ΧΙΜΑΙΡΟΚΥΝΗΓΟΙ...
Τὸ σούρουπο, ποὺ πλάθονται ὄνειρα ἀγαπημένα,
ἔξαφνα ἦλθε κι' ἄραξε στὴν ἀκροθαλασσιὰ
καινούργιο καὶ πρωτόφερτο καΐκι ἀπὸ τὰ ξένα·
— Ποιὸς ξέρει τί μᾶς ἔφερε ἀπὸ τὴν ξενητιά!...
Μὰ 'κεῖνο ἦλθε ἄγνωστο, ἀπ' ἄγνωστά μας μέρη,
πῆρε νερὸ κι' ἐχάθηκε στῆς νύχτας τὴ σιγή...
— Καὶ μεῖς πάντα προσμέναμε πὼς κάτι θὰ μᾶς φέρῃ,
αἰώνιοι κι' ἀμετάνοιωτοι χιμαιροκυνηγοί!...
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πηγή: «Νέα Ἑστία» τχ. 24-48, 1928
Ἑλληνων Φῶς