὁ Γεώργιος Κόζιας. Τὸ μαθαίνει, τὸν καλεῖ κοντά του, τοῦ δίνει τὰ μέσα νὰ σπουδάσει. Διαπιστώνει πὼς μέσα στὴν ψυχή του κρύβεται φλόγα πατριωτική, ποὺ μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία θὰ φουντώσει καὶ θ’ ἀνάψει πυρκαϊά. Τὸν χειροτονεῖ διάκονό του. Ὅταν καλεῖται συνοδικὸς στὴν Πόλη, τὸν παίρνει μαζί του γιὰ τελειότερη μόρφωση. Ὁ φτωχὸς διάκος μένει ὁ ἀχώριστος σύντροφος τοῦ Δεσπότη του. Ὁ ἔμπιστος σὲ θέματα πνευματικὰ καὶ ἐθνικά. Ὁ μεγάλος προστάτης διοχετεύει στὴν ψυχὴ τοῦ Γερμανοῦ ὅλη τὴν πατριωτική του φλόγα. Τὸν ποτίζει μὲ τὸ ἀθάνατο νερὸ τῆς Μεγάλης Ἰδέας, τῆς Λευτεριᾶς. Μπορεῖ δικαιολογημένα νὰ σεμνύνεται ἀργότερα, πὼς μὲ τὴν ἐπιρροή του ἑτοίμασε ἕνα μεγάλο πρωταγωνιστὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Γένους καὶ ἀπ’ τὰ πιὸ σημαντικὰ μέλη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, τὸν Μητροπολίτη Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό. Καὶ νά, ἡ «μεγάλη ὥρα» ποὺ τὸ Γένος καὶ ὁ Γρηγόριος θὰ φορέσουν τὸ ἀκάνθινο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου καὶ τὸν φωτοστέφανο τῆς δόξας ἔφθασε. Ὅταν τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1797 παραιτήθηκε ὁ Πατριάρχης Γεράσιμος ὁ Γ´, ἡ σύνοδος τῶν Πατριαρχείων, ἐκλέγει «ὁμοθυμαδὸν» διάδοχό του, τὸν Σμύρνης Γρηγόριον. Εἶναι ἡ πιὸ κρίσιμη στιγμὴ τῆς νεοελληνικῆς Ἱστορίας. Γι’ αὐτὸν ὁ πατριαρχικὸς θρόνος θὰ εἶναι Σταυρὸς καὶ Ἀνάσταση μαζί. Κατηγορεῖται σὲ λίγο ὅτι δὲν φρόντισε νὰ νουθετεῖ καλὰ τοὺς ραγιάδες, καὶ μὲ βεζυρικὸ διάταγμα γίνεται ἔκπτωτος ἀπὸ τὸν θρόνο τὸ 1798 καὶ χαρακτηρίζεται «ὡς ἀνίκανος, εἰς διατήρησιν τῆς τῶν λαῶν ὑποταγῆς…». Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1806 ἀνακαλεῖται ἀπὸ τὴν ἐξορία. Ἀλλὰ ἡ ζωή του εἶναι προορισμένη νὰ ἀνεβοκατεβαίνει τὰ σκαλιὰ τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου καὶ τὶς βαθμίδες τῆς πνευματικῆς κλίμακας τοῦ Ἄθω. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ὀχτάχρονη πατριαρχία τὸν ἀναμένει καὶ πάλι δεκάχρονη ἐξορία, στὴν Μονὴ Μεταμορφώσεως στὴν νῆσο Πρίγκηπο καὶ στὴν συνέχεια στὸ Ἁγιώνυμον Ὅρος. Ἄλλωστε τὸ κλειδὶ τοῦ κελλιοῦ του τὸ ἔχει πάντα μαζί του. Ὅμως ἂν τὸ Γένος τὸν χρειασθεῖ, δὲν μνησικακεῖ, θὰ δώσει πάλι τὸ παρόν. Στὴ συνείδηση τοῦ Γένους, αὐτὸς εἶναι ὁ Πατριάρχης. Οἱ ἄλλοι ποὺ τὸν ἀντικαθιστοῦν, εἶναι προσωρινοί, περαστικοί. Δέκα χρόνια ἔμεινε ἐξόριστος ὁ Ἐθνάρχης. Δέκα χρόνια γιὰ πνευματικὴ καὶ ψυχικὴ προετοιμασία. Γιὰ τὸν μεγάλο ξεσηκωμό, καὶ τὴν Ἀνάσταση. Τὸ προαισθάνεται. Αὐτὸς θὰ κρατήσει καὶ πάλι τὸ τιμόνι τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἔθνους στὶς φουρτουνιασμένες στιγμές. Ὁ Γρηγόριος ἔρχεται θριαμβευτικὰ γιὰ τρίτη φορὰ στὴν «Πόλη τῶν Κωνσταντίνων», γιὰ νὰ στερεώσει καὶ νὰ κυβερνήσει τὸ κλυδωνιζόμενο σκάφος τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ πλῆθος ζητωκραυγάζει καὶ εὐλογεῖ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν μεγάλη του εὐτυχία. Τὸ μοναδικὸ φιλολογικὸ περιοδικὸ τῆς ἐποχῆς ὁ «Λόγιος Ἑρμῆς», ἀναγγέλει μὲ χαράν: «Σπεύδομεν νὰ κηρύξωμεν εἰς τὸ πανελλήνιον τὰ εὐαγγέλια τῆς μετακλήσεως τοῦ Γρηγορίου εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν θρόνον, ἵνα διευθύνῃ τὸ τρίτον τοὺς εἰς αὐτὸν ἐμπιστευθέντας λαούς, εἰς τὴν ἀληθῆ τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς εὐθύτητος ὁδόν…». Δίχως νά ᾽ναι μέλος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας ὁ Γρηγόριος, διαθέτει τὰ πάντα γιὰ νὰ πραγματωθοῦν οἱ σκοποί της. Χωρὶς νὰ δίνει στόχο στὴν Πύλη μὲ ἐπιπόλαιες ἐνέργειες, γίνεται ἡ εὐχὴ τοῦ Ἀγώνα. Ὅμως ἡ Πύλη, φαίνεται, πληροφορεῖται τὶς ἐνέργειές του, κι ὁ Πατριάρχης ἔχει γίνει ὁ στόχος της. Οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Γένους καὶ θερμοὶ πατριῶτες τὸν προτρέπουν νὰ φύγει. «Συμφέρει ἕνα ἀπολέσθαι ὑπὲρ τοῦ λαοῦ», ἀπαντᾶ ἐκεῖνος. «Ὁ μισθωτὸς δὲ καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, φεύγει καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα. Ὁ δὲ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων…».
Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς μέρες ὁ ἴδιος ὁ Μεγάλος Διερμηνέας Κων/νος Μουρούζης, φθάνει κατάχλωμος στὸ Πατριαρχεῖον φέρνοντας φιρμάνι ἀπὸ τὸν Σουλτάνο. Ἡ ὑψηλὴ Πύλη πληροφορήθηκε τὴν στάση στὴ Μολδοβλαχία ἀπὸ μερικοὺς τρελλοὺς καὶ τοὺς λυπᾶται. Διατάζει λοιπὸν τὸν Πατριάρχη νὰ βγάλει ἀφορισμὸ ἐναντίον τοῦ Ὑψηλάντη καὶ τοῦ Σούτσου καὶ ἐναντίον ὅσων ἄλλων εἶναι πρωταίτιοι.
Ὁ Πατριάρχης καὶ ἡ σύνοδος βρίσκουν πὼς εἶναι μία λύση κι αὐτό. Ἂν γίνει ἔτσι, θὰ καταπραΰνουν τοὺς Τούρκους. Θὰ γλυτώσει τουλάχιστον τὸ Γένος ἀπὸ τὴν γενικὴ σφαγή. Ἔτσι ὁ Ἐθνομάρτυρας Γρηγόριος ὁ Ε´, καὶ ἄλλοι Ἱεράρχες ἀναγκάσθηκαν μὲ ἐγκυκλίους νὰ καταδικάσουν τὸν ἐθνικὸ Ἀγώνα, τὸν ὁποῖο στὴ οὐσία ὑποβοηθοῦσαν. Ἐάν, λέγουν, ὁ Γρηγόριος ἐπίστευεν στὴν ἰδέα τῆς Ἐθνεγερσίας, ἔπρεπε νὰ μὴν ἐκδώσει ἀφορισμόν, ὑποκύπτοντας στὴν βία. Ἀλλ’ ὁ ἁγνὸς πατριωτισμὸς ἀπαιτεῖ καμμιὰ φορὰ θυσίες μεγαλύτερες καὶ αὐτῆς ἀκόμη τῆς ζωῆς, διότι κάποτε ἡ μαρτυρικὴ ζωὴ εἶναι πικρότερον ἀλλὰ πιὸ ἐπιβεβλημένο καθῆκον καὶ αὐτοῦ του μαρτυρικοῦ θανάτου. Καὶ αὐτὴν τὴν ὑπέρτατη θυσίαν προσέφερε ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης, ὁ ὁποῖος συναισθάνθηκε συναίσθημα πικρότερον καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου, ὅταν θυσιάζοντας κάθε ἐγωϊσμὸν καὶ ἀποβλέποντας στὸ ἀληθινὸ ἐθνικὸ συμφέρον, ἀναγκάσθηκε νὰ βάλει τὴν ὑπογραφή του κάτω ἀπὸ ἔγγραφο ποὺ καταδίκαζε τὸ κίνημα, γιὰ τὴν ἐπιτυχίαν τοῦ ὁποίου ὁλόψυχα εὐχόταν καὶ ἐργαζόταν. Ὑπογράφοντας, ἀπεμάκρυνε τὶς ὑπόνοιες τῆς Πύλης περὶ συμμετοχῆς στὸ κίνημα ἐπισήμων κύκλων. Μὴ ὑπογράφοντας θὰ ἐπιβεβαίωνε τὶς ὑπόνοιες, ὁπότε θὰ ἐκδηλωνόταν φοβερὴ ἡ τιμωρία τοῦ τυρράνου καὶ θὰ νεκρωνόταν τὸ κίνημα πρὶν ἐκραγεῖ. Ἐξ ἄλλου ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε´ ὑπέστη μὲ θαυμαστὴ καρτερία τὸ μαρτύριο, ὅταν ἡ ὥρα ἐπέστη, ἂν καὶ μποροῦσε νὰ σωθεῖ μὲ τὴν φυγήν. Ὅ,τι ἔκανε, τὸ ἔκανε ἀπὸ σκοπιμότητα, γιὰ τὸ καλὸ τοῦ ἔθνους, καὶ ποτὲ δὲν ὑπῆρξε προδότης. Ὁ ἴδιος ὁ Ὑψηλάντης ἄλλωστε, ξέροντας τὴν γνησιότητα τῶν αἰσθημάτων καὶ κινήτρων τοῦ Πατριάρχη, εἶχε γράψει παλαιότερα καὶ στὸν Κολοκοτρώνη καὶ στοὺς Σουλιῶτες, καὶ ξέροντας ὅτι τὰ ἀντίγραφα τοῦ ἀφορισμοῦ δὲν θὰ ἔχουν καμμία ἀπήχηση στ’ αὐτιὰ τῶν ἐπαναστατημένων ραγιάδων τὰ ἑξῆς: «Νὰ τὰ θεωρῆτε ἄκυρα, καθότι γίνονται μὲ βίαν καὶ δυναστείαν καὶ ἄνευ θελήσεως τοῦ Πατριάρχου». Ἤξερε, πὼς τὴν στιγμὴ ποὺ τὸ ἅγιό του χέρι ὑπόγραφε, εὐχόταν νὰ ἐπιτύχει ὁ ξεσηκωμὸς τῶν ραγιάδων. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ προσπαθοῦσε μὲ κάθε θυσίαν ν’ ἀποφύγει, ἦταν ἡ σφαγὴ τῶν ἀθώων ὅλης της αὐτοκρατορίας. Ποτὲ δὲν πίστεψε ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´ στὸν ἀφορισμό, γι’ αὐτὸ μαζὶ μὲ ἕξι συνοδικούς, παίρνοντας μία λαμπάδα πάνω ἀπ’ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ἀφοῦ βγῆκε ἡ κατάλληλη εὐχὴ ἀπὸ τὰ γεροντικά του χείλη, ἔκαψε τὸ μισητὸ ἔγγραφο. Ἄλλο ἕνα χρέος ἀπέναντι στὸ ἔθνος πληρώθηκε.
Μεγάλη Ἑβδομάδα στὴν Κων/λη. Ἑβδομάδα Παθῶν τοῦ Κυρίου μας, Παθῶν τοῦ Γένους, παθῶν τοῦ Πατριάρχη. Οἱ ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας αὐτὴ τὴ χρονιὰ γίνονται μέρα. Κανένας Χριστιανὸς δὲν τολμᾶ νὰ βρεθεῖ νύχτα στὸ δρόμο. Ἡ τελετὴ κι ἡ Λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως θὰ γίνουν πρωί. Ὁ Πατριάρχης δὲν νοιώθει τὶς δυνάμεις τοῦ καλά. Ὅμως θὰ λειτουργήσει. Ἀρχιερεὺς ποὺ συλλειτούργησε ἐκείνη τὴ φορὰ μαζί του διηγεῖται: «Ἴσως ποτὲ ἕως τώρα ὁ Γρηγόριος δὲν ἦταν πιὸ ζωηρὸς καὶ δὲν ἔκανε λαμπρότερη, κατανυκτικώτερη, πιὸ ζωντανή, καὶ πιὸ μεγάλη Θεία Λειτουργία. Ἀπὸ τὰ μάτια του ἔβγαινε θεία φεγγοβολή». Ὁ Πατριάρχης μέσα σὲ μία ἀτμόσφαιρα χαρμολύπης εὐλογεῖ τὸ ἐκκλησίασμα, καὶ εὔχεται τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Μέσα του εὔχεται καὶ «Ἀναστήτω τὸ Ἔθνος». Ὅμως ὁ Πατριάρχης εἶναι ἤδη καταδικασμένος σὲ θάνατο. Ἡ διαταγὴ ποὺ δίδεται ἀπὸ τὸν Μαχμοὺτ ἦταν: «Ὁ ἄπιστος Πατριάρχης νὰ κρεμασθεῖ ἀπ’ τὴν μεσαία Πόρτα τοῦ Πατριαρχείου». Ἡ ἀγχόνη στήνεται γιὰ τὸν ἐθνομάρτυρα Πατριάρχη κι ὁ δήμιος περνᾶ ἀπὸ τὸ σεβάσμιο κεφάλι τοῦ τὸ βρόχο. Γιὰ τὸν Γρηγόριο τὸν Ε´ αὐτὴ ἡ στιγμὴ εἶναι ἡ ὥρα τῆς χάριτος, καὶ ἡ μεγάλη μορφή του περνᾶ στὴν ἀθανασία. Κάποιοι βέβαια κατὰ καιροὺς θέλουν νὰ παραχαράξουν τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴ μορφὴ αὐτή, τολμοῦν δὲ νὰ βεβηλώσουν ἀκόμη καὶ τὸ ἄγαλμά του, σύμβολο ποὺ εἶναι στημένο μπροστὰ στὸ Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν. Καὶ βέβαια,
«Τὸ μάρμαρο μένει βουβό
καὶ θὲ νὰ μένει ἀκόμα,
ποιὸς ξέρει ὡς πότε ἀμίλητο τὸ νεκρικό του στόμα.
Κοιμᾶται κι ὀνειρεύεται καὶ τότε θὰ ξυπνήσει,
ὅταν στὰ δάση, στὰ βουνά, στὰ πέλαγα βροντήσει,
τὸ φοβερὸ τὸ κήρυγμα, “Χτυπᾶτε πολεμάρχοι”.
Μὴ λησμονεῖτε τὸ σχοινί, παιδιά, τοῦ Πατριάρχη».
Καὶ τώρα τὸ περισκόπιό μας στρέφεται στὴν ἀνεπανάληπτη μορφὴ τοῦ Γέρου τοῦ Μοριᾶ. Ὅταν ὁ ἀθάνατος ἐκεῖνος Κολοκοτρώνης ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο, ἀποβιβάσθηκε στὴ Μάνη γιὰ νὰ συγκροτήσει τὸ πρῶτο ἐπαναστατικὸ σῶμα, εἶπε στὰ ὀλιγάριθμα παλληκάρια του: «Ὁ Θεὸς ὑπέγραψε παιδιά, τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος. Καὶ δὲν παίρνει πίσω τὴν ὑπογραφή του». Τὸν Θεὸν ἔθετε ἐγγυητήν, ὁ βαθυστόχαστος ἀρχηγὸς γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ἀγώνα του. Τὸ 1807, στὸν πρῶτο γύρο τοῦ ἀγώνα, εἴχανε δώσει τὴ ζωή τους εἰκοσιπέντε Κολοκοτρωναῖοι, καὶ στὸ τέλος τοῦ ἀγώνα περίπου ἑκατό.
Ἂν φέρομε εὐλαβικὰ τὰ βήματα στοὺς ἱεροὺς χώρους τοῦ ἱστορικοῦ Μουσείου, μέσα σὲ προθήκη θὰ δοῦμε τὰ ἄρματα καὶ τὴν περικεφαλαία τοῦ Ἀρχιστρατήγου Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Θὰ δοῦμε ἕνα θώρακα κι ἕνα γιλέκο ἀνδρὸς στενόστερνου, ποὺ μέσα ὅμως στὸ στενὸ στέρνο ἔπαλλε καρδιὰ λέοντος. Δικαιολογημένα ἡ πατρίδα τοῦ ἔστησε ἀδριάντα, ποὺ παρίσταται ἔφιππος μὲ τὴν θρυλικὴ περικεφαλαία καὶ προτεταμένο ἡγετικὰ τὸ χέρι, νὰ δείχνει στοὺς λαοὺς τὸ δρόμο τῆς ἐλευθερίας. Ἀναγράφεται στὴ βάση τοῦ ἀδριάντα ἡ ρήτρα- σύμβολο: «Χώρει καὶ σὺ γενναῖε στρατηγὲ ἀνὰ τοὺς αἰῶνας, γιὰ νὰ δείχνεις στοὺς λαοὺς πῶς οἱ σκλάβοι γίνονται ἐλεύθεροι».
Σεμνός, εὐγενής, λεβέντης προβάλλει τώρα ὁ Στρατηγὸς Μακρυγιάννης. Ἕνας κληρικὸς τῆς Ἄρτας τὸν κατήχησε στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία. Ὁ τρόπος ποὺ κατηχήθηκε εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸς γιὰ τὴν συνείδηση τοῦ χρέους ποὺ χαρακτήριζε τὸν δοξασμένο Ρουμελιώτη Στρατηγό.
«Ὁρκίστηκα, γράφει, ὅτι δὲν θὰ μαρτυρήσω κανενοῦ· ὅμως νὰ μοῦ δώσῃ καιρὸν ὀχτὼ ἡμέρες νὰ συλλογιστῶ ἂν εἶμαι ἄξιος δι’ αὐτὸ τὸ μυστήριον… Πῆγα στοχάστηκα καὶ τά ᾽βαλα ὅλα ὀμπρός, καὶ σκοτωμὸν καὶ κιντύνους καὶ ἀγῶνες θὰ πάθω διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος μου καὶ τῆς θρησκείας μου. Πῆγα καὶ τοῦ εἶπα: “Εἶμαι ἄξιος”. Τοῦ φίλησα τὸ χέρι, ὁρκίστηκα». Συνεπὴς στὸν ἑαυτό του φάνηκε μέχρι τέλους. Ὁ ἴδιος γράφει: «Ὅσον ἀγαπῶ τὴν πατρίδα μου, δὲν ἀγαπῶ ἄλλο τίποτας. Νά ’ρθῃ ἕνας νὰ μοῦ εἰπῇ ὅτι θὰ ὑπάγῃ ὀμπρὸς ἡ πατρίδα στέργω νὰ μοῦ βγάλῃ καὶ τὰ δυό μου μάτια». Ἡ ζωή του εἶναι μία ἁλυσσίδα ἡρωϊσμῶν, μεγαλοψυχίας, εὐγένειας. Τὸν χαρακτήριζε ζωηρὴ ἀγάπη γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸν φλόγιζεν ἀσίγαστος ὁ πόθος γιὰ τὴ δικαιοσύνη. Συμφιλίωσε τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο μὲ τὸν Γκούρα, κι ἔπεισε τὸν πρῶτο νὰ ἐφοδιάσει τὴν Ἀκρόπολη μὲ τ’ ἀναγκαῖα του πολέμου. Κατὰ τὴν πολιορκίαν τοῦ Νεοκάστρου, ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο θάνατο τοὺς πολιορκημένους χάρις στὶς ἐπιδέξιες διαπραγματεύσεις του μὲ τὸν Ἰμπραήμ. Ἡ μάχη στὸν Φαληρέα ἦταν προσωπικός του θρίαμβος. Ξένος παρατηρητής, ποὺ παρακολούθησε τὴν μάχη τῆς Καστέλλας, γράφει στὴν ἔκθεσή του, πὼς οἱ Ἕλληνες ποτὲ δὲν πολέμησαν καλύτερα, οὔτε παρουσίασαν μεγαλύτερη παλληκαριὰ καὶ κουράγιο. Ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες στρατηγοὺς ξεχώρισε ὁ Μακρυγιάννης· αὐτὸς καὶ τὰ παλληκάρια του πέφταν στὴ μάχη τραγουδώντας.
Σ’ αὐτὸν χρωστᾶμε καὶ τὴν νίκη τῶν Μύλων, τὴν λαμπρότερή του ἐπιτυχία. Κατὰ τὴν μάχη ὁ Ἰμπραήμ, ὕστερα ἀπὸ σειρὰν νικῶν στὴν Πελοπόννησο, γνώρισε τὴν πρώτη του ἧττα.
Στοὺς πολέμους τοῦ ’21 ὁ Μακρυγιάννης πληγώθηκε πολλὲς φορές. Κάθε τόσο τὰ τραύματα αἱμορροοῦσαν, καὶ τὸν βασάνιζαν μὲ πυρετό. Πρωτεργάτης τῆς ἐπαναστάσεως τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843, ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν παραχώρηση συντάγματος ἀπὸ τὸν Ὄθωνα, ὁ Μακρυγιάννης κατηγορήθηκε γιὰ ἐσχάτη προδοσία, περιορίστηκε στὴν ἀρχὴ σ’ ἕνα δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ του, ὕστερα τὸν μετέφεραν στὴν φυλακὴ τοῦ Μεντρεσὲ κι ἀπὸ κεῖ σὲ κακὴ κατάσταση σ’ ἕνα στρατιωτικὸ Νοσοκομεῖο. Καταδικάστηκε σὲ θάνατο ὡς συνωμότης, χωρὶς ἄλλους συνωμότες. Βασιλικὴ χάρη μετρίασε τὴν ποινή του πρῶτα σὲ ἰσόβια καὶ τελευταία σὲ δεκάχρονη εἱρκτή. Ὅταν ὅμως τὸ 1854 ὑπουργὸς πανίσχυρος ἦταν ὁ Καλλέργης, ὁ Μακρυγιάννης, ἕνα «λεβέντικο κουρέλι», ὅπως λέει ὁ Σεφέρης, ἀπαλλάχτηκεν ὁλότελα. Ἀπὸ τότε περνοῦσεν ὅλη τὴν ἡμέρα στὸν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ του, γευμάτιζε σὲ σπηλιὰ ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ, δὲν γελοῦσε ποτέ, κι ἔβρισκε ἀνακούφιση στὴν ἀναστροφὴ μὲ τὰ μικρότερά του παιδιά. Ἡ ὄψη του ἀπὸ τὰ παθήματα εἶχε προσλάβει μορφὴ καρτερικοῦ ἐρημίτη ἢ μάρτυρα.
Ὀξὺς μαχητὴς μὲ τὴν γραφίδα ὅπως ἦταν μὲ τὸ καρυοφίλι του, «ἔγραψε γυμνὴ τὴν ἀλήθεια, νὰ ἰδοῦνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ν’ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν πατρίδα τους, γιὰ τὴν θρησκεία τους». Κι ἀλλοῦ γράφει: «Χωρὶς ἀρετὴ καὶ πόνο εἰς τὴν πατρίδα καὶ πίστι εἰς τὴν θρησκείαν τους ἔθνη δὲν ὑπάρχουν». Ἡ ἀντίληψη ποὺ ἔχει ὁ Μακρυγιάννης γιὰ τὴν ἱστορία μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ προνοιακή. «Ἐσὺ Κύριε, γράφει, θ’ ἀναστήσῃς τοὺς πεθαμένους Ἕλληνες, τοὺς ἀπογόνους αὐτηνῶν τῶν περίφημων ἀνθρώπων ὁπού στόλισαν τὴν ἀνθρωπότη μ’ ἀρετή… καὶ ἡ ἀπόφασή σου ἡ δίκια εἶναι νὰ μεταειπωθῇ ἡ Ἑλλάς, νὰ λαμπρυνθῇ αὐτήνη καὶ ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ὑπάρξουν οἱ τίμιοι καὶ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι». Ὁ Μακρυγιάννης ἔχει ὀρθόδοξη αἴσθηση, ἔχει μυστηριακὴ ζωή. Κάνει εὐχέλαια, ἐξομολογεῖται, κοινωνεῖ. Στὸν Θεὸ μόνο βασίζει τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδος. Εἶναι γνωστὸς ὁ διάλογός του μὲ τὸν ναύαρχο Δεριγνύ. «Ἐκεῖ ποὺ ’φκιανα τὶς θέσεις, σημειώνει, … ἦρθε ὁ Ντερνὺς (δηλ. ὁ ναύαρχος De Rigny) νὰ μὲ ἰδῇ. Μοῦ λέγει. Τί κάνεις αὐτοῦ; αὐτὲς οἱ θέσεις εἶναι ἀδύνατες· τί πόλεμο θὰ κάμετε μὲ τὸν Μπραΐμη αὐτοῦ; Τοῦ λέγω. Εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσεις κι ἐμεῖς. Ὅμως εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς προστατεύει». Μ’ αὐτὴ τὴν πίστη στὴν Ὀρθοδοξία στηρίχθηκε καὶ ἀνορθώθηκε τὸ ἔθνος. Ἔτσι μετὰ τὴν ἀνεξαρτησία, ὁ Μακρυγιάννης στὸν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ του στὴν Ἀθήνα, «κατ’ ὀλίγον διακοσμῶν, παρατηρεῖ ὁ Βλαχογιάννης, προορίζει εἰς ναΰδριον ἐρημικόν, τὸ ὁποῖον θὰ φέρει τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου. Ἐν αὐτῇ τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, ἔχει δωμάτιον ἴδιον μετασκευάσει εἰς προσκυνητήριον ἱερόν, πλῆρες εἰκόνων, ἐνῶ κλειόμενος ἐπὶ πολλὰς ὥρας, νύκτα καὶ ἡμέραν προσεύχεται».
Θέλετε νὰ δεῖτε καὶ τὴν ἄλλη πτυχὴ τῆς εὐγενικῆς του καρδιᾶς; Δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει γιὰ τοὺς ἀγωνιστὲς ποὺ δυστυχοῦσαν, κι ἡ ἄθλια οἰκονομική τους κατάσταση τὸν ἀπασχολεῖ. Στὰ 1835 κάνει μία ἀναφορὰ στὴν Κυβέρνηση: «Ἐπειδήτις, ὅσοι ἀγωνίστηκαν πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴν ταλαιπωρία καθὼς καὶ χῆρες τῶν σκοτωμένων καὶ παιδιά τους, τὸν μιστὸν ὅπου μοῦ δίνετε διατάξετε νὰ μοῦ κοπεῖ ὅλος καὶ νὰ τὸν δίνετε εἰς τοὺς ἀγωνιστὰς καὶ χῆρες κι ὀρφανὰ τῶν σκοτωμένων». Κι ἂς σημειωθεῖ πὼς ὁ ἴδιος εἶχε 12 παιδιά.
Στὸν ἀγώνα τῆς Ἐθνεγερσίας οἱ ἀνταύγειες ἔχουν πολύμορφες καὶ πολύχρωμες μαρμαρυγές. Οἱ ἀφανεῖς ναῦτες γίνονται μπουρλοτιέρηδες καὶ θαλασσοκράτορες, ἥρωες ναυμαχιῶν ἰσάξιοι τοῦ Θεμιστοκλῆ.
Ὁ Ψαριανὸς Κων/νος Κανάρης, ὁ μέχρι τὸ 1822 ἀφανὴς καὶ ἄγνωστος, καταυγάζει τὸν κόσμο μὲ τὴν φήμη τῶν κατορθωμάτων του. Πῶς ξεκινᾶ ὅμως γιὰ τὸ μεγάλο του κατόρθωμα, τὴν πυρπόληση τῆς ναυαρχίδος στὰ νερὰ τῆς Χίου; Ξεκινᾶ μέσα ἀπὸ τὸν ναόν. Ἐκεῖ κοινωνεῖ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, προσεύχεται, ἐνισχύεται, κι ὁ μέχρι πρὸ ὀλίγου ἀφανὴς ναυτίλος, Κων/νος Κανάρης, ποὺ κανεὶς δὲν ὑπελόγιζε τὴ γνώμη του, «ἐν τῷ Θεῷ ποιεῖ δύναμιν» καὶ κάνει κατόρθωμα ποὺ τὸ θαυμάζουν οἱ αἰῶνες. Εἶναι χαρακτηριστικὰ τὰ λόγια τοῦ ποιητῆ γιὰ τὸν εὐγνώμονα θαλασσοπόρο. «Τὸ χέρι ποὺ ἄτρομο ἔσπειρε τὸ θάνατο, μὲ τὸ δαυλὸ τὸ φοβερὸ τὸ χέρι, τώρα ταπεινωμένο καὶ τρεμάμενο στὴν Παναγιὰ ἀνάφτει ἕνα ἁγιοκέρι».
Κι ὁ Κανάρης εἶναι πιστός, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ νίκες, κι οἱ τόσες δάφνες.
Στὶς 15 Δεκεμβρίου τοῦ 1859, μία Σουηδὴ συγγραφέας ἡ Frederika Bremer, ἀποφάσισε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν «γηραιὸν ἄνδρα τῆς ἐλευθερίας», ὅπως ἡ ἴδια ὀνομάζει τὸν Κανάρη, νὰ τοῦ προσφέρει μία ἀνθοδέσμη. Δὲν λέει ὅτι τὸν ἤξερε ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ Victor Hugo. Τὰ κατορθώματά του τὰ εἶχε διαβάσει στὸ ἱστορικὸ σύγγραμμα τοῦ Zinkeisen. Ὁ Κανάρης, ἑβδομήντα περίπου ἐτῶν, βγῆκε νὰ τὴν προϋπαντήσει κι εἶχε νεανικὴ ζωηρότητα στὶς κινήσεις του. Ἡ γυναίκα τοῦ πυρπολητῆ, «μία ὡραία, ἐπιβλητική, ἡλικιωμένη κυρία φοροῦσε ψαριανὸ κοστούμι, ἐνῶ ἐκεῖνος ἦταν ντυμένος εὐρωπαϊκά. Ἡ Frederika, μὲ διερμηνέα τὸν Ἀμερικανὸ Hill, εἶπε, ὅτι εἶναι εὐτυχὴς ἀντικρύζοντας τὸν ἄνδρα ποὺ γιὰ τὰ ἔργα του τῆς εἶχε μιλήσει τόσο, ὅταν ἦταν νέα, ὁ πατέρας της. Ὁ Κανάρης ἀπάντησε, ὅτι εὐχαριστεῖ τὸν Θεόν, ποὺ ἐπέτρεψε σ’ ἕνα μικρὸ ναυτικὸ ἑνὸς ἑλληνικοῦ νησιοῦ ἀπὸ τὰ πιὸ μικρά, νὰ κάμει γιὰ τὴν πατρίδα του κάτι ποὺ ἔκαμε τὸν ἀπελευθερωτικό της ἀγώνα συμπαθῆ σὲ χῶρες τόσο μακρινές». «Ἦταν ἀληθινὰ μία ὡραία ἀπάντηση», γράφει ἡ Frederika. Κι ὅταν τὸν ρώτησε ἂν αἰσθάνθηκε σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς του φόβο, ὁ Κανάρης ἀποκρίθηκε. «Ἕνα τέτοιο πράγμα δὲν μπαίνει ποτὲ στὸ νοῦ μας. Ὁ κίνδυνος μᾶς διεγείρει. Τὸ τουφεκίδι καὶ ἡ μάχη μοιάζουν μὲ μουσική».
Ὁ σεμνὸς ἥρωας, δὲν ἔδωσε τὴν ἀπάντηση ὅπως βλέπομε, μόνο γιὰ λογαριασμὸ τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἐχρησιμοποίησε τὸ πρῶτο πρόσωπο τοῦ πληθυντικοῦ. Μίλαγε γιὰ λογαριασμὸ τῶν Ἑλλήνων γενικά.
Ἀλλ’ ἂν ὁ ἀφανὴς ναυτίλος μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν τόλμη του ἀναδείχθηκε θαλασσοκράτορας κι ἔγινε Ὑπουργὸς τῶν Ναυτικῶν καὶ Ἀντιβασιλέας ἀκόμη, κάποιοι πλούσιοι καπετάνιοι ποὺ ἄδειασαν τὶς γεμάτες τάλληρα καὶ χρυσὰ νομίσματα στέρνες τους γιὰ τὸν Ἀγώνα, κατάντησαν γιὰ τὴν πατρίδα ζητιάνοι. Συμπολεμιστὴς τοῦ Κανάρη ὁ Σπετσιώτης Ματρόζος, ὁ γενναῖος ποὺ τὸν ἔτρεμε ὁ Σουλτάνος, ποὺ ἔσωσε τὴν ζωὴ τοῦ Κανάρη ἔξω ἀπὸ τὴν Τένεδο, ποὺ ἄδειασε τὴν γεμάτη τάλληρα στέρνα του γιὰ τὴν πατρίδα, πεθαίνει ἀπὸ τὴν πείνα ξεχασμένος στὶς Σπέτσες, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ὁ Κανάρης μεσουρανεῖ κι εἶναι Ὑπουργὸς τῶν Ναυτικῶν. Κι ἀποφασίζει νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Κανάρη στὴν Ἀθήνα, νὰ ζητήσει τὴν βοήθειά του. Ὁ ποιητὴς Στρατήγης σὲ ἔξοχους στίχους, ἀπεικονίζει τὸ περιστατικό. Διαβάζουμε ἀποσπασματικά:
«Ἐδῶ τί θέλεις γέροντα; Ρωτᾶ τὸν καπετάνιο στὸ Ὑπουργεῖον ἐμπροστὰ κάποιος θαλασσινὸς ντυμένος μέσα στὰ χρυσά:
“Παιδί μου εἶναι πάνω ὁ Κωνσταντής;”
“ποιός Κωνσταντής;” “Αὐτός… ὁ Ψαριανός”.
“Δὲν λὲν κανένα Ψαριανό, ἐδῶ εἶναι Ὑπουργεῖο
Νὰ ζητιανέψεις πήγαινε μὲς στὸ πτωχοκομεῖο!”
Ὁ Γέρος ἀνασήκωσε τὸ κάτασπρο κεφάλι
καὶ τὰ μαλλιά του ἐσάλεψαν σὰν χαίτη λιονταριοῦ,
καὶ μὲ σπιθόβολη ματιὰ μὲς ἀπ’ τὰ στήθια βγάλει
μὲ στεναγμὸ βαρύγνωμο φωνὴ παλληκαριοῦ:
“Ἂν οἱ ζητιάνοι σὰν κι ἐμὲ δὲν ἔχυναν τὸ αἷμα,
Οἱ καπετάνιοι σὰν κι ἐσὲ δὲν θὰ φοροῦσαν στέμμα”!»
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Κανάρης ποὺ ἀκούει τὴν συζήτηση, εἰδοποιεῖ νὰ ἀφήσουν τὸν γέροντα νὰ τὸν δεῖ. Κι ὁ Ματρόζος:
“Δὲν μὲ θυμᾶσαι Κωνσταντή;” σὲ λίγο τοῦ φωνάζει·
“γρήγορα σὺ μ’ ἐξέχασες, μὰ σὲ θυμᾶμαι ἐγώ…”
“Ποιὸς τόλπιζε νὰ δεῖ ποτὲς” ὁ γέροντας στενάζει,
Τὸν καπετάνο ζήτουλα, τὸν ναύτη, ὑπουργό…”
Καὶ σκύβοντας τὴν κεφαλὴ στὰ διάπλατά του στήθη,
Τὴ φτώχεια του ἐλησμόνησε, τὴ δόξα του ἐθυμήθη.
“Ματρόζε μου”! Δακρύβρεχτος ὁ Κωσταντὴς φωνάζει,
καὶ μὲς στὰ στήθη τὰ πλατιὰ σφιχτὰ τὸν ἀγκαλιάζει,
κι ἐνῶ οἱ δύο γίγαντες μὲ τὰ λευκὰ κεφάλια
στ’ ἄσπρα τους γένια δάκρυα κυλοῦσαν σὰν κρυστάλλια,
δυό κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα ἀπὸ χιόνι,
ὅταν τοῦ ἥλιου τὸ φιλὶ τὴν ἄνοιξη τὰ λειώνει».
Μιαούληδες, Τομπάζηδες, Κανάρηδες, καὶ Πιπίνοι, Τσαμαδοὶ καὶ Σαχίνηδες καὶ Ματρόζοι καὶ Γεώργιος Πολίτης, κοσμοῦν τὸ ἑλληνικὸ ναυτικὸ ποὺ ποτὲ δὲν ἡττήθηκε.
Κι ὁ ποιητικὸς χῶρος ἔχει τὶς ἐθνικὲς μαρμαρυγές του κι ἐκεῖνος. Ὁ Διονύσιος Σολωμός, ὁ γυιὸς τοῦ Κόντε Νικολάου Σολωμοῦ, γίνεται ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἐκφραστὴς τοῦ ὑψηλοῦ φρονήματος τῆς ἐποχῆς του. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τοῦ μεγάλου ἐκείνου ξεσηκωμοῦ τοῦ Γένους, εἶναι ὁλόψυχα δοσμένος στὴν ἐθνικὴ ὑπόθεση. Εἶναι συγκλονιστικὲς οἱ μαρτυρίες τοῦ πιστοῦ οἰκονόμου του, τοῦ Λάμπρου Μιχαλόπουλου, γιὰ τὸ πόσο βαθειὰ ζοῦσε ὁ ποιητὴς τὴν ἀγωνία καὶ τὸ δράμα τοῦ ἐπαναστατημένου ἑλληνισμοῦ.
«Ἕνα μεσημέρι ἀκούαμε κανονιὲς καὶ τὸ ἀφεντικὸ ἐβγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν κάμαρά του καὶ ἐστάθηκεν εἰς τὸν λόφον», ἀφηγεῖται ὁ οἰκονόμος του, «ἔπειτα ἀνασηκώνοντας τὰ χέρια πρὸς τὸν οὐρανόν, ἐφώναξε δυνατά, μὰ πολὺ δυνατά: «Βάστα καημένο Μεσολόγγι, βάστα». Καὶ ἔκλαιγε σὰν τὸ παιδί. Ἄλλο ἕνα βράδυ… ἤτανε καθισμένος εἰς τὴν ρίζα μίας ἐλιᾶς κι ἔπειτα ἀπὸ πολλὴν σιωπὴ μοῦ λέγει: “Λάμπρο, τί νὰ γίνονται ἐκεῖ κάτω τὰ ἀδέλφια μας;”. Καὶ τὸν εἶδα νὰ χύνει δάκρυα καὶ τότες!».
Στὸ ποιητικό του ἀποκορύφωμα, στοὺς «Ἐλεύθερους Πολιορκημένους», δείχνει τοὺς Μεσολογγίτες ν’ ἀνακαλύπτουν σιγὰ-σιγὰ τὶς διαστάσεις τοῦ προβλήματος τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας καὶ νὰ ὑψώνονται σ’ ἕνα ἠθικὸ μεγαλεῖο, ποὺ προκαλεῖ πάντα τὸν βαθὺ σεβασμό.
Ὁ χῶρος τῆς Ἐθνεγερσίας εἶναι ἀπέραντος, μόνον ἀπόπειρα προσεγγίσεως τῶν ἱστορικῶν του κρασπέδων ἐπιχειρήσαμε. Θὰ ἦταν ὅμως ἀδικία, νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε στὸν ἄγνωστο Πολεμιστὴ τοῦ ’21. Τὸ καλεῖ ἡ ἱστορικὴ συνέπεια. Τονίζεται στὸν ἐπιτάφιό του Περικλέους: «Μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν» (Θουκ. Β΄, 34).
Ὅλοι οἱ ἐπιφανεῖς παρόντες σήμερα στὸ προσκλητήριο τῆς ἐθνικῆς εὐγνωμοσύνης. Ἀλλὰ τὸ Πάνθεον τῶν ἡρώων δὲν εἶναι πλῆρες. Ἀπουσιάζει ὁ Ἄγνωστος Στρατιώτης: Ἐκεῖ στὴν ἀφανῆ κρύπτη τοῦ Πανθέου μας, χρέος νὰ προσέλθουμε σήμερα καὶ νὰ προσκυνήσουμε εὐλαβικὰ τὸ ἀνεπίγραφο κενοτάφιο «ἐκείνων ποὺ δικαιοῦνται τὸ πᾶν, γιατί ἀρκοῦνται στὸ τίποτα».
Ἂς θυμηθοῦμε τὸ Μεσολόγγι. Ποιός συνέθεσε τὸ ἀθάνατο ἔπος του ποὺ συνταράζει τὴν οἰκουμένη ὁλόκληρη; Ἡ Φρουρὰ τοῦ Μεσολογγίου.
Οἱ ἀφανεῖς Ἥρωες, ποὺ ψελίζει τὸ ὄνομά τους ἡ Ἱστορία μὲ τὸ ἀσύλληπτο μεγαλεῖο τους. Ἂς ὀνομασθεῖ ἔτσι τὸ «Τμῆμα Χειρογράφων καὶ Ὁμοιοτύπων» τῆς Ἐθνικῆς μας Βιβλιοθήκης. Ὑπάρχουν ἐκεῖ σὲ πολυάριθμες θῆκες εἰκοσιπέντε περίπου χιλιάδες ἀτομικοὶ φάκελλοι Ἀγωνιστῶν τοῦ 1821. Ὀστεοφυλάκια μοιάζουν οἱ θῆκες ἐκεῖνες. Καὶ κάθε φάκελλος ἐπισημειωμένος μὲ ἕνα ὄνομα, μοιάζει σὰν ἐπιτάφια πέτρα ποὺ περικλείει τὰ μόνα διασωθέντα λείψανα τοῦ Ἀφανοῦς ἐκείνου ἥρωα. Ἱερὴ κειμηλιοθήκη. Εἰσέρχεται κανεὶς μὲ συγκίνηση καὶ ρίγος τὸν διατρέχει. Νομίζει πὼς ἀκούει κλαγγὲς κι ὁμοβροντίες ἀπὸ καρυοφίλια. Οἱ φάκελλοι ἐκεῖνοι τῶν παλαιῶν ἀγωνιστῶν περιέχουν κυρίως ἀναφορὲς τῶν ἰδίων ἢ ἀπογόνων τους, πρὸς τὴν ἀρτιγέννητη Ἑλληνικὴ Πολιτεία. Ἀπευθύνονται μὲ κυριαρχημένη εὐλάβεια πρὸς τὴν «Σεβαστὴν Διοίκησιν», πρὸς τὸ «Σεβαστὸν Ἐκτελεστικὸν Σῶμα», πρὸς τὴν «ἐπὶ τῶν Θυσιῶν καὶ Ἀγώνων Ἐπιτροπήν», πρὸς τὴν «ἐπὶ τῶν παλαιῶν ἐκδουλεύσεων ἐξεταστικὴν ἐπιτροπήν». Περιέχουν ὑπομνήσεις ὑπηρεσιῶν, διεκδικήσεις δικαιωμάτων. Ποιός μπορεῖ νὰ ξέρει ποιά καὶ πόσα ἀπὸ τὰ παραπάνω αἰτήματα τῶν ἀφανῶν ἐκείνων Ἡρώων εἰσακούσθηκαν καὶ ἱκανοποιήθηκαν, ποιός ξέρει ἂν ἔμειναν ἀνικανοποίητα καὶ δικαίωσαν τοὺς στίχους τῶν Σούτσων καὶ τῶν Παράσχων; Στὸ ποίημα «Εἰς τὰς Σκιὰς τῶν Ἀγνώστων Ἡρώων», διαλαλεῖ ὁ Ἀχιλλεὺς Παράσχος:
Γνωρίζουν ὅτι ἄγνωστοι θὰ πέσωσι· γνωρίζουν ὅτι τῆς λήθης ἡψυχρὰ τοὺς ἀναμένει κλίνη, καὶ ὅμως εἰς τὸν θάνατον ἀτάραχοι βαδίζουν.
Δὲν πολεμοῦν ὑπὲρ αὐτῶν οὐδέποτε ἐκεῖνοι!
Αὐτοὶ τὴν πεῖναν, τὰς πληγάς, τὸ μνῆμα, τὴν σκοτίαν,
καὶ ἄλλοι, ἄλλοι εἰς τὸ φῶς κι εἰς τὴν ἀθανασίαν.
Ὦ ἥρωες ἀγνώριστοι, πεσόντες εἰς τὰ σκότη!
ἐὰν ἡ μνήμη λησμονῆ τὴν ἔξοχον θυσίαν
ἐκεῖ ἐπάνω τοῦ Θεοῦ τὸ βλέμμα δὲν ὑπνώττει·
βλέπει τὰ ἔργα, καὶ ποτέ, ποτὲ τὴν ἱστορίαν.
Ὦ ἥρωες ἀγνώριστοι, πεσόντες εἰς τὰ σκότη,
ἂν εἶσθε κάτω ἔσχατοι, ἐπάνω εἶσθε πρῶτοι!
«Τὸ 1862 μὲ ἀπόφαση τῆς Β´ Ἐθνοσυνελεύσεως, ἦλθε στὴν Ἑλλάδα ὁ Γεώργιος Α´. Ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ ὁ νέος ἡγεμόνας ἐπισκέφθηκε τὸ Μεσολόγγι οἱ Δυτικορουμελιῶτες συνάχτηκαν γιὰ νὰ τὸν καλωσορίσουν. Τοῦ ἔγινε μεγάλη παράτα καὶ φιέστα στὸ Ἡρῶο της Ἱερῆς Πόλης. Ἀνάμεσα στοὺς ντόπιους ἐπισήμους εἶχε δοθεῖ τιμητικὴ θέση σὲ μερικὰ γεροντάκια. Ἦταν τὰ λείψανα, τ’ ἀπομεινάρια τῆς ἡρωϊκῆς φρουρᾶς τοῦ Μεσολογγίου, οἱ «Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι» τοῦ Σολωμοῦ. Στὴ βασιλικὴ συνοδεία, ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους βρισκόταν κι ὁ Δανέζος βασιλικὸς σύμβουλος, Sponnek. Ὁ Sponnek παραξενεύτηκε μὲ τὴν παρουσία τῶν ταπεινῶν αὐτῶν γερόντων, ποὺ βρίσκονταν μάλιστα πρῶτοι- πρῶτοι στὴν τελετή. Ζήτησε πληροφορίες ἀπὸ ἕναν Ἕλληνα διερμηνέα δίπλα του. Αὐτὸς τοῦ εἶπε ὅτι ἦταν οἱ ἀγωνιστὲς τῆς φρουρᾶς ἐκείνης, ποὺ γιὰ ἕνα καὶ παραπάνω χρόνο πρόταξαν βραχοθεμελιωμένα τὰ στήθη τους ἐκεῖ, γιὰ νὰ συντρίβονται ἄπραγα κι ἄδοξα τὰ γιουρούσια τοῦ Κιουταχῆ καὶ τοῦ Ἰμπραήμ. O Sponnek παρατηροῦσε μιὰ τὰ γεροντάκια αὐτά, μιὰ τὰ καπνισμένα λιθοσώρια ἀπὸ τὶς ντάπιες ὁλόγυρα καὶ τὰ μετερίζια. Κατόπιν γύρισε στὴ συντροφιά του καὶ κάτι τοὺς ἔλεγε μὲ φαιδρὸ ὕφος. Γελοῦσε αὐτός, γελοῦσαν κι ἐκεῖνοι. Ἕνας ἀπὸ τοὺς καθισμένους γέροντες, ὁ Σουλιώτης Γέρο-Νάσης, ἔβλεπε κι αὐτὸς τὴν συντροφιὰ ποὺ γελοῦσε. Χωρὶς νὰ ξέρει τὴ γλώσσα τους, κατάλαβε ὅτι οἱ ξένοι σχολίαζαν ὑποτιμητικὰ κι εἰρωνικά τους καθισμένους ἐκεῖ γέροντες. Σηκώθηκε, ἔσυρε ἀργὰ τ’ ἀδύνατα πόδια του, ἀκουμπώντας στὸ μπαστούνι, καὶ πλησίασε τοὺς ξένους. Ζήτησε ἀπὸ τὸν διερμηνέα νὰ μάθει τί ἔλεγεν ὁ ξένος κι ὅλοι τους γελοῦσαν. Ὁ διερμηνέας τὸν πληροφόρησε:
– Ὁ ξένος λέει, ὅτι αὐτὸς μὲ τετρακόσιους μόνο Δανέζους στρατιῶτες κι ὄχι σ’ ἕνα χρόνο, μποροῦσε νὰ πατήσει τὸ Μεσολόγγι.
Ὁ γέρο-Νάσης ταράχτηκε. Τὰ σβησμένα του μάτια τρεμόπαιξαν μὲ ἀρματολίτικη σπιθοβολιά, στὰ στήθη καὶ στὴ θύμησή του ἀνάδεψαν ποιός ξέρει τί ὀδυνηρὲς ἐποπτεῖες τῆς πολιορκίας καὶ τῆς Ἐξόδου, καὶ γυρίζοντας στὸν διερμηνέα τοῦ εἶπε:
–Μπορεῖ νὰ γινόταν κι ἔτσι καταπῶς λέει ὁ ξένος! Ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε κι ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκονταν κλεισμένοι τότε νὰ ἦσαν σὰν τοῦ λόγου του! Πές του ὅμως- γιατί ὅπως φαίνεται δὲν τὸ ξέρει- ὅτι τότε, κλεισμένος στὸ Μεσολόγγι ψωμομαχοῦσε καὶ πολεμοῦσε γιὰ τ’ ἄσπρο κούτελο τῆς Ἑλλάδας, ὁ ἀνθὸς τῆς σουλιώτικης καὶ τῆς ρουμελιώτικης παλληκαριᾶς. Ἔτσι νὰ τοῦ πῆς χαιρετίσματα! Καί, κουνώντας μὲ βαρυκάρδιση τὸ χιονάσπρο κεφάλι του, ξανακάθισε στὴ θέση του».
Ὁ ἀρχαῖος περιηγητὴς Παυσανίας ἀναφέρει, πὼς κάπου ἐκεῖ στὴν ἀρχαία Κόρινθο βρισκόταν μία θαυμαστὴ νεροπηγή. Κάθε φορὰ ποὺ ἡ «βοῶπις καὶ λευκώλενος Ἥρα» λουζόταν στὰ νάματά της, ἀναδυόταν νεώτερη κι ὀμορφότερη. Ἡ θαυματουργὴ αὐτὴ νεροπηγὴ ἴσως δὲν ὑπάρχει σήμερα. Ὑπάρχει ὡστόσο, ἕνα ἄλλο θεσπέσιο κι ἀναγεννητικὸ βαφτιστήρι. Ὁ κρουνός, τὸ κεφαλάρι, ποὺ ἀναβρύζει ἀπὸ τὶς ἑφτὰ πληγὲς τοῦ Μακρυγιάννη, ἀπ’ τὶς λαβωματιὲς ὅλων τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ Εἰκοσιένα- ἐπώνυμων καὶ ἀνώνυμων.
Σ’ αὐτὰ τὰ ρεῖθρα, σ’ αὐτὸ τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν καὶ ἁλλόμενον» ἂς σπεύσουμε μὲ πίστη καὶ «ἀγαλλομένῳ τῷ ποδί», νὰ βαφτιστοῦμε οἱ Νεοέλληνες καὶ προπαντὸς οἱ νέοι, ποὺ δὲν ψεύτισαν ἀκόμη καὶ μένουν ἁγνότεροι κι ἀφθορότεροι ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους, θ’ ἀναδυθοῦμε ὅλοι, τὸ δίχως ἄλλο, ἀλκιμώτεροι καὶ ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης μας.
Γιατί γιὰ ὅλους μας ἔσκαβε τὸ χαράκωμά του ὁ ἐπώνυμος καὶ ἀνώνυμος αὐτὸς ἥρωας στοὺς Μύλους, ἐνῶ τὰ φουσάτα τοῦ Ἰμπραὴμ κατηφόριζαν σὰν ρέμα βροχοπλημμύριστο στὸν κάμπο τῆς Ἀργολίδας. Γιὰ μᾶς, ὅλους ποὺ ὑψώνουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας στὴ μνήμη του, λιβανωτὸ ἀπὸ τ’ ἀπόκρυφο θυσιαστήρι τῆς ψυχῆς μας.
Ὑπάρχει μία ριγηλὴ καὶ συγκλονιστικὴ στροφὴ τοῦ Κ. Παλαμᾶ:
«Ἀλοίμονο σ’ αὐτὸν ποὺ ἀκούει
τὸ προσκλητήρι τῶν καιρῶν
σάλπιγγα ἢ τύμπανο. Τ’ ἀκούει,
δὲ λέει: Παρών!»
Στὸ «πανανθρώπινο ἐμβατήριο τῆς Ἑλλάδας», στὸν ἀγώνα τῆς ἠθικῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ ἀνθρώπου, κρατώντας τὴν δάδα τῆς ἐλευθερίας, καλούμεθα κι ἐμεῖς παιανίζοντας μὲ τὴν ζωή μας, νὰ δώσουμε τὸ «παρόν».
«Ὀμπρός! Μὲ ὀρθὴ μεσούρανη
τῆς λευτεριᾶς τὴ δάδα
ἀνοίγεις δρόμο Ἑλλάδα
στὸν Ἄνθρωπον…Ὀμπρός!
Ὀμπρὸς κι ἡ Ἑλλάδα σκώθηκε
καὶ διασκορπάει τὰ σκότη!
Ἀνάστα ἡ Ἀνθρωπότη
κι ἀκλούθα την…Ὀμπρός!».
Πηγή: Alithia.gr