Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)
Ἑκατὸν τριάντα πέντε περίπου χρόνια πέρασαν ἀπὸ τὴν χρονιὰ ποὺ γενήθηκε ὁ Βαλαωρίτης: ὀγδονταπέντε πλησιάζουν νὰ συμπληρωθοῦν ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ θανάτου του. (σημείωση: τὸ κείμενο εἶναι γραμμένο το 1961). Μὰ τί σημασία μποροῦν νἄχουνε αὐτὲς οἱ χρονολογίες; Εἶναι μόνο σημεῖα ἀναγνωρίσεως μέσα στὴ θάλασσα τοῦ καιροῦ. Γιὰ νἄρχεται στὴ μνήμη μας ὁ Βαλαωρίτης δὲν χρειάζεται τὴ βοήθεια τῶν ἐπετηρίδων. Εἶναι ποιητὴς ἐθνικός, γιατὶ πρὸ πάντων ἤτανε ποιητὴς χωρίς ἐπίθετο. Καὶ ἄν δὲν ὑψώθηκε πάντα ἴσαμε τὴ βαθύτερη οὐσία τῶν πραγμάτων, ἄν δὲν ἀγνόησε τὴ ῥητορικὴ σκέψι γιὰ τὴ μουσικὴ σκέψι, ὅπως ὁ Σολωμός, ἄν δὲν ἐζήλευε τὰ Πινδαρικὰ ἐπίθετα καὶ τὴν πλαστικὴ γαλήνη, ὅπως ὁ Κάλβος, τῶν ἀναγλύφων, εἴπαμε κάτι ἄλλο περισσότερο προσιτὸ στὸ κοινὸν τοῦ καιροῦ του, μὰ καὶ στὸ κοινὸν τοῦ καιροῦ μας. Τ’ ἀποσπάσματα τῶν «Πολιορκημένων» εἶναι γιὰ τοὺς μουσικολάτρες καὶ τοὺς λεπταίσθητους. Τὸ παράξενο γλωσσικὸ ῥοῦχο κάνει ἀπλησίαστο γιὰ τὸ πλῆθος τὸν Κάλβο: ὁ Βαλαωρίτης εἶναι ποιητὴς ὅλων μας. À la portée de tous.
***
Περνοῦμε μιὰ περίοδο ἀρνητική. Συρμὸς εἶναι νὰ περιφρονοῦμε κάθε ντόπια παραγωγή, νὰ γυρεύωμε τὸ ἀπόλυτο. Τὸν ἐγέννησε αὐτὸν τὸ συρμὸ ἡ ἀντίθετη τάσις τοῦ κριτικοῦ ὀπτιμισμοῦ, ποῦ μὲ πράσινα ματογυάλια ἔβλεπε ὅλα γύρω τὰ πράματα ἐλπιδοφόρα καὶ πράσινα. Μὰ ἡ ἀλήθεια -ἡ σχετικὴ ἀλήθεια, δὲν ὑπάρχει ἄλλη,- εἶν’ ἔξω ἀπὸ τοὺς διαδοχικοὺς αὐτοὺς συρμούς. Καὶ τὸ κριτήριο μας εἶν’ ἔξω ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς συρμοὺς. Ἴσως εἴχαμε, ἴσως ἀποχτήσαμε ποιητὰς μεγαλύτερους ἀπὸ τὸ Βαλαωρίτη. Μὰ γιὰ τὴν ὥρα εἶναι ὁ μόνος μας ποιητὴς ποῦ παρέχει ἔργο Ἑλληνοπλαστικὸ γιὰ τὰ σχολεῖα μας. Ὁ Ἀστραπόγιαννος, ὁ Διάκος, κομμάτια τοῦ ἀτέλειωτου Φωτεινοῦ-εἶναι τρεῖς ἐπικὲς προσπάθειες ἀξιοθαύμαστες. Εἶναι ἐπικοὶ ὕμνοι στὴ θυσία καὶ στὸ ἡρωϊκὸ ἰδανικό. Εἶναι καὶ κείμενα.
***
Δὲν εἶναι ξένος, ὄχι, ὁ Βαλαωρίτης σὲ ὅ,τι ἔγινε ἀπὸ τὸ θάνατό του ἴσαμε σήμερα. Ἡ πολεμικὴ του Μοῦσα, ἡ Ἑλληνοπλάστρια, δὲν εἶναι ξένη στὰ γεγονότα ποῦ κάμανε τὴν Ἑλλάδα τοῦ 1830 Ἑλλάδα τοῦ 1865 καὶ τὴν Ἑλλάδα ἐκείνη- ῾Ἐλλάδα τοῦ 1880 καὶ τοῦ 1912. Ὁ ποιητὴς ποῦ ἔλεγε ἀληθινὰ: «Νοιώθω γιὰ σέ, πατρίδα μου, στὰ σπλάχνα χαλασμό» δὲν εἶναι ξένος ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν κοσμογονία: τὴν Ἑλληνική ἀνασύνθεσι, ποῦ ἄρχισε μὲ τὴν ἀποκατάστασι τῆς Ἑπτανήσου καὶ συνεχίστηκε μὲ τὴν ἀποκατάστασι τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Ἠπείρου-πολυτραγουδημένης ἀπὸ τὸν ἀρματωλικὸ ποιητή.
***
Ἀπ’ τὴ Βαλαώρα, χωριὸ κοντά στὸν Ἀχελῷο, κρατάει τοῦ ποιητοῦ ἡ οἰκογένεια. Ἀπ’ αὐτὴ πῆρε τ’ ὄνομά της. Στὴν ἐπανάστασι τοῦ 1684-1715 οἱ Βαλαωρίτιδες πολεμᾶνε στὴ Δυτικὴ Ἑλλάδα καὶ τὴν Ἤπειρο. Ἕναν ἀπ’ αὐτούς, τὸ Χρῖστο Βαλαώρα ἢ Βαλαωρίτη μνημονεύει τὸ δημοτικὸ τραγοῦδι. Αὐτὸς εἶναι, ἄν ἠμποροῦμε νὰ ‘ποῦμε, ὁ πρόπαππος τοῦ πάππου τοῦ ποιητοῦ.
Καταδιωγμένοι ἀπ’ τοὺς Τούρκους οἱ Βαλαώρηδες ἢ Βαλαωρίτηδες ἐγκαταστάθηκαν στὴ Λευκάδα, νησὶ τοῦ Ἰονίου ποῦ χωρίζει στενὸς πορθμὸς ἀπὸ τὴν Ἀκαρνανία.
Ὁ πατέρας τοῦ Ἀριστοτέλη ἦταν ἔμπορος καὶ ναυτικός, βουλευτὴς στὴν Ἰόνια βουλὴ καὶ γερουσιαστής (ἔτσι ὠνομάζαν τοὺς ὑπουργοὺς στὴν Ἰόνια πολιτεία).
Στὰ 1824 γεννήθηκε ὁ ποιητὴς. Μητέρα του ἡ Ἀναστασία Τυπάλδου Φορέστη. Φοίτησε στὴν Ἀκαδημία τῆς Κέρκυρας. Νωρίς ταξείδεψε στὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα. Στὰ 1842 πρωτοταξείδεψε στὴν Ἰταλία μὲ τὸν πατέρα του, ἔπειτα πῆγε στὸ Παρίσι γιὰ νὰ σπουδάσῃ νομικὴ. Ἀρρώστησε στὰ 46 ἀπὸ τυφοειδῆ πυρετό, καὶ γύρισε στὴν Λευκάδα. Μετὰ τὴν ἀνάρρωσί του ξαναπῆγε στὸ Παρίσι καὶ στὰ 48 πῆρε τὸ διδακτορικὸ δίπλωμα.
Πεζοπόρος διασχίζει τὴν Ἑλβετία καὶ τὸ Τυρόλο. Πηγαίνει στὴ Βοημία καὶ στὴ Ἰταλία. Ξαναπηγαίνει στὴ Γαλλία, ἔπειτα στὴν Ἀγγλία, στὴ Σκωτία, ἐπισκέπτεται τὴ Γερμανία. Ἔχει «τὴν ἀρρώστια τοῦ αἰῶνα», τὴ ῥωμαντικὴ νόσο; Εἶναι σκλάβος τῆς ἀνήσυχης, τῆς πληθωρικῆς ἰδιοσυγκρασίας του. Ἐρωτοπαθής, φιλόνεικος, φιλήδονος. Στὸ δάσος τῆς Βουλώνης σκοτώνει μὲ μαχαῖρι ἕναν ἀπ’ τοὺς δυὸ ἀπάχηδες ποῦ παραμόνεψαν νὰ τόνε ληστέψουν. Στὴν Ἰταλία γίνεται «κοντοττιέρος» συμμαθητῶν ποῦ θέλανε νὰ πολεμήσουν γιὰ τὴν Ἰταλική ἀνεξαρτησία. Πῆγε καὶ στὴν Οὐγγαρία ἀκόμη νὰ λάβῃ μέρος σὲ μιὰ ἐπανάστασι!
Στὸ μεταξύ ὅμως γράφει καὶ στίχους-τοὺς πρώτους του: τὰ «Στιχουργήματά» του. Τυπώνονται στὰ 1847. Ὁ Στέφανος Κουμανούδης διακρίνει τὴν ποιητικὴ του φλέβα στὰ ποιητικὰ ἐκεῖνα δοκίμια. Καὶ μαντεύει τὸ μέλλον τοῦ νέου.
Στὰ 1851 ἀρραβωνιάζεται στὴ Βενετία μὲ τὴν κόρη τοῦ Αἰμίλιου Τυπάλδου. Στὰ 1853 γυρίζει γιὰ μόνιμη οἰκογενειακὴ ἐγκατάστασι στὴ Λευκάδα. Ἐργάζεται γιὰ τὸν Ἠπειρωτικὸ ἀγῶνα τοῦ 1854. Στὰ 1857 γίνεται βουλευτὴς στὴν Ἰόνια βουλή καὶ πάει μὲ τὸ μέρος τῶν ῥιζοσπαστῶν, δῆλα δὴ μὲ τὸ κόμμα ποῦ ἔχει πρόγραμμα τὴν ἄμεση ἕνωσι τῆς Ἑπτανήσου μὲ τὴν Ἑλλάδα. Συγχρόνως δημοσιεύει τὰ «Μνημόσυνα»- πρώτη του μεγάλη ποιητική ἐπιτυχία.
Στὰ 1859 εἴν’ αὐτὸς κυρίως ποῦ ἐμψυχώνει τὸν ἑνωτικὸ ἀγῶνα τῶν Ἰονίων· ὡστόσο βρίσκει καιρὸ καὶ δημοσιεύει τὴν «Κυρὰ-Φροσύνη» καὶ τὸ «Σήμαντρο». Στὰ 1862 ἐκλέγεται μέλος τῆς Ἐπιτροπῆς ἡ ὁποία παρουσιάζει στὸν Ἄγγλο ἁρμοστὴ Στόρξ τὸ ψήφισμα γιὰ τὴν Ἕνωσι. Καὶ ὁ Βαλαωρίτης διαβάζει στὸν ὠργισμένο Ἄγγλο τὸ κατηγορητήριο κατὰ τῆς Βρεττανικῆς προστασίας.
Βουλευτὴς καὶ στὸ τελευταῖο Ἰόνιο κοινοβούλιο γίνεται ὕστερ’ ἀπὸ τὴν Ἕνωνσι τῆς Ἐπτανήσου πρῶτος πληρεξούσιος τῆς Λευκάδας στὴν Ἐθνοσυνέλευσι, καὶ ὑποδεικνύεται νὰ μιλήσῃ ἐξ ὀνόματος τῶν Ἑπτανησίων συναδέλφων του τὴν ἡμέρα τῆς εἰσόδου των στὸ Ἑλληνικὸ κοινοβούλιο. Πρῶτος καὶ τελευταῖος λόγος του στὴν Ἐθνοσυνέλευσι. Στὰ 1869 ἀφήνει τὴν πολιτική.
Πέθανε στὰ 1879, ἑξήνταπέντε χρονών περίπου.
***
[…]
***
Ἡ ἐπιρροὴ τῆς ποιήσεως τοῦ Βαλαωρίτη στὰ νέα Ἑλληνικὰ γράμματα ὑπῆρξε πρὸ πάντων γλωσσική. Καὶ ἄλλοι Ἑπτανήσιοι, οἱ Σολωμικοὶ Ἰυπάλδος καὶ Μαρκορᾶς, σύγχρονοί του, συνεχίσανε τὸ παράδειγμα τοῦ ποιητοῦ τῆς Ζακύνθου- ὄχι βέβαια μὲ τὴ δύναμι καὶ τὸ αἴσθημα ποῦ χαρακτηρίζει τὰ ὑψηλὰ ἀποσπάσματα τῶν Πολιορκημένων. Μὰ ὁ Βαλαωρίτης ἤτανε περισσότερο ἑτοιμασμένος νὰ ὑποτυπώσῃ τὴν ποιητική μας γλῶσσα. Ἑπτανήσιος στὴν παιδεία, Ἑπτανήσιος ὡς πολίτης, ἤτανε Ρουμελιώτης στὴν καταγωγή καὶ ἡ Λευκάδα εἶναι περισσότερο Ρούμελη παρὰ Ἑπτάνησος. Ἡ διάλεκτός της δὲν ἔχει τὶς Βενέτικες ἐπιδράσεις ποῦ ἔχουν οἱ διάλεκτοι τῆς Κέρκυρας καὶ τῆς Ζακύνθου. Ἔπειτα ἡ παιδεία τοῦ Βαλαωρίτη ἡ Ἑλληνικὴ ἦταν πολὺ μεγαλύτερη. Εἶχε διαθέσει, ὅπως ὁ ἴδιος λέει, δεκαπέντε χρόνια γιὰ νὰ μάθῃ ἀρχαία καὶ ὅλη του τὴ ζωή γιὰ νὰ μάθῃ τὴ γλῶσσα τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας του, ποῦ εἶναι αὐτὴ περίπου ἡ γλῶσσα τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν. «Οἱ πρὸ ἐμοῦ γράψαντες τὴν δημοτικήν (ἀπαιτῶ παρὰ σοῦ ταύτην τὴν δικαιοσύνην) δὲν εἶχον διαθέσιμον παρὰ πτωχοτάτην ἀποθήκην γλωσσικοῦ ὑλικοῦ. Ἄν δὲ λάβῃς τὸν κόπον νὰ ἀναγνώσῃς τὸν Διάκον ἢ τὸν Ἀστραπόγιαννον, θὰ ἴδῃς ὅτι ἡ γλῶσσα τοῦ λαοῦ ἐθαυματούργησεν ἐπαρκέσασα εἰς ὅλας τὰς ἀνάγκας τῆς ἡρωϊκῆς ποιήσεως. Φαντάσου τὶ θὰ εἶναι μετὰ παρέλευσιν μιᾶς ἐκατονταετηρίδος, ὅταν μὴ ὑπάρχοντος τοῦ Λογιωτατισμοῦ ὅλοι θ’ ἀσχολῶνται εἰς τὴν τελειοποίησιν καὶ τὸν πλουτισμόν της!» Δυστυχῶς ὁ Λογιωτατισμός δὲν πέθανε ἀκόμη. Καὶ ἡ καθαρεύουσα τῶν σχολεῖων καὶ τῶν ἐφημερίδων χάλασε τὴν ὁμαλότητα τῆς κοινῆς γραμματικῆς. Ἀδιάφορο. Ὁ Βαλαωρίτης ὕστερ’ ἀπὸ τὸ Σολωμό εἶναι ὁ πρῶτος καὶ σπουδαιότατος σταθμὸς τοῦ προχωρήματος μας πρὸς τὴ γλωσσική ἀλήθεια. Ἡ καθαρολογικὴ ποίησις πέθανε λίγο ὕστερ’ ἀπὸ τὸ θάνατό του: ὁ Παλαμᾶς, ὁ Δροσίνης, ὁ Κρυστάλλης, ἄλλοι συνεχίσανε τὸ παράδειγμά του, καὶ γεννήθηκε καὶ δυνάμωσε ἡ ῥοπὴ νὰ συμμορφώσωμε τὸν πεζὸ πρὸς τὸν ποιητικό μας λόγο.
***
«Ἄνθρωπος ἀθλητικῆς κατασκευῆς, ἀλλα νευρικός», ὅπως τὸν ἐχαρακτήρισε ἕνας γιατρός, ὁ ἀπόγονος αὐτὸς τῶν βουνίσιων προγόνων του, ποῦ ἦταν «ἀρχηγοὶ τῶν ἀρμάτων», ἔχει ὅλα τὰ ἐλαττώματα τῶν ποιητῶν τῆς ἐποχῆς του. Μαθητὴς τοῦ Βύρωνα καὶ τοῦ Οὑγκὼ παρασύρθηκε ἀπ’ τὸ δεύτερο, ὁ ὁποίος τοῦ χάρισε «τὴ μανία τῶν ἀντιθέσεων» πρὸς τὴ λυρικὴ ῥητορική, ποῦ εἶναι κατώτερος βαθμὸς τῆς ποιήσεως. Ἀλλὰ ὁ Βαλαωρίτης δὲν ἦταν μόνο μαθητής. Εἶχε καὶ πολὺ δικό του νὰ δώσῃ. Ἄνθρωπος τῆς πράξεως, μέτοχος ὅλων τῶν πατριωτικῶν κινημάτων τῆς ἐποχῆς του, πρωταθλητὴς τῆς Ἑνώσεως τῆς Ἑπτανήσου, βοηθὸς τῶν ἀγώνων τῆς Κρήτης καὶ τῆς Ἠπείρου, ἀσκοῦσε τὴν ποίησι ὅπως καὶ τὴν πολιτική. Ἡ ποίησις τοῦ Βαλαωρίτη εἶχε πολιτικούς, ἐθνικούς, ἀντικειμενικούς σκοπούς, ὅπως περίπου ἡ ποίησις τοῦ Ρήγα Βελεστινλῆ. Τὰ ποιήματα τοῦ Βαλαωρίτη ἦταν ἐθνικὰ εὐαγγέλια καὶ ἐθνικὰ σαλπίσματα. Δημιουργήσανε μιὰ πατριωτικὴ θρησκεία καὶ ἐπιβάλανε τὴ δημοτικὴ γλῶσσα στὴν ποίησι ἀμέσως, ἐμμέσως στὸν πεζὸ λόγο. Κάθε δημοτικιστὴς σήμερα εἶναι λίγο πολὺ μαθητὴς τοῦ Βαλαωρίτη. Καὶ ἄν ὅμως παραμερίζωμε τὴν ἄποψι αὐτὴ καὶ ἀποβλέψωμε στὴν αἰσθητικὴ ἀξία τῶν ποιημάτων του, πάλι θὰ ἰδοῦμε ὅτι ἀπ’ τὴν ἐποχὴ ποῦ πέθανε ὁ Σολωμὸς καὶ σαράντα περίπου χρόνια ἔπειτα, ἄν ἐξαιρέσωμε τὸν Ἀστραπόγιαννο, τὸ Διάκο καὶ τὸ Φωτεινὸ τοῦ Βαλαωρίτη καὶ τὸ «Ὅρκο» τοῦ Μαρκορᾶ, τί ἐγράφτηκε σὲ δημοτικοὺς στίχους νὰ ζήσῃ;
ΑΡΙΣΤΟΣ ΚΑΜΠΑΝΗΣ
Ἀπόσπασμα τοῦ Προλόγου
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΟΥ ΑΠΑΝΤΑ
«ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ»
1961
«ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ»
Ἀντιγραφὴ: Ἑλλήνων Φῶς