«Ἁπλῶς ξεροκατάπια. Εἶναι κι αὐτὸ μία πράξη ἀντίστασης»
γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος-Κιλκίς
Θέτω στοὺς ἀναγνῶστες τὸν ἑξῆς προβληματισμό: Εἶσαι Ἕλληνας καὶ πηγαίνεις μετανάστης, καὶ ὄχι λαθρομετανάστης, ἂς ποῦμε στὴν Σουηδία. Βρίσκεις δουλειὰ καὶ γνωρίζεις μία κοπέλα, ντόπια, ἰθαγενῆ, καὶ βγαίνεις μαζί της. Ἕνα βράδυ κάθεσαι σ’ ἕνα «μπὰρ» μὲ τὸ κορίτσι. Κάποια στιγμὴ παρουσιάζεται ἕνας μεγαλόσωμος Σουηδός, ὁρμᾶ στὸ τραπέζι σου, πιάνει «μὲ μεγάλη οἰκειότητα» τὸν ὦμο τοῦ κοριτσιοῦ καὶ σὲ δείχνει μὲ ἀποτροπιασμὸ λέγοντάς της: «Αὐτὸ ἐδῶ ποῦ τὸ βρῆκες;».
Ἐρωτῶ: Πῶς θὰ ἀντιδροῦσε ἕνας ἀξιοπρεπής, ἕνας σωστὸς καὶ πραγματικὸς ἄντρας; Ἤ, ἂν ἦταν ἁψὺς καὶ ὀξύθυμος, θὰ ἄρχιζε στὶς σφαλιάρες καὶ τὶς κλοτσιὲς τὸν βλαμμένο καὶ ἀγενῆ Σουηδό, ἢ μετὰ ἀπὸ ἕνα λαμπρό… ξεχεστήριο, θὰ ἔφευγε καὶ κοιτοῦσε τὴν δουλειά του. Ὑπάρχει καὶ φιλότιμο νὰ πάρει ἡ εὐχή.
Ἐξηγῶ τὴν προαναφερόμενη ἱστορία γιὰ τὸν διαπληκτισμὸ στὸ… «μπάρ».
Κάποιος γονέας, ὀργισμένος, μὲ παρέπεμψε σὲ κείμενο, τὸ ὁποῖο φιλοξενεῖται στὸ «Τετράδιο Ἐργασιῶν» τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσας τῆς Β´ Γυμνασίου (σελ. 26), μὲ τίτλο «…Γιατί ἤμουν ξένος».
Παραθέτω τὸ κείμενο ὡς ἔχει, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ συνεννοηθοῦμε.
«Δὲν ξεχνῶ ἕνα ἐπεισόδιο ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια στὴ Σουηδία. Μόλις εἶχα συναντήσει τὴν κοπέλα, τῆς ὁποίας θὰ γινόμουν σύζυγος, ὅπως ἀποδείχθηκε, κι ἕνα ὄμορφο καλοκαιρινὸ βράδυ καθόμασταν σ’ ἕνα μπὰρ προσπαθώντας νὰ προσανατολιστοῦμε ὁ ἕνας στὰ χωρικὰ ὕδατα τοῦ ἄλλου. Ἐκείνη πῆρε ἕνα ποτήρι ἄσπρο κρασί, ἐγὼ μία μπίρα. Τότε παρουσιάζεται ἕνας ἄντρας τῆς ἡλικίας μου, ἀνάμεσα εἴκοσι πέντε καὶ τριάντα, στέκεται στὸ τραπέζι μας καὶ μὲ μεγάλη οἰκειότητα τὴν πιάνει ἀπὸ τὸν ὦμο, μετὰ δείχνει ἐμένα καὶ τὴ ρωτάει: “Αὐτὸ ἐδῶ ποῦ τὸ βρῆκες;”. Ἐκείνη κοκκίνισε, προσπάθησε νὰ ξεπεράσει τὴν ἀμηχανία της μ’ ἕνα γελάκι. Ἐγὼ δὲν εἶπα τίποτα. Τότε ζύγιζα πενήντα ἕξι κιλὰ κι ἐκεῖνος σίγουρα πάνω ἀπὸ ὀγδόντα. Ἁπλῶς ξεροκατάπια. Εἶναι κι αὐτὸ μία πράξη ἀντίστασης. Ὕστερα ἀπὸ λίγο φύγαμε. Τὴ ρώτησα ἂν τὸν γνώριζε καὶ ἡ ἀπάντηση μὲ αἰφνιδίασε. Ὄχι. Ἰδέα δὲν εἶχε ποιὸς ἦταν. Τί σημασία εἶχαν τέτοιες ἢ παρόμοιες σκηνές; Τί σήμαινε γιὰ κείνη νὰ διαλέξει ἕναν ἄντρα, ποὺ ὅλοι, ἀπολύτως ὅλοι, μποροῦσαν ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ τὸν ἀμφισβητήσουν; Γονεῖς κι ἀδέλφια, φίλοι καὶ φίλες, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι. Πόση δύναμη ἔχει ξοδέψει γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν ἐκλογή της; Πόσες φορὲς ἀμφέβαλλε ἂν ἔκανε σωστά, ἂν ἄξιζε τὸν κόπο; Ὄχι γιατί ἤμουν ἐγώ, ἀλλὰ γιατί ἤμουν ξένος». (Τί ὡραῖο κείμενο γιὰ παιδιά! Ἱστορίες γιὰ …μπαρόβιους. Εὖγε στὰ σαΐνια τοῦ ὑπουργείου ποὺ τὸ ἀνακάλυψαν).
Ἔχω ἀκούσει πολλοὺς τὰ τελευταῖα χρόνια νὰ διαμαρτύρονται, νὰ ὀδύρονται μᾶλλον, διότι ἔλλειψε τὸ ἀντιστασιακὸ ἦθος τοῦ λαοῦ μας, ἡ λεβεντιά. Εἶναι ὑπερβολικοί! Μπορεῖ νὰ μὴν βλέπουμε γύρω μας πράξεις ἀντίστασης, νὰ εἶναι οἱ περισσότεροι «ἀπραγέστεροι τῶν βατράχων καὶ ἀφωνότεροι τῶν ἰχθύων», ἀλλὰ καμμιὰ ἀνησυχία δὲν πρέπει νὰ μᾶς κατέχει. Τὰ σχολικὰ βιβλία ἑτοιμάζουν τὴν νέα γενιὰ τῶν Καραϊσκάκηδων, τῶν ἀτρόμητων καὶ ἄφοβων ἀντιστασιακῶν τοῦ μέλλοντος. Ἰδού, λοιπόν, ἡ νέα μορφὴ ἀντίστασης, τὴν ὁποία, ἂν εἶχαν ἀνακαλύψει οἱ πρόγονοί μας, θὰ ἀποφεύγαμε ποταμοὺς αἱμάτων καὶ θυσιῶν!
Ὅταν φτύνουν κατάμουτρα τὴν ἀξιοπρέπειά σου, τὸν ἀνδρισμό σου (τώρα θὰ θιχτοῦν οἱ… «συμφωνημένες»), ὅταν σὲ ποδοπατοῦν σὰν ἐλεεινὸ σκουλήκι καὶ σὲ ἐξευτελίζουν, ἀντιδρᾶς, κατὰ τὸ σχολικὸ βιβλίο, μὲ τὴν ἑξῆς ἀπροσμέτρητη ἠρωϊκὴ πράξη: ξεροκαταπίνεις, βάζεις τὴν οὐρὰ στὰ σκέλια καὶ φεύγεις κατησχυμένος. (Θὰ τὴν ὀνομάζαμε καὶ μνημονιακὴ ἀντίδραση).
Διαβάζουμε στὸ κείμενο ὅτι τὸ δειλὸ καὶ εὐτελὲς αὐτὸ ἀνθρωπάριο -ὁ κιοτής, ὁ καντιποτένιος γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω γλώσσα τοῦ Εἰκοσιένα- κατάπιε τὴν προσβολὴ τοῦ Σουηδοῦ, γιατί σκέφτηκε ὅτι ζύγιζε 56 κιλὰ κρέας. Ὁ Καραϊσκάκης δὲν ζύγιζε παραπάνω. Ἰσχνός, ἀσθενὴς – τὰ παλληκάρια του πολλὲς φορὲς τὸν κουβαλοῦσαν στὶς μάχες γιὰ νὰ τοὺς ὁρμηνεύει, ξαπλωμένο σ’ ἕνα πρόχειρο φορεῖο, σὲ ξυλοκρέβατο – ὅμως «ἦτο τὸ φόβητρον τῶν Τούρκων καὶ τῶν Ἑλλήνων τὸ περιτείχισμα» (Περραιβός), ὁ ἡρωικῶς ἀθλήσας, «Ἀχιλλέας τῆς Ρωμηοσύνης» κατὰ τὸν Παλαμᾶ. (Εἶχε κι ἕνα γυναικεῖο παλιόβρακο, γράφει ὁ Φωτιάδης, μὲ τ’ ὄνομα «τὸ βρακὶ τῆς Κατερίνας» ποὺ τὸ φοροῦσε στοὺς χέστηδες. Ἀλίμονο σ’ ὅποιον δείλιαζε. Ντροπιαζόταν ὅλη ἡ οἰκογένειά του).
Μικρόσωμος ἦταν καὶ ὁ Κολοκοτρώνης, ἀλλὰ κι αὐτὸς φόβος καὶ τρόμος τῶν Τούρκων. Πῆγε κάποτε κάποιος νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὸν φοβερὸ πολέμαρχο. Περίμενε νὰ δεῖ κανένα θεριό, κάποιον γίγαντα. Μόλις τὸν εἶδε, εἶπε ἀπορῶν: «αὐτὸς εἶναι ὁ Κολοκοτρώνης;». Καὶ εἶπε ὁ θυμόσοφος Γέρος τοῦ Μοριᾶ τὸ ἑξῆς νόστιμο: «Καλύτερα νὰ μᾶς ἀκοῦν, παρὰ νὰ μᾶς βλέπουν».
Ὅσο γιὰ τὸ ξυλοκόπημα παραπέμπω σ’ ἕναν ἄλλο ἀπροσκύνητο λιοντάρι τῆς Ἐπανάστασης, τὸν Μακρυγιάννη, ποὺ συνήθιζε νὰ δέρνει ἀνηλεῶς κάτι ἀπολειφάδια τῆς κακιᾶς ὥρας.
Διαβάζω στὰ ἀπομνημονεύματά του καὶ ἀγαλλιῶ: «Ἀφοῦ εἴμουνα εἰς τὴν Ἀρκαδιά, ἄκουγα τὸν πρόβοδον τῶν Ἀράπηδων, ντρεπόμουν νὰ καθήσω μὲ τὶς γυναῖκες, μὲ τρακόσιους ἄντρες διαλεχτοὺς ὁπού ᾽χα. Τὸ λέγω τοῦ διοικητῆ τῆς Ἀρκαδιᾶς, νὰ τοῦ ἀφήσω ἕναν ἀξιωματικὸν μὲ πενήντα ἀνθρώπους καὶ νὰ πάγω μὲ τοὺς ἄλλους εἰς τὴν ἀνάγκη τῆς πατρίδας. Μ’ ἀποκρίνεται: “Δὲν ἔχεις νὰ πᾶς πουθενά, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ κείνους ποὺ κατεβάζω κι ἀνεβάζω στρατηγούς”. Εἴταν ἕνας μπαρμπέρης, φίλος τοῦ ἀρχηγοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ Πρωτοσύγκελου κι ἀλλουνῶν. Ἐγώ ᾽λεγα νὰ πάγω νὰ σκοτωθῶ μὲ τοὺς ὀχτρούς, αὐτὸς γύρευε νὰ μοῦ γκρεμίσει τὸν βαθμό μου. Τοῦ μίλησα δι’ αὐτό, τοῦ κακοφάνη. Εἶπε ἑνοὺ ἀνηψιοῦ του, ὁποῦχε εἰς τὸ ψωμὶ καὶ γεμεκλίκια καὶ μᾶς τάκοψε. Πῆγα καὶ τὸν ἔπιασα καὶ τόδωσα ἕνα ξύλο διὰ πεθαμόν, κι ἂν δὲν πήδαγε ἀπὸ τὸ παλεθύρι κάτου ὁ διοικητής, δὲν ξέρω ἂν ἔμενε ζωντανός».
Τὸ διαβάζεις καὶ σοῦ ἔρχεται νὰ φωνάξεις: Δῶσ’ του κι ἄλλη μία, γιὰ μᾶς, τοῦ κοπρίτη….
Ὁ Μακρυγιάννης ἦταν γνήσιος καὶ βαθύτατα ὀρθόδοξος, «ἡ ἀνδρεία του, ἡ τόσο ἐπιβλητικὴ λεβεντιά του, ἡ μέχρις αὐτοθυσίας ἀγάπη του γιὰ τὴν πατρίδα, τὴν θρησκεία, τὴν ἠθικὴ καὶ τὴν δικαιοσύνη, ἐπήγαζαν καὶ ἐνισχύονταν ἀπὸ τὴν ζωντανὴ πίστη του στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὶς συχνὲς προσευχές του», γράφει ὁ μακαριστὸς Γέροντας Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης στὸ βιβλίο του γιὰ τὸν Μακρυγιάννη. (ἐκδ. «Ὁ Ἄθωνας», σελ. 10). Ὅμως ὅταν χρειαζόταν τὸ ξυλοκόπημα, τὸ ἔριχνε καὶ «διὰ πεθαμὸν» μάλιστα.
Οἱ Χριστιανοί, οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν εἶναι κότες, γι’ αὐτὸ σ’ ὅλους τοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἔθνους γιὰ ἐλευθερία ἦταν στὴν πρώτη γραμμή. (Δέχεσαι προσβολὲς καὶ εἰρωνεῖες ἀπὸ τοὺς ψευτοπροοδευτικοὺς τοῦ τύπου εἶσαι φασίστας, σκοταδιστὴς καὶ λοιπά. Ἂν ἀπαντήσεις δυναμικὰ ἀκοῦς τὴν γνωστὴ ἐπωδό: «Καὶ τὸ παίζεις καὶ χριστιανός». «Ἂν δὲν ἤμουν, δὲν θὰ ἔμενα στὰ λόγια, θὰ σοῦ εἶχα σπάσει τὸ κεφάλι», ὅπως ἀπάντησε σὲ ἀνάλογη περίπτωση, εὐφυῶς, ἀγαπητὸς φίλος καὶ ἀδελφός).
Στὸ κείμενο τοῦ σχολικοῦ βιβλίου, ὁ λαγόκαρδος Γραικύλος, ξεροκατάπιε ἀπὸ φόβο καὶ αὐτὸ ἦταν «πράξη ἀντίστασης». Αὐτὸ εἶναι τὸ εἶδος ἀντίστασης ποὺ διδάσκει τὸ ὑπουργεῖο παιδείας, διότι «ἕκαστος κρίνει τὰ πράγματα κατὰ τὸ ἴδιον νόσημα». Ὅταν σὲ κυβερνοῦν, ἐδῶ καὶ δεκαετίες, δουλοπρεπεῖς καὶ ὑποταγμένοι στοὺς ξένους Νενέκοι, τί περιμένεις;
Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία
1 Σχόλιο
[…] Gράφει ὁ Δημ. Νατσιός Δάσκαλος-Κιλκίς Θέτω στοὺς ἀναγνῶστες τὸν ἑξῆς προβληματισμό: Εἶσαι Ἕλληνας καὶ πηγαίνεις μετανάστης, καὶ ὄχι λαθρομετανάστης, ἂς ποῦμε στὴν Σουηδία. Βρίσκεις δουλειὰ καὶ γνωρίζεις μία κοπέλα, ντόπια, ἰθαγενῆ, καὶ βγαίνεις μαζί της. Ἕνα βράδυ κάθεσαι σ’ ἕνα «μπὰρ» μὲ τὸ κορίτσι. Κάποια στιγμὴ παρουσιάζεται ἕνας μεγαλόσωμος Σουηδός, ὁρμᾶ στὸ τραπέζι σου, πιάνει «μὲ μεγάλη οἰκειότητα» τὸν ὦμο τοῦ κοριτσιοῦ καὶ σὲ δείχνει μὲ ἀποτροπιασμὸ λέγοντάς της: «Αὐτὸ ἐδῶ ποῦ τὸ βρῆκες;». Ἐρωτῶ: Πῶς θὰ ἀντιδροῦσε ἕνας ἀξιοπρεπής, ἕνας σωστὸς καὶ πραγματικὸς ἄντρας; Ἤ, ἂν ἦταν ἁψὺς καὶ ὀξύθυμος, θὰ ἄρχιζε στὶς σφαλιάρες καὶ τὶς κλοτσιὲς τὸν βλαμμένο καὶ ἀγενῆ Σουηδό, ἢ μετὰ ἀπὸ ἕνα λαμπρό… ξεχεστήριο, θὰ ἔφευγε καὶ κοιτοῦσε τὴν δουλειά του. Ὑπάρχει καὶ φιλότιμο νὰ πάρει ἡ εὐχή. Ἐξηγῶ τὴν προαναφερόμενη ἱστορία γιὰ τὸν διαπληκτισμὸ στὸ… «μπάρ». Κάποιος γονέας, ὀργισμένος, μὲ παρέπεμψε σὲ κείμενο, τὸ ὁποῖο φιλοξενεῖται στὸ«Τετράδιο Ἐργασιῶν» τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσας τῆς Β´ Γυμνασίου (σελ. 26), μὲ τίτλο «…Γιατί ἤμουν ξένος». Παραθέτω τὸ κείμενο ὡς ἔχει, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ συνεννοηθοῦμε. «Δὲν ξεχνῶ ἕνα ἐπεισόδιο ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια στὴ Σουηδία. Μόλις εἶχα συναντήσει τὴν κοπέλα, τῆς ὁποίας θὰ γινόμουν σύζυγος, ὅπως ἀποδείχθηκε, κι ἕνα ὄμορφο καλοκαιρινὸ βράδυ καθόμασταν σ’ ἕνα μπὰρ προσπαθώντας νὰ προσανατολιστοῦμε ὁ ἕνας στὰ χωρικὰ ὕδατα τοῦ ἄλλου. Ἐκείνη πῆρε ἕνα ποτήρι ἄσπρο κρασί, ἐγὼ μία μπίρα. Τότε παρουσιάζεται ἕνας ἄντρας τῆς ἡλικίας μου, ἀνάμεσα εἴκοσι πέντε καὶ τριάντα, στέκεται στὸ τραπέζι μας καὶ μὲ μεγάλη οἰκειότητα τὴν πιάνει ἀπὸ τὸν ὦμο, μετὰ δείχνει ἐμένα καὶ τὴ ρωτάει: “Αὐτὸ ἐδῶ ποῦ τὸ βρῆκες;”. Ἐκείνη κοκκίνισε, προσπάθησε νὰ ξεπεράσει τὴν ἀμηχανία της μ’ ἕνα γελάκι. Ἐγὼ δὲν εἶπα τίποτα. Τότε ζύγιζα πενήντα ἕξι κιλὰ κι ἐκεῖνος σίγουρα πάνω ἀπὸ ὀγδόντα. Ἁπλῶς ξεροκατάπια. Εἶναι κι αὐτὸ μία πράξη ἀντίστασης. Ὕστερα ἀπὸ λίγο φύγαμε. Τὴ ρώτησα ἂν τὸν γνώριζε καὶ ἡ ἀπάντηση μὲ αἰφνιδίασε. Ὄχι. Ἰδέα δὲν εἶχε ποιὸς ἦταν. Τί σημασία εἶχαν τέτοιες ἢ παρόμοιες σκηνές; Τί σήμαινε γιὰ κείνη νὰ διαλέξει ἕναν ἄντρα, ποὺ ὅλοι, ἀπολύτως ὅλοι, μποροῦσαν ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ τὸν ἀμφισβητήσουν; Γονεῖς κι ἀδέλφια, φίλοι καὶ φίλες, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι. Πόση δύναμη ἔχει ξοδέψει γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν ἐκλογή της; Πόσες φορὲς ἀμφέβαλλε ἂν ἔκανε σωστά, ἂν ἄξιζε τὸν κόπο; Ὄχι γιατί ἤμουν ἐγώ, ἀλλὰ γιατί ἤμουν ξένος». (Τί ὡραῖο κείμενο γιὰ παιδιά! Ἱστορίες γιὰ …μπαρόβιους. Εὖγε στὰ σαΐνια τοῦ ὑπουργείου ποὺ τὸ ἀνακάλυψαν). Ἔχω ἀκούσει πολλοὺς τὰ τελευταῖα χρόνια νὰ διαμαρτύρονται, νὰ ὀδύρονται μᾶλλον, διότι ἔλλειψε τὸ ἀντιστασιακὸ ἦθος τοῦ λαοῦ μας, ἡ λεβεντιά. Εἶναι ὑπερβολικοί! Μπορεῖ νὰ μὴν βλέπουμε γύρω μας πράξεις ἀντίστασης, νὰ εἶναι οἱ περισσότεροι «ἀπραγέστεροι τῶν βατράχων καὶ ἀφωνότεροι τῶν ἰχθύων», ἀλλὰ καμμιὰ ἀνησυχία δὲν πρέπει νὰ μᾶς κατέχει. Τὰ σχολικὰ βιβλία ἑτοιμάζουν τὴν νέα γενιὰ τῶν Καραϊσκάκηδων, τῶν ἀτρόμητων καὶ ἄφοβων ἀντιστασιακῶν τοῦ μέλλοντος. Ἰδού, λοιπόν, ἡ νέα μορφὴ ἀντίστασης, τὴν ὁποία, ἂν εἶχαν ἀνακαλύψει οἱ πρόγονοί μας, θὰ ἀποφεύγαμε ποταμοὺς αἱμάτων καὶ θυσιῶν! Ὅταν φτύνουν κατάμουτρα τὴν ἀξιοπρέπειά σου, τὸν ἀνδρισμό σου (τώρα θὰ θιχτοῦν οἱ… «συμφωνημένες»), ὅταν σὲ ποδοπατοῦν σὰν ἐλεεινὸ σκουλήκι καὶ σὲ ἐξευτελίζουν, ἀντιδρᾶς, κατὰ τὸ σχολικὸ βιβλίο, μὲ τὴν ἑξῆς ἀπροσμέτρητη ἠρωϊκὴ πράξη: ξεροκαταπίνεις, βάζεις τὴν οὐρὰ στὰ σκέλια καὶ φεύγεις κατησχυμένος. (Θὰ τὴν ὀνομάζαμε καὶ μνημονιακὴ ἀντίδραση). Διαβάζουμε στὸ κείμενο ὅτι τὸ δειλὸ καὶ εὐτελὲς αὐτὸ ἀνθρωπάριο -ὁ κιοτής, ὁ καντιποτένιος γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω γλώσσα τοῦ Εἰκοσιένα- κατάπιε τὴν προσβολὴ τοῦ Σουηδοῦ, γιατί σκέφτηκε ὅτι ζύγιζε 56 κιλὰ κρέας. Ὁ Καραϊσκάκης δὲν ζύγιζε παραπάνω. Ἰσχνός, ἀσθενὴς – τὰ παλληκάρια του πολλὲς φορὲς τὸν κουβαλοῦσαν στὶς μάχες γιὰ νὰ τοὺς ὁρμηνεύει, ξαπλωμένο σ’ ἕνα πρόχειρο φορεῖο, σὲ ξυλοκρέβατο – ὅμως «ἦτο τὸ φόβητρον τῶν Τούρκων καὶ τῶν Ἑλλήνων τὸ περιτείχισμα» (Περραιβός), ὁ ἡρωικῶς ἀθλήσας, «Ἀχιλλέας τῆς Ρωμηοσύνης» κατὰ τὸν Παλαμᾶ. (Εἶχε κι ἕνα γυναικεῖο παλιόβρακο, γράφει ὁ Φωτιάδης, μὲ τ’ ὄνομα «τὸ βρακὶ τῆς Κατερίνας» ποὺ τὸ φοροῦσε στοὺς χέστηδες. Ἀλίμονο σ’ ὅποιον δείλιαζε. Ντροπιαζόταν ὅλη ἡ οἰκογένειά του). Μικρόσωμος ἦταν καὶ ὁ Κολοκοτρώνης, ἀλλὰ κι αὐτὸς φόβος καὶ τρόμος τῶν Τούρκων. Πῆγε κάποτε κάποιος νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὸν φοβερὸ πολέμαρχο. Περίμενε νὰ δεῖ κανένα θεριό, κάποιον γίγαντα. Μόλις τὸν εἶδε, εἶπε ἀπορῶν: «αὐτὸς εἶναι ὁ Κολοκοτρώνης;». Καὶ εἶπε ὁ θυμόσοφος Γέρος τοῦ Μοριᾶ τὸ ἑξῆς νόστιμο:«Καλύτερα νὰ μᾶς ἀκοῦν, παρὰ νὰ μᾶς βλέπουν». Ὅσο γιὰ τὸ ξυλοκόπημα παραπέμπω σ’ ἕναν ἄλλο ἀπροσκύνητο λιοντάρι τῆς Ἐπανάστασης, τὸν Μακρυγιάννη, ποὺ συνήθιζε νὰ δέρνει ἀνηλεῶς κάτι ἀπολειφάδια τῆς κακιᾶς ὥρας. Διαβάζω στὰ ἀπομνημονεύματά του καὶ ἀγαλλιῶ: «Ἀφοῦ εἴμουνα εἰς τὴν Ἀρκαδιά, ἄκουγα τὸν πρόβοδον τῶν Ἀράπηδων, ντρεπόμουν νὰ καθήσω μὲ τὶς γυναῖκες, μὲ τρακόσιους ἄντρες διαλεχτοὺς ὁπού ᾽χα. Τὸ λέγω τοῦ διοικητῆ τῆς Ἀρκαδιᾶς, νὰ τοῦ ἀφήσω ἕναν ἀξιωματικὸν μὲ πενήντα ἀνθρώπους καὶ νὰ πάγω μὲ τοὺς ἄλλους εἰς τὴν ἀνάγκη τῆς πατρίδας. Μ’ ἀποκρίνεται: “Δὲν ἔχεις νὰ πᾶς πουθενά, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ κείνους ποὺ κατεβάζω κι ἀνεβάζω στρατηγούς”. Εἴταν ἕνας μπαρμπέρης, φίλος τοῦ ἀρχηγοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ Πρωτοσύγκελου κι ἀλλουνῶν. Ἐγώ ᾽λεγα νὰ πάγω νὰ σκοτωθῶ μὲ τοὺς ὀχτρούς, αὐτὸς γύρευε νὰ μοῦ γκρεμίσει τὸν βαθμό μου. Τοῦ μίλησα δι’ αὐτό, τοῦ κακοφάνη. Εἶπε ἑνοὺ ἀνηψιοῦ του, ὁποῦχε εἰς τὸ ψωμὶ καὶ γεμεκλίκια καὶ μᾶς τάκοψε. Πῆγα καὶ τὸν ἔπιασα καὶ τόδωσα ἕνα ξύλο διὰ πεθαμόν, κι ἂν δὲν πήδαγε ἀπὸ τὸ παλεθύρι κάτου ὁ διοικητής, δὲν ξέρω ἂν ἔμενε ζωντανός». Τὸ διαβάζεις καὶ σοῦ ἔρχεται νὰ φωνάξεις: Δῶσ’ του κι ἄλλη μία, γιὰ μᾶς, τοῦ κοπρίτη…. Ὁ Μακρυγιάννης ἦταν γνήσιος καὶ βαθύτατα ὀρθόδοξος, «ἡ ἀνδρεία του, ἡ τόσο ἐπιβλητικὴ λεβεντιά του, ἡ μέχρις αὐτοθυσίας ἀγάπη του γιὰ τὴν πατρίδα, τὴν θρησκεία, τὴν ἠθικὴ καὶ τὴν δικαιοσύνη, ἐπήγαζαν καὶ ἐνισχύονταν ἀπὸ τὴν ζωντανὴ πίστη του στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὶς συχνὲς προσευχές του», γράφει ὁ μακαριστὸς Γέροντας Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης στὸ βιβλίο του γιὰ τὸν Μακρυγιάννη. (ἐκδ. «Ὁ Ἄθωνας», σελ. 10). Ὅμως ὅταν χρειαζόταν τὸ ξυλοκόπημα, τὸ ἔριχνε καὶ«διὰ πεθαμὸν» μάλιστα. Οἱ Χριστιανοί, οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν εἶναι κότες, γι’ αὐτὸ σ’ ὅλους τοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἔθνους γιὰ ἐλευθερία ἦταν στὴν πρώτη γραμμή. (Δέχεσαι προσβολὲς καὶ εἰρωνεῖες ἀπὸ τοὺς ψευτοπροοδευτικοὺς τοῦ τύπου εἶσαι φασίστας, σκοταδιστὴς καὶ λοιπά. Ἂν ἀπαντήσεις δυναμικὰ ἀκοῦς τὴν γνωστὴ ἐπωδό: «Καὶ τὸ παίζεις καὶ χριστιανός».«Ἂν δὲν ἤμουν, δὲν θὰ ἔμενα στὰ λόγια, θὰ σοῦ εἶχα σπάσει τὸ κεφάλι», ὅπως ἀπάντησε σὲ ἀνάλογη περίπτωση, εὐφυῶς, ἀγαπητὸς φίλος καὶ ἀδελφός). Στὸ κείμενο τοῦ σχολικοῦ βιβλίου, ὁ λαγόκαρδος Γραικύλος, ξεροκατάπιε ἀπὸ φόβο καὶ αὐτὸ ἦταν «πράξη ἀντίστασης». Αὐτὸ εἶναι τὸ εἶδος ἀντίστασης ποὺ διδάσκει τὸ ὑπουργεῖο παιδείας, διότι «ἕκαστος κρίνει τὰ πράγματα κατὰ τὸ ἴδιον νόσημα». Ὅταν σὲ κυβερνοῦν, ἐδῶ καὶ δεκαετίες, δουλοπρεπεῖς καὶ ὑποταγμένοι στοὺς ξένους Νενέκοι, τί περιμένεις; Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία http://ellinonfos.gr/aplos-xerokatapia-einai-ki-auto-mia-praxi-antistasis/ […]