Ἀπό παραμύθι, ἐν Ἑλλάδι, ἄλλο τίποτε…

Δημήτρης Καπράνος

Τέτοιες μέρες, τό 1992, ἔφυγε ἀπό τή ζωή ὁ Νῖκος Γκάτσος.

Ὁ ἐκ τῆς Ἀσαίας τῆς Ἀρκαδίας ὁρμώμενος μάγος τοῦ λόγου καί τῆς ποιήσεως, ὁ ἄνθρωπος πού εὐτύχησε νά μελοποιηθεῖ ἡ στιχουργική του ἀπό σπουδαίους, μοναδικούς, Ἕλληνες δημιουργούς.

Ἕνας ἄνδρας μέ ὅλα τά ἀνθρώπινα πάθη, μέ τή γεύση τῆς νικοτίνης ἀενάως στά χείλη, μέ τήν ἀσάλευτη σταθερότητα στό δίπτυχο «Καφές καί τσιγάρο»…

Ὁ Γκάτσος ἀνῆκε σέ ἐκεῖνες τίς μοναδικές παρέες τοῦ παταριοῦ τοῦ «Μπραζίλ» καί τοῦ «Λουμίδη», τῶν ναΐσκων τοῦ πνεύματος καί τῆς ἀνταλλαγῆς ἀπόψεων, ἀπό τίς ὁποῖες προέκυψε ἡ πολύτιμη κληρονομιά πού μᾶς ἄφησε ἐκείνη ἡ μικρή πλήν μεγάλη παρέα τῶν ἀνθρώπων τῆς μουσικῆς καί τῶν στίχων.

Μεγαλεῖο, μέσα ἀπό τήν ἁπλότητα, τήν πληρότητα, ἀλλά καί τόν ἰδανικό συνδυασμό στίχου-μουσικῆς μᾶς χάρισε ἐκείνη ἡ μοναδική ἀντάμωση. Ἀνθρώπων ἔργα πού ἀπό τότε μέχρι σήμερα παραμένουν ἀξεπέραστα. Ἀκούγεται σήμερα περίεργο καί γιά πολλούς δύσκολα πιστευτό τό νά δημιουργεῖται ἕνα τραγούδι-σταθμός στήν ἐπιφάνεια ἑνός κουτιοῦ ἄφιλτρων τσιγάρων (τό κάπνισμα τελεῖ ἀπό καιρό ὑπό διωγμόν), ἀλλά εἶναι ἀλήθεια.

Σέ ἐκεῖνο τό μικρό χαρτονένιο κομμάτι ἑνός «Ἄσσου» ἄφιλτρου, ἑνός «Καρέλια» καί ἑνός «Ἔθνος Ἐξαιρετικά» μποροῦσαν νά συμπτυχθοῦν καημοί, ἐλπίδες, ὄνειρα καί σκέψεις ὁλόκληρης ἐποχῆς, ὁλόκληρου λαοῦ, ὁλόκληρης τῆς Ἑλλάδας, μιᾶς χώρας πού βρισκόταν σέ συνεχῆ ὀργασμό, μιᾶς χώρας πού εἶχε ἀκόμη τή δυνατότητα νά παράγει, νά δημιουργεῖ, νά ἐντυπωσιάζει, νά κερδίζει ἀκόμη καί Νομπέλ Λογοτεχνίας! Ναί, τά πακέττα τῶν σιγαρέττων ἦταν τά τότε «κόμπακτ ντίσκ»!

«Ἀλλά τά μάτια τῶν φυκιῶν / εἶναι στραμμένα στή θάλασσα / μήπως τούς ξαναφέρει ὁ νοτιᾶς / μέ τά φρεσκοβαμμένα λατίνια. / Kι ἕνας χαμένος ἐλέφαντας / ἀξίζει πάντοτε πιό πολύ / ἀπό δύο στήθια κοριτσιοῦ πού σαλεύουν». Ἕνα ἀπό τά λιγότερο γνωστά καί ἀκόμη λιγότερο ἀκουσμένα τραγούδια τοῦ Μάνου σέ ποίηση Νίκου Γκάτσου.

Δέν μοιάζει, ἀσφαλῶς, μέ κανένα ἀπό τά μετέπειτα «σουξέ», τά ὁποῖα ἀπολάμβανε ἐκστασιασμένη ἐκείνη ἡ περίεργη καί ἀλλοπρόσαλλη «Νομενκλατούρα» στήν δεκαετία τοῦ ΄80. Ἄνθρωποι σάν τόν Γκάτσο εἶναι βέβαιο ὅτι δέν προσκλήθηκαν σέ σπίτια πρωθυπουργῶν ἤ πρωθυπουργικῶν φίλων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς.

Κάποιοι προτιμοῦσαν δημιουργούς ἐμπνευσμένων ἐπιτυχιῶν, τοῦ εἴδους «Εἶναι γάτα / ὁ κοντός μέ τή γραβάτα». Ποιός ἀπό τούς παλαιότερους δέν θυμᾶται πρωθυπουργούς νά χορεύουν γυρίζοντας τόν μίτο τῶν ἐννέα ὀγδόων καί τήν πολιτική τους «κομπανία» νά κρατᾶ τόν ρυθμό μέ παλαμάκια!

Πόσο φτωχότεροι ἔχουμε γίνει! Ὁ Μάνος ἔφυγε, ὁ Γκάτσος δέν ὑπάρχει, ὁ Τσαρούχης δέν χρησμοδοτεῖ πιά, ὁ Μίκης ἀνελήφθη, ὁ Λειβαδίτης ἀπεχώρησε, ὁ Ἀναγνωστάκης ἐσίγησε, ὁ Κατσαρός δέν βαδίζει πλέον στό Σύνταγμα, ὁ Ἀργυράκης δέν στροβιλίζεται γύρω ἀπό τίς ἀπορίες του.

Ἀντ’ αὐτῶν, μετριότητες μετριοτήτων, βιασμός τῶν αἰσθήσεων καί ὄγκος παραισθήσεων, φτώχια καί ἀμηχανία.

Ὁ πανίσχυρος, ὅμως, στίχος τοῦ Νίκου Γκάτσου ἐξακολουθεῖ νά στροβιλίζεται καί νά πέφτει σάν βέλος σέ κάθε εὐαίσθητο στῆθος.

«Χόρεψε, μπουρνοβαλιά μου, νά σοῦ στείλω τά φιλιά μου,
χόρεψε, ἀγαπούλα μου, παραμύθι πούλα μου».

Ἀπό παραμύθι, πλέον, ἀγαπητοί, ἄλλο τίποτα…



Πηγή: Ἐφημερίς «Ἑστία»


Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *